Monday 7 October 2024
Αντίβαρο
Γεώργιος Νεκτάριος Λόης Εκκλησία

Η Ιστορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αυστροουγγαρία. Η περίπτωση της μητροπόλεως Καρλοβακίων

Δρ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης

Καθ. (ΣΕΠ) Ελληνικού Ανοικτού Παν/μίου

Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών

Τακτικό Μέλος Ι.Ε.Θ.Π. – Καριπείου Μελάθρου.

 

(Η παρούσα εργασία δημοσιεύθηκε στην “Επιστημονική Επιθεώρηση” της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Τ.2, 2011)

 

Εισαγωγικά

Η ιστορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο πλαίσιο της μητροπόλεως Καρλοβακίων έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τη διαφοροποιούν από την ιστορία άλλων περιοχών όπου έδρασε η Σερβική Εκκλησία. Η μητρόπολη Καρλοβακίων ήταν η πρώτη άλλωστε που απεσπάσθη, από διοικητικής απόψεως, από το Πατριαρχείο Πεκίου, πριν από την κατάργησή του, το 1766, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην οθωμανοκρατούμενη Σερβία. Σημαντικό στην όλη πορεία και εξέλιξη της μητροπόλεως Καρλοβακίων είναι ότι τελούσε υπό τη διοίκηση ενός χριστιανικού κράτους, όχι όμως και φίλα προσκείμενου στην Ορθοδοξία. Αυτό ήταν και η αιτία που προξένησε άλλα νέα προβλήματα, άγνωστα έως τότε στους Σέρβους. Το νέο περιβάλλον ήταν φανατικά ρωμαιοκαθολικό και εφαρμοζόταν το δόγμα “σ’ όποιον ανήκει η βασιλεία, ανήκει και η θρησκεία” – cuius region, eius religio. Η Σερβική Εκκλησία, από την πλευρά της, δεν έπαψε ποτέ να ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και θρησκευτικής ελευθερίας των Σέρβων. Ο αγώνας αυτός ήταν έτι περαιτέρω πιο περίπλοκος από εκείνον που έδινε η ίδια η Σερβική Εκκλησία στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Σέρβοι Ορθόδοξοι ζούσαν στην Αυστροουγγαρία και πριν από τη μεγάλη μετοίκηση, του 1690. Όμως, η ίδρυση της μητροπόλεως Καρλοβακίων, οφείλεται στις ομαδικές μεταναστεύσεις των Σέρβων μετά το 1690. Ο σερβικός λαός είχε, τυπικά, αρκετά προνόμια, αλλά, από την άλλη, είχε υποταχτεί στα ανάκτορα της Βιέννης. Οι εκεί Σέρβοι θεωρούσαν ότι αυτά τα εδάφη ήταν στη δικαιοδοσία τους, πατρογονικά, ενώ αντίθετα οι Ούγγροι θεωρούσαν πως οι Σέρβοι βρίσκονται εκεί προσωρινά, μόνο για εργασία και λόγω των Οθωμανών, και κάποια στιγμή μελλοντικά θα έφευγαν ή σε αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να εκδιωχθούν. Η Σερβική Εκκλησία για πρώτη φορά είχε να αντιμετωπίσει, μέσα στο πλαίσιο της μητροπόλεως Καρλοβακίων, στο έδαφος της Αυστροουγγρικής μοναρχίας, ορισμένα νέα ήθη και έθιμα, μια εκμοντερνισμένη πνευματική κατάσταση, πολιτιστικά και πολιτικά, συνθήκη  που ήταν άγνωστη για εκτενές χρονικό διάστημα σε άλλες περιοχές της δικαιοδοσίας της Σερβικής Εκκλησίας.

Ο σερβικός λαός που ζούσε στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Καρλοβακίων, ήταν ο πρώτος που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον νέο ευρωπαϊκό πολιτισμό και τα νέα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα, που έφταναν από τη Δύση. Οι Σέρβοι αυτής της περιοχής ήταν οι πρώτοι που εφάρμοσαν στην πράξη ορισμένες καινοτομίες στο σχολικό και εκπαιδευτικό σύστημα που αφορούσε στην διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Από το ευρύτερο περιβάλλον των Σέρβων πιστών, που ήταν υπό τη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Καρλοβακίων, ανεδείχθησαν πολλές λόγιες προσωπικότητες, που κατέχουν εξέχουσα θέση στη νεότερη Ιστορία και Λογοτεχνία των Σέρβων. Οι λόγιοι αυτοί άνδρες άγγιξαν και τους Σέρβους που βρίσκονταν εκτός Αυστροουγγαρίας, υπό τον οθωμανικό ζυγό.

 

I. Η μεγάλη μετοίκηση των Σέρβων στην Αυστροουγγαρία (1690)

 

Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία συγκροτήθηκε, στη μητρόπολη Καρλοβακίων, τόσο εκκλησιαστικά όσο και πολιτικά κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Την περίοδο αυτή η ρήξη διευρυνόταν ανάμεσα στους Οθωμανούς και στη σερβική εκκλησιαστική και πολιτική ηγεσία και η ευκαιρία για γενική εξέγερση δόθηκε όταν ο Αυστριακός αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄ κάλεσε όλους τους Χριστιανούς των Βαλκανίων να επαναστατήσουν κατά των Οθωμανών, προσφέροντας πλούσιες υποσχέσεις. Στην εγερτική πρόσκληση του Λεοπόλδου, ο πατριάρχης Αρσένιος Γ΄ Τσαρνόγιεβιτς απάντησε θετικά.[1] Το παράδειγμα του Αρσένιου ακολούθησε σύσσωμη η ιεραρχία, το πιο διευρυμένο μέρος του κλήρου, οι αξιωματούχοι και ο απλός λαός. Έτσι, με την έναρξη του πολέμου οι Σέρβοι βρέθηκαν στο πλευρό των Αυστριακών. Ο αυστριακός στρατός από κοινού με επικουρικό στράτευμα που έσπευσε από την Πολωνία και με τη βοήθεια των Σέρβων, ανάγκασαν τους Οθωμανούς να οπισθοχωρήσουν μέχρι τα Σκόπια. Όμως, η κήρυξη του πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας βοήθησε τους Οθωμανούς[2] να ανακτήσουν τα εδάφη τους και για αντεκδίκηση να στραφούν εναντίον των Σέρβων.

Ο Αρσένιος διαπιστώνοντας ότι οι Σέρβοι μένουν μόνοι και περικυκλωμένοι από τους Οθωμανούς, ηγήθηκε 70 χιλιάδων Σέρβων, απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα, και τους μετέφερε από τα νότια διαμερίσματα της χώρας, την περιοχή του Κοσσυφοπεδίου, προς τα βόρεια, στην αντίπερα όχθη του Δούναβη όπου ήταν Αυστροουγγρικά εδάφη, ώστε να είναι πιο ασφαλείς. Την περίοδο αυτή τον Σέρβο πατριάρχη ονόμαζαν “Caput nationis” δηλαδή “κεφαλή του έθνους”.[3] Αυτή είναι η πασίγνωστη μεγάλη μετοίκηση των Σέρβων.[4]

Στην Αυστροουγγαρία ο δρόμος ήταν δύσκολος και επίπονος, για τη διατήρηση των παραδόσεων και της ορθόδοξης πίστεως. Ο σερβικός λαός δεχόταν πιέσεις που είχαν ως στόχο τον προσηλυτισμό και την ένωση με τη Ρώμη. Μάλιστα υπήρξαν και επαρχίες όπου η ένωση επιτεύχθηκε αναγκαστικά, όπως στην επισκοπή Μάρτσα. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, ο πιο διευρυμένος αριθμός προνομίων, που έδωσε στους Σέρβους ο Αυστριακός αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄, μειωνόταν συνεχώς, με αποτέλεσμα τα προνόμια αυτά να πάψουν κάποια στιγμή να υφίστανται. Σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά οι Ούγγροι. Οι Σέρβοι, από την πλευρά τους μεταβαίνοντας από ένα μουσουλμανικό σε ένα χριστιανικό κράτος πίστευαν στο ιδεώδες για την ύπαρξη ενός δικού τους ανεξάρτητου κράτους και μιας ανεξάρτητης Εκκλησίας, φιλελεύθερη φιλοδοξία που τους έδινε το θάρρος και τη δύναμη να συνεχίσουν τον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.

Οι Σέρβοι είχαν αρχίσει να μετοικούν στις περιοχές της Αυστροουγγαρίας πολύ πριν τη μεγάλη μαζική μετοίκηση του 1690. Από τα τέλη του 15ου αιώνα άρχισαν να συρρέουν σε αυτήν την περιοχή, με αποτέλεσμα ο τότε Ούγγρος βασιλιάς Matija Korvin (1458-1490) να παραχωρήσει στους Σέρβους μία περιοχή, όπου δημιουργήθηκε Σερβικό Δεσποτάτο.[5] Ο ίδιος εξέδωσε, το έτος 1481, και ένα διάταγμα, με το οποίο απήλλαξε τους Σέρβους από την πληρωμή κάθε φόρου στον ρωμαιοκαθολικό κλήρο. Η πρόθεσή του ήταν από κάθε άποψη σαφής. Ήθελε να δώσει στους εκεί Σέρβους την ευκαιρία να οργανωθούν αυτόνομα εκκλησιαστικώς. Κατά το επόμενο χρονικό διάστημα ο βασιλιάς Sigismund έδωσε στους Σέρβους συνολικά επτά (7) διαφορετικά προνόμια και οι διάδοχοί του άλλα είκοσι πέντε (25), τα οποία αφορούσαν, κυρίως, στην θρησκευτική ελευθερία και αυτοσυνειδησία. Ακόμα και οι Σέρβοι που εγκαταστάθηκαν στη σημερινή Κροατία και Σλαβονία έλαβαν, το έτος 1581, εγγυήσεις για την θρησκευτική ελευθερία και μάλιστα ο τότε Σέρβος επίσκοπος ελάμβανε και μισθό ύψους τριακοσίων (300) φράγκων.[6]

Οι μεγαλύτερες και πιο σημαντικές σερβικές μονές, στην περιοχή της μητροπόλεως Καρλοβακίων, προϋπήρχαν από τη διευρυμένη πληθυσμιακά μετοίκηση των Σέρβων, ακόμα και πριν από την ανασύσταση του Πατριαρχείου Πεκίου (1557). Στην περιοχή αυτή προϋπήρχε μία εξαιρετικά οργανωμένη εκκλησιαστική ζωή και, παρότι η εν λόγω μετοίκηση, πέραν των ποταμών Σάββα και Δούναβη, συνέβαλε ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των Σέρβων που ζούσαν στην περιοχή της μητροπόλεως Καρλοβακίων, εντούτοις τα σερβικά εθνικά σύνορα δεν άλλαξαν προς τον βορρά.

Το 1690, ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄ εξέδωσε για τους Σέρβους συνολικά τέσσερα διατάγματα[7] με προνόμια, τα οποία αποτέλεσαν μια ισχυρή νομική βάση για την περαιτέρω θέση αυτών και τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους. Τα προνόμια αυτά αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο για την εθνική και εκκλησιαστική αυτοδιοίκησή τους. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο Λεοπόλδος εξέδωσε αυτά τα διατάγματα, ως αντάλλαγμα για τη συμπαράσταση των Σέρβων και τη συμβολή τους στον πόλεμο κατά των Οθωμανών. Όμως υπήρχε και ένας άλλος λόγος. Κάθε φορά που οι Οθωμανοί θα επιτίθεντο στους Αυστριακούς, οι Σέρβοι λόγω της γεωγραφικής θέσεως που τούς είχε παραχωρηθεί θα διεδραμάτιζαν τον ρόλο ενός πρώτου ανθρώπινου αναχώματος στις όποιες επιδρομές. Ήταν οι φύλακες των νοτίων συνόρων.

Το διάταγμα, το οποίο εξέδωσε ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄, στις 21 Αυγούστου 1690, και θεωρείται ως το πιο σημαντικό, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι δίνει στους Σέρβους το δικαίωμα να παραμείνουν στην περιοχή ανεμπόδιστα, να έχουν απόλυτη θρησκευτική ελευθερία, να χρησιμοποιούν τη σερβική γλώσσα, να έχουν λαϊκή αντιπροσωπεία και σύνοδο, να εκλέγουν αρχιεπίσκοπο, σερβικής καταγωγής και να οργανώνουν, ανεμπόδιστα, την εκκλησιαστική ζωή τους. Τα προνόμια αυτά θεωρούσε ο Λεοπόλδος, ότι αποτελούσαν τη συνέχεια των προνομίων που έδιδαν οι προκάτοχοί του  βασιλείς και το μόνο που ζητούσε με το διάταγμα ήταν να παραμείνουν οι Σέρβοι ενωμένοι και νομιμόφρονες.[8] Επίσης, με νέο διάταγμα που εξέδωσε ο Λεοπόλδος, στις 4 Μαρτίου 1695, οι Σέρβοι απαλλάσσονταν και απ’ όλες τις φορολογικές επιβαρύνσεις. Στο ίδιο αυτοκρατορικό διάταγμα αναφέρονται και τα ονόματα επτά Σέρβων ορθόδοξων επισκόπων, οι οποίοι είχαν κάθε δικαίωμα να διακονούν, ανεμπόδιστα, το ποίμνιό τους, να λαμβάνουν τις όποιες αποφάσεις και να έχουν τακτικά έσοδα. Στα διατάγματα, τα οποία εξέδωσε ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄ και τα οποία επικύρωσαν και οι μετέπειτα αυτοκράτορες Ιωσήφ Α΄ (1706), Κάρολος ΣΤ’ (1713-1715) και Μαρία Θηρεσία (1743), βασιζόταν η νομική θέση των Σέρβων στην αυτοκρατορία των Αψβούργων.

Την παροχή εγγυήσεων για την άσκηση όλων αυτών των δικαιωμάτων την έδωσαν τα επίσημα αυστροουγγρικά κείμενα – διατάγματα. Στο περιεχόμενο αυτών των αυτοκρατορικών διαταγμάτων ευρίσκονταν όλα τα στοιχεία της εκκλησιαστικής και εθνικής αυτονομίας των Σέρβων, επικεφαλής των οποίων ήταν ο πατριάρχης Αρσένιος Γ΄. Σε ένα επίσημο ουγγρικό κείμενο, του 1699, αναφέρεται ότι “οι Σέρβοι ακολουθούσαν τον Αρσένιο σαν να ήταν ο βασιλέας τους”. Αυτός ελάμβανε όλες τις αποφάσεις που αφορούσαν στον σερβικό λαό και ήταν επικεφαλής όχι μόνο των πνευματικών και θρησκευτικών θεμάτων αλλά και των πολιτικών ζητημάτων. Ήταν “η κεφαλή του σερβικού έθνους”. Ρύθμιζε ζητήματα διοικητικής φύσεως, φρόντιζε για την ομαλή λειτουργία των δήμων και κοινοτήτων, όπου οι Σέρβοι είχαν την πληθυσμιακή πλειοψηφία, διόριζε στρατιωτικούς διοικητές από τις τάξεις των Σέρβων και, τέλος, όριζε τους ακρίτες και άλλους υπαλλήλους.[9] Ακριβώς εξαιτίας των εν λόγω αρμοδιοτήτων, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προαναφερθείσα σερβική αυτονομία στην Αυστροουγγαρία ήταν, αρχικά, ένα είδος θεοκρατίας, όπου οι εκάστοτε μητροπολίτες είχαν την απεριόριστη εξουσία, την οποία, όμως, κατόρθωσαν με τον καιρό να μειώσουν οι λαϊκές και εκκλησιαστικές σύνοδοι.[10]

Ο πατριάρχης Αρσένιος αντιμετώπισε ποίκιλες δυσκολίες στην Αυστροουγγαρία. Ο ίδιος ήταν τόσο πνευματικός όσο και πολιτικός ηγέτης του λαού του. Τα προνόμια που δόθηκαν στους Σέρβους δεν ήταν της αρεσκείας των εκεί Ούγγρων και της ανώτατης ρωμαιοκαθολικής ιεραρχίας, διότι πίστευαν ότι απειλείται η καθημερινή ζωή και το έργο τους. Όμως, με την πάροδο του χρόνου τα προνόμια αυτά άρχισαν να εξασθενούν και η θρησκευτική ελευθερία των Σέρβων περιοριζόταν σε όλο και περαιτέρω βαθμό. Οι Ούγγροι άρχισαν να εκδιώκουν τους Σέρβους, τους απαγόρευσαν να ανοικοδομούν εκκλησίες με τεχνοτροπία βυζαντινή και πλείστοι Σέρβοι κληρικοί δεν είχαν, ούτε καν, το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επισκεφθούν το ποίμνιό τους. Μάλιστα όλοι οι αυτοκράτορες, εκτός του Ιωσήφ Β΄, επιθυμούσαν οι Σέρβοι να υιοθετήσουν την Ουνία. Ο Ιωσήφ Β΄ ήταν ο μόνος που μερίμνησε ουσιαστικά για τους Σέρβους, διότι αυτός εξέδωσε, το έτος 1781, το διάταγμα της “ανεκτικότητας” (Toleranz – Patent), πολιτική πράξη που έδωσε στους Σέρβους και πάλι την ελευθερία της θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας τους.[11]

 

II. Η αναγνώριση της μητροπόλεως Καρλοβακίων από το Πατριαρχείο Πεκίου και ο αγώνας για την διατήρηση της πίστεως και της θρησκευτικής ελευθερίας

 

Η εγκαθίδρυση της εκκλησιαστικής οργανώσεως στην Αυστροουγγαρία δεν αποτέλεσε για τον πατριάρχη Αρσένιο Γ΄ Τσάρνογεβιτς ιδιαίτερο πρόβλημα. Και αυτό, διότι μαζί του είχαν διαφύγει και αρκετοί επίσκοποι, ένας σημαντικός αριθμός κληρικών, μοναχών και πολιτικών. Όμως, πολύ σύντομα οι Σέρβοι θα αντιληφθούν πως και εδώ, στην Αυστροουγγαρία, θα πρέπει να δώσουν μία σκληρή μάχη για την περιφρούρηση της εθνικής και θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας τους. Διαβαίνοντας τα ύδατα των ποταμών Σάββα και Δούναβη και από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν στην Αυστροουγγαρία πίστεψαν πως με τα προνόμια του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α΄ είχαν λύσει τα διευρυμένα προβλήματα. Όμως, δεν υπολόγιζαν την εχθρική στάση τού εκεί ουγγρικού πληθυσμού, του ρωμαιοκαθολικού κλήρου και των Ούγγρων και Κροατών ευγενών.[12] Πολλοί από αυτούς ήθελαν να δουν τη μειονότητα να αφομοιώνεται με τον καιρό.

Ένα άλλο προκεχωρημένο πρόβλημα που αντιμετώπισε η μητρόπολη Καρλοβακίων ήταν η αναγνώρισή της από τις άλλες Εκκλησίες και η σχέση της με το Πατριαρχείο Πεκίου. Ο πατριάρχης Αρσένιος Γ΄ Τσαρνόγιεβιτς έφυγε από την έδρα του Σερβικού Πατριαρχείου όχι θεληματικά αλλά λόγω των πολιτικών εξελίξεων και ούτε παραιτήθηκε από το αξίωμά του. Αν ήταν ελεύθερη η χώρα του και μετακινούνταν εντός των ορίων της, θα μπορούσε η μετακίνηση αυτή να θεωρηθεί ως μεταφορά της έδρας του Πατριαρχείου. Οι Οθωμανοί, από την πλευρά τους, δέχτηκαν ως νέο πατριάρχη Πεκίου, τον ελληνικής καταγωγής, Καλλίνικο και με αυτόν τον τρόπο έκλεισαν στον Αρσένιο το δρόμο της επιστροφής.[13] Ο Αρσένιος, όπως ήταν φυσικό, θεώρησε τον αντικαταστάτη του ως αντικανονικό, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι σχέσεις της νεοσύστατης σερβικής εκκλησιαστικής κοινότητας και του Σερβικού Πατριαρχείου Πεκίου.

Μετά τον θάνατο του Αρσένιου και στην προσπάθειά του ο πατριάρχης Πεκίου Καλλίνικος να αναπτύξει κανονικούς δεσμούς και να ενισχύσει το κύρος του, έστειλε επιστολή με την οποία αναγνώριζε, το έτος 1710, την μητρόπολη Καρλοβακίων ως αυτόνομη. Έτσι, αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις, οι οποίες όμως δεν ήταν πάντα σταθερές. Ιδίως όταν στο θρόνο του Πατριαρχείου Πεκίου ήταν ελληνικής καταγωγής προκαθήμενοι, οι σχέσεις αυτές διαταράζονταν, διότι οι μητροπολίτες Καρλοβακίων δεν ήθελαν να υπακούσουν σε ό,τι τους οριζόταν. Έτσι, από τη μία, το οθωμανοκρατούμενο Πέκιο και, από την άλλη, η αντίδραση προς τους Έλληνες ιεράρχες και η φιλοδοξία για πλήρη ανεξαρτησία, οδήγησαν στην ιδέα ότι η μητρόπολη Καρλοβακίων θα πρέπει να ανακηρυχθεί σε πατριαρχείο. Οι τάσεις αυτές ενθαρρύνονταν και από το γεγονός ότι, ενώ στην μητρόπολη Καρλοβακίων προκαθήμενοι υπήρξαν και δύο πραγματικοί πατριάρχες, ο Αρσένιος Γ΄ και ο Αρσένιος Δ΄, στο Πατριαρχείο Πεκίου την ίδια περίοδο είχαν τοποθετηθεί αυθαίρετα από τους Οθωμανούς και χωρίς εκλογή Έλληνες ιεράρχες. Έτσι, όταν το έτος 1766 καταργήθηκε το Πατριαρχείο Πεκίου, έπαψε να υπάρχει και ο τελευταίος δισταγμός και η μητρόπολη Καρλοβακίων διατήρησε πλήρη ανεξαρτησία.

Όταν απεβίωσε ο Λεοπόλδος Α΄, στα ανάκτορα της Βιέννης επικράτησε μία αρνητική τάση σχετικά με τα προνόμια των Σέρβων. Επικεφαλής αυτής της εκστρατείας εναντίον των Σέρβων ήταν ο καρδινάλιος Λεοπόλδος Κόλονιτς, άνθρωπος με ιδιαίτερο κύρος, ο οποίος, αφού τέθηκε επικεφαλής του αγώνα κατά των Σέρβων, άρχισε να διακηρύττει πως είναι “σχισματικοί” και θα “έπρεπε να τεθεί ένα τέρμα στα περαιτέρω προνόμια που είχαν”, έτσι ώστε να μην έχουν κάποια περίοπτη θέση στην αυτοκρατορία. Ο Κόλονιτς προσπάθησε να πείσει για το εν λόγω ζήτημα και τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωσήφ Α΄. Τον Κόλονιτς ενοχλούσε, ιδίως, η παρουσία του πατριάρχη Αρσένιου και οι δραστηριότητές του ανάμεσα στον εκεί σερβικό λαό. Σχεδόν το ίδιο πρέσβευε και διακήρυττε και ο σύμβουλος του αυτοκράτορα Γαβριήλ Heveneši, φίλος του Κόλονιτς, ο οποίος μάλιστα εξέφραζε την άποψη, ότι μετά το θάνατο του Σέρβου πατριάρχη δεν θα έπρεπε να επιτραπεί να πληρωθεί η κενή θέση του, διότι, όπως έλεγε, με την απουσία πατριάρχη, σύντομα θα εκλείψουν και οι επίσκοποι, οι κληρικοί και οι μοναχοί, με αποτέλεσμα να μείνει ακέφαλος ο σερβικός λαός και να εισχωρήσει ευκολότερα στον ρωμαιοκαθολικισμό.[14]

Όταν απεβίωσε ο πατριάρχης Αρσένιος Τσαρνόγιεβιτς, 24 Οκτωβρίου 1706, τέθηκαν με άμεσο τρόπο τα εξής ερωτήματα: ποιος θα τον αντικαταστήσει, πώς θα ονομαστεί πλέον αυτή η νέα σερβική εκκλησιαστική οργάνωση και ποια θα είναι σχέση της με το Πατριαρχείο Πεκίου. Ο αυτοκράτορας έδωσε τη συγκατάθεσή του να συγκληθεί, στον αυλόγυρο της μονής Κρούσεντολ (Krušedol), μια κληρικολαϊκή Σύνοδος των Σέρβων, στην οποία διάδοχος του Αρσένιου εξελέγη ο επίσκοπος Ησαΐας Τζάκοβιτς, ο οποίος καλλιεργούσε πάντα στο εσωτερικό του το πνεύμα του Πατριαρχείου Πεκίου και σεβάστηκε το μέχρι τότε έργο του πατριάρχη Αρσένιου.[15] Αυτή ήταν η πρώτη κληρικολαϊκή Σύνοδος των Σέρβων στην Αυστροουγγαρία.

Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την ημερομηνία εκλογής του Ησαΐα. Ορισμένοι ιστορικοί αναφέρουν ότι εξελέγη στις 24 Μαΐου 1707, άλλοι πάλι στις 7 Ιανουαρίου 1708. Πάντως σίγουρο είναι ότι απεβίωσε πολύ σύντομα, στις 20 Ιουλίου 1708 στη Βιέννη.[16] Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι στη Σύνοδο της μονής Κρούσεντολ ιδρύθηκε και η μητρόπολη Κρούσεντολ, μετέπειτα Καρλοβακίων, όχι όμως ως κάποια αυτοκέφαλη εκκλησία, αλλά ως μία αυτόνομη εκκλησιαστική επαρχία στο πλαίσιο του Πατριαρχείου Πεκίου, γεωπολιτικό – εκκλησιαστικό σχήμα που συνέβαλε στο να μην επαληθευθούν οι στόχοι της αυτοκρατορικής αυλής της Βιέννης, που ήθελαν να αποσπάσουν τούς εκεί Σέρβους από την επιρροή του Πατριαρχείου Πεκίου. Η έδρα της μητροπόλεως μεταφέρθηκε, το έτος 1713, από τη μονή Κρουσέντολ στην πόλη Σρέμσκι Κάρλοβτσι (Sremski Karlovci), επειδή οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στη μονή, τη λεηλάτησαν και την έκαψαν.[17] Έτσι, η μητρόπολη έμεινε γνωστή στην ιστορία ως “μητρόπολη Καρλοβακίων”.

Διάδοχος του Ησαΐα εξελέγη ο Στέφανος Μετοχιάνατς, ο οποίος παρέμεινε στο θρόνο της μητροπόλεως έως τις 27 Απριλίου 1709, όταν και απεβίωσε.[18] Τον διαδέχθηκε ο Σωφρόνιος της Ποντγκόριτσας, ο οποίος εξελέγη στις 23 Απριλίου 1710. Όμως, και αυτός απεβίωσε πολύ σύντομα, στις 7 Ιανουαρίου 1711.[19] Διάδοχος του Σωφρόνιου εξελέγη ο Βικέντιος Πόποβιτς (1713-1725), ο οποίος είχε καταγωγή από το χωριό Γιάνιεβο, του Κοσσυφοπεδίου.[20] Ο Βικέντιος καθ’ όλο το βίο του ήταν προσηλωμένος στο έργο και το πνεύμα του Πατριαρχείου Πεκίου. Απεβίωσε στις 23 Οκτωβρίου 1725.

Στην περίοδο από τον θάνατο του πατριάρχη Αρσένιου Γ΄ (1706) έως και την εκλογή του Βικέντιου (1713), λύθηκε και το ζήτημα της κανονικής σχέσεως ανάμεσα στο Πατριαρχείο Πεκίου και στη νέα μητρόπολη Κρούσεντολ και Καρλοβακίων, βάσει των επισήμων εγγράφων, τα οποία εξέδωσαν ο Πεκίου Καλλίνικος Α΄, στις 18 Μαρτίου 1710, ο πατριάρχης Αθανάσιος, το 1711 και ο πατριάρχης Μωυσής Ράϊοβιτς, το 1713. Οι εν λόγω αποφάσεις δηλώνουν ότι και оι τρεις αυτοί Σέρβοι πατριάρχες Πεκίου αναγνώριζαν την αυτονομία της μητροπόλεως Καρλοβακίων, η οποία τελούσε υπό την ανώτατη εποπτεία του Πατριαρχείου Πεκίου.[21] Μάλιστα όλο αυτό το διάστημα διατηρήθηκε και το έθιμο να συναντώνται οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Πεκίου και της μητροπόλεως Καρλοβακίων μία φορά κατ’ έτος, μεταξύ του Πάσχα και της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου.

 

III. Συγχώνευση των Μητροπόλεων Βελιγραδίου και Καρλοβακίων

 

Την εποχή της διαποιμάνσεως του Βικεντίου εξερράγη νέος Αυστρο-οθωμανικός πόλεμος, (1716-1718), ο οποίος επέφερε νέα δεινά στους Σέρβους που ζούσαν στην οθωμανοκρατούμενη Σερβία. Στις 2 Μαΐου 1713, ο Αυστριακός αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ΄ (1711-1740) επαναβεβαίωσε τα μέχρι τότε προνόμια των Σέρβων, παράλληλα με ορισμένους περιορισμούς, πράγμα για το οποίο τον έπεισαν οι Ούγγροι και οι ρωμαιοκαθολικοί. Μετά τη Συνθήκη Ειρήνης του Ποζάρεβατς,[22] η οποία συνήφθη μεταξύ Αυστριακών και Οθωμανών, στις 21 Ιουλίου 1718, το αποτέλεσμα ήταν η περαιτέρω επέκταση των εδαφών της Αυστροουγγαρίας, καθώς και η αύξηση του αριθμού των Σέρβων που ζούσαν εντός αυτού του χώρου. Έτσι, και στην εκκλησιαστική ζωή των Σέρβων επακολούθησαν αξιόλογες αλλαγές. Βάσει αυτής της Συνθήκης, ανεξαρτητοποιήθηκε και η μητρόπολη Βελιγραδίου, προκαθήμενος της οποίας ήταν ο Μωυσής Πέτροβιτς. Όθεν, εντός των νέων συνόρων της Αυστροουγγρικής μοναρχίας βρέθηκαν δύο αυτόνομες σερβικές εκκλησιαστικές επαρχίες.[23] Ο πατριάρχης Πεκίου Μωυσής Ράϊοβιτς (1712-1725)[24] επικύρωσε, στις 15 Αυγούστου 1721, την αυτονομία της μητροπόλεως Βελιγραδίου. Τότε ο ίδιος εξέφρασε την επιθυμία να συγχωνευθούν οι Μητροπόλεις Καρλοβακίων και Βελιγραδίου. Το ίδιο επιθυμούσαν και οι Σέρβοι πιστοί. Έτσι, όταν απεβίωσε ο μητροπολίτης Βικέντιος, στις 23 Οκτωβρίου 1725, η κληρικολαϊκή Σύνοδος εξέλεξε, στις 7 Φεβρουαρίου 1726, τον Μωυσή Πέτροβιτς ως νέο μητροπολίτη Καρλοβακίων, ο οποίος συγχώνευσε τις δύο μητροπόλεις σε μία.[25]

Ο μητροπολίτης Μωυσής Πέτροβιτς είχε να αντιμετωπίσει πλείστα προβλήματα, διότι οι Αυστροουγγρικές αρχές μείωναν συνεχώς τον αριθμό των προνομίων προς τους εκεί Σέρβους. Μάλιστα μείωναν και τα προνόμια του μητροπολίτη, με αποτέλεσμα ο ίδιος να μην είναι σε θέση να τοποθετεί νέους επισκόπους, στις κενές επαρχίες, χωρίς τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα. Όμως, ο Μωυσής συνέχισε να υπερασπίζεται με σθένος τα συμφέροντα των Σέρβων πιστών και ήταν συνεπής στο πνεύμα του Πατριαρχείου Πεκίου. Ο ίδιος φρόντισε και τον τομέα της εκπαιδεύσεως. Ανοικοδόμησε νέα σχολεία και έφερε εκπαιδευτικούς. Επίσης, καθιέρωσε και το εκκλησιαστικό οικόσημο, που ίσχυε ως έμβλημα της μητροπόλεως Βελιγραδίου-Καρλοβακίου. Το πιο προκεχωρημένο όμως πρόβλημα που αντιμετώπισε ο μητροπολίτης Μωυσής σχετιζόταν με τις ασφυκτικές πιέσεις εκ μέρους των εκπροσώπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με σκοπό να δεχθεί την Ουνία.

Μετά τον Μωυσή Πέτροβιτς, επικεφαλής της μητροπόλεως Βελιγραδίου-Καρλοβακίου τέθηκε ο μητροπολίτης Βικέντιος Γιοβάνοβιτς, ο οποίος εξελέγη στις 22 Μαρτίου 1731 και παρέμεινε στον θρόνο έως τις 6 Ιουνίου 1737.[26] Ο Βικέντιος αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα με τον προκάτοχό του. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1734, ο αυτοκράτορας εξέδωσε ένα νέο Διάταγμα, με το οποίο πρόσταζε τον μητροπολίτη να ασχολείται καθαρά και μόνο με τις πνευματικές υποθέσεις των πιστών του, καθώς επίσης απαγόρευε και στους Σέρβους να ανοικοδομούν εκκλησίες χωρίς την άδεια των Αρχών.[27] Ο μητροπολίτης Βικέντιος αντιστάθηκε στις απόπειρες των ρωμαιοκαθολικών να πείσουν τους εκεί Σέρβους να ενταχθούν στην Ουνία και μάλιστα ο αγώνας αυτός ήταν επιτυχημένος. Τα έτη 1733/34, ο μητροπολίτης Μωυσής, εξέδωσε δύο κείμενα με “Κανονισμούς” για τους ιερωμένους. Ο ίδιος προσπάθησε να οργανώσει και τη λειτουργία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Ίδρυσε ένα λατινικό σχολείο στην πόλη των Καρλοβακίων του Σρεμ και επίσης ένα ελληνικό σχολείο στο Βελιγράδι.[28] Απεβίωσε στις 6 Ιουνίου 1737.

Η άτυχη έκβαση του νέου πολέμου της Αυστροουγγαρίας με τους Οθωμανούς και η Συνθήκη ειρήνης του Βελιγραδίου,[29] το έτος 1739, επέφεραν νέα δεινά και προβλήματα τόσο στην Εκκλησία όσο και στους Σέρβους, οι οποίοι άρχισαν να εγκαταλείπουν, και πάλι, τις εστίες τους στη νότια Σερβία, φεύγοντας προς την Αυστροουγγαρία. Δυστυχώς όμως, αυτή τη φορά, δεν αναφέρεται σε κανένα έγγραφο ο ακριβής αριθμός των Σέρβων προσφύγων. Αυτή ήταν η 2η μεγάλη μετοίκηση των Σέρβων, οι οποίοι μετακινήθηκαν εξαιτίας τής εισβολής των Οθωμανών. Έτσι, μετά απ’ αυτόν τον πόλεμο έπαψε να υπάρχει και η μητρόπολη Βελιγραδίου.

 

IV. Η δεύτερη μετοίκηση των Σέρβων στην Αυστροουγγαρία (1737), η στροφή προς την Ρωσία και η Μαρία Θηρεσία

 

Στη δεύτερη πολυπληθή μετοίκηση, επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης Πεκίου Αρσένιος Δ΄ Γιοβάνοβιτς – Σακαμπέντα (1725-1737),[30] ο οποίος ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του Αρσένιου Γ΄ Τσαρνόγιεβιτς και αγωνίστηκε υπέρ της απελευθερώσεως του σερβικού λαού από τον Οθωμανικό ζυγό. Το ίδιο έτος με τη εν λόγω μετανάστευση των Σέρβων απεβίωσε και ο μητροπολίτης Καρλοβακίων Βικέντιος (6 Ιουνίου 1737) και τοποτηρητής της κενής μητροπολιτικής έδρας ανέλαβε ο πατριάρχης Αρσένιος Δ΄, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην πόλη του Καρλοβακίου.[31] Από την αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία αναγνωρίστηκε, την 1 Οκτωβρίου 1741. Η ίδια μάλιστα έδωσε στον Αρσένιο Δ΄ και τον τίτλο του Πατριάρχη των Σέρβων της Αυστροουγγαρίας.[32] Η έδρα της μητροπόλεως ήταν στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Οι σχέσεις με το Πατριαρχείο Πεκίου διακόπηκαν και πάλι, διότι οι Οθωμανοί προώθησαν στον Θρόνο, τον Μάιο του 1739, τον ελληνικής καταγωγής Ιωαννίκο Καρατζά.[33] Η αποκατάσταση των σχέσεων έγινε μετά την αποχώρηση του Ιωαννίκιου και την εκλογή του Αθανάσιου Β΄ Γαβρίλοβιτς. Μάλιστα από την πόλη του Καρλοβακίου εστάλησαν στο Πατριαρχείο Πεκίου και λαξευμένες πλάκες για την εκτύπωση λειτουργικών και άλλων εκκλησιαστικών βιβλίων.[34]

Το έτος 1743 η Μαρία Θηρεσία (1740-1780) παρεχώρησε και άλλα προνόμια για τους Σέρβους και μάλιστα δύο έτη αργότερα, το 1745, η αυτοκράτειρα ίδρυσε μέσα στα ανάκτορα “Τμήμα Σερβικών Υποθέσεων”.[35] Όμως αυτό ήταν περισσότερο μία διπλωματική κίνηση, παρά ουσιαστική ενίσχυση του σερβικού λαού. Και αυτό, διότι ποτέ οι Σέρβοι δεν μπόρεσαν να ασκήσουν στην πράξη όλα τα δικαιώματα, τα οποία αναφέρονταν στο κείμενο των προνομίων. Ο πατριάρχης Αρσένιος Δ΄ απεβίωσε στις 7 Ιανουαρίου 1748 και στη θέση του εξελέγη ο Ησαΐας Αντώνοβιτς, ο οποίος παρέμεινε στον θρόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αφού απεβίωσε στη Βιέννη στις 22 Ιανουαρίου 1749.[36]

Επόμενος Σέρβος μητροπολίτης Καρλοβακίων εξελέγη, σχετικά σύντομα, στις 14 Ιουλίου 1749, ο Παύλος Νενάντοβιτς.[37] Η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία επικύρωσε την εκλογή του, στις 25 Απριλίου 1750. Ο Παύλος Νενάντοβιτς είχε πλούσια μόρφωση και είχε σπουδάσει στη σημερινή Βουδαπέστη, σερβικά, γερμανικά και λατινικά. Ήταν πνευματικό παιδί του μητροπολίτη Μωυσή Πέτροβιτς και πριν εκλεγεί στον θρόνο των Καρλοβακίων ήταν επίσκοπος στην επαρχία των Άνω Καρλοβακίων. Ο μητροπολίτης Παύλος Νενάντοβιτς παρέμεινε επικεφαλής της μητροπόλεως Καρλοβακίων για είκοσι έτη. Όλη την περίοδο αγωνίστηκε και αντιστάθηκε στις απόπειρες για διάλυση της σερβικής κοινότητας της Αυστροουγγαρίας από τη διευρυμένη μετακίνηση των Σέρβων προς τη Ρωσία. Ο ίδιος, παρότι αντιστάθηκε στην πίεση των Αρχών για ένωση με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, δεν κατόρθωσε να επιτύχει κάτι κατά της ένωσης των ορθοδόξων της επαρχίας Μάρτσα. Εδώ, πρέπει να επισημάνουμε ότι το πρόβλημα δεν ήταν με τους απλούς ρωμαιοκαθολικούς πιστούς, διότι με αυτούς η συνύπαρξη ήταν καλή, αλλά με τους ειδικά εκπαιδευμένους ρωμαιοκαθολικούς “ιεραποστόλους”.

Την περίοδο αυτή, οι Σέρβοι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την Αυστροουγγαρία, με την πρόθεση να μεταβούν στη Ρωσία. Η μετοίκηση αυτή, των Σέρβων, έλαβε χώρα από το 1751 έως το 1753 και αποτέλεσε προκεχωρημένο πρόβλημα όχι μόνο για τον μητροπολίτη Παύλο και την εκκλησιαστική ζωή της σερβικής κοινότητας της Αυστροουγγαρίας αλλά και για τα ίδια τα ανάκτορα της Βιέννης. Και αυτό, διότι με τη φυγή των Σέρβων εξασθενούσαν τα σύνορα της αυτοκρατορίας και ήταν ευάλωτα σε μία πιθανή επίθεση των Οθωμανών. Ευθύνη για την φυγή των Σέρβων στη Ρωσία φέρει η κατάργηση των προνομίων από τη Μαρία Θηρεσία. Η αυτοκράτειρα κατάργησε τα προνόμια ως ένδειξη συμφιλιωτικής πολιτικής προς τους Ούγγρους ευγενείς που τής το είχαν υποβάλει ως αίτημα. Αποτέλεσμα ήταν οι Σέρβοι να περιέλθουν σε καθεστώς δουλοπαροίκων των Ούγγρων. Έτσι, περίπου εκατό χιλιάδες Σέρβοι αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Ρωσία.[38]

Η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία προσπαθούσε, με κάθε μέσο, να πείσει τον μητροπολίτη Παύλο να θέσει τέρμα σε αυτήν τη μετοίκηση. Και αυτό, όχι διότι ήθελε να προστατεύσει τους Σέρβους, αλλά διότι η φυγή στοίχιζε αμυντικά στην Αυστροουγγαρία. Το ότι η Μαρία Θηρεσία δεν ενδιαφερόταν για τους Σέρβους αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τους αποκαλούσε “σχισματικούς” και επέτρεπε να δέχονται σφοδρές επιθέσεις από τους ρωμαιοκαθολικούς προς όφελος της Ουνίας.[39] Απόδειξη γι’ αυτό είναι ο δούκας Πετάζι, όταν, το έτος 1753, εξεδίωξε τους ορθόδοξους μοναχούς από τη μονή Marče και υφάρπαξε από τους ορθόδοξους Σέρβους έξι εκκλησίες, προφανώς με τη σιωπηρή συγκατάθεση της αυτοκράτειρας, η οποία το ίδιο έτος εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο απαγόρευε στους ορθόδοξους Αρχιερείς να εμπλέκονται στις εσωτερικές υποθέσεις της μοναρχίας. Έτσι, άρχισε να περιορίζεται η ελευθερία κινήσεων των Σέρβων επισκόπων και κληρικών, με αποτέλεσμα να αναφύεται πρόβλημα ακόμα και στην ομαλή επικοινωνία με τους πιστούς. Τέλος, ο Σέρβος μητροπολίτης μην έχοντας κανένα δικαίωμα, έπαψε να θεωρείται για τους Αυστροούγγρους ‘κεφαλή του έθνους του’.[40] Όλα αυτά τα μέτρα προκάλεσαν σφοδρότατες διαμαρτυρίες των εκεί Σέρβων, οι οποίοι εξεγέρθηκαν, το έτος 1755, στην επαρχία Varaždin.

Όπως είπαμε ανωτέρω, αυτήν την εποχή όλο και πιο διευρυμένος αριθμός Σέρβων μετέβαινε στη Ρωσία. Σέρβοι ιερωμένοι στρέφονταν προς τη Ρωσία, αφενός, για να ζητήσουν οικονομική βοήθεια και λειτουργικά βιβλία και, αφετέρου, να έχουν βοήθεια στο δυσεπίλυτο πρόβλημα της Ουνίας. Επίσης, στην Αυστροουγγαρία έρχονταν και πολλοί Ρώσοι έμποροι, οι οποίοι είχαν επαφές με τους εκεί Σέρβους. Έτσι, οι σχέσεις μεταξύ Ρώσων και Σέρβων βρίσκονταν στο αποκορύφωμα. Στην εν λόγω σύγκλιση βοήθησε ιδιαιτέρως και η ρωσική πρεσβεία στη Βιέννη. Το έτος 1757 ο Φίλιππος Ράντοτιτς, Σέρβος αξιωματικός από τη συνοριακή φρουρά, μετέβη στη Ρωσία όπου και υπέβαλε, στα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έκθεση για την κατάσταση που επικρατούσε στη Σλαβονία και Κροατία. Στην έκθεση αυτή ανέφερε μεταξύ άλλων ότι οι Σέρβοι ορθόδοξοι πιστοί είναι θύματα διωγμών και ότι περιορίζονται όλο και περαιτέρω τα θρησκευτικά δικαιώματά τους, με σκοπό να ενταχθούν στην Ουνία. Βάσει αυτού του κειμένου, η Ρωσική Κυβέρνηση όρισε τον πρέσβη της στη Βιέννη να επικοινωνήσει τον δούκα Κάουνιτς, προϊστάμενο του Γραφείου της αυτοκράτειρας, ώστε να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της Ρωσίας απέναντι στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν οι Σέρβοι.[41] Όμως, ο δούκας Κάουνιτς ανέφερε ότι οι κατηγορίες αυτές δεν ευσταθούν, είναι αβάσιμες και αναληθείς. Υποσχέθηκε δε ότι θα φροντίσει, ο ίδιος προσωπικά, για την εφαρμογή όλων των σερβικών προνομίων στην πράξη.[42]

Την περίοδο του επτάχρονου πολέμου, 1756 – 1763, η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία επαναβεβαίωσε για μία ακόμη φορά τα σερβικά προνόμια, με ιδιαίτερη όμως έμφαση, στην επισκοπική εξουσία του μητροπολίτη. Όμως, ούτε και αυτό επέφερε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα και ο Παύλος Νενάντοβιτς αναγκάστηκε να μεταβεί, το έτος 1762, στη Βιέννη για να ζητήσει προσωπικά προστασία από τις διώξεις, των κρατικών λειτουργών, που υφίστατο στην επαρχία του. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1760, ψηφίστηκε ένα ιδιαιτέρως δυσάρεστο μέτρο για τους εκεί Σέρβους, ένα διάταγμα, το οποίο απαγόρευε τη διεξαγωγή της συνεδριάσεως της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας χωρίς τη συμμετοχή ενός εκπροσώπου-επιτρόπου της αυτοκράτειρας, πράγμα που σήμανε, αναμφίβολα, την ανάμιξη της αυτοκράτειρας στις εσωτερικές υποθέσεις της Σερβικής Εκκλησίας. Ο μητροπολίτης Παύλος υπέβαλε διάβημα διαμαρτυρίας, στις 15 Μαΐου 1761, το οποίο όμως απορρίφθηκε. Επίσης, ο Σέρβος μητροπολίτης υπέβαλε και τρεις ενστάσεις σχετικά με τα μέτρα διακρίσεων των Αρχών εις βάρος των Σέρβων.[43]

Όταν πληροφορήθηκε τις ενστάσεις η αυτοκράτειρα, διέταξε να εξεταστεί η υπόθεση από μέρους μιας ειδικής επιτροπής, τα μέλη της οποίας συνέταξαν, στις 22 Σεπτεμβρίου 1762, μία έκθεση στην οποία επικρίνεται, με οξύτατο τόνο, το θάρρος του Σέρβου μητροπολίτη να καταθέσει αυτές τις ενστάσεις. Το κείμενο της αποφάσεως που εκδόθηκε αναφέρει πως πρόκειται για εχθρική στάση του Σέρβου μητροπολίτη απέναντι στην αυτοκράτειρα και υπογραμμίζει ότι οι Σέρβοι που ζουν στην Αυστροουγγαρία αποτελούν ένα έθνος, το οποίο η Αυστροουγγρική μοναρχία είναι αναγκασμένη να “ανέχεται” και ότι η εφαρμογή των όποιων προνομίων στην πράξη, είναι ζήτημα της αγαθής θελήσεως της αυτοκράτειρας.[44] Ως απάντηση στο περιεχόμενό του, ο μητροπολίτης Παύλος ζήτησε από την αυτοκράτειρα να τού δοθεί άδεια να συγκαλέσει την κληρικολαϊκή Σύνοδο, στην οποία οι Σέρβοι θα αποφάσιζαν τι θα πράξουν. Όμως, η αυτοκράτειρα δεν του έδωσε άδεια. Πολύ αργότερα, στις 25 Ιουλίου 1768, η ίδια αποφάσισε να επιτρέψει κάτι τέτοιο, με την προϋπόθεση ότι ένας εκπρόσωπος των ανακτόρων της Βιέννης θα αποφάσιζε για το ποια ζητήματα θα συζητούσαν οι εκπρόσωποι του σερβικού λαού. Δυστυχώς, όμως, αυτή η άδεια δόθηκε όταν ο μητροπολίτης Παύλος ήταν βαριά άρρωστος. Τελικά, ο ίδιος απεβίωσε στις 15 Αυγούστου 1768, σε ηλικία 69 ετών.[45]

Μετά το θάνατο του μητροπολίτη Παύλου Νενάντοβιτς, τοποτηρητής της μητροπόλεως Καρλοβακίων ορίστηκε, μέχρι την εκλογή νέου μητροπολίτη, ο επίσκοπος Μπάτσκας Μωυσής Πούτνικ. Στις 4 Μαΐου 1769, έλαβε χώρα η κληρικολαϊκή Σύνοδος των Σέρβων, η οποία εξέλεξε για μητροπολίτη Καρλοβακίων τον επίσκοπο Ιωάννη Τζόρτζεβιτς, η εκλογή του οποίου επικυρώθηκε από μέρους της αυτοκράτειρας, στις 14 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.[46] Ο μητροπολίτης Ιωάννης Τζόρτζεβιτς παρέμεινε επικεφαλής της μητροπόλεως περίπου τέσσερα έτη. Απεβίωσε στις 23 Μαΐου 1773. Ο ίδιος παρέμεινε, στην ιστορία, ως μια επίμαχη προσωπικότητα, παρότι επιτελούσε τα καθήκοντά του υπό ιδιαιτέρως δύσκολες συνθήκες, διότι κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του μειώθηκαν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα των  Σέρβων. Συγκεκριμένα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1770 εκδόθηκε το πρώτο ρυθμιστικό Διάταγμα για τη θέση των Σέρβων στην αυτοκρατορία, με το οποίο ακυρώθηκαν όλα τα ουσιαστικά προνόμια. Το Διάταγμα αυτό ήταν ένα μόνο μέρος των νέων μέτρων που άρχισαν να καθιερώνονται στην Αυστροουγρική μοναρχία και τα μέχρι τότε σερβικά προνόμια ήρθαν σε σύγκρουση με τις μεταρρυθμιστικές τάσεις της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας.[47]

Το ρυθμιστικό Διάταγμα περιείχε δέκα κεφάλαια και 75 άρθρα, αλλά στην έκδοση προς δημοσίευση για τον λαό, εξέδωσαν μόνο τα 28. Και αυτό, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις. Μερικές από τις διατάξεις ήταν: α) Ο μητροπολίτης είναι μόνο εκκλησιαστικός άρχων του σερβικού έθνους και δεν μπορεί να αναμειγνύεται στα πολιτικά. β) Υποψήφιοι κληρικοί της Σερβικής Εκκλησίας μπορούν να είναι όλοι, όσοι είναι νομιμόφρονες προς τη Μοναρχία και αυτοί πρέπει να δώσουν τις απαραίτητες εξετάσεις. γ) Πριν χειροτονηθούν να διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις. δ) Ο αριθμός των ήδη υπαρχόντων κληρικών πρέπει να μειωθεί. ε) Κάθε κληρικός που μείνει χήρος δεν είναι αναγκασμένος να εγκατοικήσει σε μονή. στ) Οι μονές δεν δίνονται στους επισκόπους ως μέρος της ιδιοκτησίας τους κ.α. Επίσης, η αυτοκράτειρα διατήρησε το δικαίωμα αλλαγής όλων αυτών των διατάξεων.[48] Το εν λόγω Διάταγμα προκάλεσε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια στον  σερβικό λαό, ο οποίος, μάλιστα, άρχισε να υποπτεύεται ότι άλλο Διάταγμα εκδόθηκε για τους Αρχιερείς και άλλο για τον απλό λαό, με αποτέλεσμα να αμφισβητεί πλέον και την αγαθή θέληση των Αρχιερέων του.

Το άρθρο 72 του ρυθμιστικού Διατάγματος προέβλεπε τη μείωση του αριθμού των ορθόδοξων εορτών, παράλληλα με την υποχρέωση να εορτάζουν τις ρωμαιοκαθολικές, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη δυσφορία και κύμα διαμαρτυριών. Τελικά, στις 6 Απριλίου 1778, η αυτοκράτειρα εξέδωσε ένα νέο διάταγμα, στο οποίο αναφέρονταν οι εορτές των Σέρβων.[49] Και σ’ αυτό όμως το σημείο ο σερβικός λαός κατηγόρησε τους Αρχιερείς του, ότι όλα έγιναν σε συνεργασία αυτών με τις κρατικές Αρχές. Μία θετική διάταξη αυτού του ρυθμιστικού Διατάγματος αποτελεί  η ίδρυση του “Ιλλυρικού τυπογραφείου”, που τελούσε όμως υπό τον έλεγχο των ανακτόρων της αυτοκρατορίας. Πάντως ήταν κάτι το εξαιρετικά σπουδαίο για τη σερβική εκκλησιαστική ζωή. Ο τυπογράφος από τη Βιέννη, Ιωσήφ Κούρτζμπακ, έλαβε, στις 14 Φεβρουαρίου 1770, από την αυτοκράτειρα την άδεια λειτουργίας του τυπογραφείου για τα επόμενα είκοσι έτη. Εκεί, τυπώνονταν όλα τα εκκλησιαστικά ορθόδοξα βιβλία.[50]

Μετά το Πάσχα του 1774 συγκλήθηκε η κληρικολαϊκή Σύνοδος των Σέρβων, στην οποία νέος μητροπολίτης Καρλοβακίων εξελέγη, ο επίσκοπος Τεμισοάρας Βικέντιος Γιοβάνοβιτς Βίντακ, άνθρωπος της αρεσκείας των ανακτόρων της Βιέννης.[51] Ο ίδιος εξελέγη στις 30 Μαΐου 1774 και ήταν επικεφαλής της μητροπόλεως έως το 1780.

Η όλο και πιο διευρυμένη υποταγή της μητροπόλεως Καρλοβακίων στα αιτήματα του Αυστροουγγρικού κράτους αποτελούσε μέρος της συγκεντρωτικής πολιτικής της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας, μετά τον επτάχρονο πόλεμο. Η ίδια επιθυμούσε να υποτάξει και τη Σερβική Εκκλησία στις απαιτήσεις της και γι’ αυτό αμφισβητούσε τα διάφορα προνόμια που απολάμβαναν οι Σέρβοι βάσει των διαφόρων Διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί. Έτσι, μέσα στα άλλα προβλήματα ήρθε να προστεθεί άλλο ένα, όταν η αυτοκράτειρα έδωσε τη συγκατάθεσή της, στις 28 Νοεμβρίου 1777, για τη μείωση του αριθμού των σερβικών μονών και ζήτησε να εφαρμοστούν για τους μοναχούς νέοι κανόνες. Λίγο νωρίτερα είχε εκδοθεί και το 2ο ρυθμιστικό Διάταγμα, στις 2 Ιανουαρίου 1777, το οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε ότι “μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν εκείνες οι μονές που έχουν κτήματα και είναι σε θέση να συντηρήσουν τουλάχιστον οκτώ μοναχούς, μαζί με τον ηγούμενο”.[52]

Το Διάταγμα αυτό είχε ως σκοπό να διορθώσει τα λάθη του 1ου ρυθμιστικού Διατάγματος.             Όμως, προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερο κύμα διαμαρτυριών και δυσαρέσκειας στους Σέρβους. Ήταν σχεδόν ίδιο με το 1ο, διότι παρέμειναν σε ισχύ όλες οι διατάξεις οι οποίες μείωναν, περιόριζαν ή και τροποποιούσαν τα προνόμια των Σέρβων. Στα πιο επίμαχα σημεία η Κυβέρνηση της Βιέννης δεν είχε υποχωρήσει καθόλου. Ορισμένες χαρακτηριστικές διατάξεις, του 2ου Διατάγματος, ήταν ότι οι κληρικολαϊκές σύνοδοι μπορούν, και στο μέλλον, να επιλέγουν το μητροπολίτη τους, όμως, παράλληλα με τη συγκατάθεση και την επικύρωση της αυτοκράτειρας. Ο αυτοκρατορικός επίτροπος δεν θα πρέπει να αναμειγνύεται στα δογματικά ζητήματα, αλλά κατά την συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου θα πρέπει να είναι παρόν. Οι μονές μπορούν να δέχονται ως μελλοντικούς μοναχούς ή κληρικούς μόνο νέους, ηλικίας κάτω των 24 ετών. Στην κληρικολαϊκή σύνοδο μπορούν να λάβουν μέρος έως 75 μέλη κ.α.[53]

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε, ότι πριν από την έκδοση του 2ου ρυθμιστικού Διατάγματος, προέκυψε και το πρόβλημα της συντάξεως ενός κατηχητικού εγχειριδίου για τις ανάγκες των Σέρβων ορθοδόξων.  Έως τότε, οι Σέρβοι της Αυστροουγγαρίας είχαν συνηθίσει να λαμβάνουν τα βιβλία της κατηχήσεως από τη Ρωσία. Όμως το 1769 ο αυτοκρατορικός επίτροπος, δούκας Χάντικ, ζήτησε από τους συμμετέχοντες της σερβικής κληρικολαϊκής συνόδου να συγγράψουν, εντός συντόμου χρονικού διαστήματος, ένα εγχειρίδιο, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα Σερβικά σχολεία. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό οι κρατικές Αρχές προσπάθησαν να επιβάλουν στους Σέρβους ορθόδοξους ορισμένα ρωμαιοκαθολικά εγχειρίδια, με πρόθεση να τους προσηλυτίσουν στην Ουνία. Τελικά, αυτό το θεολογικό εγχειρίδιο συνέγραψε, μέσα σε 23 μέρες, ο Γιόβαν Ράϊτς, Σέρβος που είχε αρκετά σπουδαίες θεολογικές γνώσεις. Η αυτοκράτειρα και οι σύμβουλοί της είχαν ορισμένες παρατηρήσεις και επιφυλάξεις σχετικά μ’ αυτό το βιβλίο, οι οποίες, τελικά, απορρίφθηκαν.[54]

Το 2ο ρυθμιστικό Διάταγμα προκάλεσε προχωρημένη αναστάτωση στους Σέρβους πιστούς. Στην πόλη Νόβι Σαντ εξερράγησαν ταραχές και ορισμένοι Σέρβοι πιστοί ξεσηκώθηκαν και εναντίον του τότε Σέρβου μητροπολίτη και των επισκόπων, διότι πίστευαν πως αυτοί συνεργάστηκαν με τις Αρχές στην εκπόνηση αυτού του κειμένου. Στην πόλη Βρσατς, οι Αρχές της Βιέννης χρησιμοποίησαν και το στρατό για να καθησυχάσουν το λαό. Το αποτέλεσμα των συμπλοκών ήταν 6 νεκροί και 36 τραυματίες.[55] Όλα αυτά αποτελούν την απόδειξη της αποτυχίας των Διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί και αποδεικνύουν το δυσβάσταχτο των μέτρων και πιέσεων εις βάρος των Σέρβων.

Λόγω των επεισοδίων, η αυτοκράτειρα κάλεσε, στις 5 Φεβρουαρίου 1778, τον μητροπολίτη Βικέντιο Γιοβάνοβιτς για συνομιλίες στη Βιέννη. Έτσι, ο μητροπολίτης Βικέντιος, χρησιμοποίησε την πρόσκληση αυτή στο να μεταβεί και να διαμαρτυρηθεί για τα μέτρα και τις πιέσεις κατά των Σέρβων. Όμως, η αυτοκράτειρα ενοχλήθηκε και, απ’ ό,τι φαίνεται τότε, αποφάσισε να εκδώσει, στις 16 Ιουλίου 1779, ένα νέο Διάταγμα, το επονομαζόμενο Rescriptum Deklaratorium Illyricae Nationis,[56] έκδοση που αποτέλεσε, στην ουσία, τον Νόμο για τη λειτουργία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο πλαίσιο της μητροπόλεως Καρλοβακίων.[57] Στο κείμενο αυτό, η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία τόνιζε πως οι Σέρβοι πιστοί θα είναι σε θέση να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, μόνο σε περίπτωση που είναι νομιμόφρονες απέναντι στην αυτοκρατορία. Όμως, η ουσία είναι ότι όλα όσα επιθυμούσαν οι Σέρβοι στην εκκλησιαστική ζωή, μπορούσαν να τα έχουν μόνον με την άδεια της αυτοκράτειρας και των επιτρόπων της.

Ο μητροπολίτης Βικέντιος Γιοβάνοβιτς απεβίωσε στις 18 Φεβρουαρίου 1780 και διάδοχός του εξελέγη, στις 21 Ιουνίου 1781, ο Μωυσής Πούτνικ.[58] Την περίοδο αυτή αυτοκράτορας ήταν ο Ιωσήφ Β΄ (1780-1790), ο οποίος εξέδωσε ένα Διάταγμα για την ανεξιθρησκία, στις 25 Οκτωβρίου 1781 και ένα για το διευθύνον σώμα της Εκκλησίας, στις 5 Απριλίου 1782.[59] Ο μητροπολίτης Μωυσής Πούτνικ απεβίωσε στις 28 Ιουνίου 1790.

 

V. Η συμβολή της Εκκλησίας στο εκπαιδευτικό σύστημα

 

Με την μεγάλη μετοίκηση των Σέρβων στην Αυστροουγγαρία, η παλαιά κοιτίδα του σερβικού πολιτισμού παρέδωσε τη σκυτάλη στη νέα πατρίδα, στη μητρόπολη Καρλοβακίων. Από κοινού με τον πατριάρχη Αρσένιο Τσαρνόγιεβιτς, τους Αρχιερείς, τον πολυάριθμο σερβικό λαό, διέφυγαν και πολλοί Σέρβοι λόγιοι, ιδίως μοναχοί, οι οποίοι ασχολούνταν με τη συγγραφή εκκλησιαστικών βιβλίων και άλλων λογοτεχνικών έργων. Ανάμεσα σε αυτούς διακρίθηκε ο Κυπριανός από τη μονή Ρατσάνη, ο οποίος από κοινού με μια ομάδα μοναχών, έφεραν στη νέα πατρίδα εκκλησιαστικά βιβλία και επιδόθηκαν στην αντιγραφή και διάδοσή τους. Έτσι, έχουμε τη μετατόπιση του πνευματικού κέντρου των Σέρβων και τη δημιουργία της πρώτης πνευματικής ομάδας. Ο Κυπριανός, το έτος 1717, εξέδωσε και το Σερβοσλαβικό Αλφαβητάρι, έχοντας ως πρότυπο ορισμένα παρόμοια ρωσικά εγχειρίδια. Όλα αυτά γίνονταν με την πρόθεση της διαφυλάξεως της σερβικής γραμματείας αλλά και την περαιτέρω διάδοση της σερβικής παραδόσεως.[60]

Οι Σέρβοι αντελήφθησαν αμέσως, όταν έφτασαν στην Αυστροουγγαρία, ότι η μόνη εγγύηση για την επιβίωση είναι η συντήρηση του εθνικού πολιτισμού και της εκπαιδεύσεως μέσα από την ίδρυση Σερβικών σχολείων. Αυτό όμως δεν ήταν εφικτό πάντοτε. Έτσι, ο πατριάρχης Αρσένιος Γ΄, το έτος 1706, κιόλας, υπέβαλε αίτημα στον τότε αυτοκράτορα να επιτρέψει την ίδρυση και λειτουργία Σερβικών σχολείων και ιεροδιδασκαλείων, καθώς και την ίδρυση ορισμένων τυπογραφείων για τις ανάγκες και την ομαλή λειτουργία της Σερβικής Εκκλησίας. Μάλιστα και ο Ούγγρος καρδινάλιος Λεοπόλδος Κόλονιτς, ο οποίος αργότερα θα στραφεί εναντίον των προνομίων των Σέρβων, έδωσε τη συγκατάθεσή του και συνέστησε μάλιστα στον αυτοκράτορα να επιτρέψει τη λειτουργία Σερβικών σχολείων, με Σέρβους εκπαιδευτικούς. Δύο έτη αργότερα οι Σέρβοι από τη σημερινή Βουδαπέστη, περιοχή Βουδιμίου, ζήτησαν την ίδρυση σχολείων και τυπογραφείου, για τη διαφύλαξη της σερβικής γραμματείας και της ορθόδοξης πίστεως.[61]

Οι Σέρβοι μητροπολίτες έδωσαν μεγάλη σημασία και συνέβαλαν στην ίδρυση σχολείων, ενώ και η Κυβέρνηση της Αυστροουγγαρίας εξέδωσε διάταγμα, το 1723, για την ελεύθερη ίδρυση αυτών. Έτσι, με την υποστήριξη της Ρωσίας, άρχισαν στην περιοχή των Καρλοβακίων να λειτουργούν Σερβικά σχολεία με Ρώσους δασκάλους και ρωσικά αναγνωστικά. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα να επικρατήσει η ρωσοσλαβική σε βάρος της σερβοσλαβικής. Ακόμα και οι νέοι Σέρβοι επιστήμονες που σπούδαζαν στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου, επηρεασμένοι από τις σπουδές τους στη Ρωσία, επέβαλαν με τη διδασκαλία και το συγγραφικό έργο τους τη ρωσική παράδοση.

Το έτος 1724, ο τσάρος Μ. Πέτρος της Ρωσίας, όρισε τον Ρώσο Μάξιμο Σουβόρωφ ως επικεφαλής, της επιμορφώσεως των Σέρβων μαθητών και μάλιστα, ο ίδιος ο Σουβόρωφ, παρέμεινε στην Αυστροουγγαρία έως το 1737. Το έτος 1726 στο Βελιγράδι λειτουργούσε και ένα ελληνικό σχολείο,[62] ενώ την ίδια περίοδο στο σχολείο της πόλεως του Καρλοβακίου φοιτούσαν 124 μαθητές. Το έτος 1731, περίοδος του μητροπολίτη Βικέντιου Γιοβάνοβιτς, στο Νόβι Σαντ ήλθαν επιπλέον Ρώσοι καθηγητές, οι οποίοι εργάστηκαν στα Σερβικά σχολεία. Επίσης, και ο Σέρβος επίσκοπος Μπάτσκας (περιοχή του Νόβι Σαντ), Βησσαρίων Πάβλοβιτς (1731-1756) ζήτησε από τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, να στείλουν ορισμένα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά εγχειρίδια, καθώς και έναν δάσκαλο για τη σλαβική γλώσσα.[63] Από το Πέκιο, το έτος 1736, ο Αρσένιος Δ΄ παρακάλεσε τη Ρωσία να αναλάβει με υποτροφία 24 Σέρβους μαθητές για εκπαίδευση. Ο μητροπολίτης Παύλος Νενάντοβιτς προώθησε την παιδεία και την ίδρυση νέων Ιερατικών Σχολών. Ο ίδιος ζητούσε από κάθε μελλοντικό κληρικό να γνωρίζει επαρκώς τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και πριν τη χειροτονία έδιναν εξετάσεις ενώπιον του ιδίου. Η αυτοκράτειρα, όμως, απέρριψε το αίτημα του Νενάντοβιτς για την ίδρυση σερβικού ιεροδιδασκαλείου, στο οποίο θα φοιτούσαν, βάσει των προβλέψεων, 100 περίπου μαθητές. Τελικά, εκατό έτη μετά την μετοίκηση των Σέρβων στην Αυστροουγγαρία, τα σχολεία ήταν ολιγάριθμα, τα λειτουργικά βιβλία ελλιπή και η μάθηση των παιδιών ανεπαρκής.[64]

Από μία απογραφή, η οποία έγινε μετά από απόφαση του μητροπολίτη Βικέντιου Γιοβάνοβιτς, στην επαρχία Σρεμ των Καρλοβακίων, τα έτη 1732/33, διαπιστώνουμε ότι εκείνη την περίοδο, και παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονταν με σκοπό την αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου των κληρικών, η κατάσταση που επικρατούσε δεν ήταν ικανοποιητική. Οι μελλοντικοί κληρικοί προετοιμάζονταν στις μονές ή στις οικίες ορισμένων λόγιων και μορφωμένων Σέρβων. Δεν μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε ότι αποκτούσαν κάποιες ευρύτερες θεολογικές γνώσεις. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο όταν η Μαρία Θηρεσία εξέδωσε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά της, με το οποίο ανέκοψε κάθε απόκλιση του σερβικού πνευματικού βίου από την ρωσική επίδραση. Παράλληλα, απαγόρευσε και την ελεύθερη επικοινωνία και τα ταξίδια προς τη Ρωσία. Αυτό, όμως, από την άλλη πλευρά είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η σερβική γραμματεία, διότι οι Σέρβοι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν ντόπιους δασκάλους και να δημιουργήσουν βαθμιαία τη δική τους πνευματική κίνηση.

 

VI. Ο μητροπολίτης Στέφανος Στρατιμίροβιτς

 

Η ιστορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην μητρόπολη Καρλοβακίων είναι συνδεδεμένη, περισσότερα από 45 έτη, με το έργο και την προσωπικότητα του μητροπολίτη Στέφανου Στρατιμίροβιτς (1790-1836), ο οποίος κατέχει και εξέχουσα θέση ανάμεσα στους Σέρβους Αρχιερείς.[65] Ήταν λόγιος, αποφασιστικός και συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της ορθοδοξίας και στην διατήρηση της πίστεως. Μάλιστα ο ίδιος συνέβαλε και ενίσχυσε τις εξεγέρσεις στην Σερβία το 1804 και 1815. Σπούδασε φιλοσοφία και νομικά στη Βουδαπέστη και στη συνέχεια μετέβη στη Βιέννη, όπου ήλθε σε επαφή με πολλούς διακεκριμένους και λόγιους εκείνης της περιόδου. Το έτος 1783 μετέβη στην πόλη των Καρλοβακίων και επιδίδεται στην εκμάθηση της Θεολογικής επιστήμης, με σκοπό να γίνει κληρικός. Επί του προκειμένου, ποια εσωτερικά κίνητρα τον ώθησαν σε αυτήν την απόφαση, παραμένουν άγνωστα.

Ο Στέφανος Στρατιμίροβιτς εξελέγη μητροπολίτης Καρλοβακίων το έτος 1790, στη Σύνοδο της Τεμισοάρας και ο αυτοκράτορας επικύρωσε την εκλογή του, στις 18 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Αμέσως μετά την εκλογή του, ο Στρατιμίροβιτς μετέβη στη Βιέννη, με σκοπό να εκφράσει τις ευχαριστίες του προς τον αυτοκράτορα αλλά και να λάβει την εύνοια και υποστήριξη των ανακτόρων, στις όποιες προσπάθειες των Σέρβων Αρχιερέων υπέρ των Σέρβων πιστών. Αποτέλεσμα των συνομιλιών με τον αυτοκράτορα, κάτι που θεωρείται και ως η πρώτη κορυφαία επιτυχία του Στρατιμίροβιτς, ήταν η ίδρυση ενός Σερβικού Γραφείου στην έδρα των ανακτόρων της Βιέννης, το οποίο άρχισε να λειτουργεί στις 22 Φεβρουαρίου 1791. Όμως, η λειτουργία του δεν διήρκησε για εκτενές χρονικό διάστημα.[66]

Όταν ο Στέφανος Στρατιμίροβιτς εξελέγη μητροπολίτης, η Σερβική Εκκλησία τελούσε υπό τον αυστηρό κρατικό έλεγχο, καθοδηγούμενη από τα ισχύοντα Διατάγματα των ανακτόρων της Βιέννης. Ως προκαθήμενος της μητροπόλεως Καρλοβακίων, ο Στέφανος Στρατιμίροβιτς ήταν επικεφαλής και του εκεί σερβικού λαού και έπραξε το παν προς το συμφέρον τόσο της Σερβικής Εκκλησίας όσο και του λαού του. Γνώριζε πώς να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανακτόρων της Βιέννης, αλλά και πώς να διατηρήσει την όποια εύνοια. Ο Στέφανος Στρατιμίροβιτς ήταν συντηρητικός και δεν προέβη σε καμία ριζοσπαστική μεταρρύθμιση στους κόλπους της Εκκλησίας. Προσπάθησε να αναζωογονήσει την εσωτερική εκκλησιαστική ζωή και να αναβαθμίζει το πνευματικό, πολιτιστικό και ηθικό επίπεδο των κληρικών. Παρότι, ο ίδιος συνδεόταν με τα ανάκτορα της Βιέννης, εντούτοις η συνείδησή του ήταν εστραμμένη προς τη Ρωσία, διότι πίστευε πως μόνο με τη βοήθεια της Ρωσίας, οι Σέρβοι μπορούν να επανακτήσουν το κράτος, το οποίο είχαν απολέσει.[67]

Ο μητροπολίτης Στέφανος Στρατιμίροβιτς αφιέρωνε ιδιαίτερο χρόνο και προσπάθεια στην αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου των κληρικών. Έτσι, μετά από προσπάθειες κατόρθωσε, το έτος 1794, να εγκαινιάσει, στην πόλη των Καρλοβακίων του Σρεμ, ένα ιεροδιδασκαλείο, καθώς και ένα οικοτροφείο για τους μαθητές αυτού.[68] Αρχικά στην Σχολή αυτή εργαζόταν ένας δάσκαλος, όμως με την πάροδο του χρόνου και την αύξηση των μαθητών έφτασαν τους τρεις. Παρά το γεγονός ότι το ιεροδιδασκαλείο αυτό λειτουργούσε ομαλά και σημείωνε επιτυχίες, ορισμένοι διακεκριμένοι Σέρβοι θεωρούσαν πως με τη λειτουργία αυτού του σχολείου, ο Στρατιμίροβιτς δεν πραγματοποίησε στην πράξη την απόφαση της συνόδου της Τεμισοάρας, για την ίδρυση και λειτουργία ενός Σεμιναρίου. Για το Σεμινάριο αυτό, ο Στρατιμίροβιτς, υπέβαλε ένα σχέδιο λειτουργίας στα ανάκτορα της Βιέννης, στις 20 Μαΐου 1820, το οποίο επικύρωσαν τα ανάκτορα, στις 30 Ιανουαρίου 1821.[69] Όμως, αυτό το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη. Υπήρξε βέβαια μία άλλη πρόταση, όπως ιδρυθούν δύο εκκλησιαστικά σχολεία, ένα σερβικό και ένα ρουμάνικο, όμως, ο Στρατιμίροβιτς την απέρριψε, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να διασπάσει την ενότητα των Ορθοδόξων, εισάγοντας τον εθνικισμό στην εκκλησία.

Ο μητροπολίτης Στέφανος Στρατιμίροβιτς πίστευε ότι κάθε επαρχία έπρεπε να έχει δικό της εκκλησιαστικό σχολείο, για την εκπαίδευση των μελλοντικών κληρικών. Στην Τεμισοάρα υπήρχε, το έτος 1807, ένα παρόμοιο εκκλησιαστικό σχολείο, στο οποίο γίνονταν μαθήματα για την εκπαίδευση των μελλοντικών κληρικών. Παρόμοιο σχολείο υπήρχε και στην πόλη του Βρσατς (σύνορα με τη σημερινή Ρουμανία) και φυσικά στην πόλη των Καρλοβακίων, το οποίο ήταν και το φυτώριο των μελλοντικών Σέρβων κληρικών. Το 1820 ο Στρατιμίροβιτς εκπόνησε ένα νέο σχέδιο, ιδρύσεως Ιερατικών Σχολών για κληρικούς και το υπέβαλε στον αυτοκράτορα, ο οποίος το ενέκρινε στις 30 Ιανουαρίου 1821. Βάσει, λοιπόν, αυτού του σχεδίου, έπρεπε να ιδρυθούν συνολικά πέντε εκκλησιαστικές σχολές. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και δύο Σερβικά σχολεία στη Δαλματία.[70]

Πριν από τον μητροπολίτη Στέφανο Στρατιμίροβιτς, η οικονομική κατάσταση των Σέρβων κληρικών ήταν άθλια και τα ανάκτορα της Βιέννης αδιαφορούσαν. Λόγος γι’ αυτό έγινε και στην κληρικολαϊκή Σύνοδο της Τεμισοάρας, το 1790. Ο Στρατιμίροβιτς έκανε διάφορες προσπάθειες για την επίλυση αυτού του ζητήματος χωρίς όμως κάποια ιδιαίτερη επιτυχία. Όμως, το έτος 1804, ο ίδιος ξεκίνησε μια νέα εκστρατεία για την επίλυση αυτού του ζητήματος, με την αύξηση του μηνιαίου μισθού των κληρικών αλλά και την παράλληλη μείωση του αριθμού αυτών, στις επί μέρους ενορίες. Επίσης, φρόντισε ώστε να αναβαθμιστούν και οι συνθήκες διαβιώσεως των μοναχών.[71] Ο ίδιος ενδιαφέρθηκε ώστε, το έτος 1804, να τυπωθεί, στο τυπογραφείο του Πανεπιστημίου της Βουδαπέστης, και η Αγία Γραφή στα σλαβικά. Το 1815, ο Στρατιμίροβιτς ανέλαβε την πρωτοβουλία για την ίδρυση ενός ιεροδιδασκαλείου στη μονή Χόποβο, του οποίου η λειτουργία διήρκησε πέντε έτη, έως 1820, πράγμα που συνέβαλε στην αναβάθμιση της πνευματικής ζωής των μοναχών.[72]

Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα αναφέραμε, μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι πρώτο καθήκον του μητροπολίτη Στρατιμίροβιτς ήταν η υπεράσπιση της ορθοδοξίας και η διαφύλαξη της ορθόδοξης πίστεως. Όπως και οι προκάτοχοί του, έτσι και αυτός αγωνιζόταν για την προστασία του ποιμνίου από τις πιέσεις και προσπάθειες των ρωμαιοκαθολικών υπέρ της Ουνίας. Ήταν αναγκασμένος να αφιερώσει εκτενή χρόνο στον αγώνα κατά της Ουνίας, όχι μόνον στο πλαίσιο της μητροπόλεως Καρλοβακίων, αλλά και στην περιοχή της Δαλματίας, όπου, επίσης, διαβιούσαν πολλοί Σέρβοι. Συμπερασματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Σέρβος μητροπολίτης Στέφανος Στρατιμίροβιτς, ήταν λόγιος, συνετός στις αποφάσεις και σε μόνιμη κλίμακα στην υπηρεσία της Σερβικής Εκκλησίας και της μητροπόλεως Καρλοβακίων. Αγωνίστηκε για την ίδρυση σχολείων, την επιμόρφωση των κληρικών, την εκπαίδευση των μαθητών και ήταν κατά της Ουνίας και της αναμείξεως των εκπροσώπων των ανακτόρων στις εκκλησιαστικές υποθέσεις. Όταν απεβίωσε δώρισε την περιουσία του στο Ταμείο για την εκπαίδευση των νέων κληρικών.

 

VII. Η μετά Στρατιμίροβιτς εποχή

 

Στις 11 Νοεμβρίου 1837, συνήλθε η εκλογική Σύνοδος των Σέρβων της Αυστροουγγαρίας, η οποία εξέλεξε τον επίσκοπο Μπάτσκας Στέφανο Στάνκοβιτς ως νέο μητροπολίτη Καρλοβακίων.[73] Ο Στάνκοβιτς ήταν λόγιος και ανθρωπιστής. Αρχικά εργάστηκε στην Ιερατική Σχολή του Καρλοβακίου και, στη συνέχεια, ακολούθησε τον δρόμο του μοναχισμού. Το 1829 έγινε επίσκοπος Βουδιμίου και το 1834 επίσκοπος Μπάτσκας. Όμως, ο Στέφανος Στάνκοβιτς δεν παρέμεινε για πολύ καιρό επικεφαλής της μητροπόλεως Καρλοβακίων. Απεβίωσε στις 31 Ιουλίου 1841.[74] Μετά τον Στάνκοβιτς, τοποτηρητής της μητροπόλεως Καρλοβακίων ανέλαβε ο επίσκοπος Γεώργιος Χράνισλαβ, ο οποίος, παρότι ήταν λόγιος, με πλούσια εκπαίδευση, κλίση στη λογοτεχνία και διέθετε πολλές ικανότητες δεν πρόλαβε να γίνει μητροπολίτης Καρλοβακίων, διότι απεβίωσε στις 22 Ιουνίου 1843.[75] Έτσι, νέος μητροπολίτης, εξελέγη ο Ιωσήφ Ράγιατσιτς, στην κληρικολαϊκή Σύνοδο, που άρχισε τις εργασίες της, στις 7 Σεπτεμβρίου 1842 και διήρκησε δύο ημέρες. Ο αυτοκράτορας επικύρωσε την εκλογή του, στις 27 Σεπτεμβρίου.[76]

Ο Ιωσήφ Ράγιατσιτς εξελέγη μητροπολίτης, σε ηλικία 57 ετών. Είχε πλούσια εμπειρία και διακρίθηκε στον αγώνα κατά της Ουνίας στην περιοχή της Δαλματίας, ενώ στην επαρχία του Βρσατς εργάστηκε δυναμικά υπέρ των Σέρβων και των συμφερόντων της Σερβικής Εκκλησίας. Στην πόλη του Βρσατς κατόρθωσε να λειτουργήσει, ύστερα από δικές του προσπάθειες, μια Ιερατική Σχολή. Ο ίδιος πάλευε συνεχώς εναντίον των προσπαθειών των Ούγγρων για αφομοίωση των Σέρβων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι μία από τις κορυφαίες επιτυχίες του Ράγιατσιτς ήταν, το 1844, η επέκταση του Τρίτου άρθρου του Νόμου της αυτοκρατορίας, σχετικά με το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Έτσι, οι Σέρβοι ορθόδοξοι είχαν πλέον το δικαίωμα να συνάψουν μικτό γάμο και ο σύντροφός τους, εάν το επιθυμούσε, να ενταχθεί στην ορθοδοξία. Όμως, ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Ε΄ ακύρωσε αυτήν την επέκταση του άρθρου, λέγοντας πως ο μητροπολίτης παρερμήνευσε το περιεχόμενό του. Στην ουσία όμως ο αυτοκράτορας υπέκυψε στις πιέσεις των ρωμαιοκαθολικών κύκλων, που δεν μπορούσαν ούτε καν να φανταστούν, ότι κάποιος ρωμαιοκαθολικός θα μπορούσε να υιοθετήσει την ορθόδοξη ομολογία ή να συνάψει μικτό γάμο με ορθόδοξο.[77]

Την περίοδο του μητροπολίτη Ιωσήφ εμφανίστηκαν και ορισμένες επαναστατικές τάσεις, εντασιακή κατάσταση που οδήγησε σε δοκιμασία τη Σερβική Εκκλησία στη μητρόπολη Καρλοβακίων και προκάλεσε νέα προβλήματα για τον μητροπολίτη. Οι Σέρβοι των νοτίων επαρχιών της Ουγγαρίας ήθελαν να ανακηρύξουν ανεξάρτητη, μέσα στην αυτοκρατορία, “τη Σερβική επαρχία της Βοϊβοντίνας”, η οποία θα είχε και δικό της Πατριαρχείο. Ο μητροπολίτης Ράγιατσιτς βρέθηκε σε ιδιαιτέρως δύσκολη θέση απέναντι στις Αρχές και αμφιταλαντευόταν για το τι έπρεπε να πράξει. Έτσι, έλαβε την απόφαση να συγκαλέσει την Εθνοσυνέλευση, το έτος 1848, για να καταλήξει σε όποια συμφωνία με τον λαό.[78] Αυτή έμεινε στην ιστορία γνωστή ως η “Συνέλευση του Μαΐου”.

Αρχικά η Συνέλευση έπρεπε να πραγματοποιηθεί, την 1η Μαΐου 1848, στην πόλη Νόβι Σαντ. Όμως, ύστερα αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί στην πόλη των Καρλοβακίων.[79] Στην “αυτοβιογραφία” του, ο μητροπολίτης Ράγιατσιτς έγραψε ότι “εκείνη την περίοδο δεν μπορούσε κάποιος εύκολα να απορρίψει τα αιτήματα του λαού, αν επιθυμούσε να κρατήσει το κεφάλι στους ώμους του”.[80] Έτσι, στην Εθνοσυνέλευση των Σέρβων, στις 12 Μαΐου 1848,  ανακηρύχθηκε η επαρχία της Σερβικής Βοϊβοντίνας ανεξάρτητη και ο Στέβαν Σουπλίκατς, ο οποίος μέχρι τότε ήταν συνταγματάρχης του αυτοκράτορα, εξελέγη δούκας της περιοχής. Επίσης, στη Συνέλευση ο Ιωσήφ Ράγιατσιτς εξελέγη Πατρίαρχης, συνοδική πράξη την οποία ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ επικύρωσε, στις 15 Δεκεμβρίου 1848.

Με την αναγνώριση του νέου Σερβικού Πατριαρχείου, ο αυτοκράτορας αποδέχτηκε στην ουσία και την ύπαρξη της Σερβικής Βοϊβοντίνας, η οποία έλαβε ένα είδος πολιτικής αυτονομίας. Όμως, πλείστοι Ούγγροι, παράγοντες των ανακτόρων της Βιέννης, εξέφρασαν αρνητική στάση απέναντι στην ύπαρξη της Σερβικής Βοϊβοντίνας, διότι η περιοχή αυτή από κοινού με την Κροατία, τη Σλαβονία και τη Δαλματία, σε περίπτωση που ενώνονταν, θα προκαλούσαν εμπερίστατες συνθήκες στην αυτοκρατορία. Λόγω της ανωτέρω ενδεχόμενης προοπτικής, στις 22 Ιουλίου 1849, ο αυτοκράτορας κάλεσε στα ανάκτορα τον Ιωσήφ Ράγιατσιτς και τον ενημέρωσε πως δεν πρόκειται τελικά να δεχτεί την ιδέα του Σέρβου βοεβόδα, διότι επιθυμούσε ο ίδιος να έχει τον τίτλο αυτό στη Σερβική επαρχία της Βοϊβοντίνας και γι’ αυτό θα έπρεπε να πάψει να υφίσταται ο τίτλος αυτός για τους Σέρβους.[81] Πάντως, η αυτόνομη σερβική Βοϊβοντίνα υπήρξε εφήμερη, αφού καταργήθηκε το 1861.

Από τη Συνέλευση του Μαΐου έως το τέλος της ζωής του, ο Ράγιατσις κατέβαλλε επίπονο αγώνα υπέρ των Σέρβων. Δεν είχε ιδιαίτερες επιδόσεις στο εκκλησιαστικό επίπεδο, όμως, στον τομέα του πολιτισμού και της εκπαιδεύσεως άφησε ένα αξιόλογο έργο. Ίδρυσε πολλά σχολεία, το γυμνάσιο των Καρλοβακίων από έξι τάξεις, απέκτησε οκτώ και ιδρύθηκε εκεί και τυπογραφείο της μητροπόλεως. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Ιωσήφ Ράγιατσιτς ήταν πατριάρχης μόνον κατ’ όνομα, καθώς και η μητρόπολη Καρλοβακίων είχε τον τίτλο του πατριαρχείου μόνον ως τίτλο, διότι τη μονομερή και αντικανονική αυτή ενέργεια ουδέποτε αναγνώρισαν τα Πατριαρχεία της Ανατολής. Ο Ράγιατσις σε όλο τον βίο του αγωνίστηκε για την διαφύλαξη της ορθόδοξης πίστεως. Απεβίωσε την 1 Δεκεμβρίου 1861.

Από την περίοδο του μητροπολίτη Στέφανου Στρατιμίροβιτς, οι Ρουμάνοι που ζούσαν στην Αυστροουγγαρία εξέφραζαν την επιθυμία να αποσχιστούν και να έχουν δική τους ανεξάρτητη Εκκλησία. Η ιδέα αυτή είχε αρχίσει να εξαπλώνεται και με την ίδρυση αμιγώς ρουμανικών σχολείων καθώς και με διάφορες δηλώσεις ορισμένων Ρουμάνων αποσχιστών, τους οποίους υποστήριζαν τα ανάκτορα της Βιέννης. Τα ανάκτορα παρότρυναν τους Ρουμάνους πιστούς να χωρίσουν από τους Σέρβους και να ιδρύσουν δική τους ανεξάρτητη εκκλησία. Η πρώτη απόπειρα διαχωρισμού σημειώθηκε το 1816, με επίκεντρο την πόλη Αράντ και η δεύτερη το 1822 στην Τεμισοάρα, όπου οι εκεί Ρουμάνοι άρχισαν να διαμαρτύρονται και να ζητούν την ίδρυση δικών τους, ανεξάρτητων Θεολογικών Σχολών. Το έτος 1821 οι Ρουμάνοι άρχισαν να εκδίδουν δικά τους εκκλησιαστικά ημερολόγια γραμμένα με λατινικούς χαρακτήρες, αντί κυριλλικούς, που χρησιμοποιούσαν οι Σέρβοι. Ο μητροπολίτης Στέφανος Στρατιμίροβιτς κατόρθωσε, κάπως, να χαλιναγωγήσει αυτές τις φιλοδοξίες.

Το ζήτημα της αυτονομίας της Ρουμανικής Εκκλησίας επανήλθε οξύτατα και επίσημα στην επικαιρότητα, το 1851, σε μία συνάντηση όλων των ορθόδοξων κληρικών της Αυστροουγγαρίας. Τότε οι Ρουμάνοι κληρικοί ζήτησαν να τους δοθεί η επαρχία του Αράντ και να μοιραστούν οι επαρχίες της Τεμισοάρας και του Βρσατς, μεταξύ αυτών και των Σέρβων. Ο Ιωσήφ Ράγιατσιτς δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει τη συγκατάθεσή του σ’ αυτήν την πρόταση. Όμως, είχε ως αντίπαλο τον επίσκοπο Σαγκούνα, ο οποίος είχε αναπτύξει στενότερες σχέσεις με τα ανάκτορα της Βιέννης απ’ ό,τι ο ίδιος. Έτσι, ο Σαγκούνα κατόρθωσε να πείσει τις Αρχές να δώσουν στους Ρουμάνους το δικαίωμα να έχουν δική τους μητρόπολη. Αποτέλεσμα ήταν, το 1852, ο Ράγιατσιτς να έρθει σε ρήξη με τον Σαγκούνα και ως συνέπεια αυτού πολλοί κληρικοί ρουμανικής καταγωγής να μην επιθυμούν να είναι πια μέλη του σώματος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ούτε να λαμβάνουν μέρος στις σερβικές κληρικολαϊκές συνόδους. Τελικά, και αφού ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας υποστήριζε αυτήν την ιδέα και είχε τη δυνατότητα να αναβαθμίσει μια επισκοπή σε μητρόπολη, η Ιερά Σύνοδος της μητροπόλεως Καρλοβακίων αποφάσισε ώστε να γίνει εκκλησιαστικός διαχωρισμός ανάμεσα σε Σέρβους  και Ρουμάνους και να δεχτεί να ιδρυθεί, το έτος 1869, ρουμανική μητρόπολη, η λεγόμενη μητρόπολη του Σιμπίου. Έτσι, η νεοσυσταθείσα μητρόπολη απέκτησε το δικό της Καταστατικό, το οποίο επικυρώθηκε, στις 28 Μαΐου 1869.[82]

 

VIII. Η θέση των Σέρβων κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα έως την συνένωση όλων των Σερβικών Εκκλησιών

 

Στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου, έως την τελική συνένωση των σερβικών εκκλησιών, οι Σέρβοι αγωνίζονταν συνεχώς για την διατήρηση της εκκλησιαστικής, λαϊκής και εκπαιδευτικής αυτονομίας τους, καθώς και για την περαιτέρω διατήρηση των όποιων προνομίων είχαν. Οι εκκλησιαστικές συνελεύσεις, τις οποίες αποδέχονταν και οι κρατικές Αρχές της Αυστροουγγαρίας είχαν μετατραπεί, με την πάροδο του χρόνου, από μέρους των εκεί Σέρβων, σε ένα είδος “λαϊκών αντιπροσωπειών”, που φιλοδοξούσαν να ασχολούνται και με τα πολιτικά ζητήματα, τα οποία ενδιέφεραν το σερβικό λαό στην Αυστροουγγρική μοναρχία. Οι τάσεις αυτές εκφράστηκαν και στη Σύνοδο της 27ης Δεκεμβρίου 1860, για την οποία ο συγγραφέας Γιόβαν Τζόρτζεβιτς έγραψε ότι ήταν “η πρώτη έκφραση της σερβικής κοινοβουλευτικής ζωής”, του σερβικού κοινοβουλευτισμού στην Αυστροουγγαρία.[83] Τότε άρχισαν να ιδρύονται και διάφορα πολιτικά κόμματα, τα οποία εξέφραζαν, όλο και πιο ρητά, την επιθυμία να αντικαταστήσουν την ηγετική παρουσία των εκπροσώπων της Εκκλησίας στον πολιτικό βίο. Μέχρι τότε οι εκκλησιαστικοί ηγέτες αποτελούσαν συγχρόνως και τους πολιτικούς εκπροσώπους των Σέρβων.

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από σημαντικές αλλαγές τόσο στο εκκλησιαστικό όσο και στο πολιτικό πεδίο. Άρχισαν να εμφανίζονται νέοι, λόγιοι άνθρωποι με πλούσια παιδεία και πολιτική γνώση, οι οποίοι ασχολούνταν όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα των Σέρβων της Αυστροουγγαρίας. Όμως, αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν τις φιλοδοξίες διαφόρων ταγών της Εκκλησίας, που επιθυμούσαν να διατηρήσουν το πρωτείο και στα πολιτικά ζητήματα. Έτσι, στη Σύνοδο του Δεκεμβρίου, εκφράστηκαν διάφορες απόψεις. Τόνισαν τη λύπη τους για το γεγονός ότι ακυρώθηκε, στην ουσία, η ύπαρξη της Σερβικής Βοϊβοντίνας και στη συνέχεια έλαβαν εξίσου και άλλες σημαντικές αποφάσεις.[84] Το σημαντικότερο όμως όλων ήταν το γεγονός ότι, στη Σύνοδο του Δεκεμβρίου, τονίστηκε η επιθυμία του λαού να έχει πιο διευρυμένη εξουσία απ’ ό,τι είχε μέχρι τότε. Μάλιστα στο άρθρο 15, του πορίσματος της Συνόδου, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι “για όλα τα ζητήματα που αφορούν στην περιοχή της Σερβικής Βοϊβοντίνας, το αποκλειστικό δικαίωμα διαχειρίσεως και λήψεως αποφάσεων πρέπει να δοθεί στο σερβικό λαό…, χωρίς την επιρροή ή και παρέμβαση των κρατικών Αρχών, πλην μόνο του ανώτατου επιτρόπου”.[85]

Η επιθυμία των Σέρβων ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί στην πράξη, διότι αφενός η κυβέρνηση της Βιέννης δεν ήταν πρόθυμη να επιτρέψει να εκφράζονται πολιτικά αιτήματα μέσω της εκκλησίας και αφετέρου αρκετοί επίσκοποι αλλά και Σέρβοι διανοούμενοι δεν ήθελαν κάτι τέτοιο. Τον Οκτώβριο του 1862 κοινοποιήθηκαν στους Σέρβους ορισμένες αποφάσεις του Βασιλικού συμβουλίου της αυτοκρατορίας, σχετικά με τη διοίκηση και εποπτεία των δημοτικών σχολείων των επαρχιών, την οποία θα μπορούσαν να έχουν μόνο οι επίσκοποι και κληρικοί. Αυτό ίσχυε στο περιφερειακό επίπεδο, στην ενδοχώρα, ενώ για τα ζητήματα των συνόρων τον τελευταίο λόγο θα είχε μονίμως ο στρατός.

Μετά τον θάνατο του Ράγιατσιτς, στην μητρόπολη Καρλοβακίων άρχισε να εμφανίζεται από τους Σέρβους και να εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως ένα έντονο αντικληρικό κίνημα. Δυστυχώς ανάμεσα στους εκεί Σέρβους, δεν υπήρχε μία ισχυρή προσωπικότητα που θα μπορούσε εύκολα να αντικαταστήσει τον εκλιπόντα Ράγιατσιτς. Ακριβώς για αυτό παρήλθαν τρία περίπου έτη μέχρι την εκλογή του νέου προκαθημένου. Στις 5 Αυγούστου 1864, στην κληρικολαϊκή Σύνοδο κατόρθωσαν να εκλέξουν νέο μητροπολίτη τον επίσκοπο Τεμισοάρας Σαμουήλ Μασίρεβιτς, ο οποίος ήταν και τοποτηρητής της μητροπόλεως.[86] Στην Σύνοδο αυτή υπήρξαν έντονες διαφορές ανάμεσα στους απλούς πιστούς και τον κλήρο. Ο λαός ήθελε να κερδίσει όσο μπορούσε περισσότερη εξουσία, ενώ ο κλήρος προσπαθούσε, από την πλευρά του, να διατηρήσει τα κεκτημένα που είχε.

Την 1η Ιουνίου 1869 πραγματοποιήθηκε νέα Σύνοδος των Σέρβων της Αυστροουγγαρίας, μετά από αίτημα των εκπροσώπων της εκκλησιαστικής κοινότητας του Νόβι Σαντ. Παρόντες στη Σύνοδο ήταν εκατό και πλέον εκκλησιαστικές κοινότητες. Η Σύνοδος αυτή ήταν η πρώτη “αυτόνομη Σύνοδος των Σέρβων”, διότι δεν ήταν παρών αυτοκρατορικός επίτροπος.[87] Όμως, ο μητροπολίτης Σαμουήλ Μασίρεβιτς δεν είχε προετοιμάσει τη Σύνοδο έτσι όπως θα έπρεπε και δίσταζε να κηρύξει την έναρξη των εργασιών. Τελικά, όταν ξεκίνησε η Σύνοδος, φάνηκαν αμέσως οι προθέσεις των συνέδρων. Οι παρόντες χωρίστηκαν σε δύο μέτωπα. Οι λαϊκοί, με το λεγόμενο ‘Λαϊκό κόμμα’, συσπειρώθηκαν γύρω από τον Σβετόζαρ Μίλετιτς και Γιόβαν Σούμποτιτς και οι οπαδοί του έως τότε μητροπολιτικού συστήματος με το λεγόμενο ‘κόμμα των μοναχών’.

Το Λαϊκό κόμμα κατηγόρησε την πλευρά των μοναχών, ότι στους κόλπους της υπήρχαν αντιλαϊκά στοιχεία, τα οποία δεν εξέφραζαν τους πόθους και τις επιθυμίες του σερβικού λαού. Ο μητροπολίτης Σαμουήλ, ο οποίος έλαβε μέρος σ’ αυτήν τη διαμάχη, υπερασπίστηκε τη θέση και τις απόψεις των Σέρβων ιερωμένων. Η διαμάχη οξύνθηκε επικίνδυνα και ήταν προφανές πως η Σύνοδος δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει ομαλά εξαιτίας των καταγγελιών. Γι’ αυτό και ο μητροπολίτης τη διέκοψε.[88] Η κυβέρνηση ενημέρωσε τον μητροπολίτη Σαμουήλ, ότι για τις Αρχές η Σύνοδος δεν έχει σταματήσει οριστικά τις εργασίες της, αλλά θεωρούν ότι έχει αναβληθεί προσωρινά η ολοκλήρωσή της, η οποία και θα πρέπει να συνεχιστεί. Όμως, υπό τις εξελίξεις, ο μητροπολίτης δεν ήταν σε θέση να συγκαλέσει και πάλι τη Σύνοδο. Ο ίδιος δυστυχώς απεβίωσε, στις 7 Ιανουαρίου 1870, τελείως απρόοπτα. Ο μητροπολίτης Σαμουήλ Μασίρεβιτς ήταν πάντα καλοπροαίρετος αλλά και ευπειθής. Ακόμα και αντίπαλοί του έλεγαν πως ήταν μια ευγενής ψυχή, αλλά ως προκαθήμενος της μητροπόλεως Καρλοβακίων δεν ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα.

Τοποτηρητής της μητροπόλεως Καρλοβακίων ορίστηκε ο επίσκοπος Βουδιμίου, Αρσένιος Στοΐκοβιτς (1870-1872).[89] Όμως, ούτε και αυτός δεν κατόρθωσε να βελτιώσει την κατάσταση στην εκκλησία. Επέτυχε, όμως, να αναπτύξει θετικές σχέσεις με διάφορους ηγέτες του Λαϊκού κόμματος και προπαντός με τον Σβετόζαρ Μίλετιτς. Οι ηγέτες του Λαϊκού κόμματος φρόντισαν, από την πλευρά τους, ώστε να έχει ο μητροπολίτης Αρσένιος την προεδρία στην επόμενη Σύνοδο, τη λεγόμενη “Σύνοδο της εορτής του Αγίου Γεωργίου”, το Μάιο του 1870 και τον κύριο λόγο στις εργασίες αυτής ο Σβετόζαρ Μίλετιτς, ο οποίος και παρουσίασε στα μέλη της συνόδου μία πρόταση σχετικά με τη δομή και την οργάνωση αυτής. Η Σύνοδος αποδέχθηκε τις περισσότερες προτάσεις του Μίλετιτς. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε, ότι στις 30 Ιουνίου 1870, ο ίδιος υπέβαλε στη Σύνοδο και το Νομοσχέδιο για την οργάνωση των επαρχιών, το οποίο περιείχε 34 άρθρα, καθώς και την Πρόταση για την οργάνωση του μητροπολιτικού-εκκλησιαστικού συμβουλίου καθώς και του λαϊκού-σχολικού συμβουλίου, το οποίο περιείχε 31 άρθρα.[90] Οι δύο αυτές προτάσεις έθιγαν βαθύτατα τα δικαιώματα των επισκοπάτων. Έτσι, οι λαϊκές σύνοδοι στην πόλη των Καρλοβακίων είχαν μετατραπεί σε πολιτικό βήμα και σε παρουσίαση των πολιτικών ιδεών των μελών του Λαϊκού κόμματος. Ο Σβέτοζαρ Μίλετιτς προσπάθησε να καθιερώσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις στην εκκλησιαστική ζωή και οργάνωση των Σέρβων, οι οποίες είχαν και πολιτικό χαρακτήρα, προσπαθώντας έτσι να δώσει έτι περαιτέρω εξουσία στο λαό.

Την όλη δραστηριότητα του “Λαϊκού κόμματος” ανεχόταν και ο τοποτηρητής Αρσένιος Στοΐκοβιτς, διότι προσδοκούσε στην υποστήριξη αυτού του πολιτικού σχήματος, ώστε να εκλεγεί μητροπολίτης. Η στάση όμως αυτή χαρακτηρίστηκε ύποπτη από την κυβέρνηση της Βιέννης, η οποία δεν ήταν πρόθυμη να ανεχθεί άλλο το πολιτικό και εθνικό πρόγραμμα του Μίλετιτς. Έτσι, στα μέσα του 1872 ο Αρσένιος Στοΐκοβιτς απομακρύνθηκε από τη θέση του τοποτηρητή της μητροπόλεως Καρλοβακίων και στη θέση του ορίστηκε ο Νικάνωρ Γκρούιτς.[91] Την περίοδο αυτή υπήρχε μεγάλη ανάγκη εκλογής νέου προκαθημένου, διότι είχαν παρέλθει αρκετά έτη με το καθεστώς της τοποτηρητείας. Έτσι, στη Σύνοδο, η οποία έγινε το 1874, νέος μητροπολίτης εξελέγη ο εκδιωχθείς Αρσένιος Στοΐκοβιτς, αλλά, ο αυτοκράτορας δεν επικύρωσε την εκλογή του, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί  και πάλι. Στη συνέχεια εξελέγη νέος μητροπολίτης ο Προκόπιος Ιβάτσκοβιτς, ο οποίος είχε διατελέσει και μητροπολίτης της ρουμανικής μητροπόλεως της Αυστροουγγαρίας (1873).[92] Ο Προκόπιος δεν παρέμεινε για πολύ καιρό στο θρόνο. Ο ίδιος αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του, στις 11 Δεκεμβρίου 1879. Απεβίωσε στις 10 Μαΐου 1881 και τοποτηρητής της μητροπόλεως Καρλοβακίων ορίστηκε ο Γερμανός Άντζελιτς, ο οποίος ήταν και της αρεσκείας των ανακτόρων της Βιέννης .[93]

Στην επόμενη εκλογική Σύνοδο, στις 15 Νοεμβρίου 1881, ο Αρσένιος Στοΐκοβιτς ήταν και πάλι υποψήφιος και μάλιστα συγκέντρωσε 53 ψήφους, έναντι 12 του συνυποψήφιού του, Γερμανού Άντζελιτς. Όμως, ο αυτοκράτορας δεν επικύρωσε για μία εισέτι φορά την εκλογή Στοΐκοβιτς, θεωρώντας πως αυτή στρέφεται κατά των συμφερόντων της αυτοκρατορίας και έδωσε εντολή να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή η εκλογική διαδικασία. Στη νέα εκλογική Σύνοδο, στις 19 Δεκεμβρίου 1881, συνυποψήφιοι ήταν ο Γερμανός Άντζελιτς και ο επίσκοπος Άνω Καρλοβακίων Θεοφάνης Ζίβκοβιτς, τον οποίο υποστήριζε το Λαϊκό κόμμα. Τελικά, ο Ζίβκοβιτς απέσπασε 53 ψήφους, έναντι 11 που έλαβε ο Άντζελιτς.[94] Όμως, και πάλι ο αυτοκράτορας δεν επικύρωσε την εκλογή του Θεοφάνη αλλά όρισε, στις αρχές του 1882, τον Άντζελιτς ως νέον μητροπολίτη Καρλοβακίων.[95]

Ο Γερμανός Άντζελιτς δεν παρέμεινε για πολύ καιρό στο θρόνο. Απεβίωσε στις 26 Νοεμβρίου 1888. Λέγεται ότι ο Άντζελιτς αποτέλεσε ένα όργανο της κυβερνήσεως της Βιέννης, η οποία ήθελε να περιορίσει τη διευρυμένη επιρροή των λαϊκών στην εκκλησιαστική ζωή. Εντούτοις, όμως, ο Άντζελιτς αγωνίστηκε υπέρ των Σέρβων σε όλους τους τομείς και φρόντιζε για την ευδοκίμηση τόσο του λαού όσο και της Εκκλησίας. Ο ίδιος μάλιστα με δικά του χρήματα ανοικοδόμησε ένα γυμνάσιο και μία Ιερατική Σχολή, στην πόλη των Καρλοβακίων. Διάδοχος του Άντζελιτς εξελέγη ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς, ο οποίος παρέμεινε μητροπολίτης Καρλοβακίων, από τον Μάιο του 1890 έως τις 30 Ιουλίου 1907, κάτι περισσότερο από δεκαεπτά έτη.[96] Πριν εκλεγεί μητροπολίτης, ο Μπράνκοβιτς έδειχνε περισσότερη συμπάθεια προς το ”Λαϊκό κόμμα”. Όμως, όταν εξελέγη, πολλοί από τους παλαιούς ομοϊδεάτες του άρχισαν να τον θεωρούν ως αντίπαλο σε μια προσπάθεια να προωθήσουν την εκκλησιαστική/λαϊκή αυτονομία. Μάλιστα οι αντίπαλοί του προσπάθησαν με κάθε τρόπο να παρεμποδίσουν και το έργο του.

Ο μητροπολίτης Γεώργιος Μπράνκοβιτς, αν και είχε να αντιμετωπίσει τις κρατικές Αρχές αλλά και ορισμένους συμπατριώτες του, δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με την περαιτέρω προώθηση του έργου της Εκκλησίας και την οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής.[97] Γνώριζε επαρκώς τις ανάγκες της Εκκλησίας και της ιεραρχίας. Ήταν διευθυντής της σερβικής Σχολής για την διαπαιδαγώγηση των δασκάλων, στην πόλη Σόμπορ, και, επίσης, μέλος της λαϊκής Συνόδου για πολλά έτη. Το έτος 1893 στη μονή Χόποβο ιδρύθηκε μοναχικό σχολείο, κατόπιν πρωτοβουλίας του ιδίου και, όταν το έτος 1899 διακόπηκε η λειτουργία του, αυτός φρόντισε να ιδρυθεί ένα παρόμοιο σχολείο, στην πόλη των Καρλοβακίων. Με έξοδα του Μπράνκοβιτς ανοικοδομήθηκε και το θεολογικό Σεμινάριο στην πόλη των Καρλοβακίων. Ο ίδιος έμεινε στην σερβική ιστοριογραφία ως ένας σημαντικός κτίτωρ. Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς απεβίωσε, απρόσμενα, στις 30 Ιουλίου 1907 και τον διαδέχθηκε ο Λουκιανός Μπογκντάνοβιτς (1908-1913), ο οποίος ήταν και ο τελευταίος μητροπολίτης Καρλοβακίων, διότι λίγα έτη αργότερα εξερράγη ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ο οποίος άλλαξε την εικόνα των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης.[98] Η εκλογή του Λουκιανού δεν ήταν αποτέλεσμα της θελήσεως της Συνόδου, αλλά της συγκυρίας των περιστάσεων.

Ο Λουκιανός Μπογκντάνοβιτς[99] εξελέγη στην 3η ψηφοφορία, λόγω του ότι ο αυτοκράτορας δεν ήθελε να επικυρώσει τις δύο προηγούμενες. Έτσι, η εκλογή του επικυρώθηκε από τον αυτοκράτορα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1908. Ο Λουκιανός Μπογκντάνοβιτς είχε να αντιμετωπίσει πλείστα προβλήματα. Η κυβέρνηση της Βιέννης αποφάσισε, στις 11 Ιουλίου 1912, να εκδώσει ένα διάταγμα, με το οποίο ακύρωνε και έθετε εκτός ισχύος όλες τις προηγούμενες νομικές πράξεις, οι οποίες ρύθμιζαν, κατά τα τελευταία 40 έτη, την εκκλησιαστική ζωή των Σέρβων της Αυστροουγγαρίας. Καταργήθηκαν διάφορες διατάξεις που αφορούσαν στη λειτουργία των συνόδων, στην οργάνωση των επαρχιών, στην οργάνωση του μητροπολιτικού, του λαϊκού και του εκπαιδευτικού συμβουλίου, στην εκλογική δραστηριότητα της λαϊκής συνόδου, στο Καταστατικό για τη διαχείριση των εκκλησιαστικών γαιών και στη χρηματοδότηση των μονών, πράγμα που αποτέλεσε ευρύτατο πλήγμα για τους εκεί Σέρβους.[100]

Το αυτοκρατορικό διάταγμα τις 11ης Ιουλίου, επέφερε καίριο πλήγμα στην εκκλησιαστική και λαϊκή αυτονομία των Σέρβων, αλλά, κανένας δεν μπόρεσε να αντιδράσει στην απόφαση αυτή. Ο δόκτωρ Ζίβκο Μπόγκνταν, μέλος του Κοινοβουλίου της αυτοκρατορίας, υπέβαλε, στις 27 Νοεμβρίου 1912, έφεση στο εν λόγω διάταγμα του αυτοκράτορα, λέγοντας ότι τα πράγματα οπισθοδρόμησαν για τους Σέρβους, στην περίοδο πριν το 1868, καθώς και ότι η πράξη αυτή διέγραψε όλες τις μέχρι τότε επιτυχίες και τα επιτεύγματα των εκλεγμένων εκκλησιαστικών Αρχών των Σέρβων.[101] Ο Λάντισλαβ Λούκατς, πρόεδρος της Κυβερνήσεως, απάντησε πως δεν έχει ανασταλεί η εκκλησιαστική αυτονομία των Σέρβων, αλλά ότι είχαν τεθεί εκτός ισχύος ορισμένοι νόμοι, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με την Εκκλησία αλλά παρεμπόδιζαν μόνο την περαιτέρω ομαλή ζωή αυτής και εξέλιξη της αυτονομίας της. Επιπλέον, ο Λούκατς κατήγγειλε το Μητροπολιτικό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ότι απέρριψε την ιδέα για εκτύπωση του Συνοδικού Καταστατικού, το οποίο είχε εγκρίνει ο αυτοκράτορας, καθώς και ότι τα μέλη αυτού του συμβουλίου εμπόδισαν σκόπιμα την κοινοποίηση του Καταστατικού, το οποίο αποσκοπούσε στην περαιτέρω διεύρυνση της εκκλησιαστικής αυτονομίας των Σέρβων. Πολλοί από τους Σέρβους πολιτικούς δήλωναν, πως εδώ δεν πρόκειται για κάποια βεβιασμένη απόφαση, αλλά για μια αρνητική συνέχεια των προηγούμενων γεγονότων που διαδραματίστηκαν στη ζωή των Σέρβων της Αυστροουγγαρίας.

Την περίοδο αυτή, στην ουσία, υπήρχε διευρυμένη αντιπαλότητα ανάμεσα στους Σέρβους Αρχιερείς και στους πολιτικούς ηγέτες των κομμάτων. Οι Αρχιερείς θεωρούσαν πως η εκκλησιαστική αυτονομία αποτελεί για αυτούς ένα καθαρά εκκλησιαστικό ζήτημα, χωρίς να έχουν οι ίδιοι ουδεμία ανάμιξη στα πολιτικά θέματα και γι’ αυτό θα έπρεπε να τηρούνται οι κανόνες της Εκκλησίας. Έτσι, θεωρούσαν ότι το Επισκοπάτο πρέπει να αντιστέκεται σθεναρά σε όλες τις προσπάθειες να μετατραπεί η εκκλησιαστική αυτονομία σε πεδίο εκφράσεως των πολιτικών τάσεων και αντιθέσεων. Παράλληλα, έλεγαν ότι πρέπει να υπάρχει διατήρηση και σεβασμός της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Από την άλλη πλευρά, οι κύκλοι των διανοουμένων συσπειρωμένοι γύρω από τα πολιτικά κόμματα δεν ήταν πρόθυμοι, ούτε τους ενδιέφερε να μάθουν το δόγμα και τη διδασκαλία της Εκκλησίας, στο όνομα της οποίας όμως ήθελαν να εκφέρουν λόγο. Οι διανοούμενοι χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά τους ως έκφραση της γνώμης του λαού. Επίσης, πολλοί από τους Σέρβους διανοουμένους, που ζούσαν στην Αυστροουγγαρία, ήταν προσηλωμένοι στις απόψεις του Σβέτοζαρ Μίλετιτς, ο οποίος δήλωνε ότι ‘ο λαός είναι η εκκλησία’, ‘ο λαός αποτελεί την πηγή και τη διοικούσα αρχή’ και ‘ο λαός, που έχει την πλειοψηφία στην Εκκλησία, πρέπει να αποφασίσει για την τύχη της’. Την ίδια άποψη εξέφρασε, το έτος 1912, σε μία επιστολή του και ο επίσκοπος Βρσατς Γαβριήλ Ζμάϊεβιτς.[102] Το ίδιο έτος, κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, καταργήθηκε και η εθνική αυτονομία των Σέρβων.[103]

Δυστυχώς, μέσα σ’ αυτήν την ταραχώδη κατάσταση που επικρατούσε δολοφονήθηκε και ο Σέρβος μητροπολίτης Λουκιανός Μπογκντάνοβιτς. Τα ακριβή αίτια του θανάτου παραμένουν άγνωστα. Το κατακρεουργημένο πτώμα του ανακαλύφθηκε, αρχές Σεπτεμβρίου 1913, 30 χιλιόμετρα μακράν από τον τόπο της δολοφονίας του.[104] Έτσι, μετά το θάνατο του Μπογκντάνοβιτς, τοποτηρητής της μητροπόλεως Καρλοβακίων ανέλαβε ο αρχαιότερος στην Ιεραρχία, Μύρων Νίκολιτς, επίσκοπος Πάκρατς.[105] Όμως, στις 13 Οκτωβρίου 1913, ο αυτοκράτορας όρισε τοποτηρητή της μητροπόλεως, τον επίσκοπο Άνω Καρλοβακίων, Μιχάηλ Γκρούιτς, ο οποίος όμως απεβίωσε πολύ σύντομα, στις 6 Μαρτίου 1914.[106] Τρεις ημέρες αργότερα, στις 23 Φεβρουαρίου, ο επίσκοπος Μύρων Νίκολιτς ορίστηκε και πάλι τοποτηρητής  της μητροπόλεως Καρλοβακίων και στη θέση αυτή παρέμεινε έως τις 26 Μαΐου 1919, όταν παρέδωσε τη διοίκηση της μητροπόλεως στον δόκτορα Γεώργιο Λέτιτς, επίσκοπο Τεμισοάρας.[107]

Η θέση των Σέρβων κληρικών στη μητρόπολη Καρλοβακίων, μετά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Αντί του επισκόπου, στον οποίο θα έπρεπε να δίνουν λόγο, ήταν αναγκασμένοι να απευθύνονται και στα ηγετικά στελέχη των πολιτικών κομμάτων των Σέρβων. Αυτό έφερνε τους κληρικούς σε δύσκολη θέση, διότι υπό τις εξελίξεις έπρεπε να ταχτούν σε μία από τις δύο πλευρές. Μόνον οι πιο επιδέξιοι κατόρθωσαν να αντεπεξέρχονται σε αυτό το πρόβλημα. Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε ότι ένα μέρος των κληρικών παρασύρθηκε στη διαμάχη ανάμεσα στις πολιτικές ιδέες των Σέρβων, με αποτέλεσμα να έχει η εν λόγω παρέκκλιση αρνητικό αντίκτυπο στο ποιμαντικό έργο τους. Συνέπεια αυτών των εξελίξεων ήταν να υπάρξει μια απομάκρυνση του ποιμνίου από την πνευματική και θρησκευτική ζωή, διότι δεν ήταν πρόθυμο να βλέπει τους κληρικούς του να διεξάγουν πολιτικό αγώνα και να συμβάλλουν στις προστριβές ανάμεσα στον πιστό λαό.

Η σερβική Ιεραρχία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις πολλές μη εκκλησιαστικές και συχνά αθεϊστικές ιδέες, τις οποίες οι πολιτικοί παράγοντες θεωρούσαν πρωτοποριακές και προοδευτικές. Με την πάροδο του χρόνου αρκετοί κληρικοί λειτουργούσαν ως πολιτικοί υπάλληλοι, με άμεση εξάρτηση από το εάν σε μια ενορία θα επικρατήσει το ένα ή το άλλο πολιτικό κόμμα. Η θέση των κληρικών απέναντι στο Επισκοπάτο είχε ρυθμιστεί με διάφορους κανόνες, αλλά, τελώντας υπό το βάρος των πολιτικών πιέσεων, άρχισαν βαθμιαία να δείχνουν ένα είδος απειθαρχίας στους κανόνες της Εκκλησίας. Πολλοί κληρικοί της μητροπόλεως Καρλοβακίων πάλευαν για την υπεράσπιση των συμφερόντων των πολιτικών κομμάτων στα οποία ανήκαν. Επίσης, αυτό έπρατταν και ορισμένοι μοναχοί, οι οποίοι, συχνά, χρησιμοποιούσαν και τις ίδιες τις μονές τους, ως όργανα για την πραγματοποίηση των στόχων των πολιτικών κομμάτων τα οποία υποστήριζαν.

Αυτήν την περίοδο ήταν αρκετά έκδηλη και η εκδοτική δραστηριότητα. Τα πρώτα σερβικά βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες προήλθαν από τις εύπορες και προοδευτικές κοινότητες των Σέρβων της μητροπόλεως Καρλοβακίων. Την 1η Ιανουαρίου 1868, εκδόθηκε, στο Νόβι Σαντ, το πρώτο εκκλησιαστικό περιοδικό που ονομαζόταν Beseda. Το έτος 1884 άρχισε να εκδίδεται το περιοδικό Glas istine, ενώ στις 7 Ιανουαρίου 1891 εκδόθηκε το περιοδικό Srpski sion. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία είχε και η εμφάνιση του περιοδικού Bogoslovski glasnik, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το έτος 1902. Το έτος 1905 κυκλοφόρησε και το περιοδικό Dobri pastir.[108]

Την περίοδο αυτή ήταν έκδηλος και ο αγώνας για τη σύσταση διαφόρων συνδέσμων και ενώσεων των Σέρβων κληρικών. Το έτος 1892 έγινε πρόταση για ίδρυση του “Συνδέσμου κληρικών” και λίγο αργότερα ψηφίστηκαν και οι Κανονισμοί λειτουργίας του. Στο μεταξύ ιδρύθηκε και το Ταμείο για τη στήριξη της χήρας πρεσβυτέρας και των ορφανών παιδιών.  Επίσης, κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα είχαμε και την εμφάνιση διαφόρων ειδών σέκτας, σύγχρονων αιρέσεων, πράγμα που ήταν επακόλουθο της διαμάχης ανάμεσα στους Σέρβους κληρικούς και τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων. Δυστυχώς, την περίοδο αυτή, η μητρόπολη Καρλοβακίων δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί σθεναρά.

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι πολιτικές εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Η επίσημη ένωση των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων σε ένα ενιαίο βασίλειο, το έτος 1918, επηρέασε και επιτάχυνε τις εξελίξεις στην Εκκλησία. Οι παλαιές μητροπόλεις και επισκοπές του Πατριαρχείου Πεκίου βρέθηκαν στα εδάφη ενός ενιαίου κράτους και στη δικαιοδοσία μιας κεντρικής κυβέρνησης. Η επιθυμία να ενωθούν εκ νέου υπήρχε, απόμενε μόνο η συνεννόηση ανάμεσα στους μητροπολίτες και η κοινοποίηση της αποφάσεως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η επίσημη ανακήρυξη της ενώσεως όλων των σερβικών εκκλησιαστικών επαρχιών πραγματοποιήθηκε στην πόλη του Καρλοβακίου, στις 12 Σεπτεμβρίου 1920.[109] Αποφασίσθηκε επίσης και η αναβάθμιση της Σερβικής Εκκλησίας σε Πατριαρχείο.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄, το έτος 1922, αναγνώρισε τις ανωτέρω πράξεις και λίγο αργότερα (2-4-1922) πατριαρχική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη μετέβη στο Βελιγράδι, όπου παρέδωσε το Συνοδικό Τόμο “περί Ανασυστάσεως του Σερβικού Πατριαρχείου”.[110] Στη συνέχεια, το Πατριαρχείο Σερβίας ανεγνώρισαν και τα υπόλοιπα Πατριαρχεία της Ανατολής.

 

 

Μητροπολίτες Καρλοβακίων

 

Αρσένιος Γ’ Τσαρνόγιεβιτς                         1690-1706

Ησαΐας Τζάκοβιτς (Μάιος-Ιούλιος)                             1708

Στέφανος Μετοχιάνατς                                      1709

Σωφρόνιος Ποντγκόριτσας                         1710-1711

Βικέντιος Πόποβιτς                                      1713-1725

Μωυσής Πέτροβιτς                                      1726-1730

Βικέντιος Γιοβάνοβιτς                                  1731-1737

Αρσένιος Δ΄ Γιοβάνοβιτς-Σακαμπέντα      1737-1748

Ησαΐας Αντώνοβιτς                                      1748-1749

Παύλος Νενάντοβιτς                                                1749-1768

Ιωάννης Τζόρτζεβιτς                                                1769-1773

Βικέντιος Γιοβάνοβιτς Βίντακ                     1774-1780

Μωυσής Πούτνικ                                          1781-1790

Στέφανος Στρατιμίροβιτς                             1790-1836

Στέφανος Στάνκοβιτς                                   1837-1841

Ιωσήφ Ράγιατσιτς                                         1842-1861 (1848 Πατριάρχης)

Από το έτος 1848 Πατριάρχης κατά τους Σέρβους

Σαμουήλ Μασίρεβιτς                                    1864-1870

Προκόπιος Ιβάτσκοβιτς                               1874-1879

Γερμανός Άντζελιτς                                      1882-1888

Γεώργιος Μπράνκοβιτς                               1890-1907

Λουκιανός Μπογκντάνοβιτς                       1908-1913

 

 

Περίληψη

 

Στην παρούσα μελέτη διαπιστώνουμε ότι οι Σέρβοι, από τη μεγάλη μετοίκηση του 1690 και μέσα σε δύο αιώνες, κατόρθωσαν να οργανωθούν τόσο σε εκκλησιαστική όσο και σε εθνική βάση. Η νέα πατρίδα των Σέρβων, η μητρόπολη Καρλοβακίων, έλαβε τη σκυτάλη από την παλιά κοιτίδα του σερβικού πολιτισμού. Όμως το αυστροουγγρικό περιβάλλον δεν ήταν και τόσο φιλόξενο, λόγω της Ουνίας και της ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος της ενδεχόμενης σταδιακής αφομοιώσεως των Σέρβων. Ακόμα και οι Αρχές της Αυστροουγγαρίας επηρεάζονταν απόλυτα από τους ρωμαιοκαθολικούς κύκλους. Έτσι, μοιραία η Σερβική Εκκλησία βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της υπερασπίσεως των σερβικών συμφερόντων και διεξήγαγε πολυμέτωπο αγώνα κατά της Ουνίας, κατά των αυθαιρεσιών της πολιτικής εξουσίας και υπέρ της διατηρήσεως των προνομίων.

Οι Σέρβοι είχαν ένα είδος λαϊκής αυτονομίας στο πλαίσιο της μητροπόλεως Καρλοβακίων. Όμως τα προνόμια που έλαβαν, ευθύς αμέσως με τη μετοίκηση, από τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α΄, μειώνονταν και περιορίζονταν βαθμιαία, μέχρι την τελική υποταγή αυτών στις απαιτήσεις των ανακτόρων της Βιέννης. Η ανακήρυξη του Πατριαρχείου, το οποίο ουδέποτε αναγνωρίστηκε από τα Πατριαρχεία της Ανατολής, και της αυτόνομης Σερβικής Βοϊβοντίνας, αποτέλεσαν μόνο την ένδειξη της ευνοϊκής ή ανεκτικής θελήσεως των ανακτόρων της Βιέννης και ένα προσωπικό δώρο του αυτοκράτορα. Στην ουσία όλα λειτουργούσαν κατά το δοκούν της αυτοκρατορίας. Η εν λόγω σερβική αυτονομία ήταν, αρχικά τουλάχιστον, ένα είδος θεοκρατίας, όπου οι εκάστοτε μητροπολίτες είχαν την απεριόριστη εξουσία, την οποία, όμως, κατόρθωσαν με τον καιρό να μειώσουν οι λαϊκές και εκκλησιαστικές σύνοδοι.

Όσον αφορά στις κληρικολαϊκές Συνόδους, και εδώ υπήρχε διευρυμένη διαφορά στην αντιμετώπισή τους τόσο από μέρους των Σέρβων, όσο και των εκπροσώπων της Κυβερνήσεως και των ανακτόρων. Οι Σέρβοι Αρχιερείς θεωρούσαν πως αυτές οι Σύνοδοι αποτελούν το ανώτατο εκκλησιαστικό σώμα, το οποίο έχει αρμοδιότητα να χειρίζεται τα εκκλησιαστικά θέματα. Τα μέλη του Λαϊκού κινήματος έλεγαν πως αυτές οι σύνοδοι πρέπει να είναι λαϊκές Σύνοδοι και να έχουν λαϊκή βάση. Για τα μέλη του Λαϊκού κόμματος, η αυτονομία αποτελούσε την ανώτατη εθνική αρχή και οργάνωση, η οποία αν και είχε εκκλησιαστική βάση, θεωρούσαν ότι έπρεπε να εξυπηρετεί τα πολιτικά συμφέροντα. Ασφαλώς, η σερβική ιεραρχία δεν συμφωνούσε με την εν λόγω εκτίμηση και δεν αποδεχόταν αυτές τις απόψεις.

Εν κατακλείδι, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η πόλη του Σρέμσκι Κάρλοβτσι, έγινε το κέντρο του σερβικού πολιτισμού, επεκτείνοντας την επιρροή της και στην οθωμανοκρατούμενη Σερβία. Το Σρέμσκι Κάρλοβτσι έγινε γνωστό ως “Σερβική Σιών” και το Νόβι Σαντ ως “Σερβική Αθήνα”. Το εμπόριο αναπτύχθηκε ταχύτατα και οι Σέρβοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να αποκτήσουν τον έλεγχο του πιο εκτενούς μέρους του εμπορίου της νότιας Αυστροουγγαρίας. Μάλιστα όταν οι Σέρβοι εξεγέρθηκαν το 1804, δέχθηκαν σημαντική βοήθεια, ζωτικής σημασίας, από τους συμπατριώτες τους στη Βοϊβοντίνα, η οποία συνίστατο σε χρήματα, εθελοντές και εκπαιδευμένους αξιωματικούς και διοικητικά στελέχη. Οι Σέρβοι της αυτοκρατορίας των Αψβούργων κατόρθωσαν να διατηρήσουν το εθνικό συναίσθημα και την ιστορική μνήμη τους.

 

 

Историја Српске Православне Цркве у Аустроугарској

Случај Карловачке Митрополије

 

Сажетак

 

Као закључак можемо да кажемо да су Срби, од времена велике сеобе, која је уследила 1690. године, па током следећа два века, успели да се организују како у црквеном, тако и у националном смислу. Нова отаџбина Срба, Митрополија Карловачка, одиграла је, са успехом, улогу лучоноше, и преузела је штафету од старе колевке српске културе. Међутим, аустроугарско окружење није било баш тако гостољубиво, због захтева за Унијом и због римокатоличке пропаганде, тако да су тамошњи Срби стално били у опасности од постепене асимилације. Чак су и власти Аустроугарске монархије биле под јаким утицајем римокатоличких кругова. Стога је судбина одредила Српској Цркви да буде на првој линији одбране српских интереса и да води борбу, на више фронтова, против Унијаћења, против непромишљених одлука политичке власти, а за очување стечених привилегија.

Срби су уживали једну врсту народне аутономије у оквиру Карловачке Митрополије. Али, оне привилегије које су стекли одмах после сеобе, од цара Леополда I,  стално су се смањивале и ограничавале, све до њиховог потчињавања захтевима двора у Бечу. Проглашавање Патријаршије, која никада није била призната од стране Патријаршија са Истока, као, такође, и успостављање аутономне Српске Војводине, представљали су само израз добре воље бечког Двора, као и један лични дар аустроугарског цара. Уствари, све се одвијало и све је функционисало по жељи царског Двора. Ова аутономија Срба била је, барем на почетку, једна врста теократије, у којој је сваки митрополит имао неограничену власт, коју су, временом, успеле да смање и ограниче црквено-народни сабори.. Што се тиче црквено-народних сабора, и овде је постојала велика разлика у њиховом приступу од стране Срба и од стране представника Владе и бечког Двора.

На крају можемо да кажемо да је град Сремски Карловци постао центар српске културе, проширивши свој утицај и на онај део Србије који је био под Турцима. Сремски Карловци били су познати као “Српски Сион”, а Нови Сад је био познат као “Српска Атина”. Трговинске везе биле су врло брзо развијене, и Срби су искористили прилику да стекну контролу над највећим делом трговинских трансакција у јужној Аустроугарској. Наравно, када су Срби устали 1804. године против турског јарма, добили су значајну помоћ, одлучујуће важности, од својих сународника из Војводине, у новцу, добровољцима, школованим официрима и административним кадровима. Срби који су живели у Хабсбуршкој монархији успели су да сачувају своје национално биће и своју историјску свест.

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία-Πηγές

 

Αγγελόπουλου Αθαν., Η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία, “Ο κόσμος της Ορθοδοξίας”, (Θεσσαλονίκη  1984).

Εκκλησιαστική Αλήθεια, Περιοδικό

Λόης Αθ. Γεώργιος Νεκτάριος, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός Βίος-Δράση (1958-1990), (Θεσσαλονίκη 2007).

Λόης Αθ. Γεώργιος Νεκτάριος, Οι προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από τον άγιο Σάββα Νεμάνια (1219) μέχρι σήμερα, (Θεσσαλονίκη 2008).

Богословски гласник, Часопис

Веселиновић Рајко, Историја Српске Православне Цркве са народном историјом, т. Ι, II, III, (Београд 1966)

Грбић Maнojлo, Kaрловачko владичанcтво, (Kaрловаћ 1891).

Грбић Радослав, Вићентије Јовановић – Видак, Народна енциклопедија, CXC, II, (Београд 1927)

Грујић Радослав, Деклараторија, Народна енциклопедија CXC, I, (Београд 1923).

Грујић Радослав, Патријарх Арсеније III Чарнојевић, Календар Црква, (Сремски Карловци 1941).

Грујић Радослав, Како се поступало са српским молбама на двору ћесара австријског последње године живота патријарха Арсенија ΙΙΙ Чарнојевића, )Нови Сад 1906).

Грујић Радослав, Пећки патријарси и Карловачки митрополити у XVIII веку, Отисак из Гласника историског друштва V 1 и 2, )Сремски Карловци 1931).

Грујић Радослав, Регуламенти, Народна енциклопедија, CXC III, (Београд 1928).

Грујић Радослав, Автокефалност Карловачке митрополије, Гласник историског друштва у Новом Саду, II, (Сремски Карловци 1929).

Грујић Радослав, Патријарх Арсеније III Чарнојевић, Календар “Црква”, (Сремски Карловци 1941).

Дучић Нићифор, Историја Српске Православне Цркве, (Београд 1894).

Ћоровић Владимир, Исторја Срба, (Београд 2005).

Костић Лазо, Значај Пећке Патријаршије за Србе из српског верског живота, (Минхен 1961).

Максимовић Владан, Патријарх српски Георгије Бранковић – (Богословски гласник, год. IV, књ. VIII, 1905).

Миловановић Сузана, Патријарх Јосиф Рајачић 1785-1861, (Нови Сад 2005).

Некролог Теофана Живковића, горњокарловачког владике, Гласник Српског ученог друштва, књ. 72, (Београд 1891), ст. 28-34

Павловић Стеван, Српски народни сабор у Сремским Карловцима године 1869, (Нови Сад 1870).

Поповић Душан, Срби у Будиму од 1960 до 1740, (Београд 1952)

Поповић Душан – Богдановић Милица, Грађа за историју Београда од 1717 до 1739,  (Београд 1958).

Поповић Душан, Војводина. Прилози проучавању наше земље и нашега народа, Општи део: Бачка, (Београд 1925).

Поповић Душан, Срби у Војводини, књ. II. од Карловачког мира до Темишварског сабора 1790 године. (Нови Сад 1952).

Поповић Радомир, Српска Црква, (Београд 1997).

Поповић Ј. – Стојков М., Опћа црквена историја, (Срем. Карловци 1912).

Радонић Јован, Римска курија и јужнословенске земље од XVI до XIX века, (Београд 1950).

Радонић Јован, Аутобиографија патријарха Јосифа Рајачића, (Београд 1951).

Радонић Јован, Патријарх Јосиф Рајачић. Поводом 90-годишњице српског покрета 1848-49 године (Слике из историје и књижевности), (Београд 1938).

Радонић Joван и Костић Мита, Српске привилегије од 1690 до 1792, (Београд 1954).

Радојчић Никола, Око митрополита Стефана Стратимировића, Гласник Историског друштва у Новом Саду, X, (Нови Сад 1937).

Радојчић Никола, Српска народна скупштина у Сремским Карловцима 1848 год., Гласник Српске православне цркве, (Београд 1948).

Руварац Димитрије, Српска митрополија карловачка око половине XVIII века. (Срем Карловци 1902).

Руварац Димитрије, Монашко училиште у манастиру Хопову од 1815-1819, (Српски Сион 1905).

Руварац Димитрије, Мојсије Петровић, митрополит београдски, 1713-1730, Споменик XXXIV, (Београд 1898).

Сава, Епископ Шумадиски, Српски Јерарсиод деветог до двадесетог века, (Београд 1996).

Сава, епископ моравички, Лукијан Богдановић, последни архиепископ карловачки, митрополит и патријарх српски, Гласник Српске православне цркве, (Београд 1961).

Скерлић Јован, Српска књижевност у XVIII веку, (Београд 1923).

Слијепчевић Ђоко, Историја Српске Православне Цркве, τ. I, (Београд 1962).

Слијепчевић Ђоко, Стеван Стратимировић, (Београд 1936).

Српска Православна Црква 1219-1969, Споменица о 750 – годишњици аутокефалности, (Београд 1969)

Чакић Стефан, Велика сеоба Срба 1989/90 и патријарх Арсеније III Чарнојевић, (Нови Сад 1990).

 

 

 



[1] Радослав Грујић, Патријарх Арсеније III Чарнојевић, Календар Црква, (Сремски Карловци 1941).

[2] Радомир Поповић, Српска Црква, (Београд 1997), ст. 120.

[3] Лазо Костић, Значај Пећке Патријаршије за Србе из српског верског живота, (Минхен 1961), ст. 48

[4] Η μεγάλη μετοίκηση ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1690 και το πρώτο μέρος αυτής ολοκληρώθηκε με την άφιξη στο Βελιγράδι, την άνοιξη του ίδιου έτους. Οι Οθωμανοί, από την πλευρά τους, συνέχισαν να προελαύνουν προς το Βελιγράδι και ο σερβικός λαός ευρισκόταν σε ασάφεια ως προς το πώς θα αντιδράσει. Ο πατριάρχης Αρσένιος συγκάλεσε κληρικολαϊκή σύνοδο, στην οποία λήφθηκε η απόφαση να ζητηθεί από τον Αυστριακό αυτοκράτορα Λεοπόλδο να αναγνωρίσει στους Σέρβους εθνικές και θρησκευτικές ελευθερίες και στον πατριάρχη Αρσένιο την εκκλησιαστική αυτονομία και δικαιοδοσία στα εδάφη, στα οποία θα μετοικούσε ο σερβικός λαός. Οι Σέρβοι, από την πλευρά, τους θα αναγνώριζαν τον Λεοπόλδο για βασιλέα τους. Η απάντηση του αυτοκράτορα Λεοπόλδου ήταν θετική και μάλιστα εξέδωσε και διάταγμα, στις 21 Αυγούστου 1690, με το οποίο ικανοποιούσε τα αιτήματα του Πατριάρχη Αρσενίου. Βλ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης, Οι προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από τον άγιο Σάββα Νεμάνια (1219) μέχρι σήμερα, (Θεσσαλονίκη 2008), σσ. 82-86 & Владимир Ћоровић, Исторја Срба, (Београд 2005), ст. 460

[5] Πρώτος Σέρβος Δεσπότης ήταν ο Βούκ Γκργκούρεβιτς (1471-1485) και τελευταίος ο Παύλος Μπάκιτς (1537). Οι Σέρβοι υπολογίζονταν αυτήν την περίοδο σε 50.000 περίπου. Рајко Веселиновић, , Историја Српске Православне Цркве са народном историјом, т. ΙI, (Београд 1966), ст. 20-23.

[6] Ђоко Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, τ. I, (Београд 1962), ст. 19.

[7] Τα διατάγματα αυτά εκδόθηκαν κατά χρονολογική σειρά ως εξής: 21 Αυγούστου 1690, 11 Δεκεμβρίου 1690, 20 Αυγούστου 1691 και 4 Μαρτίου 1965.

[8] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 21

 

[9] Душан Поповић, Срви у Војводини, књ. II. од Карловачког мира до Темишварског савора 1790 године. (Нови Сад 1952), ст. 340.

[10] Ј. Поповић – М. Стојков, Опћа црквена историја, II, (Срем. Карловци 1912), ст. 593

[11] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 24-25

[12] Јован Радонић, Римска курија и јужнословенске земље од XVI до XIX века, (Београд 1950), ст. 406.

[13] Την άνοιξη του 1693, στο θρόνο του Πεκίου ανήλθε ο ελληνικής καταγωγής Καλλίνικος, συγγενής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, με τη βοήθεια των Οθωμανών και του μεγάλου βεζίρη Τσούπριλιτς. Την περίοδο αυτή ο Καλλίνικος αναφέρεται ως πατριάρχης των Σέρβων και όλων των Βουλγάρων. Βλ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης, Οι προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο.π., σσ. 87-89

 

[14] Радослав Грујић, Како се поступало са српским молбама на двору ћесара австријског последње године живота патријарха Арсенија ΙΙΙ Чарнојевића, (Нови Сад 1906), ст. 13, 21, 22.

[15] Исаија Ђаковић – Сава, Епископ Шумадиски, Српски Јерарсиод деветог до двадесетог века, Београд 1996, ст. 203-207

[16] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 29

[17] Ј. Поповић – М. Стојков, ο.π., st. 583.

[18] Стефан Метохијац – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 467

[19] Софроније Подгоричанин – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 459-460.

[20] Радослав Грујић, Пећки патријарси и Карловачки митрополити у XVIII веку, Отисак из Гласника историског друштва V 1 и 2, (Сремски Карловци 1931), ст. 225

[21] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 31

[22] Με τη συμφωνία ειρήνης του Ποζάρεβατς, το 1718, η Αυστρία έλαβε από τους Οθωμανούς τη νοτιοανατολική περιοχή του Σρεμ, τη βόρεια Σερβία μέχρι τα δυτικά του ποταμού Μοράβα και στη Βοσνία τη δεξιά όχθη του Σάββα. Με αυτήν την απόφαση από το Πατριαρχείο Πεκίου αποκόπηκαν οι επαρχίες Βελιγραδίου-Σρεμ, Βάλιεβου, Βρσατς και Τεμισοάρας και δόθηκαν στην μητρόπολη Βελιγραδίου-Καρλοβακίου.

[23] Димитрије Руварац, Мојсије Петровић, митрополит београдски, 1713-1730, Споменик XXXIV, (Београд 1898).

[24] Σχετικά με τον Πατριάρχη Μωυσή Ράϊοβιτς. βλ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης, Οι προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο.π., σσ. 89-91.

[25] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 32

[26] Рајко Веселиновић, , Историја Српске Православне Цркве, ο.π., 31. & Викентије Јовановић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 70-73

[27] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 35

[28] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 36

[29] Με τη Συνθήκη ειρήνης του Βελιγραδίου, η Αυστροουγγαρία απώλεσε την πόλη του Βελιγραδίου και την περιοχή κάτω από τους ποταμούς Σάββα και Δούναβη.

[30] Σχετικά με τον Πατριάρχη Αρσένιο Δ’ Γιοβάνοβιτς – Σακαμπέντα, βλ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης, Οι προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο.π., σσ. 91-94

[31]   Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 33

[32] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 37

[33] Σχετικά με τον Ιωαννίκιο Καρατζά, βλ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης, Οι προκαθήμενοι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο.π., σσ. 94-95

[34] Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 41

[35] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 38

[36] Исаија Антоновић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 208

[37] Павле Ненадовић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 384-387

[38] Οι Σέρβοι που μετανάστευσαν στη Ρωσία, εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της σημερινής Ουκρανίας, που τις ονόμασαν Σλαβιανοσέρμπια και Νέα Σερβία. Όμως σύντομα αφομοιώθηκαν πλήρως στη Ρωσία και απώλεσαν την εθνική ταυτότητά τους.

[39] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 41-42.

[40]  Maнojлo Грбић, Kaрловачko владичанcтво, (Kaрловаћ 1891), II, cт. 98-158.

[41] Јован Радонић, Римска курија…, ο.π., st. 406.

[42] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 44

[43] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 45

[44] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 46

[45] Maнojлo Грбић, Kaрловачko владичанcтво, II, cτ. 65

[46] Рајко Веселиновић, , Историја Српске Православне Цркве, ο.π., 39. & Јован Ђорђевић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 244-247 & Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 51

[47] Радослав Грујић, Регуламенти, Народна енциклопедија, CXC III, , (Београд 1928), ст. 731

[48] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 52

[49] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 55

[50] Јован Скерлић, Српска књижевност у XVIII веку, (Београд 1923), ст.91

[51] Радослав Грбић, Вићентије Јовановић – Видак, Народна енциклопедија, CXC, II, (Београд 1927), cτ. 163 & Викентије Јовановић Видак – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 73-74

[52] Maнojлo Грбић, Kaрловачko владичанcтво, IIΙ, cτ. 8

[53] Maнojлo Грбић, Kaрловачko владичанcтво, II, cτ. 211-212

[54] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 58-59

[55] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 60

[56] Το συγκεκριμένο Διάταγμα αποτελείτο από 70 άρθρα. Βλ. Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 62-68.

[57] Радослав Грујић, Деклараторија, Народна енциклопедија CXC, I, cτ. 573, Београд 1923.

[58] Мојсије Путник – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 338-339

[59] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 72

[60] Joван Скерлић, Српска књиҗевност у XVIII веку,  (Београд 1923), ст. 162-163

[61] Душан Поповић, Срби у Будиму од 1960 до 1740, (Београд 1952), ст. 207

[62] Душан Поповић – Милица Богдановић, Грађа за историју Београда од 1717 до 1739,  (Београд 1958), ст. 12-13

[63] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 75

[64] Σχετικά με την εκπαίδευση στην μητρόπολη Καρλοβακίων, βλ. Димитрије Руварац, Српска митрополија карловачка око половине XVIII века. (Срем Карловци 1902).

[65] Никола Радојчић, Око митрополита Стефана Стратимировића, (Гласник Историског друштва у Новом Саду, X, Нови Сад 1937).

[66] Joван Радонић и Мита Костић, Српске привилегије од 1690 до 1792, (Београд 1954), ст. 179-181

[67] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 94-95

[68] Ђ. Слијепчевић, Стеван Стратимировић, (Београд 1936), ст. 29

[69] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 97

[70] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 100-101

[71] Παρότι ο μητροπολίτης Στέφανος Στρατιμίροβιτς αγωνιζόταν για να εξασφαλίσει ποιοτικότερες συνθήκες διαβιώσεως των μοναχών και παρά την απόφαση, στις 28 Σεπτεμβρίου 1798, υπέρ της ρυθμίσεως της διαβιώσεως των μοναχών και τα χρηματικά μέσα που θα διατίθενται για την ομαλή ζωή τους, δεν κατόρθωσε να βελτιώσει σημαντικά την κατάσταση που επικρατούσε.

[72] Димитрије Рувараћ, Монашко училиште у манастиру Хопову од 1815-1819, (Српски Сион 1905), ст. 67.

[73] Стефан Станковић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 473-474

[74] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 150

[75] Георгије Хранислав – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 115-116

[76] Σχετικά με τον μητροπολίτη Ιωσήφ Ράγιατσιτς βλ. Јован Радонић, Аутобиографија патријарха Јосифа Рајачића, (Београд 1951).

[77] Јован Радонић, Аутобиографија, ο.π. ст. 23-24

[78] Јован Радонић, Патријарх Јосиф Рајачић. Поводом 90-годишњице српског покрета 1848-49 године (Слике из историје и књижевности), (Београд 1938), ст.323-324

[79] Никола Радојчић, Српска народна скупштина у Сремским Карловцима 1848 год., Гласник Српске православне цркве, (Београд 1948).

[80] Јован Радонић, Аутобиографија, ο.π. ст. 32,

[81] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 154-155

 

[82] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 162-167

[83] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 169

[84] Μερικές από τις αποφάσεις αυτές είναι: Ο άγιος Σάββας να είναι ο προστάτης άγιος της επαρχίας της Βοϊβοντίνας. Ζητούν από τους Σέρβους να αποφεύγουν να εορτάζουν ρωμαιοκαθολικές εορτές. Ζητήθηκε η ίδρυση ενός Γραφείου, του εκκλησιαστικού σώματος, στο οποίο θα απευθύνονταν οι Σέρβοι πιστοί.  Προτάθηκε ώστε οι Σέρβοι επίσκοποι να λαμβάνουν τις όποιες αποφάσεις για τη λειτουργία των διοικητικών σωμάτων. Ζητήθηκε να ιδρυθεί ένα ‘λαϊκό τυπογραφείο’, μια Ανωτέρα Σχολή ή Σεμινάριο στην πόλη των Καρλοβακίων, για 120 νέους φοιτητές, ενώ σε όλες τις επαρχίες έπρεπε να ιδρυθούν, αν δεν υπήρχαν, εκκλησιαστικά σχολεία, τα οποία θα αποτελούσαν τη βάση των μαθητών για τις μετέπειτα θεολογικές σπουδές.

[85] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 170

[86] βλ. Самуило Маширевић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 437

[87] Душан Поповић, Војводина. Прилози проуцавању наше земље и нашега народа, Општи део: Бацка, (Београд 1925), ст. 31

[88] Από την έρευνα διαπιστώνουμε, ότι πριν διακόψει τη Σύνοδο, στις 10 Ιουλίου 1869, ο μητροπολίτης Σαμουήλ ετοίμασε τη διαθήκη του. Φαίνεται πως ο ίδιος ανησυχούσε ότι θα τον δολοφονήσουν. Επίσης, ο ίδιος έγραψε πως φοβάται από την περαιτέρω δράση του αντικληρικού ρεύματος, διότι αυτό θα μπορούσε να καταστρέψει το εσωτερικό σύστημα λειτουργίας της Εκκλησίας και να εκδιώξει από την Εκκλησία την σερβική λαϊκή ψυχή. Θεωρούσε τις απόψεις, τις οποίες εξέφραζε το ‘Λαϊκό κόμμα’ αντίθετες προς τους κανόνες της Εκκλησίας – Стеван Павловић, Српски народни савор у Сремским Карловцима године 1869, (Нови Сад 1870), ст. 301-304

[89] βλ. Арсеније Стојковић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 36

[90] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 179

[91] βλ. Никанор Грујић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 355-357

[92] βλ. Прокопије Ивачковић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 412-413

[93] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 179-180

[94] Д.Р., Некролог Теофана Живковића, горњокарловачког владике, Гласник Српског ученог друштва, књ. 72, Београд 1891, ст. 28-34.

[95] Герман Анђелић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 131-132

[96] Владан Максимовић, Патријарх српски Георгије Бранковић – (Богословски гласник, год. IV, књ. VIII, 1905).

[97] Георгије Бранковић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 117-120

[98] Сава, епископ моравички, «Лукијан Богдановић, последни архиепископ карловачки, митрополит и патријарх српски», Гласник Српске православне цркве, (Београд 1961.)

[99] Лукијан Богдановић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 290-293

[100] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 187-188

[101] Богословски гласник, год. XI, књ. XXII, 1912, ст. 66

[102] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 190-192

[103] Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 293

[104] Богословски гласник, год. XII , књ. XXIV, 1913, ст. 131, 227, 232-238

[105] Мирон Николић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 319-320

[106] Михаило Грујић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 331

[107] Георгије Летић – Сава, Епископ Шумадиски, ο.π., ст. 120-122

[108] Ђ. Слијепчевић, Историја Српске Православне Цркве, ο.π, ст. 203-204

[109] Τα ανεξάρτητα εκκλησιαστικά τμήματα στο νεοϊδρυθέν Βασίλειο των Σέρβων-Κροατών και Σλοβένων (Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας) ήταν: 1. Η μητρόπολη Καρλοβακίου με επτά επαρχίες, η οποία περιελάμβανε όλους τους Σέρβους Ορθοδόξους στην Ουγγαρία, Κροατία και Σλαβονία. 2. Η μητρόπολη Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας με τρεις επαρχίες. 3. Η μητρόπολη Δαλματίας και Καττάρου με δύο επαρχίες. 4. Η αρχιεπισκοπή Βελιγραδίου με επτά επαρχίες. (Το έτος 1831 η αρχιεπισκοπή Βελιγραδίου είχε ανακηρυχθεί αυτόνομη και το έτος 1879 αυτοκέφαλη). 5. Η μητρόπολη Βοσνίας και Ερζεγοβίνης με τέσσερις επαρχίες. 6. Οι τέσσερις μητροπόλεις της Βορείου Μακεδονίας (Νότιας Σερβίας κατά τους Σέρβους) και οι δύο της Παλαιάς Σερβίας. Βλ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός Βίος-Δράση (1958-1990), (Θεσσαλονίκη 2007), σσ. 24-26.

[110] Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ΜΒ, αρ. 14, 9 Απριλίου 1922, σσ. 165-166 & Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος ΜΒ, αρ. 15, 16 Απριλίου 1922, σσ. 170-171

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.