του Κωνσταντίνου Φουράκη
Η συνεχώς διογκούμενη γλωσσική ανεπάρκεια, πενία, κακοδαιμονία κι αμαρτωλότητα στον χειρισμό της Νεοελληνικής Κοινής (μας γλώσσας η διαφύλαξη της καθαρότητας, πλαστικότητας, ορθότητας και λειτουργικότητας της οποίας συνιστά εθνικό καθήκον και δεν περιορίζεται μόνο στους φιλολόγους, νομικούς, ιατρούς [σημ.: η πλειονότητα των ιατρών χαρακτηρίζεται από βαθιά, εντελή γνώση της γλώσσας λόγω της στενής συνάφειας του αντικειμένου αυτού του κλάδου του επιστητού μ’ αυτήν] αλλά αφορά και σ’ όλους τους ημεδαπούς κι αλλοδαπούς θιασώτες και χρήστες της) δεν οφείλεται μόνο σε ελλιπή παιδεία και γνώση αλλά και στην γενική τάση μεγάλης μάζας νεοελλήνων χρηστών της αλλά και σε μια σειρά άλλων «εξωγλωσσικών» παραγόντων, όπως είναι η νωθρότητα προς διενέργεια μελέτης, αναγνώσεως λογοτεχνικών βιβλίων, έρευνας, συλλογισμών, σκέψεων και αποκρυσταλλώσεως κρίσεως, η εννοιολογική αοριστία και εναργής εκφραστικότητα με την καθ’ υπερβολή χρήση δήθεν «ευνόητων» ή/και «κατά το νοούμενον» σχημάτων, η τερατώδης (αγάπη για την) συνομωσιολογία και, γενικώς, η προχειρότητα, ανοργανωσιά και ανεμελιά με την οποία έχουμε συνηθίσει να διεκπεραιώνουμε της πάσης φύσεως λειτουργίες, υποθέσεις και καταστάσεις μας.
Αυτή η νεοελληνική έξη, νοοτροπία και πρακτική, κοινώς αποκαλούμενη ως του «άρπα-κόλλα», αρχίζει από την ευκολία με την οποία διαδίδεται μια ανέλεγκτη φήμη (π.χ. «η συνθήκη ενώσεως της Κρήτης με την Ελλάδα υπόκειται σε επανακύρωση της δια δημοψηφίσματος των Κρητών μετά την παρέλευση εκατονταετίας από της ημερομηνίας συνάψεως της κι, έτσι, διακινδυνεύεται απόσχιση αυτής της μεγαλονήσου από τον Ελλαδικό κορμό), συνεχίζεται με την υιοθέτηση και διασπορά ανεξακρίβωτων –κι επικίνδυνων για την οικονομικο-πολιτικο-κοινωνική σταθερότητα της χώρας- πληροφορία (η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει την 25 Μαρτίου 2009), προχωρά στην αποδοχή ατεκμηρίωτων ισχυρισμών (π.χ. η Ελληνική γλώσσα θα ήταν τώρα παγκόσμιας εμβέλειας διότι επρόκειτο να υιοθετούνταν ως η επίσημα γλώσσα των ΗΠΑ επί του προέδρου της Μόνρο αλλά έχασε από την επιλογή της από την Αγγλική με την διαφορά μόνο μιας ψήφου κατά την διενέργεια της σχετικής ψηφοφορίας του τότε Αμερικανικού κογκρέσου), επεκτείνεται στην παραδοχή κι εφαρμογή σοβαροφανών, νομικοφανών κι επιστημονικοφανών υποδείξεων συνεπαγομένων δεινές μακροπρόθεσμες συνέπειες για τους εφαρμοστές-θύματα των (π.χ. Μην πληρώνετε τον ΦΑΠ στους λογαριασμούς της ΔΕΗ αλλά μόνο το ποσό την\ς καταναλώσεως του ηλεκτρικού σας ρεύματος χωρίς συνέπειας αφού το τάδε δικαστήριο απεφάνθη δια της τάδε αποφάσεως του ότι θα’ στε, με το να πράξετε ούτως, καθ’ όλα νόμιμοι κι ατιμώρητοι), περνά στον άκριτο εναγκαλισμό βαρύγδουπων ευάκουστων, εύπεπτων. «φιλελληνικών», εθνικών, συγκινησιακώς εύληπτων αλλά χαλκευμένων ψευδολογιών (π.χ. κατασκευάζεται ένα δήθεν ηλεκτρονικό πρόγραμμα ονόματι Hellenic Quest, βάσει του οποίου η Ελληνική γλώσσα είναι τάχα η μόνη φιλική τοιαύτη παγκοσμίως για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το CNN, η εταιρεία Apple την υιοθέτησαν για την λειτουργία τους και υποβάλλουν τους εργαζομένους σ’ αυτούς τους οργανισμούς στην ταχύρρυθμη εκμάθηση της ή/και πλάθεται ένα ψευδές γνωμικό όπως «Δυστυχής δεν είναι μόνο εκείνος που συγκεντρώνει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις και συνθήκες του να δυστυχεί αλλά, κυρίως, εκείνος που νομίζει ή θέλει να πιστεύει πως είναι δυστυχής» και μετά προστίθεται δίπλα του ένα όνομα γνωστού αρχαίου Έλληνα η (συνήθως τεθνεώτος) σύγχρονου ή ημεδαπού αλλοδαπού λογίου για την πρόσδoση εγκυρότητας κι ευκολότερης «καταπόσεως» και «πέψεως» αυτής της καπηλικής ψευδολογίας) και φτάνει στην σημερινή γλωσσική (ή α-γλωσσική) και οικονομική κρίση.
Έτσι, όταν μας παρέχεται μια πληροφορία, φήμη, ενημέρωση φράση και λέξη, το πρώτο μέλημα μας είναι να ερευνήσουμε την πραγματική προέλευση, δομή κι υπόσταση της με την προσφυγή μας σε λεξικά. Βιβλία και έγγραφα για την τεκμηρίωση και απόδειξη της πραγματικής της φύσεως. Στο ίδιο κεφάλαιο εντάσσονται κι οι λανθασμένες «διορθώσεις» ορθών λέξεων, φράσεων κι εκφράσεων τις οποίες χρησιμοποιεί ο/η χρήστης των ορθώς από άτομα τα οποία –ίσως καλοπίστως αλλά ανεξελέγκτως- τον/την «διορθώνουν». Βεβαίως, το «σφάλλειν (μπορεί να) είναι ανθρώπινο» αλλά η έρευνα, κριτική ανάλυση, μελέτη, τεκμηρίωση και διασταύρωση το μειώνουν δραστικώς στα χαμηλότατα δυνατά όρια του (ιδίως σε ότι αφορά σε γλωσσικά θέματα)». Οι αθέλητες γλωσσικές παραδρομές κι οι γραπτές κακοτεχνίες –ή αλλιώς ολισθήματα γραφίδας ή γλώσσας [lapsi linguae/calami]- δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτήν κατηγορία αφού αφορούν σε αθέλητες, παρορμητικές, αναπόδραστες απροσεξίες διαπραττόμενες υπό των κράτος βιασύνης, ψυχικής επιβαρύνσεως, αφηρημάδας, πιέσεως χρόνου και «εν τη ρύμη του λόγου».
Τούτων λεχθέντων, αναφέρονται εδώ μερικά απ’ τα ευρέως διαπραττόμενα γλωσσικά γραμματικά, συντακτικά, εννοιολογικά και υφολογικά σφάλματα λόγω της ελλείψεως προηγουμένης έρευνας και τεκμηριώσεως επ’ αυτών περί την ορθή χρήση των από την πλευρά του γραφέως-ομιλητού των.
Ας ληφθεί υπόψη ότι το αυθαίρετο κριτήριο της «αισθητικής ή εύηχης» ή/και της «από διαίσθηση καλής» αντηχήσεως ή/και το άλλοθι της γενικώς επικρατούσης κοινής πρακτικής αποτελεί ένα πολλάκις ανυπόστατο και σφαλερό εργαλείο για την υιοθέτηση και χρήση λανθασμένων αντί ορθών εκφράσεων.
1) Ακούω και διαβάζω συνεχώς περί «γκουρμέ» φαγητού, κουζίνας, εστιατορίου και, γενικώς, περί οιουδήποτε άψυχου, αφηρημένου ουσιαστικού ενώ το εκγαλλισμένο ουσιαστικό (le) “gourmet” (από το Μεσαιωνικό Γαλλικό –εξ επιδράσεως του ουσιαστικού [le] gourmand = άπληστος, αχόρταγος- ουσιαστικό «groumet» = υπηρέτης, βαλές, οινοχόος εκ καταγωγής από το Αγγλικό Μεσαιωνικό ουσιαστικό «grom» = νεαρός, σερβιτόρος, το οποίο. Με την σειρά του προέρχεται λίαν πιθανώς από το αρχαιοελληνικό ουσιαστικό “γαστρονόμος” [gastronome > gastrom > grom]),που σημαίνει άτομο εκλεπτυσμένης, εκλεκτικής γεύσεως σε φαγητό και ποτό, αφορά σε ΠΡΟΣΩΠΑ δηλαδή σε ανθρώπους κι εκτείνεται (με την ίδια ετυμολογική διαδικασία και προέλευση) ως τα όρια της εννοιολογικής περιοχής του Γαλλικού ουσιαστικού «gourmand» = ο καλοφαγάς, ο διαθέτων εκλεπτυσμένη γαστρονομική γεύση μεν αλλά σε μεγάλα ποσότητες και, εκτεινόμενο ακόμα παραπέρα, σημαίνει τον έχοντα υπερβολικώς εκλεπτυσμένη γεύση μαζί με ακόρεστη αδηφαγία.
2) Ο κ. Α. Τσίπρας, ο οποίος διαθέτει στιλπνό ηχόχρωμα φωνής, καλή άρθρωση κι ορθοφωνία κατά τα’ άλλα, επιμένει να λέει «Φταίνε αυτοί που ‘χρεοκόπησαν’ την χώρα». Ας μάθει τώρα ότι το ρήμα «χρεοκοπώ» είναι αμετάβατο και δεν μεταθέτει ενέργεια σε αντικείμενο αλλά αυτήν την υφίσταται το υποκείμενο του και, έτσι, θα πρέπει να λέει εφεξής «Φταίνε αυτοί που οδήγησαν/έφεραν την χώρα σε/στην χρεοκοπία», Μια χώρα δεν την «χρεοκοπούμε» ή «αυτοκτονούμε», όπως και δεν «διαρρέουμε» μια πληροφορία αλλά την «αφήνουμε να διαρρεύσει», «προκαλούμε την διαρροή της» κλπ.
3) Εκφράσεις όπως «ο ιός θα μεταλλαχθεί», «θα ταχθώ υπέρ εσού», «αυτός ο αξιωματικός θα μεταταχθεί» κλπ φέρουν ανατριχίλα στον αναγνώστη/ακροατή τους. Οφείλουμε να ξέρουμε τον πρακτικό κανόνα περί το ότι: όσα ρήματα λήγουν σε δύο σίγμα, όπως τα τάσσομαι, κατατάσσομαι, μεταλλάσσομαι κλπ και σχηματίζουν το ουσιαστικό τους με «γ» ([μετα ή συν]τάσσω = [μετα]ταγή [ο ταγός] και [συν]ταγή, [μετ]αλλάσσω = [μετ]αλλαγή κλπ) σχηματίζουν τον Μέλλοντα και την Υποτακτική τους πάλι με γάμμα: «Γνωρίζομεν ότι όλοι σας αγωνίζεσθε τον καλόν αγώνα της Πίστεως….έκαστος εφ’ ω ετάγη” [κι όχι «ετάχθει»] (Λουκ. 13,24), «Θα συνταγώ με σένα σ’ αυτήν την υπόθεση», «Αυτός ο ιός έχει μεταλλαγεί/θα μεταλλαγεί/μπορεί να μεταλλαγεί», «Οι νεοσύλλεκτοι θα καταταγούν στον τόπο που καθορίζεται στο οικείο κέντρο κατατάξεως των» κλπ.
4) Ακούμε-διαβάζουμε το ρήμα άγω σε ποικίλες λανθασμένες χρήσεις του όπως: «οι απαγάγονται [απάγονται] μεταξύ τους». «Σχεδιάζουν να εισαγάγουν [εισάγουν ή εισάξουν] συνθετικά τρόφιμα στην χώρα», «Άγνωστοι κακοποιοί απήγαγαν [απήγαν] ένα βιομήχανο χθες». Τι κάνουμε εδώ; Απλώς βρίσκουμε το πώς σχηματίζονται οι αρχαιοελληνικοί χρόνοι του ρήματος άγω (άγω, ήγον, άξω, ήγαγον, ήγμαι, ήγμην) και τους εφαρμόζομαι αναλογικώς στα Νέα Ελληνικά: Ενεστώτας: εις/παράγω [Η εταιρεία μας εξάγει πλαστικά προϊόντα στην Γερμανία], Παρατατικός: /προς/εις/παρήγα (στ.) [Η Ελλάδα εισήγε ζάχαρη απ’ το εξωτερικό πριν από την ίδρυση του εργοστασίου ζαχάρεως στην Κεντρική Ελλάδα], Αόριστος: προς/από/εις/παρήγαγα [Η Γερμανία εισήγαγε ένα νέο φορολογικό νόμο στην νομοθεσία της προχθές] Μελ. Εξακολ.: θα εις/από/παράγω [Η Ελλάδα θα εξάγει περισσότερα προϊόντα από όσα εισάγει τώρα το 2014], (στ.) Μελ. Στιγμιαίος.: θα (εις/από/προς/παράξω [Οι ξένες επενδύσεις θα παράξουν αυξημένο ΑΕΠ]. (στ.) Παρακείμενος: έχω εις/παραγάγει. [Το εργοστάσιο μας έχει παραγάγει 3.000 αυτοκίνητα από την αρχή του έτους ως σήμερα], Υπερσυντέλικος: είχα προς/εις/γάγει [Είχαμε παραγάγει τόνους τσιμέντου πριν την επέλευση της κρίσεως, (στ.) Μελ. συντ.: θα έχω από/προς/εις/παραγάγει [Οι κατηγορούμενοι για υπεξαίρεση θα έχουν προσαγαγεί σε δίκη έως την ερχόμενη εβδομάδα].
5) Επιτέλους, πότε θα μάθουμε να κλίνουμε σωστά τα γ’ ενικά και πληθυντικά πρόσωπα των ρημάτων τα οποία λήγουν σε –μαι, όπως είναι τα (προς/επί/παρά/κατά)τίθεμαι, κείμαι κλπ (Εδώ πρόκειται [κι όχι πρόΚΕΤΑΙ] περί κλοπής δημοσίου χρήματος, Οι εχθροί μου επιτίθενται [κι όχι επιτίΘΟΝΤΑΙ] σφοδρώς);
6) Πότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι ο «μνηστήρας» (Αγγλιστί “suitor”) είναι ο ανήρ ο οποίος προαλείφεται/φιλοδοξεί/νομιμοποιείται για, επιδιώκει και την κατάκτηση ή απόκτηση περιουσίας, τίτλου, θέσεως κλπ (π.χ. Ο Χουάν Κάρλος ήταν ο μνηστήρας του Ισπανικού θρόνου όταν νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα Σοφία της Ελλάδος) και δεν σημαίνει τον «αρραβωνιαστικό» ενώ η σωστή ονομασία του τελευταίου είναι «ο μνηστός (κι η μνηστή)» (Γαλλιστί κι Αγγλιστί «fiancée», όπως λέμε ο κλειστός, η κλειστή, ο αγαστός, η αγαστή κλπ); Οι πολυάριθμοι μνηστήρες της Πηνελόπης ήτανε όλοι αρραβωνιαστικοί της στο κάτω κάτω;
7) Έχω βαρεθεί να διορθώνω συνεχώς τους ερωτώντες με περί το αν είμαι «ελεύθερος (αντί του ορθού όρου «ελευθέριος» με αντίθετο του τον όρο «μισθωτός»)» κι αν ασκώ «ελεύθερο» (αντί του ορθού όρου «ελευθέριο» με αντίθετο του το «μισθωτό») επάγγελμα. Οι έννοιες «ελεύθερος» κι «ελευθέριος» επαγγελματίας καθώς κι «ελεύθερο» κι «ελευθέριο» επάγγελμα μπορεί να φαίνονται ταυτόσημες αλλά δεν είναι λόγω της υφισταμένης διακριτής ειδοποιούς διαφοράς μεταξύ τους. Το αντίθετο του «ελεύθερου» (ανοιχτού νομικώς προς άσκηση του, όπως αυτό ενός δημοσιογράφου) επαγγέλματος είναι το «κλειστό» (το μη προσβάσιμο απ’ όλους ως διαθέτον δεσμεύσεις στην άσκηση του, όπως είναι αυτό του συμβολαιογράφου) τοιούτο ενώ το αντίθετο του «ελευθερίου επαγγέλματος» (ο ασκών το οποίο είναι ανεξάρτητος επιχειρηματίας, μη τελών σε σχέση εξηρτημένης εργασίας, όπως είναι αυτό ενός αυτόνομου μεταφραστή) είναι το «μισθωτό» (το τελών σε σχέση εξηρτημένης εργασίας κι ενέχον μισθοδοσία, όπως αυτό ενός μεταφραστή που έχει προσληφθεί από μια εταιρεία για την διενέργεια μεταφράσεων των εγγράφων της επί παγία αντιμισθία) και το αντίθετο του «ελευθέριου» επαγγελματία (του μη ασκούντος δεσμευμένο επάγγελμα, ενός ιδιωτικού ιατρού) είναι ο «μισθωτός» τοιούτος (ο ασκών επάγγελμα υπέρ τρίτων επί παγία αντιμισθία. Όπως είναι ο μισθοδοτούμενος ιατρός ενός δημοσίου ή ιδιωτικού νοσοκομείου). Έτσι, αν ασκείτε ένα αυτόνομο, μη εξαρτημένο, ιδιωτικό επάγγελμα κι είστε εργοδότες του εαυτού σας, τότε είστε «ελευθέριοι» κι αν υπόκειστε σε υπαλληλική, εξηρτημένη σχέση προς οιασδήποτε φύσεως εργοδότη με μισθό, τότε είστε «μισθωτοί» επαγγελματίες. Οι επαγγελματίες αμφοτέρων των παραπάνω αναφερομένων επαγγελματικών κατηγοριών οι οποίοι συνταξιοδοτούνται, λέγονται «συνταξιούχοι» άπαντες για λίγο, όμως, καιρό λόγω της παρατάσεως του ορίου συνταξιοδοτήσεως και της γλίσχρας συντάξεως την οποία λαμβάνουν, διότι είναι ευεπίφοροι να μεταβούν συντόμως εις αιωνίου μονάς, όπου τουλάχιστον δεν πονούν και δεν πεινούν πια.
και
Ας μην ευτελίζουμε το λόγο μας με γλωσσικές κονσέρβες όπως: «είμαι στο κόκκινο» (είμαι καταχρεωμένος), «Η γραμματέας του φωτογράφισε τον υπουργό» (η γραμματέας του υπουργού άφησε υπαινιγμούς/αιχμές/μπηχτές κλπ εις βάρος του), «Η Λούνα Λουλούνα είναι τώρα στην γειτονιά των αγγέλων» (πως ξέρουμε πως δεν είναι στην γειτονιά των διαβόλων; Ας λέμε, ότι μετέστη στα αιωνίους μονάς, έφυγε απ’ αυτήν την ζωή, είναι τώρα στον ουρανό, μας άφησε χρόνους, έκοψε ρόδα μυρωμένα κλπ), «Ο δημοσιογράφος Σπύρος Καρασμπίρος πέθανε και μας άφησε φτωχότερους» (πέθανε και νιώθουμε έντονη την έλλειψη του/θα τον στερηθεί η δημοσιογραφική οικογένεια), «Τα μαλλιά της Τασίας κάνουν κάτι σαν χελιδονοφωλιά» (…μοιάζουνε με χελιδονοφωλιά), «Η Μαίρη είναι κάπως (κάπως πως: βαρύθυμη, παράξενη, άρρωστη κλπ;) σήμερα» (…μου φαίνεται παράξενη, άρρωστη, χαρούμενη κλπ), «Σου κάνει κάτι αυτή η μουσική;» (Τι αισθήματα σου προκαλεί αυτή ή πως αισθάνεσαι μ’ αυτήν την μουσική;), «Η δικαιοσύνη κλείνει το μάτι στους μεγαλέμπορους ναρκωτικών» (..μεροληπτεί υπέρ….), «Αυτό το πράγμα δεν μου επικοινωνεί καλά» (δεν το καταλαβαίνω απολύτως) κλπ.
Έκκληση: ας επαναφέρουμε τα εξορισθέντα εμπρόθετα άρθρα και τις εξοστρακισμένες αντωνυμίες στην γλώσσα μας και λέμε «Είμαι/πηγαίνω ΣΤΗΝ Θεσσαλονίκη (αντί για «είμαι Θεσσαλονίκη» αν κι εγώ προσωπικώς θα ήθελα να ήμουν Παρίσι), «Πηγαίνω/είμαι ΣΤΟ σπίτι μου’’ (κι όχι είμαι σπίτι ενώ εγώ θα’ θελα να ήμουν νομισματοκοπείο για να ζω πολυτελώς), «Είμαστε ΣΤΟΝ αέρα» (αντί για είμαστε αέρα ενώ εγώ θα’ θελα να΄μουν θάλασσα, την οποία υπεραγαπώ), «Ο –όπουλος είναι ΣΤΗΝ φυλακή (κι όχι είναι φυλακή διότι θα μπορούσε να ήταν κι ο Κήπος του Λουξεμβούργου).
16 comments
Εὔστοχες παρατηρήσεις (καὶ ὁρισμένες μάλιστα ποὺ δὲν εἶχα ὑπ᾿ ὄψιν), ἀλλὰ ἐπιτρέψτε μου νὰ διορθώσω μὲ τὴν σειρά μου ἕνα ἁμάρτημα τοῦ ἀρθρογράφου: στιγμιαῖος μέλλων, «θὰ παραγάγω», βεβαίως, καὶ ὄχι «θὰ παράξω». Ἂν καὶ τὸ λανθασμένον «θὰ παράξω» τείνει νὰ κυριαρχήσῃ πλέον καὶ οἱ μοντέρνοι γλωσσολόγοι θὰ σᾶς ποῦν ὅτι εἶναι ἑπομένως, πλέον, ὀρθόν. Πλὴν ὅμως ἐγὼ γενικῶς δὲν τὰ σηκώνω τὰ μοντέρνα. Ἐξ ἄλλου δὲν λέμε «θὰ εἰσάξω», «θὰ ἐξάξω»! Θὰ εἰσαγάγω, θὰ ἐξαγάγω. Εἰσαγωγή, ἐξαγωγή. Τὸ ἄγω σχηματίζει τοὺς στιγμιαίους χρόνους μὲ ἀναδιπλασιασμό.
“αλλά αφορά και σ’ όλους τους ημεδαπούς κι αλλοδαπούς θιασώτες”
Αφορά ΣΕ;;;;;
Εἶναι πραγματικὰ ἐνδιαφέρον τὸ κείμενο. Πολλὲς ἀπὸ τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς δίνει τὶς μαθαίνω γιὰ πρώτη φορά.
Ἔχω μιὰ ἔνσταση ὡστόσο, γιὰ τὴν ὁποία εἶχε κάποτε γράψει καὶ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, ἀναφερόμενος στὴν ἀπόπειρα “μετάφρασης” (μεταφορᾶς καλύτερα) στὴν “κοινὴ νεοἑλληνικὴ” τῶν εὑαγγελικῶν περικοπῶν. Διερωτήθει τότε, ὁ Χ.Γ., ἐὰν ὑπάρχει κάποιο κριτήριο ὡς πρὸς τὴν ἐπιλογὴ/ὑιοθέτηση μιᾶς συγκεκριμένης γλώσσας ἀπὸ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν, ὅπου θὰ ἀντικαταστήσει τὴν “παρωχημένη” κοινὴ ἑλληνιστικὴ τοῦ Εὑαγγελίου: “μετάφραση στὴν νεοελληνική; Μιὰ πιὰ νεοελληνικὴ ἀπ’ ὅλες;!” Κάπως ἔτσι ἐθετε τὸ ἐρώτημα ὁ ὁμότιμος καθηγητής.
Ἀπὸ τὴν πλευρά μου θὰ ρωτήσω κάτι ἄλλο: καὶ γιατὶ νὰ μᾶς ἀσκεῖται κριτικὴ γιὰ τὸ πὼς χειριζόμαστε τὴν γλώσσα μας; Ἐὰν εἶναι ζωντανὸς ὀργανισμός, ἡ γλώσσα, χρειάζεται νὰ ἐξελιχθεῖ γιὰ νὰ ἐπιβιώσει. Πρέπει νὰ ἀνανεώνεται, σὰν τὸ DNA τῶν ἔμβιων ὅντων. Ποιός μπορεῖ πραγματικὰ νὰ μᾶς “διορθώσει΄΄ καὶ ποιός τὸν/τὴν πιστοποιεῖ ὅτι εἶναι φορέας τοῦ “σωστοὺ χειρισμοὺ” τῆς γλώσσας; Ἄν ἡ γλώσσα, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι ζωντανὸς ὀργανισμός, καὶ ἐφόσον ἔχει ἐπιβιώσει τόσες χιλιετίες, ξέρει καλὰ τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιβίωσής της.
Καὶ κάτι σχετικό: οἱ καθαρευουσιάνοι (purists) καταλήγουν πάντοτε σὲ μέτρα ἀποστειρωτικά, δημιουργοῦν κλίμα φοβίας καὶ τρόμου. Λένε θὰ “ἐξαφανιστοῦμε”, σὰν ἐθνότητα, θὰ ἐξαφανιστεῖ ὁ πολιτισμός μας…μερικοὶ (εὐτυχῶς ἐλάχιστοι) θέτουν καὶ ζήτημα φυλετικὴς καθαρότητας.
Δὲν ἔχουν φαίνεται κατανοήσει, καὶ εἶναι λυπηρό, ὅτι ὁτιδήοποτε μένη στάσιμο στὴν φύση καταρρέει…
Έχουν γραφεί πολλά άρθρα για τον λανθασμένο χειρισμό της γλώσσας και ειδικά από τα ΜΜΕ, τα οποία κυριολεκτικώς την σκοτώνουν. Το άρθρο είναι πολύ ωραίο, αλλά εγώ θα επεσήμανα πιο συνήθη λάθη, τα οποία ακούμε καθημερινά ακόμη και από τα ΜΜΕ, ακόμη και από τους “εθνοπατέρες” μέσα στην Βουλή.
Περνά βράδυ που να μην ακούσει κανείς στην τηλεόραση, ότι η αστυνομία/πυροσβεστική κατέφθασε “άμεσα”, αντί του σωστού αμέσως; Μήπως δεν έχει καθιερωθεί από πολλούς, χάριν δημοτικής τάχα, να λένε “απλά”, αντί του ορθού απλώς, χωρίς να γνωρίζουν ότι τα δύο αυτά (και όχι μόνο) έχουν διαφορετική σημασία;
Το ίδιο ισχύει και για το “έκτακτα”, αντί του εκτάκτως, το “αδιάκριτα”, αντί του αδιακρίτως, και κάποια άλλα.
Αξιότιμε Κύριε Φειδία Μπουρλά, φρονώ πως ο αλάνθαστος και σταθερός οδηγός μας στο πως θα σχηματίσουμε ένα ρηματικό, επιθετικό, ουσιαστικό κλπ τύπο ευρισκόμενο υπό αμφισβήτηση ή έλλειψη στην Νέα Ελληνική Κοινή αναλογικώς είναι η αρχαία Ελληνική γραμματεία στο πλαίσιο της παραδοχής ότι αμφότερες αυτές οι εκδοχές της αποτελούν μια ενιαία ενότητα με ορισμένες, φυσιολογικές, αναπόδραστες διαφοροποιήσεις τις οποίες υπέστησαν στο πέρασμα των αιώνων.
Το ρήμα “άγω”, λοιπόν -και τα παράγωγα του, όπως προσάγω, παράγω, υπάγω κλπ- έχει τον τύπο “άξω” για Μέλλοντα κι επομένως, ο μεν Διαρκής Μέλλων του θα γίνει “Θα παράγω” (π.χ. Η εταιρεία μας θα συνεχίσει να παράγει προϊόντα υψηλής ποιότητας και στο έλλον) ο δε Στιγμιαίος Μέλλοντας του θα γίνει λογικώς “θα παράξω” (π.χ. Αν συντονιστούμε κι οργανωθούμε, θα παράξουμε σπουδαίο έργο ως χώρα) αντί του λανθασμένου συνδυασμού του μορίου «θα» του μέλλοντος με τον άκομψο, «μεταλλαγμένο», ανύπαρκτο κι αμάρτυρο γραμματικώς ρημστικό τύπο «παραγάγω», όπως συμβαίνει και με το ρήμα “έχω” και τα παράγωγα του, όπως προσέχω, παρέχω, υπέχω, απέχω κλπ, το οποίο διαθέτει τον τύπο “έξω” για μέλλοντα κι, έτσι λέμε, “θα προσέξω” όλοι μας αβιάστως και φυσιολογικώς χωρίς να ξενίζεται κανείς από μας μ’ αυτόν το ρηματικό τύπο όπως μπορεί να συμβαίνει ανεξηγήτως με τον τύπο, «θα παρέξω».
Επομένως, ο τύπος “θα παράξω” παράγεται ορθώς από την αρχαία του μήτρα και δεν αποτελεί, όπως λέτε ούτε “αμάρτημα” του αρθρογράφου ούτε τάση των “μοντέρνων” (μήπως θα ήταν καλύτερος ο όρος “σύγχρονος” από τον ξενικό “μοντέρνο”;) γλωσσολόγων αλλά την ορθότερη επιλογή από άλλες προχείρως κι αυθαιρέτως υφιστάμενες τοιαύτες.
Για την δεσποσύνη (εικάζω πως το συγκεκριμένο όνομα είναι θηλυκού γένους λόγω της ομογενούς καταλήξεως –cia) marettuccia, η απάντηση στην εύλογη –λόγω της γενικής μακράς ερριζωμένης εσφαλμένης πρακτικής και του μακροχρόνιου ακουστικού εθισμού μας σε λανθασμένες εκφράσεις (ξέρετε πόση προσπάθεια καταβάλλω κάθε φορά για να σχηματίσω ορθώς την ερώτηση «πόσο χρόνων [αντί του λανθασμένου τύπου «χρονών»] είναι ο σκύλος σας;» ή να πω σωστά «η λεωφόρος Κηφισιάς» αντί του εσφαλμένου «Κιφισίας») ή «θα τα πούμε στην μία η ώρα (ενώ έχω έτοιμη στην άκρη της γλώσσας μου την φράση «στις 1 η ώρα» αν και γνωρίζω καλώς πως εκφέρονται;) να α- ερώτηση της αν το ρήμα αφορώ συντάσσεται με πρόθεση εις/σε + τον/την/το = αιτιατική ουσιαστικού είναι πως ναι όντως, αυτή είναι η σωστή του σύνταξη, όπως συμβαίνει και με τα συναφή (του) σύνθετα εμπρόθετα ρήματα, όπως αποσκοπώ (από+σκοπώ), π.χ. Το παρόν εγχειρίδιο αποσκοπεί στην εξοικείωση μας με την λειτουργία του ηλεκτρονικού υπολογιστή, αποβλέπω (από+βλέπω), π.χ. «Ο λαϊκισμός είναι μια μορφή δημαγωγίας η οποία/που αποβλέπει στον δελεασμό και σαγήνη ατόμων τα οποία θέλουν ν’ ακούν ευχάριστα, βολικά πράγματα που αντίκεινται στην σκληρή, οδυνηρή πραγματικότητα». Το άτυχό ρήμα ορώ, ως δασυνόμενη λέξη, εξαναγκάζει το καταληκτικό πι της, προθέσεως-πρώτης συνθετικής του λέξης, «από» σε φι (οπό+ορώ = αφορώ) κι έτσι ξενίζει ως προς την σύνταξη του με εις/σε + τον/την/το + αιτιατική διότι εκλαμβάνεται ως ξένο προς και ξεκομμένο από τα άλλα «αδελφά» του ρήματα αποβλέπω, αποσκοπώ κλπ για τα οποία δεν υπάρχει κανένας απολύτως ενδοιασμός να τα χρησιμοποιούμε ορθώς.
Όμως, με την εξέλιξη της γλώσσας, ο τύπος «Αυτή η υπόθεση δεν σε αφορά» (χωρίς την σύνταξη αφορώ+εις/σε+αιτιατική) έχει επικρατήσει ως ορθός στην νεοελληνική κοινή όταν το ρήμα «αφορώ» χρησιμοποιείται ως αμετάβατο και σημαίνει «με/σε/τον/μας κλπ ενδιαφέρει ή δεν με/σε/τον/μας κλπ ενδιαφέρει ή ενέχει» (Το που πάω, ποιον βλέπω και τι κάνω δεν σε αφορά [ενδιαφέρει ή δεν ενέχεσαι στο που πάω, ποιον βλέπω και τι κάνω) αλλά ο παραπάνω τύπος του ρήματος «αφορώ» ως μεταβατικό (αφορώ+εις/σε+αιτιατική) εφαρμόζεται όταν το αφορώ (ή θέλουμε να σημαίνει) «αναφέρομαι σε/εις + τον, την, το+ αιτιατική», όπως «Το καινούργιο μου βιβλίο αφορά στον απειροστικό λογισμό»
Ευχαριστών θερμώς τον «Πατριώτη» για το ευμενές, φιλοφρονητικό σχόλιο του επί του άρθρου μου, του αποδίδω απόλυτο δίκιο ως προς την «δολοφονία» της γλώσσας μας από τα ΜΜΕ (serche les journalistes), τους πολιτικούς (ιδιαιτέρως της «Αριστεράς») κλπ και την «δολιοφθορά» την οποίαν υφίστανται λέξης συνεχούς, ευρυτάτης καθημερινής χρήσεως όπως, για παράδειγμα, είναι το («επιρρηματοποιημένο», κλινόμενο στην ονομαστική του πληθυντικού αριθμού του [«το άμεσο»], δηλώνον κίνηση, τρόπο πορείας) επίθετο «άμεσα» (π.χ. Η ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας κι η σταδιακή μείωση της ανεργίας θα είναι τα άμεσα αποτελέσματα της προσελκύσεως ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα), το οποίο χρησιμοποιείται επιμόνως και αενάως αντί του ορθού χρονικού επιρρήματος «αμέσως» (Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα θα οδηγήσουν αμέσως στην ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και την σταδιακή μείωση της ανεργίας) -άραγε, είπαμε ποτέ στις μανάδες μας που μας ανακαλούσαν πίσω, στο σπίτι μας την νύχτα, απ’ τα ατελείωτα παιχνίδια μας στις διάφορες αλάνες «Έρχομαι «άμεσα»;- και το (επίσης «επιρρηματοποιημένο», κλινόμενο στην ονομαστική του πληθυντικού αριθμού του [«το απλό»]) επίθετο «απλά» (π.χ. Οι ταλαντούχοι δημιουργοί παράγουν υπέροχα έργα με απλά μέσα) αντί του ορθού τροπικού επιρρήματος «απλώς» (π.χ. Ο Μέγας Αλέξανδρος έκοψε απλώς με το σπαθί του τον Γόρδιο δεσμό αντί μα τον έλυνε) καθώς και τον ενημερώνω ότι έχω ασχοληθεί με την ανάρτηση σημειωμάτων για λάθη στην χρήση πλειάδας παρομοίων μαζικής, συνεχούς καθημερινής χρήσεως λέξεων, φράσεων κι εκφράσεων στον –περιορισμένης εμβέλειας- προσωποβιλιακό μου τοίχο πριν μου επιδαψιλευτεί η τιμή» του να παραθέτω και συμμερίζομαι με τους/τις εκλεκτούς/ές αναγνώστες/τριες του τις διάφορες απόψεις μου από (και εις) το έγκυρο, ευρυτάτης θεάσεως «Αντίβαρο».
Αφού ευχαριστήσω τον κ. Κυριάκο Παπαδόπουλο για την θετική αποδοχή του παραπάνω ανηρτημένου γλωσσικού σημειώματος μου και το –επιστρέφοντας του την σχετική φιλοφρόνηση προς εμένα- πραγματικώς πολύ ενδιαφέρον –καθώς και εισάγον, ψαύον και θίγον εξαιρετικώς σημαντικά, ζέοντα γλωσσικά ζητήματα- σχόλιο του επ’ αυτού, προχωρώ με χαρά στον παρακάτω παρατιθέμενο αντισχολιασμό μου επί των απόψεων του.
Αφού σας προκαταλάβω περί του τι θα διαβάσετε παρακάτω με την αναφορά κοινότοπων αλλά αναγκαίων για την οικονομία της συζητήσεως μας αξιώματα όπως τα «μηδέν άγαν», «μέτρον άριστον», «τα πράγματα στην φύση είναι πολύχρωμα κι όχι ασπρόμαυρα» κλπ, φρονώ πως ο εκλεκτός λόγιος κ. Χρῆστος Γιανναρᾶς συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο μορφωμένους, κατηρτισμένους, διεισδυτικούς και οξυδερκείς νεοέλληνες διανοητές, εκφράζων, κατά καιρούς, ρηξικέλευθες (ή εκλαμβανόμενες ως τοιαύτες), «επαναστατικές», «τέμνουσες» των πραγμάτων, απόψεις και θέσεις οι οποίες είναι σαφώς σεβαστές κι εκτιμητέες μεν πλην δεν αποτελούν ούτε θέσφατα ούτε αφορισμούς χορηγούμενους «από καθέδρας» κι έτσι, ως απολύτως προσωπικές και υποκειμενικές, είναι εξ ορισμού μαχητές και απορριπτέες από άλλους λογίους (πάλι κατά την δική τους υποκειμενική και, άρα, μαχητή, εκτίμηση). Στην προκείμενη περίπτωση της Ελληνιστικής Γλώσσας στην οποία είναι γραμμένη η Αγία Γραφή (Παλαιά και της Καινή Διαθήκη), ο κ. Χ.Γ., όπως και πολλοί άλλοι Ελληνορθόδοξοι εθνικίζοντες ιερωμένοι, θεολόγοι, ιεροκήρυκες, διανοητές κλπ, έχει συλλάβει την αρχαία Αλεξανδρινή Κοινή (ιδίως της Καινής Διαθήκης) σαν ένα είδος γλωσσικής «Κιβωτού της Διαθήκης», δηλαδή ενός κελύφους-σκεύους περιέχοντος κάποια ιερή γλωσσική παρακαταθήκη η οποία, όμως, εκτός του ότι δεν είναι ανεπίληπτη γραμματικώς, συντακτικώς, υφολογικώς και εννοιολογικώς, αφού η μεν Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε σ’ αυτήν την γλώσσα από Εβραίους (μη γνήσιους Έλληνες λόγιους) «σοφούς» κι η Καινή Διαθήκη από Εβραίους –εκτός του Έλληνα μαθητή του Ιησού Χριστού Λουκά- τελώνες, ψαράδες και Φαρισαίους (όπως ήταν ο Απ. Παύλος, του οποίου τα Ελληνικά είναι ελλειμματικά, πλεοναστικά και λανθασμένα πολλές φορές), δεν οφείλει να χρησιμοποιείται σαν απαραβίαστος κώδικας, τοτέμ, ταμπού η άρρηκτη θεία σημειολογία αλλά ως όχημα μεταφοράς του Λόγου του Θεού στους ανθρώπους για την διδαχή, κατήχηση, πληροφόρηση, σωτηρία και συμμόρφωση των μ’ αυτόν και, επομένως, θα πρέπει να είναι εύληπτη, κατανοητή κι αντιληπτή από τους πάντες αναλόγως του είδους της γλώσσας την οποία μιλούν και της εκάστοτε εποχής στην οποία ζουν, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει σήμερα με μια αρχαιοπρεπή γλώσσα την οποία δεν κατανοεί πλέον η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού. Αυτή η νοοτροπία και θέση του «απαράλλακτου» της αρχαίας γλώσσας ως προς την μετάφραση της στην σύγχρονη δημοτική, εκτός του ότι υποκρύπτει την υποψία υπάρξεως προθέσεως του να παραμείνει το Ευαγγέλιο ακατανόητο για να μην μπορεί να το ερευνά ο μέσος πιστός και αντιλαμβάνεται το πόσο έχει απομακρυνθεί η σημερινή Εκκλησία από τα κελεύσματα, τα δόγματα, τις εντολές, τις παροτρύνσεις και την, περιεχόμενη στο Ευαγγέλιο, διδασκαλία του Ιησού Χριστού, είναι λανθασμένη αφού, όπως έχει αποδειχτεί με την θαυμάσια μετάφραση της Αγίας Γραφής από φιλολόγους καθηγητές πανεπιστημίου, η μεταγλώττιση των ιερών κειμένων στην νεοελληνική γλώσσα μπορεί να είναι εξίσου –ή και πολλές φορές, περισσότερο απ’ αυτήν του αρχαίου κειμένου- ζωντανή, ρέουσα, πλαστική, εύηχη, εννοιολογικώς πλήρεις και αισθητικώς τέλειας.
Όμως, το αδιαμφισβήτητο γεγονός του ότι η γλώσσα αναπτύσσεται, εξελίσσεται, διαφοροποιείται και μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου δεν σημαίνει πως θα πρέπει να διαμορφώνεται ανεξελέγκτως και χωρίς κανονισμούς, κανόνες και νόμους, οι οποίοι μας παρέχονται έτοιμοι και τέλειοι από την αρχαιοελληνική γραμματεία και απλώς οφείλουμε να τους εφαρμόσουμε αναλογικώς και στην νεοελληνική τοιαύτη, όπως τίποτε στην ζωή και στην φύση δεν διαπλάθεται ανάρχως. Ένα πρόχειρο παράδειγμα αυτού του ισχυρισμού μου αποτελεί η άναρχη δόμηση, η καταστροφή της αισθητικής των Αθηνών, της υποβαθμίσεως του οικολογικού περιβάλλοντος μας κλπ που μας προέκυψαν ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης «αναπτύξεως» την οποία επέφερε η ξαφνική, ασυνάρτητη ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας των δεκαετιών του 60’, 70’ και 80’. Συνεπώς, δεν μπορούμε να εκλάβουμε γλωσσικές δομές, φράσεις, λέξεις, εκφράσεις καθώς και γραμματικές, συντακτικές, φραστικές μορφές κλπ ως αυτομάτως, αυτοδικαίως και ακρίτως ως ορθές, εφαρμοστέες και αποδεκτές μόνο και μόνο επειδή είναι προϊόντα «γλωσσικής εξελίξεως», πράγμα το οποίο παραπέμπει ακριβώς στο ότι έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια με την συνεχή εξάπλωση κι αποδοχή των αυθαιρέτων, εκτός πολεοδομικών σχεδίων, κτισμάτων και άλλων οικιστικών παρεμβάσεων στο περιβάλλον. «Ανάπτυξη κι εξέλιξη» -και μάλιστα αποδεκτή κι εφαρμοστέα- δεν αποκαλούμε την εξαμβλωματική παραμόρφωση, την οποία μπορεί να την μεταφέρουμε ως αποτέλεσμα και στην γλώσσα; Θα αποδεχτούμε ως ορθές κι εφαρμόζουμε εκφράσεις όπως «Ξέρω καλά την δεσποινίς Ισμήνη», «Αγόρασα μια διαφανές πυτζάμα», «Το βέλος που τον πλήγωσε ήταν δηλητηριώδης», «Η Μαρία είναι μια εμπαθή γυναίκα» κλπ αποκλειστικώς και μόνο επειδή έτσι έχει «εξελιχθεί» η γλώσσα σήμερα;
Τέλος, είναι πια καιρός να ξεφύγουμε από προκρούστεια, απολιθωμένα σχήματα και στερεότυπα, απαραβίαστα, απαγορευτικά πλαίσια όπως ο διαχωρισμός της γλώσσας μας σε «ξένη» αρχαία», «κακή» καθαρεύουσα και «καλή» δημοτική αφού (όπως είναι γενικώς παραδεκτό ότι η Ελληνική Γλώσσα είναι ενιαία από τους αρχαίους ως τους σύγχρονους καιρούς με τις σχετικές διαφοροποιήσεις της στο πέρασμα των αιώνων), είτε παλιά είτε νέα, αυτή η γλώσσα είναι δική μας κι εξαρτάται από μας το ποια ποιότητα, πλαστικότητα, ακρίβεια, εκφραστικότητα και ομορφιά θα της δώσουμε ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο θέλουμε να την χρησιμοποιήσουμε ανεξαρτήτως του αν είναι δημοτική ή «εύκρατη» καθαρεύουσα. Έχουν γραφτεί εξαμβλωματικά αλλά και υπέροχα έργα και στις δύο γλώσσες (ας μην ξεχνάμε τον Παπαδιαμάντη, τον Ροΐδη, τον Κονδυλάκη κλπ). Η άποψη μου είναι πως μπορούμε να υιοθετήσουμε μια στερεή, εύηχη, εύχυμη, εναργή, δυνατή δημοτική η οποία θα εντάσσει μεν δόκιμους νεολογισμούς ως προϊόντα γλωσσικής εξελίξεως, διέπεται αναλογικώς από τους έτοιμους, υφιστάμενους και λειτουργούντες ακόμα κανόνες της αρχαίας γλώσσας, προσαρμοσμένους στις καθ’ ημάς γλωσσικές ανάγκες, και θα δανείζεται λέξεις, έννοιες κι εκφράσεις οσάκις «το καλεί η χρεία» από την αρχαία μητέρα της κι όχι από ξένες γλώσσες.
Ἀγαπητὲ κ. Φουράκη,
Πραγματικὰ μὲ τιμήσατε μὲ τὴν δευτερολογία σας: διάβασα μὲ
μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ τὶς ἄλλες σας ἀπαντήσεις, κι ἔχω
ἐκτυπώσει ὁλόκληρη τὴν δημοσίευση, διότι βρίθει πληροφοριῶν
ἄγνωστων στὸ εὐρὺ ἀναγνωστικὸ κοινό, συμπεριλαμβανομένου
τοῦ ἐαυτοῦ μου.
Μὲ ἐντυπωσιάζει ἡ θρησκευτικὴ εὐλάβεια μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετωπίζετε
τὴν γλώσσα, καὶ αὐτὸ ἀντικατοπτρίζεται στὸ σχεδὸν “τέλειο”,
ἀπὸ γλωσσικῆς ἀπόψεως, γραπτό σας. Ντρέπομαι ποὺ τὸ κείμενό μου
εἶναι γεμάτο λάθη ἀπροσεξίας, βιασύνης καὶ ἴσως καὶ ἄγνοιας:
τώρα ποὺ τὸ ξαναδιάβασα διαπίστωσα τόσα πολλά, ποὺ εἶναι ὀξύμωρο
ὅτι σχολίασα σὲ κείμενο πάνω στὸ γλωσσικὸ ζήτημα.
Νὰ εἶστε καλὰ καὶ νὰ συνεχίσετε τὴν ἀρθρογραφία γνώμης, διότι
εἶναι ὁ πλέον ἄμεσος τρόπος διάδωσης ἰδεῶν.
Μὲ τιμή,
Κ.
Κύριε Φουράκη,
με όλο το σεβασμό,
«…η μεταγλώττιση των ιερών κειμένων στην νεοελληνική γλώσσα μπορεί να είναι εξίσου –ή και πολλές φορές, περισσότερο απ’ αυτήν του αρχαίου κειμένου- ζωντανή, ρέουσα, πλαστική, εύηχη, εννοιολογικώς πλήρεις (sic) και αισθητικώς τέλειας (sic)».
Και τότε ποίος θα ήταν ο ρόλος των κάθε λογής παπάδων και ομιλούντων έμπροσθεν της ωραίας πύλης είτε από άμβωνος, συμπεριλαμβανομένων κάποιων «εκλεκτών» λογίων μέσω διαλέξεων κι επιφυλλίδων, των οποίων ο ρόλος ως διαμεσολαβητών των μεν προς θεόν, των δε ως πολιτικών αναμορφωτών της καθεστηκυϊας τάξης, συνίσταται ακριβώς εις το να είναι απερινόητοι;
Νομίζω ὅτι η μεταβολὴ τῆς σημασίας μιᾶς λέξης (ἐν προκειμένῳ τοῦ ἴδιου τοῦ ρήματος “ἀφορῶ”) εἶναι κάτι συνηθισμένο σε μια γλώσσα. Ὀπότε λογικὴ μοῦ φαίνεται καὶ ἡ μεταβολὴ τῆς σύνταξῆς της (πλέον χωρὶς το “εις + “). “Ἀφορᾶ τὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας”.
Μεγαλύτερη θλίψη πάντως, μοῦ προκαλοῦν λέξεις ὄπως “φτωχοποίηση” και “στοχοποίηση” και θεωρῶ ὅτι δὲν απέχουμε πολὺ από την “ἀγραμματοποίηση” και ἐντέλλει ἀπό την “συριζοποίηση”.
Ποιὲς καλύτερες λεκτικὲς λύσεις θα μπορούσαμε να προτείνουμε γιὰ αὐτα τα νοήματα;
Η μοναδική πρόταση της πρώτης παραγράφου (;) συμπεριλαμβάνει συνολικώς 164 λέξεις!! Λυπάμαι κύριε Φουράκη, διότι, όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να μην το επισημάνω, όπως δεν μπόρεσα να συνεχίσω την ανάγνωση. Ουκ εν τω πολλώ το ευ και σοφόν το σαφές. Ζητώ συγγνώμη, αν σας στενοχώρησα.
Προς φίλτατον Ελευθέριο(ν)
αφού μου συγχωρήσετε το “ολίσθημα καλάμου” (lapsus calami) – ας το πούμε πλήκτρου- μου με την εγγραφή “πλήρεις” αντί για της ορθής γραφής “πλήρης” (γλώσσα), απαντώ αργοπορημένως στο ανωτέρω παρατιθέμενο σχόλιο σας για να εκφράσω την απόλυτη συμφωνία μου με την άποψη σας περί της εμπρόθετης ακαταληψίας των λειτουργών της Ορθόδοξης Εκκλησίας και άλλων ομοφρονούντων μ’ αυτούς λογίων με την εμμονή τους στην χρήση του –ακατάληπτου στις ευρείες μάζες του Ελληνικού λαού- αρχαίου κειμένου της Αγίας Γραφής αφού (sic) “…ο ρόλος των κάθε λογής παπάδων και ομιλούντων έμπροσθεν της ωραίας πύλης είτε από άμβωνος, συμπεριλαμβανομένων κάποιων «εκλεκτών» λογίων μέσω διαλέξεων κι επιφυλλίδων, των οποίων ο ρόλος ως διαμεσολαβητών των μεν προς θεόν, των δε ως πολιτικών αναμορφωτών της καθεστηκυϊας τάξης, συνίσταται ακριβώς εις το να είναι ακατανόητοι”, όπως λέτε πολύ ορθώς, για την αποφυγή εντοπίσεως χτυπητών ανακολουθιών, ψευδών και αντιφάσεων των όσων λένε, ασπάζονται και πράττουν με την διδασκαλία του Χριστού και το πνεύμα του περιεχομένου του ευαγγελίου από τους “αφελείς”, ποδηγετούμενους απ’ αυτούς πιστούς αλλά, κυρίως, της συνειδητοποιήσεως υπ’ αυτού του (χριστεπωνύμου πληρώματος) του ότι οι ιερείς είναι ταγμένοι απλώς στο να ποιμαίνουν, διδάσκουν, κατηχούν, υπηρετούν και ανακουφίζουν (σε περιστάσεις προβλημάτων και κρίσεων το υπ’ αυτών ποιμαινόμενο) χριστεπώνυμο πλήρωμα αλλά δεν έχουν χριστεί, διοριστεί και τοποθετηθεί από τον ίδιο τον Θεό ως αποκλειστικοί μεσολαβητές και μεσίτες μεταξύ αυτού και των ανθρώπων –και άρα δεν είναι αναντικατάστατοι και απαραίτητοι στο πλαίσιο αυτής της διαμεσολαβήσεως και της απονομής χάριτος και σωτηρίας από τον Θεό στους ανθρώπους- κατά τα γραφόμενα στον Λόγο του Θεού ότι «…εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός (Α΄ Τιμόθεον 2:5) και τα σχόλια του Αμβροσίου, Επισκόπου Μεδιολάνων ότι «Και αποστελεί αυτοίς (τοις ανθρώποις) άνθρωπον, ος σώσει αυτούς …. άνθρωπον ψιλόν, άλλ’ άνθρωπον Θεόν, Ιησοϋν Χριστόν, οστις και μόνος δύναται να δώση έξίλασμα εις τον Θεόν υπέρ πάντων » ημών, ο μόνος μεσίτης μεταξύ Θεοϋ και ανθρώπων…».
Αγαπητέ κ. Δ. Τσιρόγλου
σας διαβεβαιώ κατηγορηματικώς περί το ότι δεν με στενοχωρήσατε καθόλου με το σχόλιο σας μεν-αφού οι διαφωνία, η αμφισβήτηση, η επίκριση κι η αντιγνωμία αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανακαλύψεως, της εφευρέσεως καθώς και της προαγωγής της φιλοσοφίας, της τεχνολογίας και της επιστήμης- αλλά με κάνατε και απόρησα λιγάκι περί το ότι κρίνατε το άρθρο μου ποσοτικώς -δηλαδή ως προς το πόσες λέξεις πρέπει να περιέχει [κατ’ εσάς] ένα κείμενο για είναι ευανάγνωστο, απλώς αναγνώσιμο ή απορριπτέο- κι όχι ποιοτικώς ακόμα κι αν είναι αρτίως συντεταγμένο, δομημένο καθώς και εννοιολογικώς πλήρες και κατανοητό.
Όμως, επειδή όπως λέμε και στην καθημερινή μας γλώσσα “γούστα είν’ αυτά”, σας ευχαριστώ για το ότι κάνατε τον κόπο να διαβάζατε όσο αντέξατε απ’ αυτό το άρθρο μου.
Κύριε Φουράκη, ήρθατε μετά από τόσο καιρό αλλά το θλιβερό είναι οτι δεν βλέπω ουδεμίαν βελτίωση. Τα έχετε και πάλι μπερδεμένα και τα λόγια και τα νοήματα.
Εν ολίγοις μας είπατε πως οι ιερείς μας δεν μας είναι και τόσο απαραίτητοι! Μα τι άλλο θα ακούσουμε!
Ακόμη, πείτε μας, πού κολλάει το «ασπάζονται και πράττουν» στα επόμενα λόγια σας « με την διδασκαλία του Χριστού και το πνεύμα του περιεχομένου του ευαγγελίου από τους “αφελείς”, ποδηγετούμενους απ’ αυτούς πιστούς αλλά, κυρίως, της συνειδητοποιήσεως υπ’ αυτού του…κτλ κτλ».
Τέλος, για τρίτη και τελευταία φορά σας υπενθυμίζω το γεγονός ότι περιμένω μια κάποιαν απάντηση για τα άλλα μπερδεμένα και ακατανόητα που μας είπατε πριν μισό χρόνο:
http://www.antibaro.gr/article/7660
Ελπίζω συντόμως να βελτιωθείτε….
….και άρα δεν είναι αναντικατάστατοι και απαραίτητοι στο πλαίσιο αυτής της διαμεσολαβήσεως και της απονομής χάριτος και σωτηρίας από τον Θεό στους ανθρώπους….
Λογικό συμπέρασμα λοιπόν και ελεύθερη επιλογή του καθενός : βαπτίζομαι μόνος μου, εξομολογουμαι μπροστά στον καθρέπτη, κοινωνώ ψωμάκι και κρασακι δικό μου, παντρευομαι στο σπίτι κλπ.