Σε μιαν επικείμενη επίθεση στη Συρία, ανακαλώ τις θύμησες του Οκτώβρη 2001.
Η αλήθεια μου
Καθρεπτίζω τη γη σ’ ένα γυάλινο θρύψαλο/ και βλέπω την εικόνα μου σαν αντανάκλαση αιώνων/ Είναι η αλήθεια μου μικρή σταγόνα των νερών/ που αντιφέγγει ουρανό/ Τόσο γαλάζιο όμως, πώς να χωρέσει στο βλέμμα μου
Η ποίηση αρμολογεί σφιχτά τους στοχασμούς για να ερμηνεύσει την άγνωρη απολυτότητα του σύμπαντος κόσμου. Και αποφαίνεται για τη μερικευμένη αλήθεια των εφήμερα αιωνίων πραγμάτων. Τούτο, λοιπόν, το κομμάτι της δικής μου αλήθειας μπορώ και στήνω απέναντι στο μέσα μου κόσμο, γνωρίζοντας την ελάχιστη πληρότητα την οποία κατέχει.
Ανακαλώ τη μνήμη του Οκτώβρη με τις μεγάλες σκιές, όπου θροΐζουν οι σπαραγμοί των φυλλοβόλων κήπων. Η δική μου αλήθεια μέσα στο σώμα της ιστορίας μοιάζει με διηγήματα αφής. Ακουμπώ την ιστορία όπως την ακατέργαστη πέτρα, χωρίς αμφισβήτηση, ούτε απόρριψη. Ίσως επειδή οι εμπειρίες των ανθρώπων που την έγραψαν, μυθικά οικείες, είναι το όνομα που έδωσαν στη μνήμη. Σαν έννοια και σαν χρέος χειροπιαστής και καθημερινής κατάφασης στη ζωή. Απόλυτα συγκεκριμένος ο πόλεμος τότε, όπως και ο αντιπόλεμος της αντίστασής τους. Και έμαθα έτσι απλά να στοχάζομαι το μέλλον, σαν μια απόπειρα του παρελθόντος, στην αλληλουχία των μικρών και μεγάλων στιγμών.
Τώρα ο χρόνος εκκρεμεί και επιβραδύνεται, γίνεται στάσιμος και μετατρέπεται σε μια ουσία πηχτή όπως τα όνειρα. Ένα είδος σκοτεινού τρόμου εισχωρεί στο μυαλό όταν ο φωτογενής χαρακτήρας της φρίκης μεταδίδεται σε πραγματικό χρόνο καταστροφής. Οι εικόνες στροβιλίζονται άναρχα χωρίς να αναπαράγουν συγκεκριμένες λογικές. Ο κρατικός επενδύτης της πλέον αλαζονικής νομιμότητας στοίχειωσε τον κόσμο των απόκληρων με τις αμφίδρομες τακτικές μιας χρεωμένης εκδικητικότητας. Κατασκευάζοντας ένα θεό, θεσμοθέτη μελλοθάνατης εργοληψίας, όπου η μισθοδοσία θα δίδεται στους παραδείσους κάποιας άλλης ζωής. Σε μια θρησκευτική νομιμοποίηση σχιζοειδούς λογικής. Έχοντας επίγειο εκπρόσωπο τον άνθρωπο με βλέμμα από υγρό γρανίτη, όπου μορφοποιείται θαρρείς η χαοτική διάσταση της ανθρώπινης βούλησης. Κι αναρωτιέμαι πώς έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και πως ο άνθρωπος κατάντησε το Θεό του.
Τώρα οι χώροι των ερειπίων στο Μανχάταν είναι μια νεογοτθική εκδοχή της κόλασης που αν και ακατοίκητη, μοιάζει να αναδίδει ακόμη από τους ατσάλινους νευρώνες της ένα στεναγμό αλεσμένων ψυχών. Μια αραχνοειδής πυκνότητα θολώνει τα περιγράμματα των ερειπίων, δίδοντάς τους τη μορφή τέρατος κατατρυπημένου από γεράκια που τρέφονται από το κουφάρι του. Τώρα μοιάζουν με ερημικούς ναούς που παρέδωσαν τα είδωλά τους. Η αλαζονεία της αθωότητας έχει πια μολυνθεί από την τραγωδία τόσων νεκρών. Και την ισορροπία του τρόμου που ίσχυε σαν δόγμα, περίπου λογικοφανές στην παράνοιά του, τώρα έχει αντικαταστήσει η ανισορροπία του τρόμου, απόλυτα σχιζοφρενική για να γίνει και κατανοητή σαν πραγματικότητα.
Ο πόλεμος τώρα είναι για τη δύση αόρατος. Όπως αόρατος είναι και ο εχθρός που απειλεί τη ζωή στην καθημερινότητά της. Με γυμνό μάτι δεν ανιχνεύεται. Ούτε περιγράφεται. Ο απόλυτος τρόμος του θανάτου είναι ίχνη απειροελάχιστης ύλης, που μόνο τα βακτήρια αντέχουν να κουβαλούν στη χιλιόχρονη σύστασή τους, χωρίς να εκρήγνυνται.
Είναι όμως ορατή κι αμείλικτη η φωτοσκίαση του θανάτου στις σκυθρωπές χαράδρες του Αφγανιστάν. Εκεί όπου τα σπίτια είναι μια υποτυπώδης προέκταση του εδάφους και η ζωή εξίσου υποτυπώδης. Η χώρα τούτη μοιάζει να επιπλέει πάνω στη χλομάδα μιας ακουαρέλας. Ασαφή τα περιγράμματα των μορφών. Το ανδρικό πρόσωπο με τη γενειάδα και το τουρμπάνι έχει χάσει την υπόστασή του. Και οι γυναίκες σαβανωμένες με μια μπούρκα είναι οι σκιές που διαβαίνουν, με αιωρούμενη ακαμψία, τη κόψη της ανυπαρξίας. Το έγκλημα κυκλοφορεί σαν άγριο ένστικτο παντού. Μέρα μεσημέρι, ακάλυπτο στο φώς, μοιράζει ακριβοδίκαια τις δόσεις του. Και το σκοτάδι, αμετακίνητο και χιλιόχρονο είναι ο εγκληματικός αντίλαλος της μέρας όταν απαριθμεί χαοτικά τον αφανισμό των ανθρώπων.
Κι εγώ ανάμεσα στα «άστατα κι αβέβαια του κόσμου τούτου» πώς να ελπίζω ή να φοβηθώ πέρα του άστατου τούτου κόσμου. Που κατά τον Σεφέρη «βρίσκεται για την ώρα στο σημείο που αντιστοιχεί στα φυτά, εκεί που η ρίζα μόλις αρχίζει να πρασινίζει και να γίνεται χλόη.» Πόσο παρηγορητική είναι η αλήθεια μου, όταν σταματώ στην Εικόνα και στο Πρόσωπο; Εγώ ποιώ στον βιωματικό Θεό μου, κατά πως έμαθα, εικόνες για να μην είναι απρόσωπη η βία και η οργή του. Πρόσωπο, μορφή και εικόνα στην παράδοσή μου, δεν νοούν τύφλωση, ασχήμια ή δυσμορφία. Και προσπαθώ να μη θυμάμαι μόνο επιλεκτικά εννοιολογώντας, μα βιωματικά να ζωγραφίζω, ιστορώντας μ’ ανθρώπινα σύνεργα το εντός μου άβατο. Μορφοποιώ με σχήματα και χρώματα τους φόβους μου, για να συνομιλώ μαζί τους, ισορροπώντας τις στιγμές. Και γνωρίζω πως απ’ όλες τις τέχνες που κατέχουμε, η απλή τέχνη του να είσαι συν-άνθρωπος, είναι τελικά το ζητούμενο.
Το παραπάνω κείμενο είναι δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΤΟΛΜΗ του Ηρακλείου στη Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2001.