Οι Έλληνες της αρχαϊκής εποχής αποίκησαν τις θρακικές ακτές στο Βόρειο Αιγαίο, στην Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο καθώς και τις Θρακικές Σποράδες. Η Θράκη γίνεται μία ελληνική χώρα. Οι αυτόχθονες Θράκες, λαός ινδοευρωπαϊκός, συγγενής προς τους Έλληνες, εξελληνίζονται. Γεμάτη είναι σήμερα η θρακική ενδοχώρα από τύμβους και ταφές, στα κτερίσματα των οποίων κυριαρχούν οι ελληνικές κλασσικές αισθητικές αντιλήψεις.
Κατά τους τελευταίους αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας δημιουργείται η Ελληνική Ανατολή. Τότε το κέντρο βάρους του Ελληνισμού μετατοπίζεται προς τη Μικρά Ασία και την Προποντίδα με πόλο την Κωνσταντινούπολη.
Μετά, για πολλούς αιώνες, οι Έλληνες συγκεντρώνονται γύρω από τον άξονα που ορίζουν οι τρεις θάλασσες: το Αιγαίο, η Προποντίδα και ο Εύξεινος. Δημιουργείται ξανά ένας ευρύς κόσμος, μία ελληνική οικουμένη με ενιαίο σώμα, γύρω από τις τρεις συνεχόμενες θάλασσες. Κέντρο της ελληνικής οικουμένης είναι τώρα η Κωνσταντινούπολη, την οποία ο λόγιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αποκαλεί κάλλιστον και τιμιώτατον μέρος της Θράκης. Η Θράκη αποτελεί την ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης. Οι επιδρομείς, που σαρώνουν το κεντρικό υψίπεδο της Μικράς Ασίας, έρχονται από τη θάλασσα ή περνούν το υδάτινο φράγμα του Δούναβη, συγκρατούνται από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο τεχνικό έργο των Μέσων Χρόνων. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης δίνουν έναν ορισμό της οικουμενικότητας, χωρίζοντας τη βαρβαρότητα από τον πολιτισμό, του οποίου υπερασπίζουν το ακτινοβόλο κέντρο. Το μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας, οι απειλές για ολοκληρωτικό αφανισμό και οι συνεχείς αγώνες για επιβίωση, παραμένει και κατά τη βυζαντινή εποχή.
Για πρώτη φορά τα τείχη της Κωνσταντινούπολης παραβιάζονται από τους Δυτικούς το 1204. Η Αυτοκρατορία βρίσκεται έρμαιο αρπακτικών και κατακτητικών επιδρομών από Δύση και Ανατολή. Οι Τούρκοι, —λαός νομαδικός, που εγκατέλειψε τη στέπα για να πορευθεί προς τη Δύση, όπου δημιουργεί κοσμοϊστορικές αναταράξεις — εμφανίζονται στη Θράκη το πρώτο μισό του 14ου αιώνα και το 1352 αρχίζουν την κατάληψή της για να εγκαταστήσουν Τουρκομάνους εποίκους.
Και μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, κατά την Τουρκοκρατία, η Θράκη συνεχίζει, παρά τους εξισλαμισμούς, να αποτελεί μία ελληνική χώρα. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή χαρακτηρίζει την Προποντίδα τον 17ο αιώνα ως “μία θάλασσα της Ρωμηοσύνης“.
Οι απαρχές του Νέου Ελληνισμού τοποθετούνται τον 13ο αιώνα στους χώρους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε εξορία στη Νίκαια της Βιθυνίας. Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την τουρκική κατάκτηση ακολούθησε η ανασύνταξη των ελληνικών πληθυσμών. Τον 17ο αιώνα εμφανίζονται συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν στους Έλληνες την ανάπτυξη του εμπορίου, της μεταποίησης και της εμπορικής ναυτιλίας. Τον 18ο αιώνα οι ρωμαίικες κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακμάζουν και δημιουργούν την πραγματικότητα που ονομάζουμε “καθ’ ημάς Ανατολή”. Είναι μια πραγματικότητα, στην οποία οι Ρωμηοί διαθέτουν οικονομική δύναμη δυσανάλογη προς τους αριθμούς τους και στην οποία γίνονται οικονομικά και πολιτιστικά κυρίαρχοι, παρά το ότι είναι πολιτικά υποταγμένοι. Η Κωνσταντινούπολη συνεχίζει να αποτελεί το κέντρο του Ελληνισμού και η Θράκη περιβάλλεται από τους χώρους της καθ΄ ημάς Ανατολής. Ο 19ος αιώνας αποτελεί μια εποχή μεγάλης ανόδου και ακμής της Θράκης ειδικότερα και του Ελληνισμού γενικότερα. Είναι μια εποχή, κατά την οποία αναδύονται και πάλι οι μακραίωνες παραδόσεις των Ελλήνων, ώστε οι ίδιοι να βοηθούνται να κατανοούν Δύση και Ανατολή με τρόπο που τους επιτρέπει να διαφυλάττουν τις ιδιαιτερότητές τους. Οι Έλληνες της καθ’ ημάς Ανατολής επιτυγχάνουν μορφές αστικού εκσυγχρονισμού χωρίς να χάσουν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους. Αυτά συνεχίζουν να στηρίζονται στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, τον κοινοτισμό, την παιδεία, το εμπόριο και την οικονομία. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και εξόχως επίκαιρο, με την έννοια ότι και σήμερα αντιμετωπίζουμε και πάλι, —όπως συνεχώς το αντιμετωπίζουμε—, το πρόβλημα του εκσυγχρονισμού και της προσαρμογής στον σύγχρονο κόσμο. Αυτό είναι ένα πρόβλημα όχι μόνο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μορφής, αλλά, κυρίως, ένα πρόβλημα πολιτισμικής τάξης.
Προϋπόθεση της σύστασης του Νέου Ελληνικού Κράτους και κεντρική ιδεολογία του αποτελεί η Μεγάλη Ιδέα. Η Μεγάλη Ιδέα γεννάται στην Πύλη του Ρωμανού την αυγή της 29ης Μαΐου του 1453. Είναι ιδέα αλυτρωτική και απελευθερωτική, αλλά μαζί, όμως, πολιτισμική και οικουμενική. Η Ελληνική Επανάσταση ξεσπά κάτω από την επίδραση του Διαφωτισμού, αλλά και της Μεγάλης Ιδέας.
Κατά την επαναστατική εθνεγερσία της Άνοιξης του 1821, επαναστάτησαν στη Θράκη, η παραθαλάσσια Αίνος στον Έβρο, η γειτονική ορεινή περιοχή στο Κουρού Νταγ (Ξεροβούνι), η περιοχή του Ιερού Όρους και η, επίσης ορεινή, περιοχή της Στράντζας, πάνω από τις Σαράντα Εκκλησιές. Επαναστάτησαν επίσης η Λήμνος και η Σαμοθράκη στο Θρακικό Πέλαγος και ο Στενήμαχος στη μεγάλη θρακική πεδιάδα. Η επανάσταση στη Θράκη επεκτάθηκε στις ακτές του Εύξεινου, όπου ξεσηκώθηκαν η Βάρνα, η Αγχίαλος και ο Πύργος. Ωστόσο, η γειτνίαση με τα κέντρα της δύναμης των Οθωμανών σύντομα οδήγησε τις επαναστατημένες περιοχές στην υποταγή. Η επανάσταση και οι εξεγέρσεις κατατάραξαν τον Σουλτάνο Μαχμούτ τον Β , ο οποίος συνέτριψε τη δύναμη που οι Φαναριώτες είχαν οικοδομήσει μέσα στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δύναμη, που είχε καταστήσει τους Φαναριώτες επίδοξους συνδιαχειριστές της Αυτοκρατορίας. Το Φανάρι υφίσταται σκληρό πλήγμα, αλλά μετά λίγες δεκαετίες οι Ρωμηοί κεφαλαιούχοι θα μπορέσουν να ανορθωθούν με κέντρο τώρα τον Γαλατά.
Το αποτέλεσμα της Ελληνικής Επανάστασης δεν συμβιβάζεται με αυτό που υποσχέθηκε η ιδεολογία. Το αδύναμο και περιορισμένο ελληνικό κράτος ιδρύθηκε με τη βοήθεια των Δυτικών, οι οποίοι το βοήθησαν να συγκροτηθεί ως βασίλειο πρότυπο του εκσυγχρονισμού και του εξευρωπαϊσμού στην Ανατολή. Για τους Δυτικούς Ευρωπαίους, το Ελληνικό Κράτος αποτελεί την πραγμάτωση της φαντασιακής και ρομαντικής αντίληψής τους για την αναβίωση της ελληνικής αρχαιότητας.
Οι Έλληνες δημιουργούν το εθνικό τους κράτος στο ιστορικό τους κέντρο, το οποίο όμως παρέμεινε περιφερειακή περιοχή για πολλούς αιώνες. Το κέντρο βάρους του Ελληνισμού μετατίθεται πάλι προς τη νότιο Βαλκανική. Ωστόσο, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε η μεγαλύτερη ελληνική πόλη, ενώ στο Ελληνικό Βασίλειο ζουν λιγότεροι από τους μισούς Έλληνες.
Στην ευρύτερη και μεγάλη Ανατολή, ο Ανατολικός Ελληνισμός, πολιτικά υποταγμένος, πλην πολιτισμικά και οικονομικά κυρίαρχος, είχε επιτύχει μια μορφή εκσυγχρονισμού, που του επέτρεπε να διατηρεί τις παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητές του. Για τους Έλληνες της Ανατολής η βυζαντινή παράδοση παρέμενε η πηγή και το βάθρο του Νέου Ελληνισμού. Υπάρχει λοιπόν μία διαφορετική ιδεολογική θεμελίωση που διακρίνει τους Ανατολικούς Έλληνες από τους Έλληνες του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Η εθνοτική διαπάλη στη Θράκη αρχίζει με την αφύπνιση του εθνικισμού των Βουλγάρων, ορθόδοξου λαού που αποτελούσε τμήμα του ορθόδοξου ρωμαίικου μιλλέτ. Ο Πανσλαβισμός, η ιδεολογία την οποία διατύπωσε και υποστήριξε η ορθόδοξη σλαβική Ρωσία, οδήγησε στην ανακήρυξη της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870), στη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας (1878), στην προσάρτηση της Ανατολικής Ρουμελίας από τη Βουλγαρία (1885) και κατέληξε στην εκδίωξη των ελληνόφωνων Ρωμηών της Βόρειας Θράκης (Ανατολικής Ρουμελίας).
Με την ανάπτυξη των εθνικισμών τον 19ο αιώνα η Θράκη φαίνεται να παραμένει έξω από τις δυνατότητες του ελληνικού Βασιλείου. Ιδιαίτερα ο Πανσλαβισμός και η συγκρότηση της Βουλγαρίας ως κράτους καθιστούν κάθε σκέψη επέκτασης του ελληνικού κράτους προς την Προποντίδα ουτοπική. Ωστόσο, με τους Βαλκανικούς Πολέμους η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα ευρωπαϊκά εδάφη της φέρνει τα ελληνικά σύνορα στα πρόθυρα της καθ’ ημάς Ανατολής. Με το τέλος του 1912 το Αιγαίο είναι και πάλι μια ελληνική λίμνη.
Από το 1908 διαφαίνονται οι προθέσεις της ηγεσίας των Νεότουρκων, οι οποίοι το 1911 απερίφραστα διατυπώνουν την άποψη ότι δεν υπάρχει θέση για τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με αφορμή τους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά από υποδείξεις των Γερμανών συμμάχων τους, οι Νεότουρκοι εφαρμόζουν σχέδια εκτουρκισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από το 1913 μέχρι το 1918 οι Ρωμηοί της Ανατολικής Θράκης, όπως και της Μικράς Ασίας, υφίστανται συστηματικές διώξεις. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες, οι οποίοι οδηγούν το ελληνικό κράτος στην παράτολμη και μοιραία Μικρασιατική Επιχείρηση.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες οι οποίες υποχρεώνουν τις κοσμοκράτειρες δυνάμεις της Δύσης να εγκαταλείψουν την πολιτική αιώνων, δηλαδή την υποστήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για μια σύντομη περίοδο η Ελλάδα γίνεται ο μόνος σύμμαχος των Δυτικών απέναντι στους εχθρικούς γι’ αυτούς Σλάβους και Οθωμανούς. Προς στιγμήν η εύθραυστη ελληνοαγγλική συνεργασία απώθησε τους Τούρκους στην Ασία. Την ίδια εποχή, η Ελλάδα ενσωματώνει την τότε Δυτική και σήμερα Ελληνική Θράκη, όπως και τον κύριο χώρο του θρακικού Ελληνισμού, την Ανατολική Θράκη.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος θα ανατρέψει τα πάντα. Οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες διαλύονται. Οι νέοι αυθέντες του κόσμου επιθυμούν να τον κατακερματίσουν με εργαλείο την αρχή των εθνοτήτων. Οι εθνικές εκκαθαρίσεις, οι ανταλλαγές πληθυσμών και η εθνοτική γενετική λαμβάνουν κολοσσιαίες διαστάσεις. Με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αναπόφευκτη η μοιρασιά. Σύμφωνα με την περίφημη “αρχή των εθνοτήτων” η μοιρασιά θα έπρεπε να καταλήξει στη δημιουργία εθνικών κρατών στο χώρο της πολυεθνικής Μικράς Ασίας. Η Συνθήκη των Σεβρών στις 28.7.1920 προέβλεπε την προσάρτηση εδαφών από το ελληνικό κράτος, που ανέρχονταν γύρω στο 7% της επιφάνειας της σημερινής Τουρκίας. Αυτό αντιστοιχούσε στο 13%, το οποίο αποτελούσαν οι ρωμαίικοι πληθυσμοί. Με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών ο Ελευθέριος Βενιζέλος επεδίωξε τη δημιουργία μιας ασιατικής Ελλάδας με κέντρο τη Σμύρνη, γύρω από την οποία θα συσπειρώνονταν οι ρωμαίικοι πληθυσμοί της Ανατολής. Η βενιζελική γεωπολιτική απέβλεπε στη γεφύρωση του Αιγαίου και τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου, ο οποίος μελλοντικά θα ενσωμάτωνε τη Θράκη και την Προποντίδα με την Κωνσταντινούπολη. Μια τέτοια ιστορική κατάσταση δημιουργεί τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες αναπτύσσονται παράλληλα οι δύο ακτές του Αιγαίου και δημιουργούνται οι όροι για την οικονομική και την πολιτισμική άνθιση όλης της περιοχής.
Το αποτέλεσμα καθορίζεται όχι μόνο από αντικειμενικές συνθήκες, αλλά και από τη συγκυρία, την τύχη, τα σφάλματα των αντιπάλων και τις επιδιώξεις των τυφλών δυνάμεων που έχουν εμπλακεί.
Την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας ακολουθούν η Μικρασιατική Καταστροφή και η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης κατά τον δραματικό Οκτώβριο του 1922. Παραμένει ακόμη ανεξήγητη η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης και η παράδοσή της στην Τουρκία, αφού το 1922 η Τουρκία δεν είχε την αντικειμενική δυνατότητα να την καταλάβει. Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης αποκόπτει την Ελλάδα από τον Εύξεινο Πόντο, συνεχίζει τη Μικρασιατική Καταστροφή για δεκαετίες, επιτρέπει τη μετακίνηση μουσουλμανικών πληθυσμών στη Δυτική Μικρά Ασία και είναι η προϋπόθεση για την γιγάντωση της Κωνσταντινούπολης σε μουσουλμανική μητρόπολη χωρίς ελληνική παρουσία.
Ο Ανατολικός Ελληνισμός θα υποστεί το 1922 τρομακτική φθορά. Τα μνημεία του και οι θεσμοί του θα καταστραφούν. Χάνονται τα κοινωνικά και οικονομικά επιτεύγματά του. Οι κοινότητες διαλύονται και οι παραδόσεις τους ξεχνιούνται. Δεν είναι μόνο οι ανθρώπινες απώλειες, αλλά και η καταστροφή του πολιτισμικού υπόβαθρου, το οποίο δεν είναι δυνατόν να αναπληρωθεί. Οι χώροι της Ανατολής εγκαταλείπονται και αλλοτριώνονται. Μία θύελλα σαρώνει ό,τι δημιούργησε η ιστορία και η παράδοση. Πρόκειται ουσιαστικά για το τέλος μιας περιόδου και για μια καταστροφή ιστορικών διαστάσεων. Δεν υπάρχει πια η ελληνική οικουμένη και οι Έλληνες δεν είναι παρά ένα μικρό κρατικοποιημένο έθνος.
Οι Έλληνες συγκεντρώνονται ξανά στην Ευρώπη και στρέφουν τα νώτα προς την Ανατολή. Αυτό είναι ιστορικά πρωτοφανές. Οι δυσχέρειες του παρόντος, η ανησυχία μας για το μέλλον, η αμηχανία για τον πολιτισμό μας, η λήθη και η αποξένωση από τις παραδόσεις μας, η προσκόλλησή μας σε πρότυπα που δεν είναι δικά μας, η ασάφεια και η απορία για το τι είμαστε και που ανήκουμε. Όλα αυτά συνδέονται ποικιλότροπα, εμφανώς και αφανώς, με τη βίαιη αποκοπή μας από χώρους οικείους, μακραίωνες εμπειρίες, δοκιμασμένους θεσμούς και εδραιωμένες συμπεριφορές. Το αίτημα σήμερα είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα με την εκ νέου προσέγγιση της ελληνικής υπόστασης, του τόπου, της γλώσσας και της ιστορικής μνήμης.
.