Προκειμένου να αποφευχθεί το χειρότερο στην ελληνική εξωτερική πολιτική, είναι ανάγκη να ερμηνεύουμε ορθά τη συντονισμένη σημειολογία των κινήσεων της Ντόρας Μπακογιάννη. Μόλις κατατέθηκε η «δέσμη ιδεών» Νίμιτς, την 9η Οκτωβρίου 2008, που επί εβδομάδες προηγουμένως προπαγανδιζόταν ως δήθεν «τελική» πρόταση, τα παπαγαλάκια της Υπουργού Εξωτερικών άρχισαν να διαδίδουν ότι η πρόταση είναι μια «πολύ καλή βάση για διαπραγμάτευση» (βλ. εφημερίδα «Μακεδονία» της 10ης Οκτωβρίου 2008). Εάν άκουγε κανείς τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων της 9ης Οκτωβρίου, θα πίστευε ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη αποδεχθεί τη «δέσμη ιδεών» Νίμιτς ως βάση για διαπραγμάτευση και ότι μόνον η αντιπολίτευση αντιδρούσε.
Ενόψει της εμφανούς ακαταλληλότητας του πακέτου Νίμιτς για τα ελληνικά συμφέροντα και της αναγκαστικής, σχεδόν, αντίδρασης του συνόλου της αντιπολίτευσης (ακόμη και αυτού του Συνασπισμού, που συνήθως επιδεικνύει μετριοπάθεια – ή ενδοτισμό, αναλόγως με την οπτική γωνία του καθενός), η κυρία Υπουργός των Εξωτερικών αναγκάστηκε να ανακρούσει εσπευσμένα πρύμναν. Το πακέτο ιδεών Νίμιτς, λέει, «μελετάται». «Μελετάται», με ποιο σκοπό; Ας δούμε τη σημειολογία: Η κυρία Μπακογιάννη επισκέφθηκε βαρυσήμαντα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το σύνολο των ηγετών της αντιπολίτευσης. Εν συνεχεία, δηλώνει ότι «προσπαθούμε να έχουμε δυνατό το εθνικό μέτωπο». Ταυτόχρονα, τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ έπιασαν δουλειά. Πρώτος πρώτος και καμαρωτός ο Πρετεντέρης, που μας εγκαλεί γιατί ενδιαφερόμαστε για την αθέμιτη χρήση της μακεδονικής μας ταυτότητας στο σκοπιανό γλωσσικό ιδίωμα και στο σλαβομακεδονικό εθνικό μόρφωμα. Θα έπρεπε, λέει, να ενδιαφερόμαστε γιατί κανένα ελληνικό Πανεπιστήμιο δεν συγκαταλέγεται στα 100 καλύτερα του κόσμου και να μην μας νοιάζει η κλοπή της ταυτότητάς μας. Συμπέρασμα: άρχισαν τα όργανα, ξεκίνησαν οι προσπάθειες να περάσει με κάθε τρόπο η πρόταση Νίμιτς. Ούτε καν διαφορετική μεθόδευση σε σχέση με τότε, με το σχέδιο Ανάν δεν διάλεξαν…
Ο κ. Πρετεντέρης μοιάζει όμως να αγνοεί κάτι βασικό: Η επιχειρούμενη κλοπή της μακεδονικής μας ταυτότητας και η απουσία ελληνικών Πανεπιστημίων από τα 100 καλύτερα του κόσμου, είναι δύο γεγονότα με την ίδια αιτία: Η αιτία αυτή δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι άνθρωποι σαν κι αυτόν και την κυρία Μπακογιάννη έχουν ρόλο και λόγο στα κοινά μας πράγματα. Βέβαια, σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, κάθε πολίτης δικαιούται να έχει και ρόλο και λόγο. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού, περί της άσκησης του αυτονόητου δημοκρατικού δικαιώματος της κάθε Μπακογιάννη και του κάθε Πρετεντέρη να έχουν γνώμη. Πρόκειται, αντιθέτως, περί της κυριαρχίας των Μπακογιάννηδων και των Πρετεντέρηδων στην ελληνική πολιτική σκηνή και στον ελληνικό τύπο, ανθρώπων δηλαδή που αντιστρατεύονται τα ελληνικά δίκαια και συμφέροντα, ερχόμενοι σε προφανή όσο και ριζική διάσταση με το φρόνημα του συνόλου σχεδόν του ελληνικού λαού.
Δεν πρόκειται, συνεπώς, για την απλή και καλοπροαίρετη έκφραση γνώμης, με απώτερο στόχο τη θεραπεία των ελληνικών συμφερόντων. Πρόκειται, αντιθέτως, για ιδιοτελή τακτική, που σκοπό έχει να εξευμενίσει συγκεκριμένα «ντόπια και ξένα κέντρα», όπως θα έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, μέσα σε μια χώρα που όλο και περισσότερο φροντίζει να δείχνει ότι είναι χώρα περιορισμένης κυριαρχίας. Τα «ντόπια και ξένα κέντρα» επιδιώκουν την πάση θυσία διατήρηση της εξουσίας που έχουν αποκτήσει μέσα στη χώρα, εξουσίας πολιτικής, οικονομικής και δημοσιογραφικής, με τις πλάτες ξένων προστατών και εις βάρος των υγιών δυνάμεων του τόπου.
Από την εποχή του Μαυροκορδάτου μέχρι την εποχή του Μητσοτάκη, καλοθελητές της πολιτικής φρόντιζαν και φροντίζουν πάντοτε να κάνουν κουμάντο στο δύσμοιρο αυτό τόπο προσφέροντας στους ξένους προστάτες τους ως αντάλλαγμα την απεμπόληση των ελληνικών συμφερόντων. Με το επιχείρημα προς το πόπολο ότι είμαστε τάχα πολύ αδύναμοι για να τα βάλουμε με τους ισχυρούς, επιζητούν συνεχώς να τεθούμε υπό την προστασία των ξένων, προκειμένου δήθεν να υπηρετήσουμε μέσω των ξένων τα δικά μας συμφέροντα, παραγνωρίζοντας βέβαια ότι η συνταγή αυτή είναι η οδός που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια προς την καταστροφή, όπως απέδειξε επανειλημμένα η νεώτερη ελληνική ιστορία. Οι άνθρωποι αυτοί προβαίνουν στη συνειδητή εσωτερική υπονόμευση της χώρας, του λαού και του έθνους, προκειμένου ο Ελληνισμός να έχει εις το διηνεκές ανάγκη τους ξένους προστάτες, που βέβαια έχουν κάθε λόγο να επιβάλλουν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, στον ελληνικό λαό να κυβερνάται και να κατευθύνεται από τους ιδιότυπους αυτούς εντόπιους τοποτηρητές.
Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν θα ονομάσουμε την τακτική αυτή προδοσία ή όχι. Σημασία έχει μόνον ο αξιολογικά ουδέτερος εντοπισμός του πραγματικού προβλήματος της σημερινής Ελλάδας. Με μια σύντομη φράση, χρησιμοποιούμενη μάλλον μεταφορικά, παρά κυριολεκτικά θα μπορούσαμε να ορίσουμε το ελληνικό κράτος ως τη «συνωμοσία των ανίκανων» εις βάρος όλων των υπολοίπων. Μια «συνωμοσία» τόσο διαδεδομένη και τόσο αποτελεσματική, ώστε και ικανός ακόμη να είναι κανείς, εάν μπει στο «κόλπο», μαθαίνει τελικά να ζει ως ανίκανος εις βάρος των υπολοίπων και επιδιώκει τη διαιώνιση του «κόλπου» εις το διηνεκές. Το «κόλπο» βέβαια δεν μπορεί να πιάσει από μόνο του χωρίς τους ξένους προστάτες, διότι όσοι ειλικρινά πονούν για το διαρκές κατάντημα του τόπου κάποια στιγμή θα έκαναν πέρα τους μη ικανούς. Επειδή όμως αυτοί που ειλικρινώς επιδιώκουν το καλό του τόπου ενδέχεται να στραφούν, ανάλογα με τα συμφέροντα του τόπου (και όχι βέβαια κατ’ ανάγκη, από συμπλεγματική τύφλωση), εναντίον των ξένων προστατών, για το λόγο αυτόν τελικά οι ξένοι προστάτες προτιμούν τους ανίκανους, διότι οι ανίκανοι δεν έχουν άλλη ελπίδα να επικρατήσουν έναντι των ικανών, πλην της ξένης προστασίας.
Τα παραδείγματα από τη σύγχρονη νεοελληνική ιστορία είναι άφθονα. Δεν θα γίνει απόπειρα να παρουσιασθούν στον παρόντα χώρο (πλην των δύο αδιαμφισβήτητων που προαναφέρθηκαν, Μαυροκορδάτου και Μητσοτάκη), διότι ο καθένας, ανάλογα με την εκδοχή της ιστορίας που δέχεται για αληθινή, μπορεί να αναζητήσει την εμπειρική εφαρμογή των ανωτέρω στην εκδοχή της ιστορίας που ο ίδιος αποδέχεται ως ορθή. Η ουσία είναι, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα, ο μηχανισμός με τον οποίον η Ελλάδα γίνεται χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, ένας μηχανισμός που απολήγει εντέλει στην αλλοτρίωση των ελίτ και στον προσανατολισμό τους στην προάσπιση των στενά ιδιοτελών τους συμφερόντων και όχι των ευρύτερων συμφερόντων του κοινωνικού και εθνικού συνόλου. Η χώρα είναι εγκαταλελειμμένη, στην κυριολεξία, στο έλεος του Θεού. Όχι ότι το τελευταίο είναι κακό, βέβαια, διότι Θεός, ευτυχώς, υπάρχει.
Επί του πρακτέου, σε σχέση με το πακέτο Νίμιτς, το ζητούμενο είναι ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και αντίσταση στις καινούργιες μεθοδεύσεις της κυρίας Μπακογιάννη. Τα «όργανα» έχουν πιάσει δουλειά. Έχοντας πάρει το μάθημά τους από το σχέδιο Ανάν, θα προσπαθήσουν να αποφύγουν τα λάθη που διέπραξαν το 2004. Όμως το πρόβλημα γι’ αυτούς είναι ότι, σήμερα, ο κόσμος είναι πολύ πιο υποψιασμένος γι’ αυτούς και για το ρόλο τους. Αν κάποτε μπορεί να ακούγαμε προσεκτικά τη γνώμη τους, πριν διαμορφώσουμε δική μας, σήμερα πια ξέρουμε ότι η γνώμη τους είναι προκατειλημμένη και συνειδητά αποπροσανατολισμένη από το πραγματικό συμφέρον της χώρας και του έθνους: θα ακούσουμε λοιπόν οποιαδήποτε άλλη γνώμη εκτός από τη δική τους. Ο ρόλος τους δεν είναι πια ύποπτος: έχει γίνει πλέον πασίγνωστος.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυρία Μπακογιάννη δεν πρέπει μόνον να αποπεμφθεί από ΥΠΕΞ. Η συνειδητή υπεράσπιση ξένων συμφερόντων, υπόγεια και εμφανιζόμενη προς τα έξω ως δήθεν υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας, επιβάλει πιο οριστικές λύσεις προστασίας του ελληνικού έθνους από άτομα του ιδίου φυράματος. Λύσεις που όχι μόνον θα προστατεύσουν το γενικό σύνολο από το συγκεκριμένο πρόσωπο και τις μεθοδεύσεις του, αλλά και που θα επιτελέσουν και μια γενικοπροληπτική λειτουργία έναντι όσων θα ελκύονται, στο μέλλον, από μια πολιτική καριέρα παρομοίας υφής με αυτή της κυρίας Μπακογιάννη, ήτοι, από μια καριέρα ως εντολοδόχοι ξένων συμφερόντων.
Χωρίς λοιπόν κραυγές περί προδοσίας και τα συναφή, στα πλαίσια μιας ψύχραιμης στάθμισης του συμφέροντος της χώρας και της διαχρονικής και διακομματικής έλλειψης εμπιστοσύνης στην κυρία Μπακογιάννη και το γεννήτορα της, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, η μόνη λύση που μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά τη χώρα και να προλάβει παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον είναι η, με απόφαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου, οριστική αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας από την ίδια, αλλά και από τον πατέρα της, αρχικό εμπνευστή της πολιτικής αυτής και ηθικό αυτουργό της σημερινής πολιτικής της κυρίας Μπακογιάννη στο Μακεδονικό, με παράλληλη απέλασή τους από τη χώρα. Η αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας με νόμο δεν θα είναι πρωτοφανής νομοθετική πρακτική, καθώς ακολουθήθηκε στην περίπτωση του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου (άρθρο 6 παρ. 5 ν. 2215/1994) και μπορεί να θεμελιωθεί σε πολλές διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος.
Όπως πολύ ορθά διεπίστωσε πρόσφατα ο Ανδρέας Σταλίδης, η γνωστή φράση του Κ. Μητσοτάκη «σε δέκα χρόνια το όνομα της Μακεδονίας θα το έχομε ξεχάσει» δεν πρέπει να διαβαστεί ως διαπίστωση («θα»), αλλά ως προτροπή («να»). Ο Κ. Μητσοτάκης, δηλαδή, έδωσε εντολή «σε δέκα χρόνια το όνομα της Μακεδονίας να το έχουμε ξεχάσει». Απόδειξη περί αυτού είναι η πολιτική που ακολούθησε ο ίδιος και η (φυσική και πολιτική) θυγατέρα του, αλλά και το σύνολο των «ντόπιων και ξένων κέντρων» που βάλθηκαν να μας κάνουν να το ξεχάσουμε. Όμως, δεκαεπτά χρόνια μετά την έλευση του (προϋπάρχοντος) προβλήματος των Σκοπίων στην επικαιρότητα και δεκαπέντε χρόνια μετά την προτροπή Μητσοτάκη για λησμοσύνη του θέματος, το όνομα της Μακεδονίας δεν το έχουμε ξεχάσει. Αντιθέτως, το προσεγγίζουμε πλέον με ωριμότητα, λιγότερο συναισθηματισμό και χωρίς κραυγές και συμπλέγματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, για να καταλήξουμε στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα που είχαμε καταλήξει το 1991: ότι οποιαδήποτε εκχώρηση του ονόματος και της ταυτότητας της Μακεδονίας στους Σκοπιανούς δεν είναι επιτρεπτή για το έθνος μας.
Το μόνο που θα μπορούσαμε να δεχθούμε και ευχαρίστως ήδη το δεχόμαστε, θα είναι ο εθνολογικός και γλωσσολογικός προσδιορισμός του γειτονικού μας λαού ως Σλαβομακεδόνων. Στο πλαίσιο που διαγράφει ο όρος «Σλαβομακεδονία» η χρήση του όρου «Μακεδονία» θα είναι καθαυτή γεωγραφικός προσδιορισμός. Και εδώ θα πρέπει να γίνει, αντί άλλου επιλόγου, και μια πρώτη νύξη για τη σοβαρή παρεξήγηση που έχει δημιουργήσει η ορολογία «γεωγραφικός προσδιορισμός». Ζητώντας η ελληνική διπλωματία «γεωγραφικό προσδιορισμό» για να περιορίσει τη χρήση του όρου «Μακεδονία» από τα Σκόπια, διαπράττει το εξής σοβαρό σφάλμα: αν ο γεωγραφικός προσδιορισμός είναι άλλος, επικεντρώνεται εθνολογικά ο προσδιορισμός του λαού αυτού στο «Μακεδονία». Πρόκειται για καίριο τυπολογικό και ουσιαστικό σφάλμα. Αυτό που αποδεχόμαστε ως έθνος και ως συνείδηση για τους βόρειους γείτονές μας, είναι να προσδιορίσουν γεωγραφικά, με τον ίδιο τον όρο Μακεδονία ως γεωγραφική έννοια, την, διαφορετική από τη μακεδονική (ίσον ελληνική), σλαβική τους εθνική ταυτότητα. Δεν αποδεχόμαστε να πάρουν το «Μακεδονία» και να το προσδιορίσουν γεωγραφικά. Αποδεχόμαστε μόνον να έχουν άλλον εθνολογικό προσδιορισμό και χρησιμοποιηθεί το ίδιο το «Μακεδονία» γεωγραφικά. Για αυτό και βρίσκει τόσο συνολικά αντίθετο τον ελληνικό λαό η ιδέα της «σύνθετης ονομασίας», όπως αυτής που προωθείται, ενώ δεν τον βρίσκει αντίθετο η ιδέα της χρήσης του όρου Σλαβομακεδονία. Ο τελευταίος όρος δεν εμπεριέχει κλοπή της εθνικής μας ταυτότητας, ενώ η χρήση γεωγραφικού προσδιορισμού για τον όρο Μακεδονία εμπεριέχει, τουλάχιστον εν μέρει, αν όχι εν όλω, μια τέτοια κλοπή.
Προκειμένου όμως να υπάρξει ειλικρινής και καλοπροαίρετη συζήτηση γύρω από το πραγματικό μας εθνικό δίκαιο και το πραγματικό μας εθνικό συμφέρον, είναι ανάγκη να απαλλαγεί η χώρα από άτομα όπως η κυρία Μπακογιάννη και ο πατέρας της και πολιτικός της μέντορας. Όσο κυριαρχούν τα άτομα αυτά στη διαμόρφωση πολιτικής, τόσο η διαμορφούμενη πολιτική θα είναι αντίθετη στα ελληνικά συμφέροντα, αδιέξοδη και μάταιη, ερήμην της πολιτικής βούλησης του λαού και των αναγκών του έθνους και της χώρας.
Δ.Ν., Δικηγόρος
.