«Το υπερίμπλασθαι την γαστέρα και το καταβαρύνεσθαι ταις τροφαίς κατάρας άξιον»
Μέγας Βασίλειος
Κάθε Σεπτέμβριο λίγο προ της ενάρξεως της νέας σχολικής χρονιάς σε πολλές βορειοελλαδίτικες πόλεις στήνεται η εμποροπανήγυρις. Το έθιμο έχει βυζαντινές ρίζες ήκμασε την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κυρίως ως ζωοπάζαρο, συνεχίστηκε κατά την διάρκεια του λεγομένου ελεύθερου βίου, ενώ στις μέρες μας είναι και πάλι ζωοπανήγυρις με την διαφορά ότι τα συμπαθή ζώα τα «παζαρεύουμε» ξαπλωμένα στις σχάρες, τεμαχισμένα και ψημένα υπό μορφήν σουβλακίων, σουτζουκακίων και λοιπών μορφών, στις οποίες τα τεμαχίζουν οι κρεοπώλες. Εκατοντάδες χοίροι και άλλα συμπαθή ζωντανά θυσιάζονται την περίοδο της εμποροπανηγύρεως, για να καρυκεύσουν και να γλυκάνουν το άγχος των περιηγητών, εν όψει του θλιβερού, οικονομικώς, χειμώνα. Δεκάδες ατυχή τετράποδα καταβροχθίζονται, για να απαλύνουν και να διασκεδάσουν τους καημούς και τα βάσανα των Νεοελλήνων. Αν δεις αυτές τις μέρες την πόλη από ψηλά, δεν μοιάζει με ζωγραφιά, αλλά με πεδίο μάχης. Τις βραδινές ώρες, κυρίως, ένα τεράστιο σύννεφο καπνού τυλίγει στοργικά την μικρή μας πόλη. Μυρωδιές ανάκατες ερεθίζουν την όσφρησή μας. Εκεί τα εκμαυλιστικά σουβλάκια, εδώ τα πεντανόστιμα λουκάνικα Ηρακλείας, παραπέρα το λαχταριστό κοκορέτσιον και τα σουτζουκάκια. Από όλη την Μακεδονία καταφθάνουν οι μάστορες της γαστρονομίας και γαστριμαργίας. Παραφράζοντας τον αλεξανδρινό ποιητή θα λέγαμε «είμεθα ένα κράμα εδώ : Κιλκισιώτες, Σερραίοι, Γραικοί, Γραικύλοι, Προδότες, Μνημονιακοί, Λαμόγια, “Αγανακτισμένοι” και λοιποί βάρβαροι και Αργείοι… (Σπεύδω και εξηγώ προς άρσιν τυχόν παρεξηγήσεων. “Βίος ανεόρταστος μακριά οδός απανδόκευτος” έλεγαν οι αρχαίοι. Τα εμποροπανηγύρια ή “παζάρια” όπως τα ονομάζαμε στην πατρίδα μου την Πιερία, είναι ωραία, σύναξη και συνάθροιση του λαού, αίσθηση του συνανήκειν, μερισμός των δεινών του βίου, ένα είδος παρηγορίας και συναντίληψης. Ίσως αυτά χάθηκαν σήμερα εν μέσω παγκοσμιοποιήσεως της φτηνής και αγοραίας ψυχαγωγίας. Οι τοπικές όμως κοινωνίες διατηρούν ακόμη κάποια ψήγματα αυθεντικότητας, κάτι από την χαμένη αθωότητα των περασμένων. Γι’ αυτό καλά είναι τα τοπικά πανηγύρια, αρκεί να μην καταντούμε “για τα πανηγύρια”. όπως λέει και ο λαός, στηλιτεύοντας την γελοιότητα και το κιτσαριό).
Άξια όμως σχολιασμού είναι και η «χρονική» σημειολογία της εμποροπανηγύρεως. (Σημειολογία είναι η θεωρητική μελέτη και ανάλυση των συμβόλων). Εξηγώ. Την εμποροπανήγυριν διαδέχεται το σχολικό κουδούνι. Οι μαθητές με νωπότατη την μνήμη του ξεφαντώματος και της θερινής ξεγνοιασιάς βρίσκονται το πρωινό της Δευτέρας φορτωμένοι με… δέκα κιλά βιβλία, εν πολλοίς άχρηστα! Το σουβλάκι γίνεται…μολύβι! Οι σειρήνες της θερινής ευωχίας και τα ουρλιαχτά των παιχνιδιών παύουν. Στη θέση τους ακούγεται το καταθλιπτικό κουδούνι. (Γι’ αυτό οι δάσκαλοι προσπαθούν επί δύο και τρείς εβδομάδες «να προσαρμόσουν» τους μαθητές τους, να τους συμμαζώξουν τον νου, να τους επαναφέρουν στο σχολικό κλίμα). Μπορεί ο αρχαίος σοφός να απεφάνθη ότι κάθε άνθρωπος από την φύση του «ορέγεται του ειδέναι», θέλει να μαθαίνει, όμως δεν προέβλεψε την νεοελληνική εξέλιξη. Το «ειδέναι», η γνώση, σήμερα δεν αποτελεί το πρωτεύον «ορεκτικό» του ‘Ελληνα. Το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από τον εγκέφαλο στην «δέσποινα κοιλία», από το “ειδέναι” στο “ορέγεσθαι”. Η καθιέρωση λοιπόν τα εμποροπανηγύρεως λίγο πριν από την έναρξη του σχολείου αυτό σημειολογικά υποδηλώνει. Πρώτα το φάγωμεν και πίωμεν και κατόπιν το σπουδάσωμεν. «Αρχή και ρίζα παντός αγαθού η της γαστρός ηδονή». Βεβαίως για να μην γενικεύουμε σοφιστικώς- “όπου γενικότης εκεί επιπολαιότης” κατά τον αειθαλή λόγο του Παπαδιαμάντη- πολλοί ή μάλλον πολλές νοικοκυρές, αναμένουν την εμποροπανήγυριν για να αγοράσουν φθηνά τα απαραίτητα εν όψει πάντοτε του δυσβίωτου χειμώνα. Ουδείς όμως πρέπει να ανησυχεί για την περιρρέουσα φτώχεια, ανεργία και πείνα διότι όλα αυτά μόλις θα λυθούν μόλις καταφθάσει το κυβερνητικό κλιμάκιο στην εμποροπανήγυρι της Θεσσαλονίκης, που μετονομάστηκε ευρωπαιστί σε Δ.Ε.Θ. Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος θα ακούσουμε από υψηλά χείλη για την δυσθεώρητη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, για την φρενήρη άνοδο των δεικτών, οι οποίοι συγκλίνουν με τους ευρωπαικούς και τα παρόμοια και ηχηρά βλακώδη και… διεθνοεκθεσιακά. Πνίγουν οι πολιτικοί στους αριθμούς ανθρώπινα δράματα, σκεπάζουν με μαγειρευμένους «δείκτες» την ανατριχιαστική φτώχεια, εντυπωσιάζουν την ποιμνιώδη μάζα και επιστρέφουν πασιχαρείς στους πύργους της αλαζονείας τους. Μοιράζουν απλόχερα αέρα κοπανιστό παροτρύνοντας τον δύσμοιρο πολίτη να συνεχίσει να στηρίζει το έργο της κατοχικής διακυβέρνησης. Όπως έλεγε και ο ποιητής Καρυωτάκης:
«Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς/
κι αν ξενυχτούμε κάτω απ’ τα γεφύρια /
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια /
του περιβάλλοντος της εποχής».
Ας αφήσουμε όμως τα πολιτικά και ας γυρίσουμε στα… πολιτιστικά, στην εμποροπανήγυρι. Το πιο ενδιαφέρον και συνάμα διασκεδαστικό γεγονός της εμποροπανηγύρεως είναι τα διάφορα πολιτιστικά δρώμενα, που την διανθίζουν και την καλλύνουν. Εξαίσιο θέαμα αποτελεί η κατασπάραξη ταυτοχρόνως των σουβλακίων και η παρακολούθηση ενός πολιτιστικού γεγονότος. Άφθαστη παιδαγωγική αρχή: τέρπειν και διδάσκειν. Τρώω και μαθαίνω, εσθίειν και μανθάνειν, όπως ακριβώς γινόταν στα αρχαία συμπόσια. Εξάλλου ουδέποτε ο Έλληνας εγκατέλειψε τα λαμπρά ελαττώματα των προγόνων του. Και το σουβλάκι ακόμη είναι παραφθορά της αρχαίας λέξης όβελος-οβελίδιον. (Το σουβλίζω παράγεται από το οβελίζω. Στην νεοελληνική διασώθηκε σύνθετο ως εξοβελίζω). Εξοβελίζοντας λοιπόν,…σουβλάκια στην εμποροπανήγυρι τηρούμε τις παραδόσεις μας. Οι αρχαίοι Έλληνες όταν ήθελαν να ζητήσουν κάτι από τους θεούς θυσίαζαν ένα ζώο. (Ικετήριος θυσία). Για τους θεούς, βεβαίως, προόριζαν μόνο την κνίσσα(τσίκνα) και τα εντόσθια. (Κορόιδα ήταν;) Το υπόλοιπο του ψημένου ζώου χρησίμευε για την ευωχία και την τέρψη των θυόντων. Άρα και η εμποροπανήγυρις θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια μια ικετήριος θυσία προς τους πολιτικούς «θεούς», ή “δαίμονες” καλύτερα, της Ελλάδας με την ευχή, η τσίκνα των σουβλακίων να φτάσει στα ρουθούνια τους να τους εξευμενίσει, για να γλιτώσουμε τα τρισχειρότερα! (Ενίοτε “θυσίαζαν” και εγκληματίες, τους οποίους διατηρούσαν καθαρούς από παντός μολυσμού, για αρκετό περίπου διάστημα, πριν τους εκτελέσουν. Τους ονόμαζαν καθάρματα, από το ρήμα καθαίρω, που σημαίνει καθαρίζω, εξαγνίζω)
Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό μια νόστιμη, ετυμολογική παρένθεση. Στην αρχαιότητα όταν γίνονταν θυσίες οι φτωχοί συγκεντρώνονταν γύρω από τους βωμούς για να πάρουν μετά το τέλος των θυσιών τα κομμάτια από το κρέας που απόμεναν από τα σφαχτά. Αλλά ήταν τόσοι πολλοί ώστε οι ιερείς δεν ήξεραν σε ποιον να πρωτοδώσουν. Ωστόσο αυτοί που δεν προλάβαιναν να πάρουν μερίδιο άρχιζαν να βρίζουν τους άλλους, που πήραν, ενώ οι άρχοντες διασκέδαζαν. Ένας τέτοιος….περίφημος υβριστής ήταν ο Αθηναίος Δανάκης, που οι καταπληκτικές και πρωτότυπες βρισιές του παρ’ ολίγο να σκιάσουν τη ρητορική δόξα του Δημοσθένη! Οι Αθηναίοι συμπαθούσαν τον Δανάκη και τον θεωρούσαν δάσκαλο στο είδος του. Ωστόσο για τους υβριστές αυτούς βγήκε η λέξη «βωμολόχος», που τη λέμε για όλους εκείνους που βρίζουν. Παράγεται δε από το «βωμός» και «ελλοχεύω»=παραμονεύω, στέκομαι μπροστά από το βωμό.
Το ψήσιμο λοιπόν του προσφιλούς σουβλακίου συνιστά μια βαθιά πολιτική πράξη, μια εύγευστη φωνή και οσμή διαμαρτυρίας. Συμμετέχοντας οι πολίτες στην σουβλακική πανδαισία και παννυχίδα (= παν+νυξ, το ξενύχτι) στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα προς πάσαν κατεύθυνση: αφήστε τον λαό να καταναλώσει τα σουβλάκια είναι και αυτά μια κάποια λύσις…
Και για επίλογο κάτι συναφές που αναφέρει ο δηκτικός και σκωπτικός Ροϊδης, για τους εν Ελλάδι κηφήνες και ξέρουμε όλοι μας ποιοι είναι οι κηφήνες του τόπου μας. “Πολλάκις αναγινώσκομεν στερεότυπόν τινα φράσιν, καθ’ ην η πλησμονή εν Ελλάδι των κηφήνων θέλει επιφέρει αφ’ εαυτής την καταστροφήν αυτών και την απαλλαγήν του τόπου. Τούτο ενθυμίζει ημίν την πρότασιν αγαθού τινός Μολδαβού προς εξόντωσιν των λύκων, ην διετύπωσεν ως ακολούθως: Ν’ αφεθώσιν οι λύκοι να τρώγωσιν ανενοχλήτως τα πρόβατα, διότι άμα αποφαγωθώσιν όλα τα πρόβατα τότε και οι λύκοι θέλουσιν αποθάνει της πείνης”…