Στην Ελλάδα και στην άλλη Ευρώπη, ο κόσμος καραβοτσακίζεται στις πολυαίμακτες συμπληγάδες απελπισίας – αδιεξόδων. Πονάει, οργίζεται, κάπως διαμαρτύρεται, αλλά δεν ξεσηκώνεται. Αδυνατεί, προς το παρόν, να μετουσιώσει την οργή του σε πολιτική δύναμη.
Αυτό αποθρασύνει τους παγκοσμιοκράτες (χρηματοπιστωτές, Βρυξέλλες, ελέγχοντες οργανισμούς ΔΝΤ, ΕΚΤ κ.λ.π.), οι οποίοι με τους υπερεθνικούς θεσμούς και τους δοτούς πολιτικούς καταλύουν πάσαν ιδέα εθνικής στρατηγικής για επανεκκίνηση, ανάπτυξη, έξοδο.
Είναι διάχυτη η κρίση ηγεσίας και οράματος εντός και εκτός Ελλάδος, που απεργάζεται την υπονόμευση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την συρρίκνωση όλων των μορφών εθνικής κυριαρχίας.
Η παγκοσμιοκρατία ανέδειξε τα δυο εργαλεία υποταγής και αχρήστευσης του εθνικού κράτους, την απο-εθνοποίηση και την απο-ιέρωση. Χτυπάει μ’ αυτά τους κύριους πυλώνες συνοχής και αλληλεγγύης της κοινωνίας, την πατρίδα και την πίστη. Η αποδόμηση και ο εθνομηδενισμός στην εκπαίδευση επέφεραν βαθιά κρίση ταυτότητας ιδίως στους νέους μας.
Η άλωση του (υπολοίπου) κράτους από τις δυνάμεις της αγοράς θέτει υπό κηδεμονία την βασική έκφραση της ύπαρξής του, την κρατική κυριαρχία.
Όλα αυτά βέβαια μπορούν για λίγο ακόμη να αναβάλουν την κοινωνική εξέγερση, αλλά δεν θα την ματαιώσουν.
Το Eurogroup (διάβαζε: Μέρκελ) ελληνικής αντιστάσεως ελλειπούσης ακρωτηρίασε τη δόση από 8,1 σε 6,8 δις, την έσπασε σε υποδόσεις και όρισε προϋπόθεση την ανθρωποθυσία 13.000 χιλιάδων υπαλλήλων.
Μέγα της διαπραγματευτικής ανικανότητάς μας τρόπαιον.
Οι δανειστές κακουργούν με την αδρή συνέργεια των επιχώριων εγκαθέτων τους, που απίθωσαν στα πόδια τους ολόκληρη την εθνική μας κυριαρχία και περιμένουν το νεύμα τους για το αν και πού θα καθίσουν.
Ευτέλισαν την αγορά εργασίας υπηρεσιών, προϊόντων και βαττολογούν για διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, ο εστι μεθερμηνευόμενον απολύσεις.
Ούτε η παραμικρή ιδέα τόνωσης αναπτυξιακής, βγαίνει από τα στεγνά χείλη των τροϊκανών. Ουδείς σκέφτηκε να ενισχύσει το υγιές κομμάτι της «ραχοκοκαλιάς της οικονομίας», τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αν λάβουν κίνητρα να προσλάβουν 1 τουλάχιστον εργαζόμενο, η καθεμία θα ήταν μέγιστη προσφορά στην πραγματική οικονομία και αισθητή εκτόνωση στην όλη αποκρουστική και άγαρμπη συγκυρία.
Με στενοχωρεί έγραφε πρόσφατα ο Krugman (N.Y. Times / «Κ» 7/6/13) ότι, «μία περισσότερο ή λιγότερο μόνιμη οικονομική δυσπραγία μπορεί να καταλήξει απλά στο να γίνει αποδεκτή (…), με στενοχωρεί ότι μπορεί να υποφέρουμε ατέλειωτα, να υποφέρουμε εθελούσια, αλλά η πολιτική και οικονομική ελίτ να μην αισθανθεί ότι πρέπει να αλλάξει τις επιλογές της».
Είναι δεδομένο ότι οι ελίτ δεν θα αλλάξουν τις επιλογές τους. Τις ελίτ όμως, και πρωτίστως τις πολιτικές, μπορεί να τις αλλάξει ένας, ο λαός.
Αυτός, αν και υποφέρει μαζοχιστικά, αδρανεί. Και αν ξαφνικά κληθεί να ψηφίσει μπορεί να διαπράξει το αποτρόπαιον, να επιβραβεύσει τους δημίους του!
Από τη μια οι μηχανισμοί εξουσίας, παρά την αναξιοπιστία τους και από την άλλη οι εγκλωβισμένες σε αταβιστικές ιδεοληψίες συνειδήσεις, ορθώνονται ως δυσυπέρβλητα εμπόδια.
Μιλούν νυχθημερόν για μεταρρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις, ανασυγκροτήσεις, έννοιες πια κενές περιεχομένου. Την νομιμότατη δημόσια ραδιοτηλεόραση την έκλεισαν κακήν κακώς, ενώ τα χωρίς καμία αδειοδότηση ιδιωτικά μεγαλοκάναλα νέμονται ασυδότως και αδαπάνως γι’ αυτά τις παρανόμως καταληφθείσες κρατικές συχνότητες. Ταυτόχρονα τα αφεντικά τους αυτοπροήχθησαν σε αποφασιστικούς παράγοντες του δημοσίου βίου. Οι πολιτικές ελίτ ενεργούμενα των οικονομικών ελίτ, κύριο χαρακτηριστικό της τρέχουσας μεταδημοκρατίας.
Ο Μάριο Ντράγκι αναμόχλευσε τα μαγειρεμένα στοιχεία του 2010, που φυσικά και έγιναν εν γνώσει των Βρυξελλών, για να δικαιολογήσουν το έγκλημα (το λέει λάθος) της συνταγής. Παριστάνει όμως τον ανήξερο, ότι το Μνημόνιο που μας φόρτωσαν είναι το παγκοσμίως χειρότερο από τα 159 στην ιστορία του ΔΝΤ. (Βλ. «Ανατομία της αποτυχίας», Ινστιτούτο Bruegel).
Όφειλαν να προχωρήσουν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και αντ’ αυτής προστάτευσαν τις τράπεζές τους με υποθήκευση του δημοσίου πλούτου μας και αποκεφαλισμό της κυριαρχίας μας.
Επείγει ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, για την ανασυγκρότηση της πρωτογενούς παραγωγής, με έμφαση σε τομείς εντάσεως εργασίας και νέων τεχνολογιών. Τα Πανεπιστήμιά μας παράγουν γνώση σε σημαντικές περιπτώσεις πρωτότυπη. Καιρός να αξιοποιηθεί.
Να μάθουμε να διεκδικούμε και να διαπραγματευόμαστε. Και τα δικά μας λάθη να μας γίνουν ακριβώς πρόσθετο μάθημα.
«Όσα τε ημάρτομεν πρότερον, νυν αυτά ταύτα προσγενόμενα διδασκαλίαν παρέξει». (Θουκυδίδης ΙΙ, 87, 7).