Αυτός είναι ο τίτλος του άρθρου του Peter Green, καθηγητή κλασσικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Τέξας, στην έγκυρη επιθεώρηση London Review of Books στις 8.8.2013. Ίσως η δημοσίευση του άρθρου αυτού συνδέεται με τον θάνατο στις 9.6.2013 του, καθηγητή στο πανεπιστήμιο Cornell, Martin Bernal, συγγραφέα της «Μαύρης Αθηνάς».
Το άρθρο του Green αναφέρεται σε δύο πανεπιστημιακές εκδόσεις που διερευνούν τις σχέσεις της αρχαίας Περσίας με την αρχαία Αίγυπτο κατά την εποχή των Περσικών Πολέμων. Πρόκειται για μια ακόμη εκδήλωση της αμφισβήτησης των μέχρι σήμερα αντιλήψεων για τον κλασσικό κόσμο.
Στην πρώτη από αυτές, το βιβλίο του Stephen Ruzicka: Egypt and the Persian Empire, Oxford 2012, εξετάζεται η προσπάθεια της Περσικής Αυτοκρατορίας για την κατάκτηση της Αιγύπτου, ταυτόχρονα σχεδόν με την εμπλοκή σε θανάσιμο αγώνα με την Ελλάδα, η οποία από την επανάσταση των Ιώνων τον 6ο αιώνα π.Χ. κατέληξε στην κατάλυση της Αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο μετά από 200 χρόνια. Το βιβλίο αυτό δίνει αφορμή σε επιθέσεις προς τον Ελληνοκεντρισμό που κατά τον κριτικό χαρακτηρίζει την ιστοριογραφία της εποχής εκείνης.
Στη δεύτερη έκδοση, το βιβλίο του Lloyd Llewellyn-Jones: King and court in ancient Persia, Edinburgh 2013, εξετάζεται μέσα από πλούτο στοιχείων η ιστορία και η συγκρότηση της αυτοκρατορικής περσικής αυλής.
Εκείνο στο οποίο επικεντρώνεται ο Peter Green είναι η πεποίθησή του ότι ο Ελληνοκεντρισμός παραμόρφωσε και περιόρισε τα επιτεύγματα των πολιτισμών που είχαν την κακή τύχη να αντιπαραταχθούν προς τους Έλληνες. Ενοχλείται καταφανώς από το ότι η ένδοξη κληρονομιά των Ελλήνων επιβίωσε των κατακτητών της Ελλάδας. Η Ρωμαϊκή και η Οθωμανική κατάκτηση της Ελλάδας δεν στάθηκαν ικανές να εμποδίσουν τους μεταγενέστερους θριάμβους του κλασσικισμού και τον ενθουσιασμό που εξακολουθεί αμείωτος να συνοδεύει τα ελληνικά επιτεύγματα.
Η προνομιακή αναφορά στις εκπληκτικές νίκες των Ελλήνων επί των κολοσσιαίων δυνάμεων που κινητοποίησαν για την κατάκτηση της Ελλάδας ο Δαρείος και μετά ο Ξέρξης παρουσιάζονται, μαζί με τις αφηγήσεις των Ελλήνων προπαγανδιστών (sic), όπως ο Ηρόδοτος και ο Πλούταρχος ως τα αίτια που επέβαλαν τον Ελληνοκεντρισμό στη φαντασία των Ευρωπαίων.
Υποστηρίζεται ότι ο ελληνοκεντρισμός παραμόρφωσε και περιόρισε τα επιτεύγματα των άλλων πολιτισμών που προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες στις πιο ένδοξες στιγμές τους. Ενώ τα επιτεύγματα των Ελλήνων δεν μπορούν να υποβαθμιστούν, η σκιά που ρίχνουν στους αντίπαλους σύγχρονούς τους πολιτισμούς είναι καταθλιπτική.
Κατά τη γνώμη πάντα του Peter Green, μόνο τελευταία η αρχαιολογική και επιγραφική έρευνα έδωσαν την αφορμή για να κινηθεί το ενδιαφέρον προς τους Αχαμαινίδες και τα εντυπωσιακά αυτοκρατορικά και πολιτιστικά επιτεύγματά τους.
Ο Peter Green προσπαθεί να απαλύνει την αδικαιολόγητη γι΄ αυτόν αίγλη του κλασσικού ελληνισμού και πασχίζει να προβάλει την αξία και το μεγαλείο της αρχαίας Αιγύπτου που, κατά την γνώμη του, αντιμετώπισε την ασιατική επιβολή και τις περσικές εισβολές με τρόπο αντίστοιχο των Ελλήνων. Ο Ελληνοκεντρισμός κρατά άγνωστη την αντιπαράθεση της Περσικής Αυτοκρατορίας και της Αιγύπτου, που συμπίπτει χρονικά με τους Περσικούς Πολέμους. Κατά τον Peter Green το βιβλίο του Stephen Ruzicka διορθώνει την εικόνα που επέβαλε ο Ελληνοκεντρισμός διευρύνοντας τα στενά όρια του ελληνικού κόσμου και περιορίζοντας την κλίμακα της σύγκρουσης, ώστε να ιστορηθεί και η αντιπαράθεση Περσικής Αυτοκρατορίας και Αιγύπτου. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι οι Έλληνες πέτυχαν να προσδώσουν στους εαυτούς τους και τον αγώνα τους σπουδαιότητα που είναι φανταστική. Έτσι, οι δύο επιθέσεις κατά της Ελλάδας είναι διάσημες, σε αντίθεση με τις δέκα εκστρατείες που η Περσική Αυτοκρατορία επιχείρησε κατά της Αιγύπτου. Μάλιστα, η μεγάλη και κοσμοϊστορική εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας δεν αποτελεί την μέχρι τότε μεγαλύτερη σύγκρουση της ιστορίας, κατά την οποία η Ασία εκστράτευσε κατά της Ευρώπης, αλλά είναι μικρότερη και λιγότερο σπουδαία από την πανστρατιά της Περσικής Αυτοκρατορίας κατά της Αιγύπτου το 340 π.Χ.
Εν ολίγοις, ο Peter Green αναζητά έναν Πέρση ή Αιγύπτιο Ηρόδοτο, ώστε να προβάλει μέσα από τις πηγές την αντίθεσή του προς τον Ελληνοκεντρισμό. Απ΄ όσο γνωρίζουμε οι πηγές δεν βοηθούν και δεν είναι ικανές να ανταγωνιστούν την αίγλη των Ελλήνων συγγραφέων. Ό,τι τέλος, έχει γραφεί για να ανατρέψει τις αφηγήσεις των Ελλήνων βασίζεται στη φαντασία και επιδιώκει να επιβάλει μια προκαθορισμένη άποψη.
Το βιβλίο του Lloyd Llewellyn-Jones παρουσιάζει την Περσική Αυτοκρατορία μέσα από τους κύριους διοικητικούς θεσμούς της, την πολιτισμική ιδιαιτερότητά της και το μεγάλο πλούτο της. Ο συγγραφέας είναι ανατολιστής και δεν κρύβει τον θαυμασμό του για την περσική αυλή ως ένα τόπο απόλαυσης, ευγένειας, καλλιέργειας και ευαισθησίας, που ωστόσο μπορούσε να μεταμορφωθεί σε περιβάλλον συνομωσιών, αγριότητας και βαρβαρισμού. … Όπως ακριβώς διαπίστωσαν οι φυγάδες τελευταίοι φιλόσοφοι από την Ακαδημία της Αθήνας, όταν το 530 μ.Χ. κατέφυγαν με το κλείσιμο της Ακαδημίας την περσική αυλή.
8 comments
Ἐκείνοι πού ἔζησαν στο ἐξωτερικό γιὰ μεγάλο χρονικό διάστημα γνωρίζουν ότι ὑπάρχει μία ὀργανωμένη προσπάθεια ὑποβιβασμού τοῦ Ἑλληνισμού καὶ μία ταυτόχρονη ἀνύψωση ἄλλων
“πολιτισμῶν”. Δέν είναι
τυχαία ἡ ἐξαφάνιση προγραμμάτων σπουδῶν κλασσικῆς παιδείας στίς ΗΠΑ καί ἡ ἀντίκατάστασή τους άπό την μελέτη πχ. του πολιτισμού νομαδικῶν πληθυσμῶν. Ο Καθηγητής Σπύρος Βρυώνης πιστεύει ότι αὐτό συνέβη για γεωπολιτικούς λόγους. Ἰσως έν μέρει, άλλά κυρίως συνέβη για τον παρακάτω λόγο.
Διότι ἡ παγκόσμια ελίτ δέν δύναται νὰ ἐγκαθιδρύσει τήν ἀπόλυτη κυριαρχία της όσο αὐτό το ἐνοχλητικό κουνούπι ἐμφανίζεται συνεχῶς μπροστά της καὶ εἰσάγει τούς ἀνθρώπους στὸν κόσμο τῶν ἱδεῶν, τῆς Ἐλευθερίας, τοῦ ἀνθρωπισμού τῆς ἀρετῆς τῆς φιλοπατρίας καὶ τῆς δικαιοσύνης.
Καλά, μὲ τὰ συντεχνειακὰ τῶν πάσης φύσεως καθηγητῶν πανεπιστημίων πού ἀγωνίζονται νὰ κάνουν «ὄνομα» γιὰ νὰ βροῦν χρῆμα νὰ χρηματοδοτήσουν τὶς ἕδρες τους (πανεπιστημιακὲς καὶ σωματικές, νὰ ἐξηγούμεθα) θὰ ἀσχολεῖται τὸ «Ἀντίβαρο» ; Ἡ ἑρμηνεία τῶν γενομένων εἶναι ἁπλῆ. Ἀφοῦ πέθανε ὁ Bernal, ἡ θέση τοῦ πάπα τῶν μπουρδολόγων θεωρητικῶν μένει κενή. Μὲ τὸ ἄρθρο του στὸ London Review of Books ὁ Green παίρνει κεφάλι στὴν κούρσα τῆς διαδοχῆς. Πιθανῶς ἔχει κάποιον φίλο μεταξὺ τῶν ἐκδοτῶν τοῦ περιοδικοῦ καὶ αὐτὸς τοῦ προσφέρει αὐτὴν τὴν εὐκαιρία.
Ἀμφίβολο, ὅμως, ἂν εἶναι καμμία σπουδαία εὐκαιρία. Διότι ἡ θεωρία τοῦ Bernal ἔχει κακογεράσει καὶ οἱ ἀκροώμενοι σπανίως ἔχουν τόση κάψα γιὰ τοὺς διαδόχους, ὅταν ἔχουν ἀκούσει τὸν γενάρχη. Καὶ ὑπάρχει καὶ τὸ μικρὸ πρακτικὸ πρόβλημα ὅτι τὰ πάσης φύσεως χρονικά, Περσικά, Αἰγυπτιακά κλπ ποὺ ἐπιχειροῦν, δίκην Φράνκενστάϊν, νὰ νεκραναστήσουν οἱ ἀνεκδιήγητοι μπουρδολόγοι εἶναι ἀπίστευτα βαρετὰ γιὰ τοὺς φοιτητὲς ὥστε, μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη παράδοση, τρέχουν νὰ μετεγγραφοῦν στὴν τάξη αὐτοῦ πού παραδίδει «Ἰλιάδα» καὶ «Ὀδύσσεια».
Προσωπικὰ ἔχω βαρεθεῖ τρελλὰ τὶς φιλοσοφίες καὶ τὴν
βαρύγδουπη νεωτερικὴ διήγηση περὶ “ἑλληνισμοῦ”. Μὲ ξεκουράζει
αὐτὴ τὴν στιγμὴ μόνον ἡ έπαφή μου μὲ τὸν αὐθεντικὸ ῥωμέικο πολιτισμό.
Ἔχετε παρατηρήσει ὅτι οἱ “φιλοσοφοῦντες” δὲν ἀκολουθοῦν πιὰ
τὴν διαλεκτικὴ μέθοδο; Ὅλο γράφουνε σὲ τρίτο πρόσωπο, καὶ ἀναφέρονται
γενικὰ καὶ ἀόριστα. Φτιάχνουνε εἰκόνες ἀπὸ τὸ πουθενά, στοχάζονται
ἀπὸ τὸ τίποτα, καὶ δημιουργοῦνε ἀκατοίκητα κτίρια. Κενοὶ ἄνθρωποι
καὶ κενὰ λόγια. Πάντοτε τοὺς παραπέμπω, αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους,
στὴν Γυφτοπούλα τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ, εἰδικά, στὸ κεφάλαιο “Κατόπιν
Ἐορτῆς’΄.
Ἡ Ῥωμηοσύνη εἶναι γεμάτη παλμό, ζωντάνια, μοσχοβολᾶ
χίλια ἀρώματα: δὲν περιγράφεται, δὲν φιλοσοφεῖται ἀλλὰ βιώνεται.
Διαβάζω τώρα τὸ μεσαιωνικὸ ἔπος Ἰμπέριος καὶ Μαργαρώνα, ποὺ
εἶναι γεμάτο μὲ εἰκόνες ποὺ τὶς διασώζει ἡ προφορική μας Παράδοση,
ἀλλὰ δὲν ἔχουν καμία ἐπαφὴ μὲ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα στὶς
βρωμοπόλεις μας.
Πάρετε γιὰ παράδειγμα τὰ Κάλαντα: μοσκοβολοῦν ῥωμαιοσύνη, κουβαλάνε
μιὰ ἀρχοντιὰ ἀπὸ ἄλλους τόπους καὶ χρόνους. Δὲν περνοῦν και οὔτε κὰν
ἀκουμποῦν οἱ στοχασμοί μας αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο. Τὸ Ἁρχιμηνιὰ κι Ἀρχιχρονιὰ
(Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται) ἔχετε καταλάβει ὅτι πρόκειται περὶ μεσαιωνικῆς
σκωπτικῆς καντάδας; Γιὰ ἀκοῦστε το καλά, καὶ δεῖτε τὴν ἀντίθεση κάθε
πρώτου στίχου μὲ τὸν δεύτερο ποὺ ἔπεται… Διαφορετικὰ Κάλαντα, διαφορετικοὶ
τόποι, διαφορετικὲς διάλεκτοι, μεγαλεῖο, γλωσσικὸς πλοῦτος ἀπίστευτος,
εἰκόνες, ἤχοι, γεύσοις καὶ μυρουδιὲς ἀπὸ μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ λαχταρούσαμε νὰ ζοῦμε,
ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ καὶ ἀόμματοι…“φιλόσοφοι” (lol)
Ἀγαπητὲ κύριε Παπαδόπουλε,
Σύμφωνοι γιὰ τοὺς ἐν κενῷ φιλοσοφοῦντας. Ἀλλὰ τὴν γνώμη τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὴν «Ἀρχιμηνιὰ κι Ἀρχιχρονιὰ» τὴν γνωρίζετε ;
Ἀγαπητὲ κ. Γεωργάνα,
1) Θέλω νὰ συστηματικοποιήσω τὴν γνώση μου πάνω
στὸ πολυτονικὸ καὶ τὴν σωστότερη χρήση του (ἔχω
παρατηρήσει ὅτι σὲ διαφορετικὰ κείμενα τῆς ἀρχαιότητας
καὶ τοῦ Μεσαίων γίνεται καὶ διαφορετικὴ χρήση τῶν
πνευμάτων. π.χ. Τὸ Γιῶτα δὲν θεωρεῖται
μακρὸ στὴν παραλήγουσα σὲ κάποια κείμενα, κι αὐτὸ
τὸ συμπεραίνω διότι δὲν περισπᾶται (στὰ γένη ἀρσενικὸ
καὶ θηλυκὸ) ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι βραχεία.
Πρὸς τὸ παρὸν χρησιμοποιῶ ὡς ὁδηγὸ τὶς λίγες γνώσεις
μου καὶ τὴν παρατήρηση, καὶ ἐπαληθεύω στὸ σύστημα Perseus,
τοῦ παν. Irvine.
Γιὰ παράδειγμα: βάζετε στὴν λέξη “ὄνομα” ψιλή, καὶ ὅχι
δασεία. Γιατί; Ἡ λέξη ὅριο παίρνει δασεία: γιατὶ ὅχι ψιλή;
Ἡ λέξη ὁδηγός, ποὺ ἔγραψα παραπάνω, τί παίρνει;
Καλὸ εἶναι νὰ μὲ διορθώνετε ὅταν μπορεῖτε, καὶ θὰ σᾶς ἥμουν ὑποχρεωμένος,
ὅταν βλέπετε κάτι ποὺ νὰ “βγάζει μάτι”.
2) Τὸν Παπαδιαμάντη τὸν ἀγαπῶ. Ἔχω διαβάσει ἀρκετὰ ἔργα του.
Δυστυχῶς δὲν ἔχω μπορέσει νὰ βρῶ κάποια πολὺ σημαντικά, δὲν
βρίσκονται πουθενὰ στὴν ἀγορά. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν Κόντογλου:
θὰ ἤθελα τὶς παλιὲς ἐκδόσεις ἀστέρος, ὅχι κάτι νέες εἰκονογραφημένες,
ποὺ σίγουρα θὰ ἀπέρριπτε ὁ κὺρ Φώτιος, στυλιστικά.
Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Κόντογλου εἶναι δύο ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονταν
πολὺ κοντὰ πνευματικὰ (ὁ Κόντογλου στενοχωριόταν ποὺ δὲν εἶχε
τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσει ἀπὸ κοντὰ τὸν Παπαδιαμάντη: ἔλεγε, μακάρι νὰ
ζοῦσε ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος, νὰ καθόμαστε νὰ συζητᾶμε ἐπὶ ὧρες μαζί!).
Καὶ οἱ δύο ἀνήκουν σὲ γενεὲς ὅπου ἡ νεωτερικὴ ταυτότητα τοῦ (βαυαρο)-Ἕλληνα
δὲν τοὺς ἄγγιζε. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ἦταν ὑποστηρικτὲς τοῦ
Διαφωτισμοῦ. Εἰλικρινά, πιστεύω ὅτι οὔτε ὁ Κόντογλου οὔτε ὁ Παπαδιαμάντης
ἦταν παραδοσιακοὶ λαϊκοὶ ἄνθρωποι. Ἦταν διανοούμενοι. Ἦταν στοχαστές.
Ἦταν ὑπέρμαχοι μιᾶς ἄλλης διατύπωσης τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ποὺ
ἀπῆχε ἀπὸ τὸν Κοραῆ καὶ ἦταν πιὸ κοντὰ στὸν Εὑγένιο Βούλγαρη. Ἴσως νὰ
διαφωνήσουν κάποιοι μὲ αὐτὴ τὴν θέση, ὅμως προσωπικὰ εἶμαι βέβαιος
γι’ αὐτό.
Πολύγλωσσοι, δυτικοσπουδαγμένοι/(δια-)μορφωμένοι, δημιούργησαν – εφηῦραν
ἕνα δικό τους στῦλ, φορτισμένο ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς ἐποχῆς γιὰ τὴν
διαμόρφωση μιᾶς (νεο-)ἑλληνικῆς ταυτότητας.
Βάση τῶν παραπάνω, συμπεραίνω ὅτι οἱ ἀπόψεις τῶν ἀνθρώπων ποὺ
πέρασαν ἀπὸ τὸ ’30 πρέπει νὰ μελετῶνται προσεκτικά. Νὰ βλέπουμε τὴν
οὐσία τῶν λεγομένων τους. Ὁ Κόντογλου ἔγραψε ἕνα ἐξαιρετικό, ἀπὸ
λογοτεχνικῆς ἀπόψεως, κείμενο γιὰ τὴν Ἄλωση τῆς Πόλης. Εἶναι τελείως
λάθος ὡστόσο ἀπὸ ἐπιστημονικῆς-ἱστορικῆς ἀπόψεως, διαστρεβλώνει
τὰ γεγονότα καὶ συγχέει τὶς πηγές. Ὁπότε, ἴσως θὰ ἦταν καλὸ νὰ
βλέπουμε τὴν οὐσία, τὸ (συν-)αἴσθημα στὸ γραπτό του, καὶ νὰ
μὴν δίνουμε ἰδιαίτερο βάρος σὲ συγκεκριμένα λόγια. Τὸ ἴδιο πιστεύω
καὶ γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη.
Δὲν γνώριζα γιὰ τὴν ἄποψη τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὸ Ἀρχιμηνιὰ κι
Ἀρχιχρονιά. Τὴν ἔψαξα στὸ διαδίκτυο καὶ τὴν βρῆκα, ἀφότου διάβασα
τὸ σχόλιό σας.
Γιὰ τὸ πολυτονικό, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς βοηθήσω. Τόν καιρὸ ἐκεῖνο τὰ μαθαίναμε ἀπὸ πολυγραφημένα φύλλα πού συνέτασσε ἡ κάθε δασκάλα. Ποῦ τὰ βιβλία τὰ σημερινά ;
Ὑπάρχει αὐτὸ στὸ διαδίκτυο :
http://www.polytoniko.org/mathi.php?newlang=el&font=Palatino+Linotype&right=no
Εἰδικῶς γιὰ τὶς δασυνόμενες λέξεις, στὸ δημοτικὸ μαθαίναμε ἕνα ὑποσύνολο, αὐτὸ τῶν πλέον συχνῶν, σάν ποίημα. Ἰδοὺ ἡ ἀρχὴ τοῦ πρώτου :
Ἅδης, ἅγιος, ἁγνός,
ἅμα, ἅμαξα, ἁπλὸς …
Μετά, ὅποιος παρατηροῦσε εὕρισκε καὶ ἄλλες μόνος του.
Μεγάλη βοήθεια εἶναι οἱ ξένες γλῶσσες, διότι διατηροῦν τὴν δασεῖα ὡς γράμμα τοῦ άλφαβήτου :
history – ἱστορία
Hellas – Ἑλλάς …
Γιὰ τοὺς Παπαδιαμάντη καὶ Κόντογλου, οὐδεμία ἀντίρρησις. πράγματι ἦταν διανοούμενοι καί, πράγματι, δὲν δεσμεύονται άπὸ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια (ἀλλὰ οὔτε καὶ κανένας γνήσιος πνευματικὸς δημιουργὸς δὲν δεσμεύεται. Προσέξτε ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἐπιδιώκει ἀπλῶς «τῶν γενομένων τὸ σαφές σκοπεῖν», ὄχι τὸ ἀληθές. Διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι, ἐτυμολογικῶς, τὸ ἀντίθετο τῆς λήθης, ὀπότε φυσικὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια νὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ πράγματα πού δὲν θέλει νὰ ξεχάσει ὁ κάθε ἄνθρωπος, συνεπῶς εἶναι ὑποχρεωτικῶς ὑποκειμενική !).
«ὁπότε» φυσικά, ἀντὶ τοῦ «ὀπότε», τὰ πλῆκτρα τῶν πνευμάτων εἶναι δίπλα, δίπλα στὸ πληκτρολόγιό μου.
Σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ κ. Γεωργάνα!