Πορεία προς τον κοινοτισμό και την άμεση δημοκρατία
Συμμετέχοντας στην συνάντηση αυτή θα καταθέσω τις σκέψεις μου ως προς την Κοινότητα και τον Κοινοτισμό.
Αρχικά όμως θα εξετάσουμε το γιατί ο νεωτερικός (Δυτικός) πολιτισμός είναι σε κρίση.
Τρεις είναι οι πυλώνες που συγκροτούν το πολιτισμικό ρεύμα: 1) το φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο, 2) η επιστημονική κοσμοθεωρία και 3) η κοινωνική φιλοσοφία και πολιτική έκφραση.
Στον νεωτερικό πολιτισμό το (1) στραγγαλίζεται από την Αριστοτελική φιλοσοφία, νοησιαρχική και σχολαστική, τον Καθολοκισμό και τον Προτεσταντισμό, το (2) εγκλωβίσθηκε στην Ευκλείδεια Γεωμετρία και Νευτώνεια Φυσική και το (3) από την αριστοκρατική ολιγαρχία, γέννησε τον καπιταλισμό και την αντιπροσωπευτική (κομματική) δημοκρατία.
Ο δεύτερος πυλώνας κατέρρευσε πρώτος και όχι οι άλλοι δύο, υπό το βάρος της σύγχρονης φυσικής και των μαθηματικών, γιατί, υπό το πρίσμα των νέων μαθηματικών, δεν αντέχεται η στρέβλωση να θεωρούμε την ψευδαίσθηση ως πραγματικότητα.
Στο πλαίσιο του χωροχρόνου του Αϊνστάιν, η ύλη δεν αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, αλλά μια ιδιομορφία του πεδίου. Αυτό που αντιλαμβανόμασθε δεν είναι παρά ένα “ψευδές” κατασκεύασμα των αισθήσεών μας. Βλέπουμε δηλαδή το περιβάλλον μας όχι όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως οι αισθήσεις μας επιτρέπουν να το αντιληφθούμε.
Οι αισθήσεις μας μπορούν να καταγράψουν και να συγκεκριμενοποιήσουν σχήματα που μορφοποιούνται μόνον μέσα σε χώρους μέχρι τριών διαστάσεων, οι οποίοι περιγράφονται από την ευκλείδεια γεωμετρία.
Τα σχήματα τα οποία μορφοποιούνται μέσα σε χώρους, που περιγράφονται από μη ευκλείδειες γεωμετρίες, όπως αυτές του Lobatschewski και του Riemann, δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά από τις ανθρώπινες αισθήσεις.
Σχηματίζουμε δηλαδή αυθαίρετα, μέσω των αισθήσεών μας, μια ελαχιστότατη ευκλείδεια υποκειμενική τομή στο συνεχές μη ευκλείδειο χωροχρονικό γίγνεσθαι.
Η πραγματική φύση του τετραδιάστατου μη Ευκλείδειου κόσμου είναι μη αισθητή και περιγράφεται μόνον μέσω μαθηματικών σχέσεων.
Κατά τον Αριστοτέλη η ελληνική Πόλις συγκροτείται από Κοινότητες και οι κοινότητες από Οίκους. Η μικρή πόλις συμπίπτει με την κοινότητα, η μεγάλη περιλαμβάνει πολλές κοινότητες. Η οικογένεια και η κοινότητα είναι αναγκαίες για το ζην, ενώ η πόλις για το ευ ζην. Το ζην το μεταμορφώνει σε ελληνικό ευ ζην μια ειδική δομή παραδόσεων, γι΄ αυτό και το ελληνικό έθνος δεν είναι η ποσοτική ολότητα των ελληνικών πόλεων, αλλά κάθε μία απ΄ αυτές είναι η συγκεκριμένη και πλήρως ενσαρκωμένη υπόσταση της ελληνικής καθολικότητας.
Το “φυσικό” κύτταρο του ελληνικού έθνους δεν είναι η οικογένεια, όπως π.χ. του κινεζικού, αλλά η κοινότητα. Ο άνθρωπος δεν γίνεται Άτομο “αποσπώμενος” από την οικογένεια (ή την πατριά) όπως νομίζουν μερικοί. Το ελληνικό Άτομο είναι η υποστατική όψη της ελληνικής κοινότητας. Στην εξέλιξή της η ελληνική κοινότητα ολοκληρώνεται σε πόλι-κράτος, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η συνειδητή συλλογική αυτοθέσμιση. Η πολιτειακή αυτοθέσμιση περιλαμβάνει και την εκπαίδευση του πολίτη με κριτήρια αμιγώς “πολιτικά”. Διαμορφώνει δηλαδή η ίδια, σύμφωνα με τα πρότυπά της, το Άτομο-Πολίτη, το πολιτικό της κύτταρο. Η συνειδητή αυτοθέσμιση της πόλεως δεν καταργεί, ωστόσο, το γεγονός ότι η φυσική μήτρα του ελληνικού Ατόμου είναι η κοινότητα. Η ατομικότητα δεν ξαναχύνεται σε καλούπι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της κοινότητας.
Η κοινότητα είναι μια ομάδα, συνήθως μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, οι οποίοι οργανώνονται στον χώρο και τον χρόνο, έτσι ώστε μπορούν να επιβιώσουν κάνοντας την άριστη δυνατή βιώσιμη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του τοπικού οικοσυστήματος και καταφεύγοντας συμπληρωματικά σε υπερορίες, εμπορικές κυρίως, δραστηριότητες, μέσω των οποίων λύνουν εποικοδομητικά και το πρόβλημα του υπερπληθυσμού. Η βάση της κοινότητας είναι ένας απολύτως γειωμένος ρεαλισμός.
Το σύστημα ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό της κοινότητας βασίζεται στην παραγωγική αλληλεγγύη: Στη συλλογική ρύθμιση των σχέσεων γεωργίας και κτηνοτροφίας, στην εκτέλεση έργων με προσωπική εργασία, στην αποθεματοποίηση μέρους του πλεονάσματος για τις κακές χρονιές κ.λ.π. Η κοινότητα αποφασίζει μόνη της για όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από την συνέλευση-Εκκλησία της κοινότητας και λογοδοτούν σ΄ αυτήν. Και η θρησκεία της, αυτό που λέμε λαϊκή θρησκευτικότητα και κρατά από την προομηρική εποχή, είναι ζυμωμένη με τις πολυώνυμες ζωτικές λειτουργίες της κοινότητας. Η κοινότητα είναι έτσι οργανικά αυτόνομη. Η αυτονομία της αναπτύσσεται ή ψαλιδίζεται, αναλόγως με το υπερκείμενο κάθε φορά ευρύτερο σύστημα εξουσίας: το μυκηναϊκό, των πόλεων-κρατών, των ελληνιστικών βασιλείων, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της φραγκοκρατίας και τέλος της τουρκοκρατίας. Όσο διατηρεί την παραγωγική αυτονομία της, η κοινότητα διεκδικεί και την πολιτική αυτονομία της. Οι χειρότερες εποχές της συμπίπτουν με τη μεσαιωνική φραγκοκρατία (13ος αιώνας), όπου η φεουδαρχία διαλύει την κοινότητα, για να μεταβάλει τον αγρότη σε δουλοπάροικο, και με τη νεωτερική φραγκοκρατία (19ος- 20 ος αιώνας), όπου ο κρατικός μεταπρατικός παρασιτισμός καταστρέφει την παραγωγική βάση της κοινότητας, για να ρίξει τον πληθυσμό της στην εσωτερική και την εξωτερική μετανάστευση.
Κοντολογίς: Ως κύρια μορφή πρωτογενούς κοινωνικής ζωής η κοινότητα είναι το διαχρονικό κύτταρο του Ελληνισμού, από την αρχαιότητα ως τη διάλυσή της με τον ειδικό βαυαρικό νόμο του 1833. Τα λείψανά της θα τα διασκορπίσει αδυσώπυτα ο τελευταίος ελληνικός εμφύλιος (1946-1949).
Έτσι περιγράφει ο Θεόδωρος Ζιάκας τον κοινοτισμό στο Αυτοείδωλον εγενόμην, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα, 2005.
Αυτά όλα περισσότερον επεξηγηματικά, αναφέρονται στην μονογραφία ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ, η οποία διανεμήθηκε σε σας.
Θέλω να προσέξουμε ιδιαιτέρως το τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται στην ελληνική ταυτότητα ως πρόταση πολιτισμού, με πυρήνα το πρόσωπο.
Για το ορθόδοξο πρόσωπο γράφει ο Θεόδωρος Ζιάκας: To oρθόδοξο πρόσωπο είναι “αναρχικό» (η προσφορά του είναι «αγαπητική», δηλαδή απρόβλεπτη και προαιρετική και μάλιστα προς συγκεκριμένα άλλα πρόσωπα και όχι προς το απρόσωπο «σύνολο»).
Γι΄ αυτό το κράτος του είναι υπεργραφειoκρατικό και φαινομενικά «ολοκληρωτικό» (στην πραγματικότητα δεν «δουλεύει» τίποτα). Θεόδωρος Ζιάκας, Έθνος και Παράδοση, β΄ έκδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Για δε το έθνος, ο ίδιος γράφει: Το έθνος είναι, κατά κάποιον τρόπο η “υπόσταση”, ο “φορέας” της πολυσύνθετης “προσωπικότητας” που συγκροτείται από μια ιστορική δομή παραδόσεων. Στη δυναμική-τελολογική του όψη μπορούμε να το συλλάβουμε σαν τον “αστερισμό” των προτύπων αυτών των παραδόσεων. Στην πυρήνα του δηλαδή το έθνος έχει πλουραλιστική δομή. Κεντρικά σ΄ αυτή τη δομή είναι τα πρότυπα συλλογικού όπως π.χ. είναι σε μας η Εκκλησία (ορθόδοξη παράδοση), το κράτος δικαίου (δυτική ουμανιστική παράδοση), η κομμουνιστική (κρατικιστική ή αναρχική) κολλλεκτίβα (αριστερή παράδοση). *Αγαπώ το έθνος μου, γιατί πρωτίστως αγαπώ τον παραδειγματικό εαυτό (ατομικό και συλλογικό) που παρέχουν οι παραδόσεις του, γιατί είναι ο φορέας των δρόμων υποκειμενοποίησης που αυτές ενσαρκώνουν. Η αδιαφορία μου ή η εχθρότητά μου προς το έθνος μου έχει την ίδια ερμηνεία: δεν με εκφράζουν τα πρότυπα των συστατικών του παραδόσεων. Θεόδωρος Ζιάκας. Έθνος και Παράδοση, β΄ έκδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ. 91-92.
Στον Έλληνο-Ορθόδοξο κόσμο οι πυλώνες είχαν διαμορφωθεί, ο μεν (1) από την τριαδική θεολογία και την έννοια του προσώπου, ο (2) από την προσωκρατική σκέψη, και ο (3) από την άμεση δημοκρατία.
Μετά το 1204 και την άλωση της Πόλης το 1453, αυτοί οι πυλώνες προσωρινά αδρανοποιήθηκαν.
Ήδη όμως αρχίζει να διαφαίνεται η δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας. Στα σχηματιζόμενα ερείπια του καταρρέοντος δυτικού προτάγματος, αναδύεται το νέο πολιτισμικό ρεύμα (πυλώνας 1 η τριαδική θεολογία και το πρόσωπο, πυλώνας 2 τα σύγχρονα μαθηματικά μη γραμμική -δυναμική-, και κβαντική φυσική, και πυλώνας 3 η άμεση δημοκρατία).
Και έχει σημασία ότι η αναγέννηση γίνεται αυθόρμητα, χωρίς εκβιασμούς ισχυρών δυνάμεων, πολιτικά παρασκήνια και οικονομικούς εκβιασμούς.
Ο δρόμος βέβαια θα είναι μακρύς, τραχύς και γεμάτος συγκρούσεις.
Για την ενημέρωσή σας σε όσα αναφέρθηκα διανέμεται: α) η μονογραφία “Των Ελλήνων οι Κοινότητες” και β) το πολύ σημαντικό πολιτικό κείμενο, ο Κανονισμός της Δημογεροντίας της Καλύμνου, του 1894.
ΑΡΔΗΝ, Αύγουστος 2008, τ.73
.