Του Νικου Μαραντζιδη*
Η άνοδος του λαϊκισμού διεθνώς έχει οδηγήσει στην αναζήτηση πειστικών απαντήσεων. Υπάρχουν, άραγε, εναλλακτικές έναντι του λαϊκισμού; Αναμφίβολα. Στην ελληνική περίπτωση, μέχρι στιγμής έχουν διατυπωθεί δύο: η «ενάρετη» και η «κεϊνσιανή».
Η ενάρετη εμφανίζεται ως η πλέον ορθολογική. Δίνει έμφαση στο πρόβλημα της παραγωγής δημοσιονομικών ελλειμμάτων και υπερβολικού χρέους. Προτείνει τη μείωση του κράτους και των δαπανών του και σταδιακό περιορισμό της φορολογίας. Υποστηρίζει πως η ανάπτυξη προϋποθέτει τη σταθεροποίηση και τη λειτουργία των κανόνων της αγοράς μέσα σε πλαίσιο κράτους δικαίου. Η δυσκολία της ενάρετης λύσης βρίσκεται στο γεγονός πως, για να αποδώσει, απαιτείται χρόνος. Το μεγαλύτερό της πρόβλημα όμως είναι πολιτικής υφής. Οι φορείς της ενάρετης πρότασης δεν είναι απαραίτητα ενάρετοι οι ίδιοι. Ταυτίστηκαν με το σπάταλο, πελατειακό και διεφθαρμένο κράτος και την αναποτελεσματικότητα των θεσμών σε τέτοιο βαθμό που έχουν, πολλοί από αυτούς, χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Η αντίφαση αυτή είναι δύσκολα υπερβάσιμη.
Ως απάντηση σε αυτό το πρόβλημα, προτάθηκε η ενεργοποίηση των τεχνοκρατών. Βραχυπρόθεσμα και σε περιόδους θεσμικού αδιεξόδου, οι τεχνοκράτες παρέχουν κάποια πλεονεκτήματα. Μεσοπρόθεσμα, όμως, δεν αποτελούν διέξοδο, καθώς ο λαϊκισμός επιτίθεται στο έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης μιας τέτοιας επιλογής. Οταν, δε, οι τεχνοκράτες μπαίνουν στον πολιτικό στίβο, κρίνοντας απ’ ό,τι συνέβη με τον Μόντι στην Ιταλία, τα αποτελέσματα είναι μάλλον πενιχρά, αν όχι απογοητευτικά.
Η δεύτερη απάντηση είναι η κεϊνσιανή. Υποστηρίζει πως αυτό που προέχει τώρα είναι να διασκορπιστεί χρήμα στην αγορά ώστε να τονωθεί η οικονομία και να δημιουργηθεί ανάπτυξη. Επιπλέον, ζητάει τη στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και να μη δοθούν πολιτικές ευκαιρίες στα «άκρα». Η έμφαση της κεϊνσιανής λύσης δίνεται στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία μέσω των κρατικών επενδύσεων και δαπανών. Τα προβλήματα της πρότασης αυτής είναι δύο. Σε οικονομικό επίπεδο, δεν δείχνει να είναι πειστική για το πώς ένα χρεοκοπημένο κράτος θα εξασφαλίσει συστηματική και απρόσκοπτη χρηματοδότηση χωρίς τη συναίνεση των δανειστών του. Το δεύτερο πρόβλημα των κεϊνσιανών είναι πολιτικό. Βρίσκεται στη δυσκολία τους να αντιληφθούν πως η πολιτική δεν είναι μόνο μεταφορά πόρων από το κράτος στην κοινωνία, αλλά και ένα σύνολο θεσμών και συμβολικών πολιτικών. Η ματιά τους είναι πάντα στραμμένη προς το κράτος και όχι την κοινωνία.
Εντέλει, ακόμη και εάν υποθετικά βρίσκονταν τα χρήματα, τα αγκάθια που γιγάντωσαν τον λαϊκισμό, δηλαδή η διαφθορά, η σπατάλη, η ανοργανωσιά και γενικότερα η έλλειψη υπευθυνότητας της πολιτικής ελίτ, θα παρέμεναν στο τραπέζι.
Στην ουσία, οι δύο προαναφερόμενες λογικές, παρότι έχουν διαφορετική μεθοδολογία και αντίληψη, δείχνουν αδύναμες να απαντήσουν στην κινητοποιητική δύναμη του λαϊκισμού. Αυτός ο τελευταίος, αν και ωθείται από την κρίση, γιγαντώνεται από τα θεσμικά και συμβολικά αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος που προϋπήρχαν της κρίσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, πλησιάζει νομίζω η ώρα να διαμορφωθεί μια τρίτη απάντηση, που μπορούμε να την ονομάσουμε «δημοκρατική εμβάθυνση». Πρόκειται για τη συγκρότηση ενός πολιτικού σχεδίου με στόχο τη διεύρυνση της δημοκρατικής συμμετοχής, τη διαμόρφωση μιας ενισχυμένης κοινωνίας πολιτών στο συνταγματικό πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και εντέλει την ενσωμάτωση των θετικότερων λαϊκιστικών επαγγελιών.
Πρέπει, λοιπόν, να διευρύνουμε τις μορφές τυπικής συμμετοχής του πολίτη στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, αν δεν θέλουμε να φουντώσουν οι άτυπες (π.χ. καταλήψεις). Δεν πρέπει να καλείται να αποφασίσει μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλουν: α) Η υιοθέτηση του μηχανισμού της ανάκλησης αιρετών προσώπων με εκτελεστική εξουσία ύστερα από πρωτοβουλία πολιτών, β) η θέσπιση δημοψηφισμάτων τοπικού χαρακτήρα και γ) η εισαγωγή νομοθετικών προτάσεων στο Κοινοβούλιο με πρωτοβουλίες προερχόμενες εκτός Κοινοβουλίου από την κοινωνία πολιτών.
Επιπλέον, πρέπει το πολιτικό σύστημα να ανοίξει. Αυτό σημαίνει ταχύτερη «ανακύκλωση» στην εξουσία των πολιτικών ελίτ και περιορισμό της ισχύος των πολιτικών κομμάτων. Σημαίνει επίσης μείωση του κόστους της δημοκρατίας, ώστε να δίνεται σε περισσότερους το δικαίωμα εμπλοκής τους στα κοινά. Και εδώ μπορούν να εξεταστούν συγκεκριμένες προτάσεις: α) Απόλυτη διάκριση μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, β) επιβολή μέγιστου ορίου θητείας για τους αιρετούς αντιπροσώπους (π.χ. δύο πλήρεις θητείες ή οκτώ χρόνια), γ) κατάργηση της υποχρεωτικής κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων.
Στην πραγματικότητα, η δημοκρατία μας σήμερα βρίσκεται περίπου στο ίδιο σημείο με αυτό που ήταν στον 19ο αιώνα λίγο πριν από τη διεύρυνση του δικαιώματος της ψήφου σε όλους. Ασφυκτιά, βαλτώνει και απειλείται. Αν θέλουμε να την ανανεώσουμε, απαιτούνται αμέσως θεσμικές αλλαγές μεγάλης ισχύος αλλιώς κινδυνεύουμε από τη λαϊκιστική απειλή.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Source: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_24/03/2013_515217