Δημήτρη Σταθακόπουλου
Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά• τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου,
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς,
καμμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδυάζει.
Κράτησα τη ζωή μου• στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο τού περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν, μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή, βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές• o χιονισμένος
κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν,
μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκκλήσια, μήτε
τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή,
δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ’ αγγίζει
στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου,
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή,
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν, εκείνους
πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο• τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια τών πλατάνων εκεί
πού στάθηκε μια αχτίδα τού ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
1961, Ηχητικό μέρος ( ποίηση Γ.Σεφέρη, Μουσική: Μ.Θεοδωράκη, Ερμηνεία: Γρ. Μπιθικώτση )
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ: https://www.youtube.com/watch?feature=player_detailpage&v=JslRi0-eJmw
Ο Γιώργος Σεφεριάδης/ Σεφέρης, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1900 στα Βουρλά ( Urla ) της Σμύρνης και απεβίωσε στις 20 Σεπτεμβρίου 1971. Η κηδεία του έγινε δυό μέρες μετά , στις 22 Σεπτεμβρίου 1971 και εξελίχθηκε σε διαδήλωση κατά της χούντας. Αναφορικά με τη δίσεκτη ημέρα γεννήσεώς του ( 29 Φεβρουαρίου ), συνήθιζε να χαριτολογεί λέγοντας μάλιστα κάποια στιγμή στον αμερικανό συγγραφέα Χένρυ Μίλλερ, πώς σε μερικούς μήνες θα γιόρταζε τα δέκατα γενέθλιά του, αφού γιόρταζε την ημέρα των γενεθλίων του , κάθε τέσσερα χρόνια !!!
Την ποιητική του κλίση την έδειξε ήδη από τα 14 , η δε οικογένειά του μετανάστευσε στην Ελλάδα πριν την εκστρατεία και τη Μ.Ασιατική καταστροφή. Αποφοίτησε από το Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών. Το 1917 τον βρήκε οικογενειακώς στο Παρίσι όπου διέμεινε μέχρι το 1924, σπουδάζοντας Νομικά και λογοτεχνία, ενώ στη συνέχεια βρέθηκε στο Λονδίνο . Το επόμενο έτος επέστρεψε στην Αθήνα και το 1927 διορίστηκε ακόλουθος Πρεσβείας .
Ξεκίνησε τις δημοσιεύσεις του ως Γ.Σεφεριάδης ( 1928 ), στη Νέα Εστία, όμως το Μάϊο του 1931 εκδόθηκε η «Στροφή» με το αλλαγμένο πλέον όνομά του σε Γ.Σεφέρης. Λόγω της διπλωματικής του καριέρας ταξίδευε και μετατίθετο συνεχώς, ενώ παράλληλα έγραφε και δημοσίευε. Ο πατέρας του , δικηγόρος στο Παρίσι, το 1933 εκλέχθηκε πρύτανης του πανεπ. Αθηνών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Παντρεύτηκε την Μαρία Ζάννου και στις 22 Απριλίου 1941 λόγω της Γερμανικής κατοχής έφυγε για την Αίγυπτο. Παρά τον πόλεμο , τον εμφύλιο και τις συχνές διπλωματικές μετακινήσεις του, έγραφε συνεχώς και όποτε μπορούσε δημοσίευε. Παρά την Ευρωπαϊκή παιδεία και εμπειρία του , τις μεταφράσεις του Ελιοτ, Κλωντέλ, Βαλερί και Πάουντ , η ποιητική και λογοτεχνική του κατάθεση είναι βαθιά ελληνική εμπνεόμενη κυρίως από τη Μ.Ασιατική καταστροφή.
Η διεθνής φήμη που απέκτησε μετά την βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας ( 10.12.1963 ) τον κατέταξε ανάμεσα στους παγκοσμίως αναγνωρισμένους λογοτέχνες/ ποιητές ( ακολούθησε ο Οδ. Ελύτης το 1979 ). Όταν στις 28 Μαρτίου 1969 μίλησε δημόσια κατά της χούντας, του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή αλλά το ανάστημά του δεν μπορούσε πλέον να βλαφτεί.
Η ποίησή του, αν και φαινομενικά μελαγχολική ή απαισιόδοξη , φέρει και αναλαμπές αισιοδοξίας διατηρώντας έτσι αφενός το μέτρο/ ισορροπία , αφετέρου το ύφος της λαϊκής Μ..Ασιατικής ποιητικής των μανέδων που παρά το ελεγειακό τους στοιχείο, τελειώνουν αισιόδοξα. Σίγουρα είναι υπαινικτική και συμβολική, καταδεικνύει όμως σαφώς τη συνάντηση της αρχαίας και νεότερης παράδοσης, τη μοίρα του ελληνισμού, την αποδημία , το διωγμό , τη μετανάστευση με το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Οι ποιητικές του συλλογές είναι οι: Στροφή, Εστία, Αθήνα 1931, Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο, Εστία, Αθήνα 1931, Η Στέρνα, Εστία, Αθήνα 1932, Σχέδια στο περιθώριο, ανάτυπο από Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 1935, Μυθιστόρημα, Κασταλία, Αθήνα 1935, Γυμνοπαιδία, ανάτυπο από Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 1936, Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937), τυπ. Ταρουσοπούλου, Αθήνα 1940, Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄, τυπ. Ταρουσοπούλου, Αθήνα 1940, Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, ιδιωτική έκδοση, Αλεξάνδρεια 1944, Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1945, Τελευταίος σταθμός, ανάτυπο από Το Τετράδιο, 1947, Κίχλη, Ίκαρος, Αθήνα 1947, Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄ (με τον τίτλο Κύπρον, οὗ μ’ἐθέσπισεν), Ίκαρος, Αθήνα 1955, Τρία κρυφά ποιήματα, τυπ. Γαλλικού Ινστιτούτου, Αθήνα 1966, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄, Ίκαρος, 1976 (μεταθανάτια έκδοση), Επί Ασπαλάθων…, “Le Μonde”, Αθήνα 1971 (μεταθανάτια έκδοση), ενώ έγραφε και δύο ( 2 ) Μυθιστορήματα, το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Ερμής, Αθήνα 1974 (μεταθανάτια έκδοση) και το Βαρνάβας Καλοστέφανος, Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα 2007 (μεταθανάτια έκδοση, ημιτελές). Τα Δοκίμιά του είναι τέσσερα ( 4 ) , τα : Δοκιμές, τυπ. Γιούλη, Κάιρο 1944, Δοκιμές, Φέξης, Αθήνα 1962, Εκλογή από τις Δοκιμές, Γαλαξίας, Αθήνα 1966 και Δοκιμές, Ίκαρος, Αθήνα 1992 (μεταθανάτια έκδοση). Τέλος οι μεταφράσεις του ειδικά στον Ελιοτ, θεωρούνται μοναδικές : Θ. Σ. Έλιοτ, Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1949, Θ. Σ. Έλιοτ, Φονικό στην Εκκλησιά, Ίκαρος, Αθήνα 1963, Αντιγραφές, Ίκαρος, Αθήνα 1965, Άσμα Ασμάτων, χ.ε., Αθήνα 1965, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Ίκαρος, Αθήνα 1966.
Παρακάτω σε παράρτημα , η ομιλία του Γ.Σεφέρη στις 10.12.1963 στη Στοκχόλμη κατά τη λήψη του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας:
« Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμα πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος, «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου (εννοεί τον Μακρυγιάννη), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε…» Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ” ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την
ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ” ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν” ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι” αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη να αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νόμπελ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ” αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν” αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα »
Ο Γ. Σεφέρης στο πατρικό του στα Βουρλά ( Urla )
Το πατρικό του Γ. Σεφέρηστα Βουρλά ( Urla ) λίγο πριν αρχίσει η ανακαίνισή του από τις Τουρκικές Αρχές
Το πατρικό του Γ. Σεφέρηστα Βουρλά ( Urla ) ανακαινισμένο, σήμερα
Οδός ( σοκάκι ) Γ. Σεφέρη στα Βουρλά ( Urla )
Τμήμα εσωτερικού και σκάλα , στο πατρικό του Γ. Σεφέρηστα Βουρλά ( Urla ) , σήμερα
Εσωτερικό πατρικού Γ. Σεφέρη στα Βουρλά ( Urla ) , με φωτογραφίες και αναφορές στο έργο του στα πλαίσια της ελληνοτουρκικής φιλίας – σήμερα