H νομικά τεκμηριωμένη πρόταση της καθηγήτριας κυρίας Αλίκης Μαραγκοπούλου να χαρακτηριστεί η κουκουλοφορία ιδιώνυμο αδίκημα («Κ» 15.2.2009) δεν απαντήθηκε. Αγνοήθηκε και από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση.
Το ερώτημα πολλαπλών προελεύσεων, γιατί η ελληνική αστυνομία δεν χρησιμοποιεί εκτοξευτήρες νερού για τη διάλυση διαδηλωτών που εγκληματούν, έμεινε αναπάντητο από την κυβέρνηση, ασχολίαστο από την αντιπολίτευση.
Η αιτιολογημένη πρόταση από αυτήν εδώ την τακτή επιφυλλίδα (στις 25.1.2009) να ενεργοποιηθεί ο νόμος προστασίας των μαρτύρων αστυνομικών στις δίκες διαδηλωτών για εγκληματικές ενέργειες αγνοήθηκε επίσης προκλητικά.
Τρία ενδεικτικά παραδείγματα παγερής αδιαφορίας των επαγγελματιών της πολιτικής για θετικές εισηγήσεις κατετεθειμένες με δημόσιο λόγο και με κοινό στόχο την απαλλαγή των πολιτών από την παγιωμένη στη χώρα τρομοκρατία. Η αδιαφορία τεκμηριώνει την κοινή πια βεβαιότητα ότι η άσκηση της πολιτικής (ή ό,τι τέλος πάντων καταλαβαίνουμε σήμερα σαν άσκηση πολιτικής) είναι στεγανά χωρισμένη από την κοινωνία και τα προβλήματά της. Είναι κοινωνικό περιθώριο η πολιτική, ανταγωνισμός συντεχνιών για ιδιοτελή συμφέροντα στο προσχηματικό πεδίο τάχα διαχείρισης των κοινών.
Ομως, η οργανωμένη εγκληματική παράνοια εξακολουθεί να δυναστεύει τους πολίτες, να κρατάει την κοινωνία δέσμια στον τρόμο, στην απειλή για το επόμενο χτύπημα, στον πανικό της ανασφάλειας. Πυρπολούνται σιδηροδρομικοί συρμοί, πολυβολούνται τηλεοπτικοί σταθμοί, παγιδεύονται οικοδομικά τετράγωνα με τεράστιες ποσότητες εκρηκτικών.
Τις προάλλες κατέστρεψαν οι λυμεώνες ένα κόσμημα μέσα στην καρδιά της Αθήνας: την οικία Κωστή Παλαμά, εντευκτήριο των καθηγητών του Καποδιστριακού, με συγκεντρωμένη εκεί όση πατίνα αρχοντιάς παλαιών επίπλων, αυθεντικών πινάκων ή κειμηλίων είχαν απομείνει στο εξαθλιωμένο Αθήνησι. Και κάποιες μέρες μετά, το ίδιο ηροστράτειο μένος επέλεξε θύμα του το συμβολικό για τον ρόλο του στη ζωή της πόλης βιβλιοπωλείο: τον «Ιανό». Το έκαναν θρύψαλα, με φανατισμό έκδηλον στις ασύγκριτα περισσότερες από ό,τι στα γύρω μαγαζιά φθορές.
Καθόλου απίθανο επόμενος στόχος να είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη, η Ακαδημία, τα βυζαντινά μνημεία της Αθήνας. Τον ιερό βράχο της Ακρόπολης πρόλαβαν και τον βεβήλωσαν τον Δεκέμβρη κομματικά επώνυμοι: οι τάχα και Ερυθροφρουροί του κ. Αλαβάνου – η φωτογραφία του βανδαλισμού που αποτόλμησαν έκανε τον γύρο του κόσμου. Η οργανωμένη εγκληματική παράνοια κολακεύεται με τις θωπείες του κ. Αλαβάνου, εξωραΐζεται σαν ηρωική «εξέγερση», «επαναστατική έκρηξη». Απολαμβάνει τους ρητορικούς εξορκισμούς της κυρίας Παπαρήγα και του κ. Καρατζαφέρη, την ένοχη ανοχή του κ. Παπανδρέου, γίνεται αφορμή επιδείξεων ευγλωττίας του κ. Καραμανλή.
Οχτώ κουκουλοφόροι ήταν οι αυτουργοί του κακουργήματος στον «Ιανό». Κάπως περισσότεροι στην οικία Παλαμά. Αν μία από τις τρεις προτάσεις που επαναληπτικά προαναφέρθηκαν είχε εισακουστεί από την κυβέρνηση υιοθετημένη και από την αντιπολίτευση, τα δύο, τεράστιας συμβολικής σημασίας εγκλήματα, με ανυπολόγιστες στην κοινωνική ψυχολογία επιπτώσεις, θα είχαν πιθανότατα αποτραπεί. Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας συναντάει κανείς την ίδια, πανομοιότυπα επαναλαμβανόμενη απορία: Μα, επιτέλους, δεν αντιλαμβάνονται οι επαγγελματίες της εξουσίας ότι έχουμε φτάσει στο απροχώρητο; Δεν καταλαβαίνουν τίποτα από όσα συμβαίνουν στη χώρα; Δεν τους ενδιαφέρει ούτε ελάχιστα η σμπαραλιασμένη ψυχική αντοχή των ανθρώπων;
Το κράτος έχει καταρρεύσει, ζούμε την τρομακτική ανασφάλεια της ασυδοσίας, της ανεξέλεγκτης βίας, της ατιμωρησίας του εγκλήματος, υποφέρουμε από την αναιδέστερη που γνωρίσαμε ποτέ κερδοσκοπία, τη διάλυση της έννομης τάξης, τον χρηματισμό, τη διαφθορά, τα αντανακλαστικά της ζούγκλας στην καθημερινή συμπεριφορά.
Και τα κόμματα ερίζουν σε επίπεδο νηπιακής ή παθολογικής ολιγοφρένειας, ποιο και για πόσο ή πότε θα απολαύσει την εξουσία, αν θα ξετιναχτεί και πάλι ο τόπος με καινούργιες εκλογές μέσα σε έναν μόλις χρόνο, για να φύγουν οι εξευτελιστικά ανίκανοι και να ξανάρθουν οι αδίστακτοι αμοραλιστές – να εναλλάσσονται στη συγκομιδή απόλαυσης η Σκύλλα με τη Χάρυβδη.
Τα τηλεοπτικά κανάλια, με πρώτα και καλύτερα τα κρατικά, σπέρνουν κάθε μέρα τρόμο, μεθοδευμένο πανικό για την καταστροφική οικονομική κρίση που μας απειλεί. Ωσάν να είναι διατεταγμένα να νεκρώσουν την αγορά. Τρόμο σπέρνει με πανικόβλητα διαγγέλματα και ο πρωθυπουργός. Γιατί άραγε; Μοιάζει ύποπτη η αοριστία των εκφράσεων. Δεν μας λένε ούτε τις συγκεκριμένες επιπτώσεις που η διεθνής κρίση μπορεί να έχει στη χώρα μας ούτε τις συγκεκριμένες κυβερνητικές ενέργειες που απαιτούνται ή τις συγκεκριμένες συμπεριφορές που οφείλουμε οι πολίτες να υιοθετήσουμε. Η αοριστολογία είναι το μικρονοϊκό τέχνασμα των συντεχνιών τουπίκλην κομμάτων. Αποφεύγουν το συγκεκριμένο όπως η νυχτερίδα το φως. Επιβιώνουν, παρά την εγκληματική τους ανικανότητα ή τον ηροστράτειο μηδενισμό τους, χάρη στην αοριστία της «πολυσυλλεκτικής» τους συγκρότησης, των «διαλόγων από μηδενική βάση», της μεγαλόστομης κενολογίας τους.
Αν πραγματικά αγωνιούν οι κομματικές συντεχνίες για την οικονομική κρίση που απειλεί και τη χώρα μας, γιατί δεν συζητούν προτάσεις συγκεκριμένων μέτρων ελέγχου των κουκουλοφόρων, προκειμένου να αποτραπούν καταστροφές επιχειρήσεων που αφήνουν πολλούς, πάμπολλους ανθρώπους χωρίς μεροκάματο. Γιατί δεν τολμάνε τα συγκεκριμένα αυτονόητα: να περικόψουν τις μυθώδεις απολαβές της κομματικής καμαρίλας: προέδρων σε δημόσιους οργανισμούς και εταιρείες του Δημοσίου, απολαβές χρυσοκάνθαρων «ειδικών συμβούλων» γύρω από κάθε πρόεδρο και υπουργό, αναρίθμητα κρατικά αυτοκίνητα με οδηγούς και σωματοφύλακες της καμαρίλας. Γιατί δεν περικόπτουν τις φρενήρεις δαπάνες του κράτους για τις αδιάκοπες επισκευές των γηπέδων, την αστυνόμευση των γηπέδων, τη δημοσιογραφική κάλυψη της ψυχανωμαλίας του «φιλαθλητισμού». Γιατί ανέχονται το μισό από το χαράτσι που πληρώνουν οι πολίτες για την ΕΡΤ να πηγαίνει στην εθνική ντροπή: την αισθητική αθλιότητα του διαγωνισμού της Γιουροβίζιον.
Ας προσέξει ο αναγνώστης τη γλώσσα που μιλάνε οι πολιτικοί μέσα στη διάλυση, που όλοι βιώνουμε, του κράτους, των θεσμών, της κοινωνικής συνοχής: Πέρα από την παγιωμένη αποφυγή του συγκεκριμένου, απουσιάζει και η παραμικρή έστω αναφορά σε κριτήρια διάκρισης του συμφέροντος από το ασύμφορο, κριτήρια αξιολόγησης ποιοτήτων και ιεράρχησης προτεραιοτήτων.
Απουσιάζουν από το λεξιλόγιο των πολιτικών οι λέξεις που συντηρούσαν, επί τρεις χιλιάδες χρόνια, από τον Ομηρο ώς τον Θεμιστοκλή Σοφούλη και τον Πλαστήρα, την ενοείδεια του ελληνικού πολιτικού λόγου: η πατρίδα, το χρέος, η τιμή, η ύβρις, η αρετή, το φρόνημα.
Τουλάχιστον να μην παραδοθούμε στους κάπηλους αμαχητί.
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή – Ημερομηνία δημοσίευσης: 15-03-09
.
2 comments
[…] Από το http://www.antibaro.gr/article/8805 […]
[…] Από το http://www.antibaro.gr/article/8805 […]