«Η μνήμη στην Ελλάδα δε γερνάει ούτε ένα δευτερόλεπτο κάθε αιώνα» (Λόρενς Ντάρελ)
Τέτοιας λογής αποστάγματα αποφθεγματοποιΐας μοιάζουν περισσότερο με ειρωνικά σχόλια, έστω και αν από παράδοση, σε τούτη την παλιά γη της Ευρώπης, έχουμε διαμορφωμένο μέσα μας το είδωλο του ωραίου στην γονιδιακή του μορφή. Πώς όμως, είναι δυνατόν το οπλοστάσιο της μνήμης να λειτουργήσει αμυντικά στις τακτικές αισθητικής ενόχλησης και προσβολής; Η συνωμοσία όλων μας στη σιωπή ομονοεί περισσότερο με το λόγο του Μπόρχες, ότι δηλαδή : «η μνήμη λειτουργεί όπως ένας σκουπιδοτενεκές». Απαθείς και ασυγκίνητοι γνωρίζουμε μόνο να διατηρούμε τα συμφέροντα που μας κρατούν δεμένους με την κοινωνία – σαν φυλακές πολλαπλών συμβάσεων – χωρίς να καλλιεργούμε παράλληλα τα αισθήματα που μας χωρίζουν απ’ αυτήν.
Ο πανηγυρικός θόρυβος από τις επετειακές αναφορές στη Μάχη της Κρήτης έχει σιγήσει. Ο απόηχος όμως στην μνημειωμένη του εκδοχή, ορφανός νοήματος, και απόλυτα μελαγχολικός δείχνει να έχει εξισώσει το ιστορικό με το βαλσαμωμένο τόσο, που το άλαλο δέος θα ταίριαζε μόνο.
Η διαδρομή για τις Αρχάνες γνώριμα οικεία. Μόνο που σε κάποιο κομβικό σημείο, θαρρείς ανατρέπεται η αισθητική του τοπίου. Στο σημείο όπου ένα έργο δίκην γλυπτού στήθηκε, όχι για να μνημειώσει το ιστορικό συμβάν, αλλά για να τονίσει την ανοχή του χώρου στις όποιες καινοφανείς καλλιτεχνικές επεμβάσεις.
Ο ορίζοντας τώρα έχει το χρώμα του θυμού. Του ξεχασμένου πέτρινου θυμού που σκέπασε σαν χώμα τη μνήμη. Λες και οι νεκροί αποκοιμήθηκαν και λησμόνησαν τους καιρούς των ζωντανών. Αφιλόξενο χώμα για να μιλήσεις με τους ήλιους. Το γλυπτό στέκει μετέωρο στην αυτοπάθειά του, ενώ η σιωπή του κοιμητηρίου αντίκρυ επωμίζεται το άηχο της διάρκειας. Η αναθυματική στήλη από σκυρόδεμα σαν νόθος μικρόκοσμος μιας επιφανειακής πραγματικότητας λικνίζεται στο χώρο και στα προσωπικά βιώματα του δημιουργού αλλότρια όνειρα που αναζητούν τον ιστό του συμβόλου, παίζοντας με την ιδέα της μνημείωσης, άνισα. Ανάμεσα στην απάτη και στην αυταπάτη. Μήνυμα Ευτυχώς κανένα. Μολονότι ο θεατής θα μπορούσε να ψάξει και να βρεί ένα σωρό «σημειολογικές» απαντήσεις για να βγάλει βαθυστόχαστα συμπεράσματα. Δεν γνωρίζω εάν ο γλύπτης, όταν αποπειράται να δαμάσει την ύλη, νιώθει κοινωνικός απόστολος ή κάτι τέλος πάντων παρόμοιο, σπουδαίο και συγκινητικό. Ακόμα και αν το γνώριζα, όμως, είναι βέβαιο πως τα έργα τέχνης σήμερα στην πλειονότητά τους δε μου λύνουν κανένα εσωτερικό πρόβλημα, ώστε να βρεθώ κάπου αλλού. Να με παρασύρουν δηλαδή και να εμπλακώ σαν συντελεστής πια και σαν συνένοχος στην υπονοούμενη αλήθεια. Λες και «η αγορά έχει κεσάτια αιδούς». Όταν η τέχνη γίνεται συναλλαγή πνευματικής πενίας, αποτιμάται στο βλέμμα μας σαν ύβρις.
Αισθάνομαι ότι το περιβάλλον δεν οικειοποιείται το έργο. Ίσως επειδή η πατριδογνωσία μας μίκρυνε τόσο, που περιορίστηκε στα όρια ενός ατομικού κελύφους μόνο. Σαν ατμόσφαιρα απογαλάκτισης από μνήμες και οράματα. Το αγενές και βραχύβιο υλικό του έργου, υψιπετές και προκλητικό, ανάδελφο και αγχέμαχο της φυσικής ευγένειας που ο ορίζοντας του πολιτισμού επιβάλλει. Κοιτάζω και το βλέμμα αδειάζει από όλη τη μυθολογία του τόπου και των ανθρώπων που διάβηκαν τους ίδιους δρόμους. Κανείς αρχάγγελος από πέτρα και σίδερο δεν φτερουγίζει καρφωμένος στη γη.
Τα μνημεία ηρώων, με μνήμες, με φωνές, με μάχη κοιτάζουν τον ουρανό και περιμένουν δέηση. Μυρίζεις με τα μάτια σου τους όγκους, κι απορείς πώς βγαίνει από σκληρό υλικό η σκέψη σου, σαν ποτάμι, σαν μονοπάτι επικοινωνίας. Πόρτες, επιθυμίες και θαύματα παραθέτει ο δημιουργούς με δικούς του τρόπους και χρόνους, ξεκλειδώνοντας μια ζωή ανάγλυφη, σαν όραμα. Ίσως επειδή το γλυπτό αποκαλύπτοντας μια ενδογενή ακτινοβολία μνημειώνεται στο φώς, απαλλαγμένο από την αίσθηση του φυσικού του βάρους. Απλό, διαυγές και οικείο ζωντανεύει στο χώρο, εισπνέοντας και αποδίδοντας γόνιμο φώς, όπως τα σφουγγάρια με το νερό της θάλασσας.
Η πολυπλοκότητα του «απλού» ανθρώπου κάποια στιγμή ανταμώνεται με το σώμα της μελαγχολίας που μας παρατηρεί περιπαικτικά από την αρχή, χωρίς οίκτο για τη συνωμοσία της σιωπής μας. Εγώ, η περαστική, το μείγμα περασμένων και παρόντων πολιτισμικών επιπέδων, αποσπάσματα από βιβλία, κομμάτια ανθρώπινα, κομμάτια από πολυφορεμένα γιορτινά ρούχα, όπως ακριβώς είναι μανταρισμένη και η ανθρώπινη ψυχή. Εγώ λοιπόν, σαν τελικός παραλήπτης μιας αισθητικής μειονεξίας που μου αποδίδεται ερήμην μου, καλούμαι να μεταφράσω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων. Να αποδεχθώ την απαθή συμμετοχή μου σαν προσβολή. Εκεί όπου ένα έργο τέχνης στήνεται στις δημοσιές του χώρου και του χρόνου συνάμα, για να μου υπενθυμίσει το πρόσφατο παρελθόν μου. Κάτι σαν ενοχή αισθάνομαι, βλέποντας μνημειωμένο το σώμα του φασισμού – με την όποια ρωγμή απενοχοποίησης για τούτη τη μνημείωση – και όχι της αντίστασης. Συνειρμικά, αναρωτιέμαι μήπως θα΄ πρεπε να’ χει στηθεί στη χώρα του Βορρά όπου ο φασισμός γαλουχήθηκε, αποκαθιστώντας έντιμα την ιστορική μνήμη.
Δε γνωρίζω εάν η επιτροπή που επέλεξε και υλοποίησε το συγκεκριμένο έργο είχε εναλλακτικές προτάσεις επιλογής. Ούτε εάν εκείνο που στο βλέμμα μου εξαργυρώθηκε σαν προσβολή υπήρξε αντίτιμο τιμής που εξαργυρώνονται τα όνειρα. Εκείνο όμως που καλά γνωρίζω είναι πως σαν αμνήμονες εισπράττουμε τελικά ό,τι μας οφείλει το παρόν της μετριότητάς μας.
Ράνια Κιαγιαδάκη
Ζωγράφος – Ποιήτρια
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ηρακλείου ΤΟΛΜΗ.