Wednesday 9 October 2024
Αντίβαρο
Κύπρος

Αυτός ο άνθρωπος

          Είμαι 47 χρονών και η αλήθεια είναι ότι όσες προσπάθειες και αν έχω κάνει ακόμα δεν κατάλαβα τους συμπατριώτες μου και από ότι δείχνει το πράμα δεν πρόκειται.

 Για να καταλάβεις κάποιον, τον οποιοδήποτε, πρέπει αυτός ο κάποιος να έχει ταυτότητα. Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει ταυτότητα και άς το παραδεχτούμε. Την ταυτότητα του την έχασε πολλά χρόνια πριν.

          Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι αυτός ο άνθρωπος, ζεί σε ένα τόπο που έχει δική του ταυτότητα, δική του Ιστορία, μια ιστορία χιλιάδων χρόνων. Ο τόπος αυτός κάποτε χρωστούσε την επιβίωση του στον άνθρωπο αυτό. Αν πάμε βέβαια κάποιες δεκαετίες πίσω, η Ιστορία, ο τόπος και ο άνθρωπος αυτός συμβάδιζαν, ήταν ένα, είχαν αγώνες επιβίωσης μαζί, πολέμησαν, πέθαναν……. μα ποτέ ο τόπος αυτός δεν  προλάβαινε να αναστηθεί. Πλήρωνε και πληρώνει τα λάθη αυτού του ανθρώπου που ποτέ δεν αγάπησε πραγματικά τον τόπο του, γιατί αν τον αγαπούσε ίσως τώρα να ήταν ελεύθερος και ο τόπος. Αντί αυτού όμως ο άνθρωπος αυτός κατάφερε να ελευθερώσει τον εαυτό του μέσα σε ένα σκλαβωμένο τόπο.

          Μην σας φαίνεται παράξενο και μην το γελάτε, αυτός ο άνθρωπος πούλησε και θυσίασε την ιστορία του, τον τόπο του, την ταυτότητα του στον βωμό του χρήματος. Άλλαξε Θεό, άλλαξε θρησκεία και Αγίους. Ο Θεός του είναι το χρήμα και υποκλίνεται στους Αγίους της ευμάρειας, της καλοπέρασης, της κάλπικης ευτυχίας και έσυρε τον εαυτό του στα άδυτα της απρόσωπης, κενής και απάνθρωπης προσωπικότητας.

          Έμαθε για να δικαιολογεί τα λάθη του, να ρίχνει τα φταιξίματα σε οποιονδήποτε άλλο παρά στον εαυτό του. Φταίει ο Εγγλέζος, ο Αμερικάνος, ο Τούρκος, ο …..Καλαμαράς. Αυτός ο άνθρωπος δεν έφταιξε για τίποτε και σε τίποτε. Έπαιζε και παίζει τον καημένο πάντα σαν το «κλαμένο». Είναι πάντα ο δυστυχής, ο προδομένος, ο «πρόσφυγας στην ίδια του την Πατρίδα». Έμαθε από το 1974 που το γοερό κλάμα και οι πληγές του καλύφθηκαν από τα πεντοδόλαρα που του πέταξαν οι Αμερικάνοι και αμέσως ξέχασε την κατοχή, του βιασμούς, τους νεκρούς, τους αγνοούμενους και έχτισε παλάτια για να κρυφτεί και να κλάψει για την δυστυχία του τόπου του.

          Έμαθαν από τότε και οι ξένοι πιο είναι το φάρμακο αυτού του ανθρώπου. Έμαθαν οι ξένοι πως αυτός ο άνθρωπος μετρά και ζυγίζει τον Πατριωτισμό του με την τσέπη του. Έμαθαν με σιγουριά ότι η Πατρίδα αυτού του ανθρώπου κρύβεται στην τσέπη του. Έμαθαν ότι μόλις ενοχληθεί η τσέπη του γίνεται Πατριώτης και Εθνικιστής.

          Έχει ξεχάσει την καταγωγή του, την Ιστορία του. Έχει ξεχάσει τι σημαίνει σημαία, που όποιος την αναρτήσει σήμερα στο μπαλκόνι του παρεξηγείται  και δείχνεται με το δάχτυλο σαν τον παράξενο που τους χαλάει την ηρεμία γιατί ίσως τους θυμίσει κάτι.

Είναι κάτι άξιο απορίας και θα ήθελα να το αναφέρω. Την εποχή του περίφημου «ΟΧΙ» του περίφημου «ΔΗΜΟΨΥΦΙΣΜΑΤΟΣ». Που βρέθηκαν τόσες σημαίες και γέμισαν χιλιάδες μπαλκόνια; Που ήταν όλοι αυτοί οι Πατριώτες κρυμμένοι; Πότε αυτός ο άνθρωπος ξύπνησε, μελέτησε, έμαθε και βροντοφώναξε «ΟΧΙ»;

Μα και σε αυτή την  απορία ακόμα, υπάρχει απάντηση. Πρώτον οι ξένοι δεν πρόλαβαν (όπως το 1974) να κρύψουν «την αγωνία του καημένου αυτού του ανθρώπου»  με δολάριο και euro, ή ήταν λίγα. Δεύτερον, ταρακουνιόταν η «αγωνιστικότητα» του, η ηρεμία του. Άλλωστε οι αγωνίες του ήταν αλλού. Προτίμησε, παρά να χάσει αυτά που απέκτησε με την «αγωνιστικότητα», (κοιλιά, σπίτια και αυτοκίνητα) το «Τζίνη ποτζί τζαι εμείς ποδά».

          Δεν μπορώ όμως να πώ, αγαπά τον τόπο του, αγαπά την Πατρίδα του. Έγινε πρέσβης ανά τον κόσμο. Είναι με μια βαλίτσα στο χέρι και συνδυάζοντας εκπτώσεις και γιορτές μεταφέρει το πρόβλημα της Πατρίδας του στον κόσμο. Ειδικά στην Ελλάδα, ο Έλληνας, έμαθε και την διάλεκτο γιατί αλίμονο, έτσι και δεν την μάθαινε…… πάει ο πελάτης. Φαντάζομαι πολλοί από εσάς που διαβάζεται τώρα, θα πετύχατε συζητήσεις στο αεροπλάνο καθοδόν για την Αθήνα. Συζητήσεις που αφορούν βέβαια ψώνια και διασκέδαση. Με τι ενθουσιασμό με τι χαρά. Διαγωνισμός ποιος – ποια ξέρει τα περισσότερα καταστήματα ή ποιος – ποια ξέρει που είναι το καλύτερο καλλιτεχνικό σχήμα από την προηγούμενη φορά που ήρθε στην Ελλάδα. «Ραντεβού λοιπόν στην Ερμού ή στην Αγ. Μάρκου; Τέλος πάντων εκεί θα είμαστε και θα βρεθούμε». Φυσικά η επιστροφή έχει άλλο ρυθμό. «Ρε τους ……καλαμαράδες, ένη ξέρουν σιόρ να δουλέψουν, ήντα ήταν επτώσεις τούτες; (βεβαία πλήρωσε υπέρβαρο, αλλά δεν το λέει). Όϊ σιόρ εγέρασε πιόν η Μαρινέλλα έν κάμνει πιόν να τραγουδά. Κανεί τους ένη ξανάρκουμε (έχει ίδει κλίσει για το επόμενο τριήμερο).» Και όλοι στο αεροπλάνο συμφωνούν και ευχαριστημένοι που όλα πήγαν καλά επιστρέφουν στην κατακαημένη Πατρίδα τους να συνεχίσουν των «αγώνα».

          Ψάχνω λοιπόν μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους να βρώ τον εαυτό μου εδώ και πολλά χρόνια. Δυστυχώς δεν μπορώ, μου είναι αδύνατο. Τίποτα δεν ταιριάζει με εμένα  και μην παρεξηγηθώ, δεν το παίζω Πατριώτης, αυτό τώρα είναι ξεπερασμένο. Δεν ανέχομαι αυτόν τον ψεύτικο άνθρωπο, αυτόν τον καλοπερασάκια, τον χωρίς έννοια τον δειλό, τον ζηλιάρη, τον χαιρέκακο, που μετρά την ανθρωπιά και την θέση στην κοινωνία με τα λεφτά.

          Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να γίνω αυτός ο άνθρωπος. Ντρέπομαι και να λέω ότι είμαι ένας από αυτούς. Έπαψα να είμαι ενας από αυτούς.

          Νοιώθω ότι ακόμα έχω ταυτότητα. Με αυτήν θα αναζητήσω μιαν άλλη Πατρίδα μια νέα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μα τουλάχιστον άνθρωπος.

 

 

 

Σημ: «αυτός ο άνθρωπος» = Κύπριος.                                    

.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.