Της Katinka Barysch
Η συζήτηση της Βρετανίας σχετικά με την Ευρώπη προχωράει από τη διαδικασία (δημοψήφισμα, πότε; με ποιό τρόπο;) στην ουσία, στο ερώτημα του κατά πόσον το κόστος της παραμονής στην ΕΕ αντισταθμίζει τα οφέλη. Αυτή η συζήτηση είναι υγιής. Αυτό που με μπερδεύει είναι πως μερικά από τα πιο συχνά εμφανιζόμενα επιχειρήματα σε αυτή τη συζήτηση είναι αβάσιμα, ωστόσο έχουν διάρκεια.
Έχω κάνει μια σειρά δημόσιων συζητήσεων με τον ηγέτη του UKIP, Nigel Farage και άλλους σκληρούς ευρωσκεπτικιστές. Οι συζητήσεις αυτές δεν αποτελούν μέρος της δουλειάς μου: το CER είναι ένα ανεξάρτητο think-tank, δεν είναι ένας οργανισμός που διοργανώνει εκστρατείες. Ωστόσο, ως αναλύτρια, πιστεύω πως η συζήτηση για την Ευρώπη πρέπει να είναι καλά ενημερωμένη.
Οι σκληροπυρηνικοί ευρωσκεπτικιστές συχνά βασίζουν τα επιχειρήματά τους σε αξιώσεις που απλά δεν είναι σωστές. Οι φιλοευρωπαίοι ομόλογοί τους, μένουν στη συνέχεια με την επιλογή να διαμαρτυρηθούν ανεπαρκώς ότι οι ευρωσκεπτικιστές κάνουν οικονομία στην αλήθεια. Οι ευρωσκεπτικιστές έχουν την πρωτοβουλία και οι φιλοευρωπαίοι έχουν το ηθικό επίπεδο. Όσο οι ευρωσκεπτικιστές ξεφύγουν με το να λένε στο κοινό ότι οι ανεμόμυλοι της ΕΕ είναι επικίνδυνοι γίγαντες, η συζήτηση για την Ευρώπη θα παραμένει σκιώδης.
Ένα από τα πιο συχνά επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα στη βρετανική συζήτηση για την ΕΕ είναι ότι «η Επιτροπή στις Βρυξέλλες υπαγορεύει το 75% των νόμων μας» (αυτό είναι ένα απόσπασμα από την ιστοσελίδα του UKIP, αλλά έχω ακούσε τον αριθμό να επαναλαμβάνεται σε δημόσιες συζητήσεις και στα εθνικά ΜΜΕ). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν υπαγορεύει νόμους, της επιτρέπεται να προτείνει νόμους. Αλλά αυτοί που διαπραγματεύονται και συμφωνούν επ’ αυτών είναι οι υπουργοί των (εκλεγμένων) κυβερνήσεων της ΕΕ, μαζί με το (εκλεγμένο) Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το ποσοστό του 75% προέρχεται από μια δήλωση που ο Hans-Gerhard Pöttering, ο τότε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έκανε το 2009: «Σήμερα, περίπου το 75% της νομοθεσίας της ΕΕ αποφασίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο των Υπουργών και έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή μας ζωή». Σημείωση: ο Pöttering μιλούσε για το μέρος της κοινοτικής νομοθεσίας που επηρεάζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν αναφερόταν στην εθνική νομοθεσία.
Οπότε, ποιό είναι το πραγματικό μέρος της νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου που συνδέεται με τις οδηγίες της ΕΕ; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Πρώτον, η νομοθεσία της ΕΕ και οι εθνικές νομοθεσίες δεν μπορούν να συγκριθούν ως ομοειδή. Οι κανονισμοί της ΕΕ εφαρμόζονται άμεσα στα κράτη-μέλη. Οι οδηγίες της ΕΕ υλοποιούνται μέσω των εθνικών νόμων και κανονισμών. Μερικές φορές ένα εθνικό δίκαιο εφαρμόζει τέσσερις οδηγίες της ΕΕ, μερικές φορές τέσσερις εθνικές νομοθεσίες εφαρμόζουν μία κοινοτική οδηγία.
Πολλές βρετανικές επιχειρησιακές ρυθμίσεις είναι πιθανό να σχετίζονται με τον ένα, ή με τον άλλο τρόπο με την ενιαία αγορά και ως εκ τούτου, με την ΕΕ. Όμως, η ΕΕ δεν ασχολείται και τόσο με τη ρύθμιση των βρετανικών κανόνων σχετικά με τους φόρους (εκτός από τον ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης), την κοινωνική ασφάλιση, τις συντάξεις, την παιδεία, την αστυνόμευση (εκτός από τις διασυνοριακές συναλλαγές), την χωροταξία ή την υγεία. Η Βιβλιοθήκη της Βουλής των Κοινοτήτων έχει προσπαθήσει να υπολογίσει το ποσοστό της δευτερογενούς νομοθεσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο που προκύπτει από τις απαιτήσεις της ΕΕ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «αυτός ο αριθμός κυμάνθηκε μεταξύ 8% και 10% κατά την τελευταία δεκαετία». Το Open Europe, ένας ευρωσκεπτικιστικό think-tank, έχει περάσει δύο χρόνια μελετώντας το ζήτημα του πόσοι βρετανικοί νόμοι μπορούν να αναχθούν στην ΕΕ. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί το ποσοστό με οποιοδήποτε είδος ακρίβειας.
Εξάλλου, δεν πρόκειται για ένα απλό ερώτημα του πόσο οι κανονισμοί της ΕΕ κοστίζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το κατά της ΕΕ Bruges Group ισχυρίζεται ότι οι κανονισμοί της ΕΕ κοστίζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο 28 δισεκατομμύρια λίρες το χρόνο, αλλά το από πού προέρχεται αυτό το ποσό δεν είναι σαφές. Ορισμένοι ευρωσκεπτικιστές έχουν επίσης ισχυριστεί πως οι κανονισμοί της ΕΕ κόστισαν στο Ηνωμένο Βασίλειο περισσότερες από 100 δισεκατομμύρια λίρες κατά την τελευταία δεκαετία. Το ποσοστό αυτό είναι πιθανόν να βασίζεται σε έρευνα που έκανε το OpenEurope το 2010 που θα πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή.
Το Open Europe κοίταξε τις εκτιμήσεις αντικτύπου που συνοδεύουν 2.000 επιχειρησιακούς κανονισμούς του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1998 (Πολλές εθνικές κυβερνήσεις, καθώς και η ΕΕ, προσπαθούν να εκτιμήσουν τις πιθανές θετικές και αρνητικές επιπτώσεις των προγραμματισμένων νομοθεσιών πριν τις θέσουν σε ισχύ). Στη συνέχεια, οι ερευνητές του Open Europe, άθροισαν το εκτιμώμενο κόστος των προτεινόμενων κανονισμών, καθώς και τα εκτιμώμενα οφέλη. Διαπίστωσαν ότι οι 2.000 ρυθμίσεις θα μπορούσαν να έχουν κοστίσει στην οικονομία συνολικά 176 δισεκατομμύρια λίρες από το 1998 και ότι 124 δισεκατομμύρια λίρες από αυτά θα μπορούσαν να προέρχονται από τις ρυθμίσεις που σχετιζόταν κατά κάποιο τρόπο με τις πολιτικές της ΕΕ. Λέω «θα μπορούσαν να προέρχονται» επειδή τα 176 και 124 δισεκατομμύρια λίρες είναι στοιχεία που προέρχονται από υπουργικές εκτιμήσεις των πιθανών δαπανών και όχι από πραγματικές δαπάνες.
Οι ερευνητές, επίσης, προσέθεσαν τα εκτιμώμενα οφέλη των κανονισμών και διαπίστωσαν πως είναι σημαντικά μεγαλύτερα (κατά 60%) σε σχέση με το εκτιμώμενο κόστος. Με άλλα λόγια, αν και οι κανονισμοί μπορεί να είναι επαχθείς, η καθαρή επίδρασή τους στην οικονομία εκτιμάται ότι θα είναι θετική επειδή, συνήθως, βοηθούν επιχειρήσεις να κάνουν συναλλαγές η μία με την άλλη, καθώς κάνουν τους εργαζομένους πιο παραγωγικούς και τα προϊόντα ασφαλέστερα. Το Open Europe λέει ότι το καθαρά θετικό αποτέλεσμα είναι μικρότερο για τις διατάξεις που σχετίζονται με την ΕΕ από ό,τι για τους εθνικούς κανονισμούς. Αλλά παραδέχεται ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ποσοστικοποιηθούν τα οφέλη της νομοθεσίας της ΕΕ, αφού οι εκτιμήσεις των επιπτώσεων συνήθως δεν λαμβάνουν υπόψη τα ευρύτερα οφέλη, όπως την πρόσβαση στην ενιαία αγορά ή τη μείωση των τιμών που προκύπτουν από την ενίσχυση του διεθνούς ανταγωνισμού.
Το κόστος των κανονισμών της ΕΕ εξαρτάται από τον τρόπο που εφαρμόζονται στις επιμέρους χώρες της ΕΕ. Ορισμένες κυβερνήσεις υπερβαίνουν ό,τι απαιτείται από την ΕΕ. Μια ανασκόπηση του 2006 δεν βρήκε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει κάνει περισσότερη «επιχρύσωση» σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ. Αλλά οποιαδήποτε ουσιαστική εκτίμηση της επιβάρυνσης των κανονισμών της ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει το μέρος των εξόδων που προστίθεται σε εθνικό επίπεδο.
Οι δαπάνες αυτές θα πρέπει στη συνέχεια να τεθούν απέναντι στα οφέλη του να είσαι μέλος της ενιαίας αγοράς και της μεγαλύτερης εμπορικής δύναμης στον κόσμο. Αυτά τα οφέλη είναι εξίσου δύσκολο να υπολογιστούν με το κόστος της παραμονής στην ΕΕ. Ως εκ τούτου, όταν οι φιλοευρωπαίοι χρησιμοποιούν στοιχεία όπως τα 3,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που εξαρτώνται άμεσα από τις εξαγωγές προς την ΕΕ ή τις 3.300 λίρες που κερδίζει κάθε χρόνο κάθε βρετανικό νοικοκυριό από το να είναι εντός της ΕΕ, θα πρέπει επίσης να τις λαμβάνουμε υπόψη με μια δόση υπερβολής.
Οι ευρωσκεπτικιστές υποστηρίζουν ότι η πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά δεν αξίζει πλέον πολύ για τη Βρετανία, από τη στιγμή που τώρα έχει συναλλαγές «κυρίως» με χώρες μη μέλη της ΕΕ. Είναι αλήθεια ότι το μερίδιο των βρετανικών εξαγωγών που πηγαίνουν σε άλλες χώρες της ΕΕ έχει μειωθεί σε μόλις λιγότερο από το 50% και ότι οι πωλήσεις προς τις αναδυόμενες αγορές αυξάνονται ταχύτερα, γεγονός που είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κάποιος, δεδομένου ότι η ευρωζώνη βρίσκεται σε ύφεση, ενώ πολλές αναδυόμενες αγορές εξακολουθούν να αναπτύσσονται με ταχύ ρυθμό.
Όμως, οι βρετανικές εξαγωγές προς τις αναδυόμενες οικονομίες αρχίζουν από μια εκπληκτικά χαμηλή βάση: το 2007 το 3,3% των βρετανικών εξαγωγών πήγε στις χώρες BRIC, μέχρι το 2012 το ποσοστό αυτό είχε ανέλθει στο 5,6%. Η Βρετανία εξακολουθεί να πωλεί περισσότερα στη Γερμανία απ’ ό,τι στη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τον Καναδά μαζί. Μια άλλη βασική εξαγωγική αγορά για τη Βρετανία είναι οι ΗΠΑ, με τις οποίες η ΕΕ διαπραγματεύεται επί του παρόντος μια ελεύθερη συμφωνία εμπορίου κι επενδύσεων.
Οι ευρωσκεπτικιστές αφήνουν συχνά να εννοηθεί ότι αν η Βρετανία διέκοπτε τους δεσμούς της με την ΕΕ, θα είχε περισσότερες εμπορικές συναλλαγές με τις αναδυόμενες αγορές. Από μια καθαρά αριθμητική άποψη αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η αλήθεια: αν οι βρετανικές επιχειρήσεις έβρισκαν πιο δύσκολη την πρόσβαση στις αγορές της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πολωνίας μπορεί να προσπαθούσαν σκληρότερα να πωλήσουν προϊόντα στην Ινδία και την Ινδονησία. Αλλά η ιδέα ότι η ΕΕ επιβαρύνει τη Βρετανία είναι λανθασμένη. Η Γερμανία πωλεί έξι φορές περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες στην Κίνα απ’ ό,τι κάνει το Ηνωμένο Βασίλειο. Αν η ΕΕ επιβαρύνει τη Βρετανία, γιατί δεν κάνει το ίδιο και στη Γερμανία;
Άλλος ένας αριθμός που αρέσει στους ευρωσκεπτικιστές να χρησιμοποιούν είναι τα 50 εκατομμύρια λίρες που υποτίθεται ότι είναι η καθημερινή βρετανική συνεισφορά στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Ο αριθμός αυτός έχει μια κάποια αλήθεια, αν και είναι ξεπερασμένος. Το 2011 η ακαθάριστη συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου στον προϋπολογισμό της ΕΕ ήταν 13.830 εκατομμύρια λίρες, ή αλλιώς 37 εκατομμύρια λίρες την ημέρα. Αυτό είναι πολύ ή λίγο; Εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η ακαθάριστη συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου είναι η χαμηλότερη απ’ οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ, χαμηλότερη από αυτή των φτωχότερων χωρών, όπως η Πολωνία και η Βουλγαρία. Και φυσικά, η Βρετανία παίρνει επίσης χρήματα πίσω από την ΕΕ για τους αγρότες, τα πανεπιστήμια και τις φτωχότερες περιφέρειες. Όταν τα έσοδα αυτά συνυπολογίζονται, η καθαρή συνεισφορά της Βρετανίας ανέρχεται σε περίπου 1% του συνόλου των κρατικών δαπανών.
Ακόμα κι 1% είναι πολλά, αν, όπως ισχυρίζονται πολλοί ευρωσκεπτικιστές, τα χρήματα αυτά ξοδεύονται ασκόπως. Το UKIP αποκαλεί την ΕΕ ένα «γραφειοκρατικό τέρας» και μερικές φορές υπονοεί ότι οι περισσότερες δαπάνες της ΕΕ πηγαίνουν σε ενοχλητικούς γραφειοκράτες. Στην πραγματικότητα, περίπου το 5% του προϋπολογισμού της ΕΕ δαπανάται για τη διοίκηση και το μισό αυτού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει 23.000 υπαλλήλους, λιγότερους από το Δημοτικό Συμβούλιο του Birmingham. Είναι αλήθεια ότι οι υπάλληλοι της ΕΕ είναι «μη εκλεγμένοι», όπως είναι οι 32.000 υπάλληλοι στο βρετανικό υπουργείο Εσωτερικών και της οποιασδήποτε άλλης κρατικής διοίκησης ανά τον κόσμο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γραφειοκρατία της ΕΕ θα μπορούσε να εκσυγχρονιστεί και να γίνει πιο αποτελεσματική, αλλά οι πραγματικές δυνατότητες για την εξοικονόμηση, όπως έχουν επισημάνει πολλοί Βρετανοί πολιτικοί εδώ και χρόνια, είναι στην κοινή αγροτική πολιτική και τα κεφάλαια για τις φτωχότερες περιφέρειες.
Ο τελευταίος αριθμός που έχει επικρατήσει στη συζήτηση για την Ευρώπη είναι τα 150 δισεκατομμύρια λίρες που υποτίθεται ότι είναι το ποσό που θα μπορούσε να χάσει το Ηνωμένο Βασίλειο μέσα από την κρίση του ευρώ, σύμφωνα με το Bruges Group. Μεταξύ των ηρωικών υποθέσεων στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός αυτός είναι και το ότι όλες οι άλλες 26 χώρες της ΕΕ θα χρεοκοπήσουν ταυτόχρονα, έτσι ώστε να επιβαρυνθεί η Βρετανία με το σύνολο του ύψους 60 δισεκατομμυρίων λιρών κόστους του δανειστικού ιδρύματος που ονομάζεται Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης, ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (πιστωτικό ίδρυμα για υποδομές με αξιολόγηση ΑΑΑ) θα κατέρρεε και ότι η Βρετανία θα καλείτο να διασώσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εάν το ευρώ διαλυόταν.
Η θεμελιώδης αλήθεια είναι ότι η ΕΕ είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο εγχείρημα που δεν μπορεί εύκολα να διασπαστεί σε απλούς αριθμούς, είτε στη θετική, είτε στην αρνητική πλευρά. Ίσως, όμως, με την παροχή τυχαίων αριθμών, μισών αληθειών και φαντασίας στη συζήτηση, οι σκληροπυρηνικοί ευρωσκεπτικιστές θα’ αναγκάσουν τους άλλους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους να κάνουν καλύτερη δουλειά στο να εξηγήσουν τί πραγματικά διακυβεύεται στην παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.cer.org.uk/insights/tilting-european-windmills
Πηγή:www.capital.gr
1 comment
Η Αγγλία βλέπει ότι η Γερμανία σπρώχνει την Ευρώπη οικονομικά στην Κίνα και
πολιτισμικά στο ισλάμ και τρομάζει ως συντηρητική χώρα.Θέλει να διασπάσει τον
άξονα Γερμανίας-Γαλλίας και να προσεταιριστεί τη χωρά των Κελτών ως τοποτηρήτρια
των αγγλικών κεφαλαίων και πνευματικών ιδεών στη Δυτική Ευρώπη.
Οι εξελίξεις αυτές είναι καταλυτικές για τα Βαλκάνια.Η Αγγλία θα ξαναφέρει το
εθνοκεντρικό κράτος.Συνεπώς τα ντόπια συντάγματα θα αναθεωρήσουν πολλές διατάξεις υπέρ των ξένων,κυρίως στο τομέα του αφορολόγητου,της νομικής και πνευματικής υπεροχής και οικονομικής ποσόστωσης.
Νεκτάριος Κατσιλιώτης
Ιστορικός-Εκδότης