Τους τελευταίους μήνες ανακινήθηκε το ζήτημα των λεγόμενων «Νέων Χωρών» και ξέσπασε έτσι μία διαμάχη μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έχουν γραφτεί πάρα πολλά στον τύπο, τα περισσότερα από τα οποία αντιμετωπίζουν μόνο αποσπασματικά το όλο θέμα με αποτέλεσμα να επικρατεί μία σχετική σύγχυση στην κοινή γνώμη.
Στη σύγχυση αυτή συμβάλει και η ανίερη συμμαχία που απαρτίζεται κυρίως από χθεσινούς φανατικούς αντικληρικαλιστές, οι οποίοι όποτε προέκυπτε θέμα που αφορούσε τις σχέσεις εκκλησίας-κράτους ξεσπάθωναν με παροξυσμικό μένος εναντίον της Εκκλησίας, και χρησιμοποιούσαν ακόμα και άσχετες αφορμές για να βάλλουν εναντίον του Αριχεπισκόπου Χριστόδουλου ακόμα και χυδαία, ανθρώπους που η πολεμική τους έφτανε σε grotesque επίπεδα, που από την πρώτη στιγμή της εκλογής του, όταν φάνηκε πως η Εκκλησία πήγε να κάνει επανεμφάνιση στον δημόσιο προσκήνιο είπαν «Ωχ, μπλέξαμε μ’ αυτόν!», επιθυμώντας πιο πολύ από οτιδήποτε να σπρώξουν την διοικούσα εκκλησία στην πρότερη αφασία της, αναφορικά με τον δημόσιο λόγο που κομίζει. Αυτοί ξαφνικά εμφανίστηκαν ως υπερευσεβείς πολίτες με διακαή αγωνία για τον αν θα κινδυνεύσουν ή όχι τα ‘δικαιώματα’ του ‘Oικουμενικού θρόνου’, και κατά πόσο θα τηρηθεί η ‘κανονική τάξη’ της εκκλησίας, στο άκουσμα και μόνο του λόγου της οποίας μέχρι χθές ερυθριούσαν από οργή. Έτσι, άνθρωποι που αντικρίζοντας την θριαμβική επιτυχία που πέτυχε ο Αρχιεπίσκοπος στον χειρισμό της επίσκεψης του Πάπα στην Ελλάδα αρθρογραφούσαν τότε με καταφανή οργισμένη πικρία, διατυπώνοντας π.χ. την εξαιρετικά σοβαρή θέση «ας φύγει ο πάπας, ας αρχίσουμε να ξανασχολούμαστε με την Βίσση και την Βανδή…πόσο πιο γήινα, πόσο πιο αληθινά είναι όλα αυτά», ή κινδυνολογούσαν για τον ‘φαιοκόκκινο συνασπισμό’ που κάνει την παρουσία του αισθητή «από τις ταυτότητες ως τη ‘17 Νοέμβρη’, και από την άρνηση της παγκοσμιοποίησης και του εκσυγχρονισμού ως τη μάχη της σημαίας», τρέχουν τώρα οι ίδιοι να πάρουν έκτακτες συνεντεύξεις από τον Πατριάρχη, χωρίς φειδώ στον εναρμονισμό με τον ιερατικό τύπο, πλεονάζοντας στις γονυκλισίες και την επίδειξη όψιμης ευσέβειας.
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που, στην διάρκεια της θητείας της σημερινής κυβέρνησης και των ρήξεων που αυτή επιχείρησε στις σχέσεις της με την εκκλησία, υποστήριξαν λυσσαλέα τις κυβερνητικές πολιτικές, ακόμα και στους πιο κραυγαλέα ωμούς και άκομψους χειρισμούς τους. Και είναι πασιφανές ότι, παρόλο που κηρύττει την ουδετερότητα της στο συγκεκριμένο θέμα, η κυβέρνηση συνδράμει, με όλους τους σιωπηρά δυνατούς τρόπους, στην προσπάθεια ενδυνάμωσης των θεωρούμενων ως “αντιπάλων” του Αρχιεπισκόπου στο συγκεκριμένο θέμα. Αυτό δεν γίνεται φυσικά από υπερβάλλοντα ζήλο για τα δικαιώματα του Πατριαρχείου, όπως οι θιασώτες του κυβερνητικού μηχανισμού θέλουν να εμφανίζουν, αλλά προκειμένου για να αντιπολιτευθούν στον Αρχιεπίσκοπο προσωπικά, ώστε τελικά να τον αποδυναμώσουν ενδο-εκκλησιαστικά. Ω του θαύματος, όποτε κυβερνητικά στελέχη έχουν -υποτίθεται εκφράζοντας προσωπικές θέσεις – εκφράσει γνώμη επί του θέματος, στην καλύτερη περίπτωση μιλάνε -δήθεν απρόσωπα- για ανεπίτρεπτες φιλοδοξίες ιεραρχών, υπογραμμίζοντας συνάμα εμφατικά την ‘ιερότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία’, και στην χειρότερη αποκωδικοποιούν τα αόριστα σχήματα στηλιτεύοντας τον ‘υπερφιλόδοξο Αρχιεπίσκοπο’.
Ατυχώς, στην προπαγάνδα αυτή του συνασπισμού ιδεολογίας και συμφερόντων, προστίθεται -εν πολλοίς και χάρη σ’αυτήν- και ένας σημαντικός αριθμός χριστιανών για τους οποίους το Πατριαρχείο, οχυρωμένο πίσω από το απυρόβλητο που του εξασφαλίζει η ομηρία του από το τουρκικό κράτος, είναι υπεράνω κριτικής, από ειλικρινή σεβασμό για τους θεσμούς της Ορθοδοξίας. Ο εκκλησιαστικός και ιστορικός ρόλος του Πατριαρχείου έχει βαθειά ερείσματα στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, όπως η πλειονότητα των Χριστιανών εν Ελλάδι, έτσι και εμείς πιστεύουμε ότι ο θεσμικός αυτός ρόλος δεν καθαγιάζει κάθε Πατριαρχική αξίωση ή συμπεριφορά, δεν δικαιολογεί ‘ανεύθυνο’ για το Πατριαρχείο, δεν του χορηγεί κανενός είδους ‘αλάθητο’, και δεν το καθιστά υπεράνω εκκλησιαστικής κανονικότητας. Εν προκειμένω, οι Πατριαρχικές αξιώσεις αντίκεινται στην ρίζα των ορθόδοξων εκκλησιολογικών προδιαγραφών, όπως αποδεικνύεται ιστορικά και δογματικά και θα αποσαφηνιστεί από τα παρακάτω.
Η αντίθετη θέση στις συγκεκριμένες αξιώσεις του Πατριαρχείου δεν εξαντλείται προβάλλοντας απλά το επιχείρημα της ανάγκης οργανωτικής λειτουργικότητας της ελλαδικής εκκλησίας, ή το έτερο -και αμιγώς νομικό- επιχείρημα που στηρίζεται στην αντιστοιχία του οργανωτικού σχήματος της εκκλησίας με την κρατική κυριαρχία. Αυτού του είδους η επιχειρηματολογία (που ενδεχομένως είναι χρήσιμη για την διαπραγμάτευση του ζητήματος σε καθαρά νομική βάση, αν και όπου αυτή απαιτηθεί), επιδέχεται αντιλόγου από πλευράς εκκλησιαστικής και ιστορικής κανονικότητας. Ο αντίλογος αυτός βασίζεται στα ήκιστα ορθόδοξα μεταρρυθμιστικά κίνητρα των Κοραϊκών και των Βαυαρών οι οποίοι επέβαλλαν την αποκοπή της εκκλησίας της Ελλάδος από το Πατριαρχείο. Κάνοντας μια τέτοιου είδους επιλεκτική χρήση της ιστορίας, εμφανίζεται το Πατριαρχείο ξανά ως υπέρμαχος της Ορθοδόξου κανονικότητας. Μια όμως πληρέστερη και σφαιρικότερη ιστορική εξέταση του θέματος, με έμφαση σε συγκεκριμένα σημεία που η ανωτέρω απλουστευτική θεώρηση των ιστορικών γεγονότων συγκαλύπτει, αναδεικνύει την Ελλαδική Εκκλησία και την σημερινή θέση της ‘ορθοδοξότερη’, κανονικότερη και περισσότερο εκκλησιοκεντρική, και τις σημερινές αξιώσεις του Πατριαρχείου ως συνέχεια των αντι-εκκλησιαστικών κινήτρων των Βαυαρών και του Φαρμακίδη, και των εκκλησιολογικών διαστρεβλώσεων που αυτοί θέλησαν να εγκαθιδρύσουν. Στην ιστορική νομιμοποιητική αυτή βάση παρουσιάζεται το θέμα εδώ.
Πρέπει λοιπόν, το ζήτημα να αποσαφηνιστεί και να εξηγηθεί σε ιστορικό βάθος, με αναφορά στις απαρχές της ιστορίας της ελλαδικής εκκλησίας, Ναι, η βίαιη αυτοκεφαλία που επέβαλλαν οι Βαυαροί και οι Κοραϊκοί αποτελούσε βιασμό του έθνους και της εκκλησίας, και είχε στόχο τον αφελληνισμό του απελευθερωμένου κράτους. Όχι γιατί το απέκοπτε από το Πατριαρχείο, που υπήρξε όντως η κεφαλή και κιβωτός του έθνους επί τουρκοκρατίας. Οι Βαυαροί δεν είχαν ούτε τη θεολογική γνώση ούτε την ιστορική κατάρτιση επί των ελληνικών θεμάτων σε ένα βάθος χρόνου, ώστε να γνωρίζουν τον ρόλο και την σημασία του Πατριαρχείου στο να ενσωματώνει την πνευματική σάρκα του προ-νεωτερικού Ελληνισμού. Αυτό που τους ενδιέφερε -πέρα από το να αποκλείσουν το ενδεχόμενο της δια του Πατριαρχείου χειραγώγησης της Ελλαδικής εκκλησιαστικής ζωής από τη Ρωσία στο μέλλον- ήταν να μπορέσουν οι ίδιοι να βρεθούν στην θέση να κουμαντάρουν την εκκλησία, να αποφασίζουν για την δομή, το περιεχόμενο του λόγου της, και την εν γένει παρουσία της στο κράτος που φιλοδοξούσαν να φτιάξουνε, χωρίς τους περιορισμούς που θα συνεπαγόταν η υπαγωγή της εκκλησίας σε ένα μή ελεγχόμενο από αυτούς κέντρο. Δηλαδή απέκοψαν την Ελλάδα από το Πατριαρχείο όχι γιατί το Πατριαρχείο ήταν εγγύηση Ορθοδοξίας, και οποιαδήποτε αποστασιοποίηση από αυτό θα ήταν απ-ορθοδοξοποίηση του νέου κράτους. Θα μπορούσε το νέο ελληνικό κράτος, παρά την αποκοπή, να οργανώσει μια Ελλαδική εκκλησία δογματικά και εκκλησιολογικά κανονική, -όπως θα έκανε ο Καποδίστριας-, ή όπως έκαναν αργότερα οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι με τις δικές τους αυτοκέφαλες εκκλησίες. Απέκοψαν την Ελλαδική εκκλησία από το Πατριαρχείο, όχι για να την αποχωρήσουν από την Κωνσταντινούπολη αυτή καθ’εαυτή, αλλά για να την οργανώσουν αυτοί όπως ήθελαν, χωρίς εξωτερικές επεμβάσεις.
Οργάνωσαν έτσι μια εκκλησία ακέφαλη, που να διοικείται ‘εν πρώτοις’ από εναλλασσόμενη διαρκή σύνοδο, κατά τα πρότυπα της γερμανικής προτεσταντικής εκκλησίας. Έχει σωστά παρατηρηθεί ότι αυτό αποτελεί, για τα ορθόδοξα εκκλησιαστικά δεδομένα, παγκόσμια πρωτοτυπία. Οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι, που είχαν την τύχη να ‘στήσουν’ τις εκκλησίες τους οι ίδιοι, και όχι τυχοδιώκτες αλλόδοξοι Γερμανοί αντ’αυτών, τις έκαναν ορθόδοξες και στο δόγμα και στον τύπο, χωρίς τέτοιους προτεσταντικούς νεωτερισμούς. Εδώ θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ένα λάθος που επαναλαμβάνεται ευρέως: Ο ορισμός συνοδικής κεφαλής στη ελλαδική εκκλησία, που προβλέπεται και στον Πατριαρχικό τόμο αναγνώρισης της αυτοκεφαλίας το 1850, δεν επιβλήθηκε από το Πατριαρχείο ως ‘τιμωρία’ για το τόλμημα της αυθαίρετης αποκοπής της. Η Πατριαρχική πράξη αναγνώρισης αποτελούσε την συγκατάθεση του Πατριαρχείου στην αυτοκεφαλία του 1833, με την επιβεβαίωση και αποδοχή της ρύθμισης της δομής της ελλαδικής εκκλησίας που είχε ήδη φτιάξει η Αντιβασιλεία με την βοήθεια του προτεσταντίζοντος Φαρμακίδη. Συνεπώς το Πατριαρχείο με την πράξη του 1850 δεν επέβαλε όρους, έδωσε απλά στους ήδη υφιστάμενους την συγκατάθεσή του, η οποία και τους έλειπε. Ούτε πρόσθεσε ούτε αφαίρεσε (παρά ελάχιστα επί της ουσίας), -δεν μπορούσε άλλωστε αντιμέτωπο με την βαυαρική απολυταρχία-, απλώς επικύρωσε.
Οι Βαυαροί έτσι οργάνωσαν μία εκκλησία στα μέτρα τους, και της προσέδωσαν έναν ρόλο στο κράτος και την κοινωνία επίσης στα μέτρα τους, περίπου όπως η οργάνωση της αγγλικανικής εκκλησίας στην Μεγάλη Βρετανία, δηλαδή ως κρατικού οργανισμού με καθήκον να καλύπτει τις θρησκευτικές ανάγκες των πιστών του νέου κράτους. Ο απώτερος σκοπός των μεταρρυθμίσεων που επέβαλλαν στην εκκλησία ήταν να την ‘ουνιτοποιήσουν’, να γίνει δηλαδή η ελλαδική ορθοδοξία μία δυτικίζουσα απόφυση του ανατολικού χριστιανισμού, κατά πάντα όμοια, σε ό,τι αφορά την κοινωνική και πολιτειακή της θέση, καθώς και τις νοοτροπίες και τον ανθρωπότυπο που καλλιεργεί, με τις άρχουσες εκκλησίες στα κράτη της εσπερίας. Έχοντας έτσι εξουδετερώσει αυτήν την ειδοποιό διαφορά του Νέου ελληνισμού από τον δυτικό κόσμο, θα μπορούσαν να προχωρήσουν ανενόχλητοι στην αφομοίωσή του ως ένα ακόμα -‘λίγο πιο λεβαντινίζον’- μέλος στην οικογένεια των δυτικο-ευρωπαϊκών βασιλείων. Για τον λόγο αυτό, ο προτεσταντικός αυτοσχεδιασμός Κοραϊκών και Βαυαρών αρχόντων δεν σταμάτησε στις εξωτερικές αλλαγές, αλλά συνοδεύτηκε και από ριζικές μεταρρυθμίσεις στο σώμα της εκκλησίας, και τις σχέσεις της κοινωνίας μαζί της.
Έτσι, σε αρμονία με τις ιδέες και την φιλοδοξία του Κοραή, που πρέσβευε ότι έπρεπε να περιοριστεί ο ρόλος και η σημασία του μοναχισμού στην Ορθοδοξία, και να μεταρρυθμιστεί και το περιεχόμενό του (πρότεινε, για παράδειγμα, ‘αναδιατάξεις των νηστειών’, με σκοπό τον ριζικό περιορισμό τους, και γενικότερη πλήρη εκκοσμίκευση της εκκλησίας και εξορθολογισμό της πίστης). Έκλεισαν, ως πρώτο μέτρο της αντιβασιλείας, με εξαιρετικά βίαιο τρόπο, τα περισσότερα (πάνω από το 80% του συνόλου!) μοναστήρια στην επικράτεια του βασιλείου και δημεύτηκε η περιουσία τους, εδιώχθη δηλαδή ο μοναχισμός με τρόπο που δεν είχε προηγούμενο στην διάρκεια όλης της ελληνικής ιστορίας. Την ίδια ώρα προσφερόταν το νέο κράτος σαν πεδίο άγρας προσήλυτων στην ανενόχλητη δράση των προτεσταντών μισσιονάριων, που συχνά επιτίθεντο με μένος εναντίον της ορθοδόξου πίστεως (π.χ. ο ιεραπόστολος Κινγκ, τον οποίον λόγω έντονων αντιδράσεων για το περιεχόμενο της δραστηριότητάς του το καθεστώς αναγκάστηκε -προφανώς με δυσφορία-, να απελάσει). Η πρώτη αστική τάξη, τα πρώτα καλά σχολεία, ήταν όλα προτεσταντικά. Η ύλη των θρησκευτικών που διδάσκονταν στο σχολείο -όπως είχε ήδη προβλεφθεί να γίνεται από τον Καποδίστρια- οριζόταν από τους ίδιους ανθρώπους, και δεν είχε ‘ψαλτήρι και οχτάηχο’ (βλέπε το κίνημα του Παπουλάκου στην Μάνη, που εξέφραζε την απαίτηση ‘να αρχίσουν να διδάσκονται χριστιανικά τα ελληνόπουλα’). Επιπλέον, ως κορωνίδα, η πρωτεύουσα απέκτησε πρώτα Ρωμαιοκαθολικό καθεδρικό ναό(!) και μετά Ορθόδοξο, ενώ εισήχθη σε απόλυτο βαθμό η δυτική θρησκευτική αρχιτεκτονική και ζωγραφική ως επίσημη εκκλησιαστική τέχνη (στην πρωτεύουσα χτίστηκαν μόνο νεοκλασσικίζουσες εκκλησίες με αναγεννησιακή ζωγραφική – ενώ παράλληλα γκρεμίστηκαν δεκάδες Βυζαντινές). Έτσι οι καινοτομίες στο διοικητικό σχήμα της εκκλησίας συνοδεύονταν από ακόμα εκτενέστερες μεταρρυθμίσεις στο σώμα της, την παρουσία της στην κοινωνία και την λαϊκή συμμετοχή σ’αυτήν, με απώτερο σκοπό να νοθευτεί, εν ευθέτω χρόνω, το βίωμα της πίστης, και να ουνιτοποιηθεί η ελληνική Ορθοδοξία.
Σε μεγάλο βαθμό η κακοδαιμονία των Βαυαρικών καινοτομιών στις δομές του ελληνικού κράτους συνέχισε, και ίσως συνεχίζει, να υπερσκιάζει την λειτουργικότητα του. Είναι όμως ευτυχές γεγονός ότι ο Θεός οικονόμησε και η ελλαδική εκκλησία αποκατέστησε την εκκλησιολογική της κανονικότητα και επούλωσε στην διάρκεια της νεότερης ιστορίας μας τις Βαυαρικές πληγές, στο μεγαλύτερο μέρος τους. Τα μοναστήρια ξανάνοιξαν, και ανοίξαν άλλα τόσα, το λαϊκό θρησκευτικό βίωμα επεβίωσε όλων των δυσκολιών, η Ελλάδα παραμένει η μόνη Ορθόδοξη χώρα με αδιάκοπη συνέχεια ομαλής λαϊκής θρησκευτικής ζωής, ενώ στην θεολογία, όσο και στην εκκλησιαστική τέχνη, υπάρχει σήμερα ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Επίσης, -και είναι αυτό που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω-, και στην μορφή της διοικούσας εκκλησίας, παρόλο που το επίσημο καθεστώς δεν άλλαξε, και εξακολουθεί να μνημονεύεται ‘εν πρώτοις’ η Σύνοδος κατά την βαυαρική καινοτομία, επήλθαν σταδιακά συγκεκριμένες βελτιώσεις/κατακτήσεις που καθιερώθηκαν εθιμικά. Έτσι μπορεί η εκκλησία να διοικείται από σύνοδο, όμως καθιερώθηκε -εν αντιθέσει με όσα είχαν προβλέψει οι Βαυαροί- μόνιμος πρόεδρος της συνόδου, στο πρόσωπο του εκάστοτε μητροπολίτη Αθηνών, που προεδρεύει και της ιεραρχίας, και στον οποίον αποδίδεται ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου. Υπ’ αυτόν, η ελλαδική εκκλησία λειτουργεί αρχιεπισκοπο-κεντρικά. Με αυτές τις εθιμικές κατακτήσεις, η διοίκηση της εκκλησίας ξεφεύγει απο το Βαυαρικό μοντέλο, προς την ορθόδοξη κανονικότητα.
Σε όσους προβάλλουν το ερώτημα, γιατί μετά τους Βαυαρούς, και αφού πια και οι λοιπές ορθόδοξες εκκλησίες των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια είχαν οργανωθεί σε αυτοκέφαλα πατριαρχεία, δεν έσπευδε να κάνει το ίδιο και η ελλαδική, οργανωνόμενη σε πατριαρχείο, η απάντηση είναι η ακόλουθη: Διότι απλούστατα, με τον σχηματισμό του ελληνικού εθνικού κράτους δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί οριστικά ο χάρτης του μείζονος ελληνισμού. Πολλαπλάσιος ελληνικός πληθυσμός βρισκόταν εκτός συνόρων, και όχι ομοιογενώς συγκεντρωμένος σε μία γεωγραφική περιοχή, αλλά διάσπαρτος σε κοινότητες στην έκταση της πάλαι ποτέ ‘περικλεεστάτης ημών’ αυτοκρατορίας, στο μήκος όλης της ανατολικής Μεσογείου. Παρέμενε ακόμα αναπάντητο το ερώτημα, και πρακτικά και θεωρητικά, του πώς θα οργανωνόταν ο Ελληνισμός στην νεωτερικότητα, σε ποια κρατική δομή, και με ποιο συνδυασμό σχημάτων θα κατέληγε να αποκρυσταλλωθεί. Ο περιορισμός του σύνολου ελληνισμού στα εθνικά σύνορα του νέου κράτους φαινόταν ανέφικτος, και ο τρόπος που ο νέος ελληνισμός θα αφομοίωνε το δημιούργημα του ‘εθνικού κράτους’ της δυτικής νεωτερικότητας δεν ήταν ακόμα δεδομένος. Ήταν πολύ πιθανόν, και μετά την οριστική επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών που θα ακολουθούσε την επερχόμενη κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας (όποια μορφή κα αν είχε αυτή η επίλυση), μεγάλο μέρος Ελλήνων να διέμεναν σε γεωγραφική συμπάγεια με το ελληνικό κράτος, αλλα έξω από αυτό. Σε αυτό το σκηνικό, η ελλαδική εκκλησία αυτονόητα δεν μπορούσε να αυτονομηθεί πλήρως από το Πατριαρχείο στο μοντέλο των άλλων όμορων ορθοδόξων βαλκανικών εθνικών εκκλησιών. Όσο επικρατούσε η ‘Μεγάλη ιδέα’ -σχεδόν για έναν αιώνα-, ήταν στόχος του έθνους να καταλάβει την Πόλη, στην οποία περίπτωση το Πατριαρχείο θα βρισκόταν αυτονόητα το ίδιο κεφαλή της Ελλαδικής Εκκλησίας! Και μετά το άδοξο τέλος της Μεγάλης ιδέας όμως, το Πατριαρχείο ποίμαινε ακόμα άμεσα ένα πολύ σημαντικό και από πλευράς μεγέθους όσο και συναισθηματικά κομμάτι του ελληνισμού, τους Έλληνες της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Συνεπώς, αυτή η ρευστότητα συνόρων και διάσπαρτη ελληνική παρουσία στην σύνολη περιοχή, μαζί με την σημασία εθνικών συμβολισμών και πολιτικών, επέβαλλε τον μή-οριστικό διαχωρισμό των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, και την συνύπαρξη των δύο φορέων, ελλαδικής εκκλησίας και Πατριαρχείου. (Το ελληνικό κράτος, πρώτα απ’ όλα, δεν θα επέτρεπε στην ελλαδική εκκλησία κάτι διαφορετικό από αυτό. Στην διαπραγμάτευση της συνθήκης της Λοζάνης ο Βενιζέλος είχε αγωνιστεί για να διατηρηθεί στην Κωνσταντινούπολη το Πατριαρχείο, συνεπώς πως θα δεχόταν η ελληνική πολιτεία να διαρρήξει τους διοικητικούς δεσμούς της η ελλαδική εκκλησία μ’αυτό;).
Για τον λόγο αυτό, η λύση που προκρίθηκε δέουσα μετά την αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας και την παγίωση των εθνικών συνόρων στα όρια του 1912-13, ήταν η στην πράξη απόδοση εκκλησιαστικής λειτουργικότητας στην Ελλαδική εκκλησία, με τέτοιο όμως τρόπο, που δεν θα μείωνε την πρωτοκαθεδρία του Φαναρίου στον ευρύτερο Ελληνισμό, που ακόμα ξεπερνούσε τα όρια του ελλαδικού κράτους. Επίσης, το καθεστώς μεταξύ των δύο ρυθμιζόταν τώρα με την ενεργό συμμετοχή και των δύο φορέων, και έτσι το ‘αγενές’ πνεύμα που διέπει την πράξη αυτοκεφαλίας του 1833 δεν μπορούσε να επαναληφθεί. Συνεπώς, λόγω αυτών των παραγόντων, αν και η νέα αυτή πράξη του 1928 στην ουσία ενδυνάμωνε την αυτοκεφαλία, το έκανε με εύσχημο απέναντι στο Πατριαρχείο τρόπο. Η αρμοδιότητα της Ελλαδικής εκκλησίας εξαπλωνόταν σε βάρος του Πατριαρχείου, με την συμπερίληψη των ‘Νέων Χωρών’ σε αυτήν, αλλά φραστικά αυτή η επέκταση, καθώς γινόταν με αμοιβαία συμφωνία, ονομαζόταν ‘παραχώρηση’, οι νέες χώρες παρέμεναν κατά το γράμμα επικράτειες του Πατριαρχείου, γεγονός που επισφραγιζόταν με την διατήρηση κάποιων τυπικών ποιμενικών δικαιωμάτων -των ελάχιστων δυνατών- που αυτό διατηρούσε (όπως αυτό γύρω απ’το οποίο περιστρέφεται η σημερινή διαμάχη). Η νέα πράξη κατοχύρωνε, συνεπώς, εκ νέου την αυτοκεφαλία και τις κατοπινές βελτιώσεις στο καθεστώς της ελλαδικής εκκλησίας, εξασφαλίζοντάς της κατά το δυνατόν εκκλησιολογικά ορθή λειτουργικότητα, και κρατούσε τύποις την οργάνωσή της ένα βήμα από την ορθόδοξη κανονικότητα, με το να εξακολουθεί επισήμως να διοικείται από σύνοδο, και να διαιωνίζει την αντικανονική πολυδιάσπασή της με τον χωρισμό της σε ‘παλαιά’ και ‘νέα’ Ελλάδα, υπαγόμενες σε διαφορετικές εκκλησιαστικές αρχές. Άρα το νόημα της πράξης του 1928 ήταν ότι, καθώς η πρωταρχία του Πατριαρχείου σε εθνικό και εκκλησιαστικό επίπεδο, και η διασπορά του ελληνικού πληθυσμού θα διαιώνιζαν (τουλάχιστον στον τύπο) το ημι-συγκεχυμένο καθεστώς αρμοδιοτήτων μεταξύ των δύο εκκλησιών, να μπορέσει τουλάχιστον η Ελλαδική εκκλησία να αποκαταστήσει, στο μέτρο του δυνατού, την λειτουργική εκκλησιολογική κανονικότητα που στερείτο από την δημιουργία της. Τα δικαιώματα του Φαναρίου επί των ‘νέων χωρών’ που η συνθήκη απαριθμεί, δίνονται ώστε να ξεκαθαριστεί ότι η δικαιοδοσία του είναι μόνο τυπική. Συνεπώς, όσο και αν αυτό φαίνεται οξύμωρο, του τα αποδίδει για να εδραιώσει και να κατοχυρώσει τον μη ουσιαστικό παρεμβατικό του ρόλο, δηλαδή για να μην τα χρησιμοποιήσει. Ανατροπή αυτού του πνεύματος, που ήταν το reason d’ etre της συνθήκης, σημαίνει μια ουσιαστική, και όχι μόνο πια τυπική διαιώνιση της εκκλησιαστικής πολυδιάσπασης, που είναι παρά φύση και πέρα για πέρα αντικανονική.
Εδώ ακριβώς είναι και η ρίζα της σημερινής παρανόησης, χάρη στην οποία το Πατριαρχείο στηρίζει τις σημερινές αξιώσεις του. Το Φανάρι ισχυρίζεται ότι η παρουσία του στην Ελλάδα δια της ποιμαντικής δικαιοδοσίας του στον ελλαδικό εκκλησιαστικό χώρο σημαίνει τον μετριασμό των βαυαρικών ανορθόδοξων αυθαιρεσιών, και άρα συνεπάγεται την διατήρηση εκκλησιαστικής τάξης. Στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο: Αν η ίδρυση του ελληνικού κράτους συνοδευόταν από την εγκαθίδρυσης μιας εκκλησιολογικά κανονικής διοικούσης εκκλησίας, όπως στα άλλα Βαλκανικά κράτη, τότε εντός της επικράτειας της εκκλησίας αυτής δεν θα ήταν δυνατόν να υπήρχαν πολλαπλές ταυτόχρονες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες. Αν η Ελλαδική εκκλησία ήταν Πατριαρχείο όπως η Σερβία ή η Βουλγαρία, οι μητροπόλεις που απαρτίζουν την σύνοδο θα τελούσαν όλες υπό την ίδια κεφαλή και κανονικότητα. Οι σημερινές ‘επιτροπείες’, που επιτρέπουν την λειτουργία της ως ένα εκκλησιαστικό σώμα ελέω της διατήρησης της -έστω τυπικής- δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου, δεν θα ήταν δυνατές. Πρόβλημα σαν το σημερινό δεν θα μπορούσε να ανακύψει. Επειδή όμως οι Βαυαροί σχεδιάσανε μία αδύναμη, ανορθόδοξη δομή με αντικανονική συλλογική διοίκηση, κατά το γερμανικό προτεσταντικό μοντέλο, και όχι μια αυτοκεφαλία με ορθόδοξη εκκλησιολογική κανονικότητα, είναι δυνατή αυτή η σημερινή -υφιστάμενη έστω και τυπικά- πολυδιάσπαση, που με την Πατριαρχική ερμηνεία της, όπως βλέπουμε σήμερα, τείνει να λάβει ουσιαστική υπόσταση. Η εκκλησία της Ελλάδος, όπως την επιθυμεί το Πατριαρχείο σήμερα και την βλέπουν οι υποστηρικτές του, είναι η ισχνή και αδύναμη απόγονος των δομών του Φαρμακίδη. Η εκκλησία που ζητάει η άλλη πλευρά, με εκκλησιολογική κανονικότητα σε όλη την επικράτειά της, και όχι τερατολογικές πολυδιασπάσεις, είναι η εκκλησία με Ορθόδοξη κανονικότητα.
Και θα ρωτήσει κάποιος, ως τελευταίο επιχείρημα της φιλο-πατριαρχικής πλευράς: Αφού τα έχουμε με τις δομές των Βαυαρών και του Φαρμακίδη, γιατί στηρίζουμε την ισχυροποίηση της αυτοκεφαλίας, που είναι η κατ’εξοχήν δική τους εφεύρεση; Εφόσον η ρίζα όλων των Βαυαρικών καινοτομιών ήταν η αποκοπή από το Πατριαρχείο, με πρωτοφανώς πραξικοπηματικό και αντικανονικό τρόπο, γιατί στηρίζουμε την εδραίωση αυτής της εκτροπής, αντί να αναγνωρίζουμε την αντικανονικότητά της και να προωθούμε την άρση της; Η υπεράνω νεωτερικών και εθνικών κρατών δεν είναι στο κάτω-κάτω η κανονικότητα της εκκλησιαστικής ορθοδοξίας; Που ενσωματώνεται καλύτερα αυτή η κανονικότητα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο;
Η ερώτηση αυτή τίθεται είτε λόγω άγνοιας, είτε εκ του πονηρού. Κανείς δεν αρνείται ότι όταν η αυτοκεφαλία έλαβε χώρα, ήταν πέρα για πέρα αντικανονική, σήμαινε τον βίαιο απογαλακτισμό του έθνους από την μητέρα εκκλησία, και την αρχή εφαρμογής σφοδρών ανθελληνικών σχεδίων, από ανθρώπους -Έλληνες και μη- που διακατέχονταν σε μεγάλο βαθμό από αντι-ορθόδοξα αισθήματα. Επίσης, ότι η εκκλησιαστική πολυδιάσπαση των Βαλκανικών λαών σε εθνικές εκκλησίες και εις βάρος των πρεσβυγενών ορθοδόξων εκκλησιών, ήταν η επισφράγιση της μη-γόνιμης και μεταπρατικής αφομοίωσης του δυτικού έθνους-κράτους, που ποικιλοτρόπως ζημίωσε την Ορθοδοξία. Αντί να ασχοληθούμε οι Χριστιανοί Βαλκάνιοι με τρόπους που θα μας επέτρεπαν να απαλλαγούμε από την οθωμανική τυραννία, να διατηρήσουμε την γλωσσική και φυλετική μας ιδιοπροσωπία, και συνάμα να διαφυλάξουμε και την κοινή πολιτισμική και θρησκευτική μας ταυτότητα και ζωή, όπως κάναμε αρμονικά τον καιρό των αυτοκρατοριών, κάτι δηλαδή που εν πολλοίς μας εξασφάλιζε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, λειτουργώντας ως ο θεσμός της εν Χριστώ υπέρβασης των εθνικισμών μας, αντί για τέτοιες διεργασίες και αναζητήσεις, αφομοιώσαμε άκριτα το μοντέλο του ευρωπαϊκού εθνικού κράτους, επικράτησαν οι στείροι εθνικισμοί που μας οδήγησαν συχνά στον μεταξύ μας ανταγωνισμό, και στην χειραγώγησή μας τελικά από τις ξένες προστάτιδες δυνάμεις. Σε αυτό το πνεύμα οργανώσαμε τις εκκλησίες μας σε ‘εθνικές’ κρατικές οντότητες, κατακερματίζοντας την ενοποιό θρησκευτική μας αναφορά, ζωντανή στην υπαγωγή όλων στο Πατριαρχείο. Και αποτελούμε οι Έλληνες τους πρώτους που το έκαναν αυτό -ελέω Βαυαρών-, δείχνοντας τον δρόμο για την απόσπαση και των υπολοίπων από το Πατριαρχείο όταν συγκρότησαν τα εθνικά τους κράτη. Η σημασία του παραδείγματος της Ελλάδας, του πρώτου εθνικού κράτους που προέκυπτε από την οθωμανική κυριαρχία, ήταν σημαντική σε αυτήν την κατεύθυνση.
Τα παραπάνω είναι αδιαμφισβήτητα. Είναι κοινός τόπος, ορθά τεκμηριωμένος και από άξια τέκνα της Ελλαδικής Εκκλησίας. Καταδικάζουμε ιστορικά και εξακολουθούμε να λυπούμαστε για τον τρόπο με τον οποίο επιβλήθηκε το ελλαδικό αυτοκέφαλο. Πόσο μάλλον που, όπως προαναφέρθηκε, οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήταν ακόμα ένδοξα διασπαρμένοι σε αυτοκρατορικές διαδρομές σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.
Όμως το αυτοκέφαλο, και η ιστορική διαδρομή των Βαλκανικών λαών που το συνοδεύει, αποτελούν πια πραγματικότητες μή αναστρέψιμες. Απελευθερωθήκαμε όλοι οι Βαλκάνιοι από τους Τούρκους, σχηματίσαμε και οργανωθήκαμε σε εθνικά κράτη, λύσαμε, με περισσότερο ή λιγότερο βίαιους τρόπους, τις εδαφικές και πληθυσμιακές μας διαφορές, πορευόμαστε τώρα όλοι στην όψιμη ευρωπαϊκή νεωτερικότητα με συγκεκριμένο παρελθόν, ιστορία, δομές και νοοτροπία ο καθένας. Στην ημέτερη περίπτωση, από τις απαρχές του 19ου αιώνα ως τώρα έχουμε το θλιβερό προνόμιο της ασύγκριτης σε μέγεθος συρρίκνωσης του ελληνισμού, που σήμερα συμπεριλαμβάνεται ολόκληρος στα όρια του εθνικού μας κράτους (και της επίσης ανεξάρτητης και εκκλησιαστικά αυτοκέφαλης Κύπρου), έχοντας απωλέσει οριστικά προαιώνιες πατρογονικές εστίες (του ελληνισμού της Πόλης μή εξαιρουμένου). Συνεπώς, η οργάνωσή μας σήμερα σε αμιγώς εθνικό κράτος δεν είναι επιλογή με αντίλογο, αλλά υποχρεωτική πραγματικότητα που μπορεί να αρνηθεί κάποιος μόνο αν αιθεροβατεί ή εθελοτυφλεί. Το ίδιο και με την εκκλησία, τόσο την δική μας όσο και των υπόλοιπων Βαλκανίων λαών. Αποτελούν εθνικές εκκλησίες, θεσμικά συμβεβλημένες με τις παγιωμένες πια οργανωτικές πολιτειακές δομές. Δεν υπάρχουν πια βαλκανικοί υπερεθνικοί δεσμοί, -ακόμα περισσότερο μετά το πέρασμα της κομμουνιστικής λαίλαπας από τα περισσότερα από τα κράτη αυτά- παρά μόνο μια υποψία ενεργού κοινής προ-νεωτερικής ιστορικής κληρονομιάς. Η πραγματικότητα αυτή, όσο πικρή και αν είναι, είναι μή αναστρέψιμη. Συνεπώς, η αντιστροφή του ρεύματος που θα συνεπαγόταν πια η άρση του αυτοκέφαλου είναι αυτονόητα ανέφικτη. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είχε μόνο νόημα αν γινόταν συλλογικά, από το σύνολο των Βαλκανικών εκκλησιών, -στην οποία περίπτωση θα αποτελούσε παρ’ όλα αυτά εξαιρετικού μεγέθους τόλμημα τόσο για τις βαλκανικές εκκλησίες όσο και για τα κράτη. Η προϋπόθεση αυτή το καθιστά ίσως ουσιαστικά ανέφικτο. Και οι σφοδρότεροι επικριτές του αυτοκεφάλου, και του τρόπου που επιβλήθηκε, δέχονται σήμερα πως αυτό δεν γίνεται να αντιστραφεί. (Σε ό,τι αφορά την υπερβατική των εθνικισμών σύγκλιση και συνεννόηση των ημετέρων εκκλησιών, πρέπει να υπάρξει αναζήτηση άλλων συλλογικών ρυθμίσεων -βλ. διάφορες σχετικές ιδέες που έχουν κατά καιρούς εκφραστεί, όπως π.χ. η σύνοδος αυτοκεφάλων εκκλησιών-, οι οποίες θα σέβονται τις κατά τόπους αυτοκεφαλίες, και στις οποίες φυσικά κανένας δεν αρνείται τον πρωταγωνιστικό ρόλο που το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα μπορούσε να έχει, για να συντονίσει την αυθυπέρβαση των εθνικιστικών εγωισμών, όπως πάντα έκανε).
Συνεπώς το ελλαδικό αυτοκέφαλο, παρ’ότι αναγνωρισμένα Βαυαρικό προϊόν, δεν δύναται να αρθεί. Δεν γίνεται παρά η ρύθμιση της αυτοκεφαλίας να διατηρηθεί. Αυτό δεν σημαίνει όμως, ότι πρέπει εξίσου υποχρεωτικά να διατηρηθεί και η εκκλησιαστική αντικανονικότητα των δομών της. Θέλουμε μια ελλαδική εκκλησία εκκλησιολογικά κανονική, και όχι ισχνή στην διοίκηση και την παρουσία, όπως την ήθελαν οι Βαυαροί, -από την οποία de jure αυτή αδυναμία προέρχεται και η πολυδιάσπασή της, με τις πολλαπλές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες στον ελλαδικό χώρο. Δικαιούμαστε μια κανονική ορθόδοξη αυτοκεφαλία, όχι την προτεσταντίζουσα των Βαυαρών. Αυτήν μας αρνείται σήμερα ο Πατριάρχης. Και αν πετύχει, υπονομεύει την συνοχή, λειτουργικότητα και παρουσία της Ελλαδικής εκκλησίας μακροχρόνια. Αυτό ακριβώς είναι που διακυβεύεται στο πρόβλημα με της «Νέες Χώρες». Ο τρόπος που εκφράζονται οι στόχοι του Πατριαρχείου στη σημερινή κρίση, υπονομεύει τη συνοχή, τη λειτουργικότητα και την παρουσία της Ελλαδικής Εκκλησίας μακροχρόνια. Καταδικάζει το ποίμνιο σε εσαεί στέρηση εκκλησιαστικής κανονικότητας και οδηγεί σε οριστική εμπέδωση της αδυναμίας στην οποία επιχείρησαν να καταδικάσουν την εκκλησιαστική ζωή της χώρας οι Βαυαροί. Οι Έλληνες θα γίνουν, εκκλησιολογικά, οι παρίες του Ορθόδοξου κόσμου. Στο επιχείρημα της ιερότητας της τήρησης της πράξης του 1928, η απάντηση είναι πως όταν η ιστορία -και η συγκεκριμένη πράξη- ορώνται στην πλήρη διάστασή τους, η εικόνα αντιστρέφεται πλήρως, ηθικά όσο και εκκλησιολογικά, και αυτό επιχειρήσαμε να δείξουμε με τα ανωτέρω.
Τέλος, επιθυμούμε να υπενθυμίσουμε, σε περίπτωση που αυτό υποκρύπτεται από την ενορχηστρωμένη οχλαβοή υποστήριξης προς το Πατριαρχείο τις τελευταίες ημέρες, την όχι τυχαία συντριπτική υπεροχή σε λαϊκή δημοτικότητα των θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος στο συγκεκριμένο θέμα, απέναντι σε αυτές του Πατριάρχη. Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην χαρισματική προσωπικότητα που βρίσκεται στον ελλαδικό αρχιεπισκοπικό θρόνο. Οφείλεται όμως επίσης και στις φιλότιμες προσπάθειες του νυν Πατριάρχη να αποκόψει συναισθηματικά τον εαυτό του και το Φανάρι από τον μέσο ορθόδοξο Έλληνα. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Ίσα ίσα, ενδεχομένως πρέπει από καιρό σε καιρό να το υπενθυμίζουμε, καθώς και τους σχετικούς λόγους για τους οποίους αυτό συμβαίνει. Ίσως πρέπει να παρουσιαστεί το Πατριαρχείο στον κόσμο για αυτό που είναι: Μία κάστα τιτουλάριων -και άρα, δίχως άλλο, εξ ορισμού αντικανονικών– επισκόπων, χωρίς άμεση αναφορά σε ποίμνιο (και χωρίς τον έλεγχο που αυτό συνεπάγεται για έναν ιεράρχη), καλά ‘βολεμένο’ στο απυρόβλητο της τουρκικής ομηρίας (ακόμα και οι πιο αντικληρικαλιστικές δυνάμεις στην Ελλάδα δηλώνουν πως σέβονται το Πατριαρχείο λογω του καθεστώτος εντός του οποίου διαβιώνει), και παρ’όλα αυτά διεθνώς κοσμικό (όχι με την θεολογική έννοια του όρου, αλλά με την έννοια της κοσμικής στήλης), να τρέχει σε μαζώξεις και εναγκαλισμούς με τον Δαλάι Λάμα, ή αρχηγούς κρατών, με τους οποίους περνάει ώρες ανορθόδοξων -και ανώφελων- συζητήσεων, ‘συμποσίων’, και πολυτελών γευμάτων. Παρ’όλο τον κλειστό και μή αντιπροσωπευτικό του χαρακτήρα, το Πατριαρχείο επιδεικνύει εσχάτως τάσεις υπερεπέκτασης της αρμοδιότητάς του, πότε υφαρπάζοντας από μόνο του το τάδε πρώην σοβιετικό ποίμνιο, πότε επιχειρώντας να ‘τσιμπολογήσει’ την δείνα επαρχία από έτερο πρεσβυγενές πατριαρχείο, -επειδή δήθεν όταν έγινε ο προ αιώνων διαχωρισμός επαρχιών οι περιοχές υπό την δικαιοδοσία του δεύτερου σήμερα δεν είχαν ανακαλυφθεί-, ή διεκδικώντας την ενεργό άσκηση τυπικών και αδρανοποιημένων για πλέον της εβδομηκονταετίας δικαιωμάτων σε μητροπόλεις αυτοκεφάλων εκκλησιών, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Είναι σαφές ότι επιθυμεί να διευρύνει τις περιοχές υπό την δικαιοδοσία του, για να εμφανίζει μεγαλύτερο αντίκρισμα στις υπογραφές που βάζει χωρίς φειδώ στην διάρκεια της κοσμικής του δραστηριότητας. Μια τέτοια εικόνα αρμόζει όντως σε Πάπα της Ανατολής (όπως εύστοχα ο κύριος Αμβρόσιος επεσήμανε), αλλά τέτοιον ο ελληνικός λαός δεν διατίθεται να δεχθεί. Αυτό το Πατριαρχείο, και αυτός ο Πατριάρχης, το γνωρίζουν όλοι, έχουν δημιουργήσει αισθητό ψυχικό ρήγμα στην σχέση τους με τον ελληνικό θρησκευόμενο λαό που δύσκολα καλύπτεται πια. (Μια βόλτα στο Άγιο Όρος -στις εκτός Εσφιγμένου μονές- πείθει με τον πιο παραστατικό τρόπο για του λόγου το αληθές).
.