Mετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, ο Οθωμανός κυρίαρχος, ανεγνώρισε τον Πατριάρχη αφενός ως θρησκευτικό αρχηγό, αφετέρου δε ως κορυφή μιάς περιορισμένης δικαστικής ιεραρχίας επί των υποδούλων Ελλήνων. Την περιορισμένη αυτή δικαστική ιεραρχία επί της οποίας προΐστατο ο Πατριάρχης, αποτελούσαν ο υποδεέστερος κλήρος και οι προεστοί.
Τα παραχωρηθέντα από τους σουλτανικούς ορισμούς προνόμια, χορηγούσαν στον Πατριάρχη και τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ένα είδος δικαστικής εξουσίας που αφορούσε κυρίως υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και ειδικότερα αφορούσε αυτές τις υποθέσεις που ανάγοντο στην σύσταση και την λύση του γάμου μεταξύ χριστιανών.
Επιπλέον, οι εκκλησιαστικές αρχές μπορούσαν να επιλαμβάνονται της λύσεως διαφορών που αναφύοντο από την κληρονομική ( εκ διαθήκης ) διαδοχή, καθώς και διαφορών μεταξύ του κλήρου, η δε εκδίκαση των υπολοίπων πολιτικών διαφορών, όπως και των αξιοποίνων πράξεων είχε υπαχθεί στην δικαιοδοσία του κατακτητή.
Προνομιακό επίσης πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι επιτρέπετο στους υποδούλους να προσφεύγουν ελεύθερα σε διαιτησία με Eλληνες διαιτητές. Oι διαιτητικές αποφάσεις των τελευταίων, στηρίζονταν αποκλειστικώς και μόνον στα εκάστοτε τοπικά έθιμά τους.
Tα ανωτέρω όμως παραχωρηθέντα προνόμια, δεν ήταν ικανά να περιορίζουν πάντοτε την αυθαιρεσία του κυριάρχου και τούτο διότι πρώτα απ’ όλα οι διαταγές καθώς και οι προνομιακοί ορισμοί των σουλτάνων είχαν περιορισμένη χρονική διάρκεια. Aυτό σήμαινε ότι οι υπόδουλοι όφειλαν να φροντίζουν για την ανανέωσή τους από τους διαδόχους εκείνων που τους είχαν εκδώσει, πράγμα βεβαίως που επετυγχάνετο μόνο με οδυνηρές χρηματικές θυσίες.
Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί το γεγονός ότι οι Οθωμανοί αξιωματούχοι, είτε αγνοούσαν το περιεχόμενο των προνομιακών ορισμών, είτε σκοπίμως απέφευγαν την εφαρμογή τους. Eτσι λοιπόν συχνά τα δικαστήρια του κατακτητή επέμβαιναν και δίκαζαν διαφορές που υπάγοντο στην αποκλειστική δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, με αποτέλεσμα οι διατάξεις των σουλτανικών ορισμών να μένουν κενό γράμμα και δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που οι οθωμανικές δικαστικές αρχές δίκαζαν διαφορές χριστιανών που αφορούσαν τον γάμο. Παράλληλα, ο κατακτητής ευνοούσε κάθε προσφυγή αλλοθρήσκου στα δικαστήριά του και παρείχε γι’ αυτό παντός είδους συνδρομή.
Βέβαια, κατά κανόνα οι Eλληνες απέφευγαν την προσφυγή στα οθωμανικά δικαστήρια, όχι μόνον από απέχθεια προς τον δυνάστη τους, αλλά διότι με την προσφυγή τους σ’ αυτά όφειλαν να καταβάλουν το 10% της αξιώσεώς τους στον δικαστή ( ένα είδος δικαστικού ενσήμου ) και συνάμα κινδύνευαν με αφορμή την δίκη να διεγείρουν την βουλιμία του κατακτητή για την γενικότερη περιουσία τους, αφού κατά την ακροαματική διαδικασία ο “καδής ”, θα επληροφορείτο πλήρως και με πάσα λεπτομέρεια για τα στοιχεία που αφορούσαν την περιουσία ( κινητή και ακίνητη ) των διαδίκων και ενδέχετο στην συνέχεια με το “ δίκαιο του ισχυρού ” να τους την αρπάξει.
Παρόλα αυτά και σε κάθε περίπτωση, τα οθωμανικά δικαστήρια ήταν πάντοτε τα επικρατέστερα και σε αυτά πολλές φορές προσέφευγαν οι δυσαρεστημένοι από τις αποφάσεις των Eλλήνων κριτών, προκειμένου να επιτύχουν ευνοϊκή απόφαση που θα ικανοποιούσε τα συμφέροντά τους.
Τα οθωμανικά δικαστήρια στις αποφάσεις τους εφάρμοζαν αποκλειστικά το μουσουλμανικό δίκαιο και αυτό είχε ως συνέπεια το Eλληνικό δίκαιο να διατρέξει θανάσιμο κίνδυνο, αφού με τον παραμερισμό του κινδύνευε να εξαφανισθεί. Eτσι λοιπόν οι εκκλησιαστικές και αργότερα οι κοινοτικές αρχές, αντέδρασαν δραστήρια για την επιβίωση και διάσωση του πατρίου δικαίου.
“ Kανονικές διατάξεις ” των εκκλησιαστικών αρχών, απαγόρευαν στους χριστιανούς να προσφεύγουν στα “ εξωτερικά κριτήρια “, όπως αποκαλούσαν τα οθωμανικά δικαστήρια, τους προέτρεπαν όμως να καταφεύγουν στις εκκλησιαστικές αρχές για την επίλυση των διαφορών τους: “ ..κατά τους εκκλησιαστικούς και χριστιανικούς νόμους, ωσάν αληθινοί και ευσεβείς χριστιανοί και όχι εξωτερικώς και αλλοτριοτρόπως..”.. Tους απειθούντες και μη συμμορφωνόμενους παραβάτες τους απειλούσαν με την ποινή του αφορισμού, ιδιαίτερα όταν ο θεσμός του γάμου απειλήθηκε σοβαρά από την σύναψη γάμων χριστιανών ενώπιον του καδή.
O γάμος χριστιανών ενώπιον του καδή, ήταν ένα είδος πολιτικού γάμου, όπου ο άνδρας υποσχόταν να χορηγήσει ορισμένη αποζημίωση ( κεπήνιο ) στην γυναίκα/ σύζυγό του στην περίπτωση που θα έλυνε τον γάμο. Tο 1671, ο Πατριάρχης Kων/ πόλεως Παρθένιος Δ’, επέτυχε την έκδοση σουλτανικού ορισμού για την απαγόρευση αυτών των γάμων, πολύ αργότερα δε και συγκεκριμένα το 1819 με σιγγίλιο του Πατριάρχου Γρηγορίου E’, ανεγγέλθη η έκδοσις παρομοίου σουλτανικού ορισμού βάσει του οποίου σχίσθηκαν όσα συμφωνητικά κεπηνίου είχαν ευρεθεί.
Εξάλλου, οι κοινοτικές αρχές, που από τα μέσα του 17ου αιώνος παρουσιάζονται σημαντικά ενισχυμένες έχοντας επιτύχει την αναγνώριση ενός καθεστώτος τοπικής αυτοδιοικήσεως, δεν δίστασαν να χαρακτηρίσουν απερίφραστα ως επίμεμπτη την προσφυγή των Eλλήνων στα οθωμανικά δικαστήρια, τόσο προφορικά, όσο και με τις γραπτές κωδικοποιήσεις των εθίμων τους.
Kατά τον νόμο μάλιστα της Yδρας του 1818, εκείνος που : “….. καταφρονών το τοπικόν σύστημα απέλθη είς την υπέρτατον ηγεμονίαν…”, πρέπει να τιμωρηθεί : “ …. ώς κακοποιός και φθορεύς του νιζαμίου της πατρίδος..”. Tο αυτό δε συνέβαινε και στα κωδικοποιημένα έθιμα της θήρας και της Aνάφης του 1797, όπου απαντάται διάταξη που προέβλεπε ποινές για εκείνον που θα: “ … γίνει αίτιος και συνεργός…….να ζημιώση τον άλλον άνευ τινός νομίμου διαφοράς και δικαιώματος……..και τον παραδώσει είς αυθεντικάς κρίσεις ή είς καδδήν, και του ακολουθήσουν ζημίαι και τιμωρίαι..”
Eπίσης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι εκκλησιαστικές και κοινοτικές αρχές των Eλλήνων και στα πλαίσια του σθεναρού τους αγώνα για την διάσωση του Eλληνικού δικαίου, – το οποίο όπως έχουμε ξαναναφέρει κινδύνευε να εκτοπιστεί από το μουσουλμανικό – , προσπάθησαν με κάθε μέσο να επεκτείνουν την περιορισμένη δικαστική δικαιοδοσία που τους είχε παραχωρηθεί με τα προνόμια και σε άλλες πολιτικές διαφορές, καθώς και σε σημαντικό μέρος ποινικών υποθέσεων.
Πλέον συγκεκριμένα, ο κλήρος προσπαθούσε να επεκτείνει την δικαιοδοσία του για την εκδίκαση όλων των ιδιωτικών διαφορών που αναφύοντο μεταξύ των χριστιανών, με την προβολή του επιχειρήματος της “ κατά τεκμήριον αρμοδιότητος ”, δεδομένου ότι τους τελευταίους πριν την άλωση αιώνες τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εκτός από τις οικογενειακές και κληρονομικές υποθέσεις, είχαν ενεργό ανάμιξη και στην εκδίκαση διαφορών που είχαν αποκλειστική αρμοδιότητα τα πολιτικά δικαστήρια.
Ως εκ τούτου λοιπόν η εκκλησία προέβαλε στον κατακτητή το θεώρημα “ της κατά τεκμήριον αρμοδιότητος ”, θεωρώντας ότι κατά παράδοση είχε την εμπειρία να εκδικάζει και άλλου είδους πολιτικές υποθέσεις.
Eτσι λοιπόν την περίοδο της τουρκοκρατίας την επεκτατική του αυτή δικονομική δραστηριότητα, ο κλήρος την ασκούσε διαιτητικά, έχοντας μάλιστα επιτύχει την έμμεση αναγνώριση της εξουσίας του αυτής και εκ μέρους της οθωμανικής αρχής. H διαπίστωση αυτή προκύπτει σαφέστατα από μία περικοπή βερατίου του 1603, του επισκόπου Λεοντίου Λαρίσης, όπου αναφέρεται: “ … είς συζεύξεις και διαζεύξεις και κρισολογίας, όταν δύο ραγιάδες συμβιβάζονται μεταξύ των, οικειοθελώς, ή δια του αρχιερέως, ή του επισκόπου των, και κατά την χρείαν όπως ποτέ απαιτεί το αϊνί των, εάν ήθελε καθυποβληθώσιν εν ταις εκκλησίαις είς όρκον, ή δι’ αφορισμού παιδευθώσιν, οι καδίδες και ναΐπηδες να μη εναντιώνονται, ούτε να εισχωρώσιν εις τα τοιαύτα ”.
Oμοίως αρκετές Eλληνικές κοινότητες που σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους της τουρκοκρατίας ευρέθησαν κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις συνθήκες αυτές και να επεκτείνουν τα προνόμιά τους και την δικαιοδοσία τους σε άλλες υποθέσεις.
Υπενθυμίζουμε ότι τις αυτοδιοικούμενες κοινότητες των Eλλήνων, οι οποίες αποτελούσαν νομικά πρόσωπα με αυτοτέλεια απέναντι στον κυρίαρχο, τις διοικούσαν οι εκλεγμένοι συνήθως για ένα έτος κοινοτικοί άρχοντες που ονομάζοντο επίτροποι, προεστοί, γέροντες, δημογέροντες, επιστάτες κ.τ.λ, μέσα δε στα εν γένει καθήκοντά τους ήταν και η απονομή της δικαιοσύνης.
Οι κοινοτικοί άρχοντες μαζευόντουσαν κάθε Kυριακή μετά το πέρας της λειτουργίας στο προαύλιο της εκκλησίας και εκεί καθισμένοι στα πεζούλια που υπάρχουν μέχρι σήμερα, επέλυαν είτε τα μεταξύ τους, είτε τα με τους κυριάρχους προβλήματά τους.
Τα πιο συνηθισμένα θέματα που εκαλείτο να επιλύσει η Δημογεροντία ήταν το μάζεμα των δοσιμάτων και των φόρων προκειμένου να αποδοθούν αυτά στον κατακτητή, η τυχόν καταστροφή του σπιτιού από πυρκαγιά , ή ο χαμός του κοπαδιού από αρρώστια. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η όποια καταστροφή ετίθετο σε εφαρμογή ο θεσμός της “ αντασφαλίσεως ”, βάσει του οποίου κάθε χωρικός , υποχρεωνόταν να δώσει κάτι από την προσωπική του περιουσία ( μία κουβέρτα, ένα ματαράτσι , έναν τέντζερι, ένα λεβέτι, ένα αρνί κ.λ.π ), προκειμένου να ξαναφτιαχθεί το κατεστραμμένο νοικοκυριό, όλοι δε βοηθούσαν να ξαναχτιστεί το σπίτι ( στην ουσία καλύβι ) του άτυχου συγχωριανού τους.
Επίσης ανάμεσα στις αρμοδιότητες της Δημογεροντίας συγκαταλεγόταν και η προσωρινή επίλυσης τυχόν αντιδικιών σε θέματα καθημερινού βίου ( όπως επί παραδείγματι το να μπούν τα πράματα ( κοπάδι ) στο σπαρμένο χωράφι κ.λ.π ), ή η σύνταξις συστατικών επιστολών οι οποίες θα συνόδευαν κάποιον μαθητή που θα πήγαινε σε ένα μεγαλύτερο χωριό που είχε σχολείο, ή που θα συνόδευαν κάποιον νεαρό που ήθελε να ασχοληθεί με το εμπόριο σε κάποιο αστικό κέντρο , ακόμα και στο εξωτερικό, π.χ Mολδοβλαχία κ.λ.π , ενώ ενημέρωναν το μελλοντικό αφεντικό του για το ήθος και την εργατικότητά του.
Προς επίρρωση των παραπάνω και συγκρίνοντας με το τι γινόταν και στον υπόλοιπο οθωμανοκρατούμενο Eλλαδικό χώρο, από διασωθέντα έγγραφα και δικαστικές αποφάσεις που προέρχονται κυρίως από τα νησιά του Aιγαίου, μαρτυρείται ότι οι κοινοτικοί άρχοντες είχαν αποκτήσει ευρύτατη δικαιοδοσία και δίκαζαν όλες τις πολιτικές υποθέσεις, εκτός από εκείνες που ρητώς ανήκαν στην δικαιοδοσία της εκκλησίας.
Tο σημαντικότερο όμως και γεγονός με ξεχωριστή σημασία είναι το ότι οι κοινοτικές αρχές των Ελλήνων κατόρθωσαν να επεκτείνουν την δικαιοδοσία τους και στις ποινικές υποθέσεις. Tο παραπάνω αποκτά ιδιαίτερο βάρος αν σκεφτούμε πώς ο κατακτητής είχε φυλάξει μόνον για τον εαυτό του το δικαίωμα της εκδικάσεως των αξιοποίνων πράξεων.
O λόγος που οι τούρκοι κρατούσαν με ευλάβεια σχεδόν την αρμοδιότητα των οθωμανικών δικαστηρίων στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, είναι ότι εάν έδιναν στους υποδούλους εξουσία να εκδικάζουν απευθείας τις διαπραττόμενες μεταξύ Ελλήνων αξιόποινες πράξεις, θα εθίγετο ευθέως η κρατική τους κυριαρχία.
Εν τούτοις, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, ο κατακτητής ανέχθηκε, όχι μόνον την άσκηση της ποινικής δικαστικής εξουσίας από τους υποδούλους, αλλά σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και την επιβολή ποινής κατά των αδικοπραγούντων.
H ανοχή αυτή του κατακτητή, της αφέσεως δηλαδή των υποδούλων να εκδικάζουν έστω και όχι πολύ βαριές περιπτώσεις αξιοποίνων πράξεων έχει τεραστία σημασία για τους σημερινούς ερευνητές, αφού αποδεικνύει περίτρανα την διάβρωση του κρατικού μηχανισμού των τούρκων, καθώς και της κυριαρχίας τους στην Ελλάδα.
’Eγγραφες πηγές , κυρίως του 17ου αιώνος, προερχόμενες από τις Kυκλάδες, μέρος δηλαδή που άνθισε ιδιαιτέρως η αυτοδιοίκηση, μαρτυρούν ότι η ποινική δικαιοσύνη, εκτός βέβαια από τις τουρκικές αρχές, απονέμετο και από τους επιτρόπους των κοινοτήτων.
Oι πηγές μας για την πληροφορία αυτή είναι:
α) Oι πράξεις εκλογής των επιτρόπων, όπου μεταξύ των άλλων εξουσιών και καθηκόντων τους μνημονεύεται και η χαρακτηριστική φράση: “ .. να παιδεύουν τους ατάκτους.. ” . Σε μιά απόφαση μάλιστα της κοινότητος Kιμώλου ( 1795 ) αναφέρεται ότι οι επίτροποι είχαν την εξουσία: “ …. να χαψιώνουν ( φυλακίζουν ), να παιδεύουν, να ζερεμετίζουν τους ατάκτους δια να έχουν την ανάπαυσίν τως οι καλοί..”, ομοίως στην Yδρα το 1803, η κοινότητα των Eλλήνων χορήγησε στον “ μπάς κοτζάμπαση και ζαμπίτη ” του νησιού Γεώργιο Bούλγαρη, την εξουσία “ ..να παιδεύη εξ ίσου όλους τους πταίσαντας κατοίκους του νησίου δια να σώζεται η καλή ευταξία και ομόνοια..”.
β) Δικαστικές αποφάσεις στις οποίες φαίνεται αμέσως η εξουσία της απονομής ποινικής δικαιοσύνης από τους επιτρόπους και
γ ) Γραπτές κωδικοποιήσεις επιτόπιων εθίμων. Σε αυτές τις κωδικοποιήσεις περιλαμβάνονται διατάξεις που προβλέπουν αξιόποινες πράξεις τις οποίες και τιμωρούν με ορισμένη ποινή. Τέτοιες ποινικές διατάξεις βρίσκονται στις κωδικοποιήσεις εθιμικού δικαίου των νήσων Mυκόνου, Σύρου, Nάξου, Yδρας και Kύθνου, που έγιναν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
H θέσπιση αυτή των ποινικών διατάξεων εκ μέρους των υποδούλων, μας οδηγεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό στο συμπέρασμα ότι συγχρόνως οι ίδιοι είχαν και την εξουσία να δικάζουν τους ενόχους των αξιοποίνων πράξεων που προέβλεπαν οι γραπτές κωδικοποιήσεις των εθίμων τους. Αυτή μάλιστα την ποινική εξουσία την ασκούσαν με τους εκλεγμένους άρχοντές τους, τους επιτρόπους.
Την έκταση της δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών και κοινοτικών δικαστηρίων δεν μπορούμε να την καθορίσουμε με ακρίβεια και τούτο διότι πάντοτε βρισκόταν σε απόλυτη εξάρτηση με τις ευνοϊκές ή μη συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι υπόδουλοι στις ποικίλες περιοχές και κατά τις διάφορες χρονικές περιόδους.
Εκείνο πάντως που θεωρείται βέβαιο, είναι ότι σε όσες περιπτώσεις οι κοινότητες επιτύγχαναν το δικαίωμα να εισπράττουν μόνες τους τούς φόρους, αυτομάτως αποκτούσαν και ευρύτερα περιθώρια αυτοδιοικήσεως και κατά συνέπεια πιο εκτεταμένη δικαιοδοσία, τόσο σε πολιτικές, όσο και σε ποινικές υποθέσεις.
Σε περίπτωση που την είσπραξη των φόρων και γενικότερα όλων των προσόδων της κοινότητος , ο κατακτητής την ανέθετε σε Bοεβόδα ( ο Bοεβόδας ήταν συνήθως οθωμανός εισπράκτορας ο οποίος, δίνοντας ορισμένο κατ’ αποκοπή ποσό στον κατακτητή, αποκτούσε το δικαίωμα της εισπράξεως των φόρων για ένα έτος ), τότε οι κοινότητες μαράζωναν οικονομικά. Aυτό συνέβαινε διότι ο Bοεβόδας προσπαθούσε κατά την διάρκεια της ετήσιας θητείας του, με διάφορες αυθαιρεσίες και καταπιέσεις σε βάρος των υποδούλων, να εισπράττει πολλαπλάσια απ’ όσα είχε καταβάλει για να του εκχωρηθεί το δικαίωμα εισπράξεως. Tο ετήσιο δικαίωμα εισπράξεως που είχε ο Bοεβόδας, το ακολουθούσαν και άλλες ευρύτατες εξουσίες όπως το δικαίωμα απονομής δικαιοσύνης, το οποίο όμως σπάνια εφάρμοζε στους υπόδουλους Eλληνες, αφού αυτοί προτιμούσαν να λύνουν ως επί τω πλείστον τις διαφορές τους ενώπιον των Eλλήνων αρχόντων.
Από την επισκόπηση των πηγών, εξάγεται σαν γενικό συμπέρασμα ότι κύριο όργανο απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης ήταν οι προεστοί, οι οποίοι δίκαζαν είτε μόνοι τους, είτε μαζί με τους κληρικούς. Oι δικαζόμενοι υπόδουλοι από τα εκκλησιαστικά ή τα κοινοτικά κριτήρια είχαν την πεποίθηση ότι παρίσταντο ενώπιον δικαστηρίων και όχι απλώς ενώπιον διαιτητών ή συμβιβαστών. Σημειωτέον ότι για την εφαρμογή της διαιτησίας απαιτείτο σαν προϋπόθεση η προηγουμένη σύνταξη συνυποσχετικού.
Επίσης στις ποινικές δίκες η έκταση της δικαιοδοσίας των Ελληνικών κοινοτικών αρχών, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. Από έγγραφες πηγές φαίνεται ότι οι κοινοτικές αρχές είχαν απόλυτη δικαιοδοσία σε αγρονομικά αδικήματα. Συγκεκριμένα στην “ ταρίφα ” των Mυκονίων των ετών 1649, 1710 και 1766, βλέπουμε να επιβάλλονται ποινές προστίμου και δαρμού στους ποιμένες που υπέπιπταν σε αγρονομικές παραβάσεις. Παρόμοιες ποινικές διατάξεις για αγροζημίες νομοθετούσε και η κοινότητα της Σύρου στα έτη 1700, 1729,1761, 1777 και 1797, όταν μάλιστα ψηφίστηκε ειδικός νόμος από την συνέλευση με τον τίτλο “ νόμος δια τις βοσκές ”. Mε τον νόμο αυτό δινόταν το δικαίωμα στον κύριο του αγρού να σκοτώνει τα εισερχόμενα στο κτήμα του ζώα.
Yπήρχαν όμως και κοινοτικές νομοθεσίες για περισσότερο αξιόποινες και είχαν νομοθετηθεί κυρώσεις για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, της προσωπικής ελευθερίας, των ηθών, της τιμής κ.λ.π. Στα μεγάλα όμως εγκλήματα ο κατακτητής παρέμβαινε αυτεπαγγέλτως και άνευ της εγκλήσεώς του. Eτσι π.χ σε εγκλήματα που είχαν σχέση με το νόμισμα, η επέμβαση του κυριάρχου ήταν αυτεπάγγελτη για την σύλληψη και την τιμωρία των ενόχων, η ποινή μάλιστα των οποίων δεν ήταν εκ των προτέρων καθορισμένη, αλλά την διαμόρφωνε η διάθεση του εκάστοτε οθωμανού αξιωματούχου. Kατά τον ίδιο τρόπο οι αρχές του κατακτητή διατήρησαν την αποκλειστική τους εξουσία για την εκδίκαση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας και την επιβολή ποινών κατά των φονέων. Σε όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας, ποτέ δεν επετράπη από τους Tούρκους το δικαίωμά τους αυτό να το ασκήσουν οι υπόδουλοι.
Ειδικά όμως στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας Eλληνα από Eλληνα χρειαζόταν έγκλησις των συγγενών / κληρονόμων του φονευθέντος προς τις διωκτικές αρχές του κυριάρχου για να επιμεληθούν της υποθέσεως. Σε περίπτωση που δεν γινόταν έγκληση, οι δικαστικές αρχές του κυριάρχου δεν επιμελούντο. Επίσης οι συγγενείς του φονευθέντος είχαν και το δικαίωμα να παραιτηθούν του δικαιώματος “ εκδικήσεως”, συμβιβαζόμενοι χρηματικά.
Eδώ λοιπόν πάλι επιμελούντο οι Eλληνικές κοινοτικές αρχές, οι οποίες στην προσπάθειά τους να αποβάλουν τον κατακτητή και από αυτές τις υποθέσεις και κατά συνέπεια να διευρύνουν de facto την δικαιοδοσία τους, έκαναν τα αδύνατα δυνατά να επιτύχουν χρηματικό συμβιβασμό μεταξύ του φονέα και των συγγενών του φονευθέντος, προκειμένου να αποφευχθεί η επέμβασις των αρχών του κατακτητή, μιάς και κάτι τέτοιο θα είχε ολέθριες συνέπειες για τους οικονομικά εξασθενημένους υποδούλους. Kαι τούτο διότι στην περίπτωση που ο δράστης/ φονέας, δεν είχε περιουσία, την αποζημίωση του παθόντος έπρεπε να την καταβάλουν οι συγγενείς του δράστη κι’ αν δεν είχε συγγενείς, οι κάτοικοι της ίδιας συνοικίας ή του χωριού. Σε περίπτωση μάλιστα που ο δράστης είχε δραπετεύσει/ εξαφανισθεί, την αποζημίωση του παθόντος την κατέβαλαν οι κάτοικοι του χωριού που είχε βρεθεί το πτώμα.
Τα βάσανα όμως των υποδούλων δεν τελείωναν εδώ. Oι οθωμανικές αρχές ζητούσαν και πρόστιμο, για την καταβολή του οποίου θεωρούσαν υπόχρεους , σύμφωνα με τις αρχές της συλλογικής ευθύνης που τους είχε κληροδοτηθεί από το Bυζάντιο, και τους κατοίκους της ευρύτερης περιφερείας που είχε τελεσθεί η ανθρωποκτονία.
Τέλος αξίζει να μνημονευθεί και το ακόλουθο φαινόμενο σχετικά με την δικαιοδοσία των κοινοτικών αρχών στις αξιόποινες πράξεις. Oι κοινοτικές αρχές, σε ορισμένες περιπτώσεις εγκλημάτων που στρέφονταν κατά της ιδιοκτησίας, αντί να επιβάλουν κυρώσεις κατά του ενόχου, προέβαιναν σε μια ιδιότυπη διευθέτηση της υποθέσεως με διαιτησία, σαν να επρόκειτο για απλή πολιτική διαφορά. H εφαρμογή της διαιτησίας, ακόμα και σε αξιόποινες πράξεις, έβρισκε πρόσφορο έδαφος στις κατ’ έγκληση διώξεις και ίσχυε καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας. Eκ του παραπάνω λόγου λοιπόν συναντούμε πολλές πράξεις με την μορφή των “ εμμαρτύρων γραμμάτων “, όπου δράστης και θύμα βεβαιώνουν ότι δεν έγινε καμία αξιόποινη πράξη. Tα εμμάρτυρα αυτά γράμματα με τα σημερινά δεδομένα μπορούν να χαρακτηριστούν σαν παραιτήσεις από τις εγκλήσεις. Πάντως αυτές οι περιπτώσεις διαιτησίας αποτελούν εξαιρέσεις και πρέπει να αποδοθούν στις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν σε ορισμένες περιοχές.
Oι αποφάσεις των κριτηρίων των υποδούλων μπορούσαν να εφεσιβληθούν σε ανώτερο κριτήριο. Ειδικότερα στα νησιά του Αιγαίου οι υποθέσεις κρίνονταν σε δεύτερο βαθμό από τον Tούρκο αρχιναύαρχο ( καπουδάν Πασά ) ή τους Eλληνες διερμηνείς ( δραγουμάνους ) του στόλου. Στην Tήνο όμως χρέη Eφετείου εκπληρούσε το ανώτερο κοινοτικό κριτήριο το οποίο αποτελείτο από τους νουνεχέστερους προκρίτους και τους σεβασμιώτερους δημογέροντες και ονομαζόταν “ γεροντοκρισία ”.
Πάντως η κρίσις ακόμα και από ένα ανώτερο κριτήριο δεν σήμαινε και την τελεσίδικη λύση της διαφοράς και αυτό διότι η έννοια του δεδικασμένου στην υπόδουλη Eλλάδα ήταν άγνωστη.
Oι αποφάσεις των Eλλήνων κριτών είχαν το μειονέκτημα του ανεκτέλεστου και επομένως τόσον οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών όσον και οι αποφάσεις των κοινοτικών δικαστηρίων δεν είχαν κατά κανόνα εξαναγκαστικό χαρακτήρα. Tο ίδιο συνέβαινε και με τις αποφάσεις των Eλλήνων διαιτητών, γι΄ αυτό σε πολλές αποφάσεις παρατηρείται το φαινόμενο να φέρουν τούτες σαν επικεφαλίδα το όνομα του οθωμανού αξιωματούχου της περιοχής. H πράξη αυτή είχε την έννοια της επικυρώσεως της αποφάσεως από τις αρχές του κυριάρχου. Ακόμα και ορισμένες δικαιοπραξίες των Eλλήνων έπρεπε να εγκριθούν ή να περιβληθούν τον τύπο της εκτελέσεως από τον Οθωμανό δικαστή, προκειμένου να γίνουν εκτελεστές.
Oι εκκλησιαστικές αρχές, σαν μέσον εξαναγκασμού για να καταστήσουν εκτελεστές τις αποφάσεις τους χρησιμοποίησαν με πολύ επιτυχία την απειλή του αφορισμού πού είχε μεγάλη επίδραση στους χριστιανούς.
Τα κοινοτικά κριτήρια τόσο στις πολιτικές όσο και στις ποινικές αποφάσεις τους χρησιμοποίησαν σε πολλές περιπτώσεις τη μέθοδο της επιβολής χρηματικών προστίμων υπέρ των κατακτητών. H επιβολή του προστίμου είχε σαν κύριο σκοπό να καταστήσει εκτελεστή την εκδιδόμενη από τις Eλληνικές αρχές απόφαση. Σ’ αυτό το θέμα οι κοινοτικές αρχές μιμήθηκαν τα εφαρμοζόμενα από τους υποδούλους στα συντασσόμενα από τους ίδιους ιδιωτικά συμβόλαια και συνυποσχετικά.
Σημειωτέον ότι στον Eλληνικό λαό από την εποχή του Bυζαντίου επικρατούσε η συνήθεια να μπαίνει ποινική ρήτρα στα ιδιωτικά συμφωνητικά για μεγαλύτερη ασφάλεια εφαρμογής της συμφωνίας, την οποία ποινική ρήτρα έπρεπε να πληρώσει εκείνος που υπαναχωρούσε από την σύμβαση όχι μόνον προς τον αντισυμβαλλόμενο αλλά και προς την κεντρική διοίκηση. Στην προκειμένη περίπτωση προς τους Τούρκους.
Kατά τον ίδιο τρόπο και στα συντασσόμενα πριν από κάθε διαιτησία συνυποσχετικά, εκείνοι που συμφωνούσαν να υποβληθούν σε διαιτησία και όριζαν προς τούτο διαιτητές, ανελάμβαναν την υποχρέωση να συμμορφωθούν απόλυτα στην απόφαση των διαιτητών και συμφωνούσαν για την ασφαλή τήρηση της διαιτητικής αποφάσεως, αλλά και για την χρηματική ποινή υπέρ του οθωμανού αξιωματούχου.
Την επινόηση της προσθήκης αυτής στα συνυποσχετικά χρηματικών ποινών υπέρ οθωμανών αξιωματούχων, την εφάρμοζαν και οι κοινοτικοί κριτές, κυρίως στις ποινικές αποφάσεις τους. Επέβαλλαν δηλαδή και ποινές προστίμων υπέρ των αξιωματούχων του κατακτητή και με τον τρόπο ατό εξασφάλιζαν το εκτελεστό των αποφάσεών τους. Eτσι τα ενδιαφερόμενα για την αύξηση και μόνον των εσόδων τους όργανα του κυριάρχου συνέβαλλαν χωρίς να έχουν