του Γιώργου Καραμπελιά
συμβολή στον διάλογο ενόψει της Συνδιάσκεψης της Κίνησης Πολιτών Άρδην (26-28 Οκτωβρίου 2013)
Ένας παράγοντας που ερμηνεύει εν πολλοίς την αδυναμία της Αριστεράς, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και, ακόμα περισσότερο, του ΚΚΕ, να προσελκύσει την πλειοψηφία των χειμαζόμενων Ελλήνων πολιτών είναι η άρνησή της –διακηρυγμένη στην περίπτωση του ΚΚΕ και σιωπηρή στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ– να καταγγείλει την κλεπτοκρατία και τη διαφθορά ως έναν από τους αποφασιστικούς παράγοντες της κρίσης. Αυτό το γεγονός μάλιστα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την ελκυστικότητα σχημάτων όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» ή, ακόμα περισσότερο, η «Χρυσή Αυγή», που ποντάρουν προνομιακά στην καταγγελία της «κλεπτοκρατίας». Ιδιαίτερα μάλιστα για το πιο φτωχά και τα πλέον κατεστραμμένα από την κρίση λαϊκά στρώματα, αυτό το θέμα είναι αποφασιστικής σημασίας αν όχι και πρωταρχικό. Κατά συνέπεια, δεν είναι μόνον η άρνηση του πατριωτισμού και ο εθνομηδενισμός της Αριστεράς που έστειλε ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτών προς την ακροδεξιά, αλλά και η άρνησή της να κινητοποιηθεί ενάντια σε ένα από τα πιο διεφθαρμένα και κλεπτοκρατικά πολιτικά συστήματα.
Οι αιτίες γι’ αυτό είναι πολλαπλές. Κατ’ αρχάς, η δογματική καταγγελία του «καπιταλισμού» –ιδιαίτερα του ΚΚΕ–, το οποίο οδηγεί την Αριστερά να αρνείται συστηματικά την καταγγελία της κλεπτοκρατίας και της διαφθοράς την οποία θεωρεί «λαϊκιστική», με το επιχείρημα ότι η διαφθορά δεν είναι παρά μια λογική συνέπεια του καπιταλισμού, τον οποίο και θα πρέπει αποκλειστικά να καταγγέλλουμε. Ο δεύτερος λόγος –και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που υποδέχεται και έναν μεγάλο αριθμό προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ συνδικαλιστών και δημοσίων υπαλλήλων– είναι το γεγονός πως θεωρούν ότι η καταγγελία μιας γενικευμένης κλεπτοκρατίας μπορεί να θίγει και ένα μεγάλο αριθμό των ψηφοφόρων τους. Και αυτό γιατί, επειδή η κλεπτοκρατία είχε διαφθείρει και ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων στον κρατικό μηχανισμό και στον συνδικαλισμό, εκλαμβάνουν την καταγγελία της ως απόπειρα να πληγεί το Δημόσιο και ο συνδικαλισμός, γι’ αυτό και θεωρούν την επιμονή στην κλεπτοκρατία ως προνομιακό πεδίο της ακροδεξιάς. Έτσι, όμως, τόσο από δογματισμό όσο και από εκλογικίστικη και λανθασμένη ανάλυση, οδηγούνται εν τέλει στο να χαρίζουν τα πιο περιθωριοποιημένα λαϊκά στρώματα στην ακροδεξιά προπαγάνδα. Η καταγγελία της κλεπτοκρατίας εγκαταλείπεται στον Τράγκα, στον Χίο και τα ποικιλώνυμα ακροδεξιά μπλογκ του διαδικτύου, ενώ η Αριστερά παραμένει προσκολλημένη στον «ταξικό αγώνα»!
Ωστόσο, αυτή η αντίληψη, εκτός του ότι αποξενώνει τα φτωχότερα στρώματα, βασίζεται σε μια απολύτως εσφαλμένη ανάλυση του ίδιου του καπιταλισμού και της δυναμικής του. Ο σύγχρονος καπιταλισμός, αποσυνθέτοντας το αξιακό σύστημα των παλαιότερων κοινωνιών και εγκαθιστώντας στην πρωτοκαθεδρία αποκλειστικά τις αξίες του χρήματος και της επιτυχίας, ανοίγει τον δρόμο στη μετατροπή του συνολικού συστήματος σε μαφιόζικο και κλεπτοκρατικό. Η γενίκευση και η «κοινωνικοποίηση» της διαφθοράς που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα, σε μεγάλη έκταση μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, δεν οφείλεται απλά και μόνο σε μια στρατηγική ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων μέσω της μικροδιαφθοράς –η οποία άλλωστε επέτρεπε στη μεγάλη διαφθορά να κινείται ανενόχλητα– αλλά εδράζεται σε βαθύτατες οικονομικές και κοινωνιολογικές εξελίξεις. Γι’ αυτό, ακόμα και στις χώρες του καπιταλιστικού προτεσταντισμού, όπως στη Γερμανία, η διαφθορά κάνει θραύση στα υψηλά κοινωνικά στρώματα όπου βλέπουμε να συλλαμβάνονται υποψήφιοι πρόεδροι με αντιγραμμένα διδακτορικά. Γι’ αυτό, στο άλλο άκρο της αλυσίδας, στο Μεξικό, από το 2007 έως το 2012, σκοτώθηκαν εξήντα χιλιάδες άνθρωποι στις συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και ναρκοεμπόρων: ένας πλήρης και ολοκληρωτικός πόλεμος. Ο σημερινός καπιταλισμός δεν είναι απλά τραπεζιτικός και χρηματιστικός αλλά είναι ταυτόχρονα και μαφιόζικος. Γι’ αυτό και όσοι «πόλεμοι εναντίον της διαφθοράς» και αν γίνονται, αυτή επεκτείνεται αδιάκοπα.
Στην Ελλάδα, όπου προϋπήρχε και η έντονη παράδοση του μπαχτσισιού, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ σηματοδότησε την επέκταση και τη γενίκευση της διαφθοράς, τόσο που κάποιοι συγγραφείς να χαρακτηρίζουν το ελληνικό σύστημα ως κλεπτοκρατία. Και, προφανώς, σε μία περίοδο που, ταυτόχρονα, σηματοδότησε την επέκταση του κράτους και των κρατικών οργανισμών (από 350.000 άτομα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, σε πάνω από ένα εκατομμύριο, το 2009, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας, γύρω στο 50% του ΑΕΠ, παραγόταν από το κράτος, που εν πολλοίς έλεγχε και το υπόλοιπο εισόδημα), το κράτος και οι φορείς του έγιναν ο κεντρικός δίαυλος της διαφθοράς. Και εδώ ακριβώς συγκροτήθηκε ένα κλεπτοκρατικό σύστημα που είχε στην κορυφή του τους πολιτικούς, τους «κολλητούς» και τους επιχειρηματίες, κατ’ εξοχήν των ΜΜΕ και των κατασκευών, ενώ εξακτινωνόταν σε όλο τον κρατικό μηχανισμό. Επικεντρωνόταν δε προνομιακά σε χώρους όπως οι εφορίες, οι πολεοδομίες, οι γιατροί του ΕΣΥ, οι συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ κ.ο.κ. Όταν, λοιπόν, ο Πάγκαλος επιμένει στο «μαζί τα φάγαμε», έχει δίκιο από την πλευρά του, γιατί όντως τα έφαγε μαζί με το κόμμα του και με έναν μηχανισμό διαφθοράς και απομύζησης ολόκληρου του ελληνικού λαού, τον οποίο δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ, με την ευγενή συνδρομή της Ν.Δ., και όχι μόνο.
Στο φαινόμενο λοιπόν της κλεπτοκρατικής διαφθοράς συναντώνται δύο μεγάλα ρεύματα: Ένα μακράς διάρκειας, που έχει να κάνει με τον ίδιο τον σύγχρονο καπιταλισμό, ως μαφιόζικο και κλεπτοκρατικό, και ένα μεσοπρόθεσμο που αφορά στους ιδιαίτερους μηχανισμούς της κλεπτοκρατίας της μεταπολίτευσης. Αντί λοιπόν η αντιμνημονιακή αντιπολίτευση, και κατ’ εξοχήν η Αριστερά, να καταδείξει τη συνάφεια αυτών των δύο φαινομένων, εν τέλει τα συσκοτίζει και τα δύο. Αρχικώς διότι δεν αναλύει τον σύγχρονο καπιταλισμό ως μαφιόζικο, και δεύτερον διότι συγκαλύπτει το φαινόμενο της μεταπολιτευτικής κλεπτοκρατίας ως ένα ευρύ κοινωνικό φαινόμενο. Γι’ αυτό και επικεντρώνεται μόνο στην κορυφή του παγόβουνου, δηλαδή τον Τσοχατζόπουλο, τον Βουλγαράκη, τον Παπακωνσταντίνου, ή εσχάτως τον Βενιζέλο.
Επί πλέον, πρέπει να σκάψουμε ακόμα βαθύτερα από την απλή ψηφοθηρική και πολιτικάντικη κάλυψη του βαθέως ΠΑΣΟΚ και των μεταπολιτευτικών «αξιών». Πρέπει να φτάσουμε στο ζήτημα των αξιών. Η φιλελεύθερη (ψευδο-ελευθεριακή) Αριστερά, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, ιδιαίτερα μετά το 1968, ενστερνίζεται και προπαγανδίζει τις αξίες και τις αρχές του λεγόμενου ελευθεριακού καπιταλισμού. Δεν υποκαθιστά πλέον την άρνηση των παραδοσιακών αξιών (πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, ιεραρχία) από άλλες αξίες, όπως τουλάχιστον προσπαθούσε να κάνει το παλιό κομμουνιστικό κίνημα (ευθύτητα, εργασία, άρνηση της σπατάλης κ.λπ.). Έτσι, όμως, μη διαθέτοντας άλλο αξιακό σύστημα από εκείνο του ύστερου καπιταλισμού (απόλαυση, κατανάλωση, άρνηση των ορίων), δεν μπορεί να αντιστρατευθεί τη συνέπεια της διάλυσης των παραδοσιακών αξιών στον ύστερο καπιταλισμό, αντίθετα, παραμένει ενσωματωμένη σε αυτόν. Για παράδειγμα, οι αριστεροί φοιτητές, από την αξία «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα» της παλιάς ΕΔΑ και του παλιού ΚΚΕ –που συνεχίστηκε, ως καρικατούρα έστω, από την ΚΝΕ της άμεσης μεταπολιτευτικής περιόδου– πέρασαν στο «ζήτω οι μαζικές αντιγραφές» και στη διεκδίκηση του «πολιτικού πέντε». Επομένως, δεν ήταν δυνατόν να προβάλουν κάποιο νέο σύστημα αξιών, αλλά ο μαθημένος στις μαζικές αντιγραφές και στο εύκολο πτυχίο θα περνούσε αρχικά στις «διευθετήσεις» και τις μικρο-κομπίνες για να φτάσει στον αμοραλισμό τού «ας κάνει και ένα δωράκι στον εαυτό του», του Ανδρέα Παπανδρέου. Χαρακτηριστική είναι η «διευθέτηση» που έκανε ο «πατέρας» του κοινωνικού ΠΑΣΟΚ, η αυτού μετριότης, Γιώργος Γεννηματάς, στο υπουργείο Υγείας: Κράτησε σχετικά χαμηλά τους μισθούς των νοσοκομειακών γιατρών αλλά «θεσμοθέτησε» ατύπως, ως υποκατάστατο, τις πλασματικές εφημερίες σε τεράστια κλίμακα. Ο δρόμος προς το γενικευμένο φακελάκι δεν ήταν πια μακριά. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, ο αρχηγός του αριστερού και συνδικαλιστικού ΠΑΣΟΚ ήταν… ο Άκης Τσοχατζόπουλος.
Αν λοιπόν δεν καταδειχθεί και δεν καταγγελθεί η κλεπτοκρατία και η εκτεταμένη διαφθορά, παράλληλα με την καταγγελία του εθνομηδενισμού, καμία πολιτική δύναμη δεν θα μπορέσει να αποκτήσει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά, ενώ, αντίθετα, θα στέλνει αφειδώς και αδιάκοπα τους πιο φτωχούς και εκπτωχευμένους στην ακροδεξιά και θα ευνοεί τον «αντικρατισμό» του νεοφιλελεύθερου μεγάλου κεφαλαίου και των τραπεζιτών. Εξάλλου, πρέπει να καταδεικνύεται η κλεπτοκρατική φύση του ίδιου του κεφαλαίου, που σήμερα εμφανίζεται ως αντικρατικό αφού πρώτα οικοδομήθηκε πάνω στις πλάτες του κράτους -και δεν ήταν μόνο ο Κοσκωτάς, δεν ήταν μόνο ο Λαυρεντιάδης, δεν είναι μόνο οι εθνικοί κατασκευαστές, Μπόμπολας, Κόκκαλης, αλλά όλες οι «μεγάλες επιτυχίες» του ιδιωτικού κεφαλαίου (από τον Βγενόπουλο, τον Σάλλα, μέχρι τον Ρέστη και τον καταδιωκόμενο Πάλλη της Χ.Α.). Όλοι τους έκαναν την «πρωταρχική τους συσσώρευση» με αρπαχτές από το κράτος.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, δεν μπορούμε να μένουμε απλώς στο αίτημα της «υπεράσπισης» του δημόσιου τομέα ή και του κράτους συγκαλύπτοντας τις κλεπτοκρατικές πλευρές του, αλλά να θέτουμε ως στόχο τόσο την αξιακή ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας με δημοκρατικό τρόπο, ώστε να μην γίνει με αυταρχικό-φασιστικό, όσο και την κυριολεκτική καταστροφή του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού και την οικοδόμηση ενός νέου με νέες αξίες και νέες βάσεις.
7 comments
Ὁ ἀρθρογράφος ἰσχυρίζεται ὅτι, ἂν ἡ ἀριστερὰ ἀποδυθεῖ σὲ πάλη κατὰ τῆς κλεπτοκρατίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, θὰ καταστεῖ πλειοψηφική. Ἀλλὰ γιὰ τί πάλη μιλᾶμε ; Πολιτική, δηλαδὴ ρητορική ἀποκλειστικῶς ; Ἢ πραγματικὴ πάλη, μὲ μηνύσεις καθ’ ὅσων ζητοῦν ἢ δίνουν φακελλάκι, καθυστεροῦν ὑποθέσεις τῶν πολιτῶν, μὲ ἀμφισβητήσεις στὰ δικαστήρια τῶν ἀναριθμήτων νόμων πού διευκολύνουν τὴν διαφθορὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ; Μὲ τὸ δεύτερο, ὄχι μόνον πλειοψηφικὴ δύναμη δὲν γίνεται κανένα κόμμα πού θὰ τὸ κάνει, ἀλλὰ θά γίνει καὶ ἀντιπαθέστατο ὡς κόμμα ρουφιάνων. Τὴν κοινωνικὴ ἀποδοχὴ τῆς διαφθορᾶς ὁ ἀρθρογράφος τὴν ξορκίζει. Νομίζει ἀφελῶς ὅτι ἐπαρκοῦν ὁρισμένα κηρύγματα ἀπὸ τοὺς ἱεροκήρυκες τῆς ἀριστερᾶς γιὰ νὰ καταδικάσει ὁ πολύς κόσμος τὴν διαφθορά. Τέλος πάντων λοιπόν, μιλᾶμε γιὰ πάλη κατὰ τῆς διαφθορᾶς μὲ σκέτες πάρλες. Αύτὲς πού συντηροῦν τοὺς ψεκασμένους καὶ τοὺς κεφαλοξυρισμένους. Λογικῶς, ἂν δεχθοῦμε τὴν συλλογιστικὴ τοῦ ἄρθρου, αὐτοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνουν πλειοψηφικὲς δυνάμεις. Ἀλλὰ και τέτοιο δὲν συμβαίνει. Προφανῶς καὶ σ’ αὐτοὺς λείπει κάτι. Τί, ὅμως ; Καὶ τὸ ἔχει ἡ άριστερά ; Ἂν τὸ ἔχει πάντως, ὁ ἀρθρογράφος τὸ κρατᾶ ἐπιμελῶς μυστικό.
Αξιότιμε κ.Γεωργάνα,
Εδώ και αρκετά χρόνια διαβάζω τα σχόλια/κριτική που σταθερά ασκείτε στα περισσότερα κείμενα που αναρτά το ΑΝΤΙΒΑΡΟ, και παρατηρώ ότι διακατέχονται από μια συνειδητά αρνητική στάση, μια «ξινίλα» αν μου επιτραπεί η έκφραση. Θα ήταν ενδιαφέρον κάποτε να διαβάσω και κάποιο δικό σας άρθρο (θέση) αντί για τις επικρίσεις σας (αντίθεση) σε κείμενα άλλων.
Επί της ουσίας τώρα, μάλλον σας διέφυγε το κεντρικό μήνυμα του άρθρου που είναι το κάλεσμα για άμεση ανασυγκρότηση ενός σωστού αξιακού προτύπου για τον νεοέλληνα, αντλώντας από τα πολλά θετικά της φυλής μας, τα οποία οι ένθεν και ένθεν «πνευματικοί» μας «ηγήτορες» σκληρά και μεθοδικά παλεύουν για να τα ξεριζώσουν ή να τα γελοιοποιήσουν και να τα περιθωριοποιήσουν σαν παλαιομοδίτικα και γραφικά. Σε τελική ανάλυση όσο αυστηροί νόμοι και αν ψηφίζονται, όσες μηνύσεις/διώξεις και αν επιστρατεύονται στο κυνήγι των φαύλων, αν εμείς πρώτα από όλα σε προσωπικό επίπεδο δεν ξαναμάθουμε να ζούμε με αξιοπρέπεια και τιμιότητα, τότε το παιγνίδι θα είναι για πάντα χαμένο. Κάνοντας την δική μας πρώτα αντίσταση και θετική μεταστροφή, μπορούμε πολύ ευκολότερα να απαιτήσουμε και να επιβάλλουμε δικαιότερη και σωστότερη πολιτεία σε συλλογικό επίπεδο.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι εκάστοτε Πέρσες πάντα θα αναζητούν τρόπους να καταβάλλουν τους Σπαρτιάτες. Ας μην τους κάνουμε το έργο ευκολότερο προσφέροντας τους εαυτούς μας σαν Εφιάλτες, με το γελοίο μάλιστα επιχείρημα ότι «αν δεν το κάναμε εμείς θα το έκαναν κάποιοι άλλοι».
Μὲ τὸν κ. Γεωργάνα διαφωνοῦμε _διαρκῶς_ γιὰ τὴν στάση του ἀπέναντι στὸν δοσιλογισμὸ τῶν κυβερνώντων, ποὺ τείνει νὰ τοὺς ὑπερασπίζει μὲ τὰ γραφόμενά του.
Ὁ κ. Γεωργάνας ὅμως σχολιάζει ἐπώνυμα. Τὸ παρατσοῦκλι Kanaris δὲν τὸ ἔχω ξαναδεῖ ἐδωμέσα,
καὶ ἀποκλείω νὰ ἀντιπροσωπεύει τὸν Ἥρωα τοῦ 19ου αἰώνα, διότι δὲν πιστεύω στὰ φαντάσματα. Μάλλον ὕβρις εἶναι νὰ κρυβόμαστε πίσω ἀπὸ μεγάλα ὁνόματα, κάτι σὰν διακωμώδηση μοῦ φαίνεται.
Ἐπίσης, δὲν θεωρῶ ἀρετὴ νὰ ξεκινάει κανεῖς μὲ γαλλικοῦρες (Ἀξιότιμε κύριε κλπ.), καὶ μετὰ νὰ
ἀποκαλύπτει τὸν ἑλληνάρα μέσα του, μὲ χαρακτηρισμοὺς τοῦ τύπου “εἶσαι ξινός, γελοῖος” κλπ.
Ὅσον ἀφορὰ στὴν ἀρθρογραφία: ὅποιος γράφει, ὅπως κι ἐγὼ ἔχω γράψει στὸ παρελθὸν καὶ δὲν σκοπεύω νὰ τὸ ξανακάνω στὸ ἄμεσο μέλλον λόγῳ χρόνου, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἐκτίθεται. Θέλει πιὰ περισσότερο ἔρευνα τὸ γράψιμο, ἀπαιτεῖται ταυτοποίηση πηγῶν, διότι τώρα πιὰ καὶ οἱ γιαγιᾶδες μας ἔνὰ ἔχουν πρόσβαση στὶς πηγές.
Ζοῦμε στὸν 21ο αἰώνα, ὅπου τὰ πάντα κρίνονται καὶ τὰ πάντα φαίνονται. Μᾶς ἀρέσει δὲν μᾶς ἀρέσει. Ὁ σχολιασμὸς ἀποτελεῖ πιὰ δικαίωμα καὶ τῆς κουτσῆς Μαρίας. Μέχρι τὰ τέλη τοῦ 20ου αἰώνα ἔπρεπε νὰ εἶχες μέσο γιὰ νὰ γράψεις σὲ ἕνα ἔντυπο. Θεωροῦνταν προσὸν νὰ γράψεις σὲ μιὰ φυλλάδα. Αὐτὴ τὴν στιγμὴ γράφουν οἱ πάντες, παντοῦ.
Θεωρῶ εὑλογία τὸν σχολιασμό, καὶ ἄς ἔχουν γράψει ἄσχημα πράγματα σὲ δικά μου ἄρθρα. Μέσω τοῦ σχολιασμοῦ προσγειώνεται ὁ συγγραφέας. Πολλὲς φορὲς ἐκτίθεται. Κάποιοι σχολιαστὲς μᾶς ἀποκαλύπτουν πτυχὲς τοῦ γραπτοῦ ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε. Αὐτὴ ἡ διεργασία θὰ ἀλλάξει τὸν τρόπο γραφῆς: στὸ ἐγγῦς μέλλον θὰ πεθάνει ἡ καθεστωτικὴ ῥητορεία καὶ ἐνίοτε σοφιστία. Παιρνοῦμε στὴν περίοδο τῆς ἀμεσότητας. Οἱ ἐπιφυλλῖδες τοῦ Γιανναρᾶ θὰ εἶναι πουκάμισα ἀδειανά: ἀξία θὰ ἔχουν ἴσως μόνο οἱ συμπερασματικὲς προτάσεις, ποὺ παρατίθενται στὴν τελευταία παράγραφο, καὶ αὐτὲς θὰ σαρώνονται ἐξονυχιστικὰ ἀπὸ κάθε λογῆς ἀναγνώστη: διαβασμένο, ἀδιάβαστο, κακόβουλο, καλόβουλο, ὅτι μπορεῖς νὰ φανταστεῖς…
Δυστυχῶς οἱ καιροὶ δὲν εἶναι εὐνοϊκοὶ γιὰ ἐγωπαθεῖς συγγραφεῖς… κατάλαβες “Kanari” μου, ἤ μήπως θέλεις νὰ μπῶ σὲ λεπτομέρειες; 😉
Ὁ δαίμονας τοῦ πληκτρολογίου ἔκανε τὸ θαύμα του, καὶ
ἀποκαθιστῶ:
περισσότερο ἔρευνα –> περισσότερη ἔρευνα
γιαγιάδες μας ***ἕνα*** ἔχουν —> γιαγιάδες μας ἔχουν
παιρνοῦμε στὴν περίοδο —> περνοῦμε στὴν περίοδο
Γιὰ τὴν λέξη “ἐπιφυλλίδα” ἔχω ἕνα ἐρωτηματικό: περισπωμένη στὴν παραλήγουσα;
Ἤ ὀξεία; Δὲν γνωρίζω.
Αξιότιμε κ.Παπαδόπουλε,
Σας ευχαριστώ για το μάθημα ευπρεπούς συμπεριφοράς, που υποθέτω ότι πηγάζει από τις δικές σας αρχές και αξίες. Το πόσο συχνά σχολιάζω σε διάφορα έγκριτα sites επιτρέψτε μου να το θεωρώ αποκλειστικά δικό μου δικαίωμα, όπως επίσης και το να χρησιμοποιώ ψευδώνυμο, μια και είναι η διεθνώς εφαρμοζόμενη πρακτική στο διαδίκτυο. Αν όμως έχετε τόσο πολλή ανάγκη να μάθετε το όνομα μου ώστε να μου απαντήσετε «με περισσότερες λεπτομέρειες», τότε είστε ελεύθερος να το ζητήσετε από τον κ.Σταλίδη και τους συνεργάτες του, οι οποίοι επί τη ευκαιρία γνωρίζουν επακριβώς αν και πότε στο παρελθόν έχω ξανασχολιάσει κείμενα ή απόψεις στο ΑΝΤΙΒΑΡΟ.
@Kanaris
Σε βολεύει να λές ότι η χρήση ψευδωνύμων είναι “διεθνώς εφαρμοζόμενη πρακτική στο διαδύκτιο”. Ακόμη κι’ άν είναι έτσι (που δεν είναι) αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτε! Όταν γράφης και θές να σε πάρουν στα σοβαρά, οφείλεις με παρρησία να λές το όνομά σου!Το ψευδώνυμο κάτι πάει να κρύψη…Απλά πράγματα!
Ἐν τάξει, νομίζω ὁ ἀναγνώστης γνωρίζει νὰ σταθμίζει τὰ γραφόμενα καὶ μὲ βάση τὸ ἂν ὁ ἑκάστοτε γράφων γράφει ἐπωνύμως. Τώρα, ἐπὶ τῆς οὐσίας, ἡ πρόσφατη ἐπιστημονικὴ ἔρευνα (δέστε John A. List) ἔχει ἀποδείξει μὲ πειραματικὲς μεθόδους ὅτι τὴν ἀντικοινωνική συμπεριφορὰ δὲν τὴν περιορίζουν τόσο τὰ «ἀξιακὰ πρότυπα», ὅσο ἡ παρακολούθηση ἀπὸ τὸν κοινωνικὸ περίγυρο. Γι’ αὐτὸ ἔχει γεμίσει ἡ κόσμος κάμερες. Γι’ αὐτὸ ἡ ζωὴ στὴν ἐπαρχία ἦταν κάποτε «ἁγνή». Καὶ γι’ αὐτό, γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τοὺς τυράννους τῆς ἀπέναντι πόρτας, ἔφυγαν τρέχοντας ἑκατομμύρια ἀπὸ τὰ χωριά, μόλις τοὺς δόθηκε ἡ δυνατότητα. Αὐτὸ τὸ ἀγνοεῖ ὁ ἀρθρογράφος. Φυσικά, αὐτὸ τὸ πειραματικὸ εὕρημα εἶναι πολύ «ξινό». Πάντως, ὅποιος τὸ ἀμφισβητεῖ, μπορεῖ νὰ διεξαγάγει δικά του πειράματα καὶ νὰ τὸ ἀνατρέψει. Μὲ σκέτα κηρύγματα, νομίζω χάνει τὴν ὥρα του καὶ ὅσων ἀναγνωστῶν τὸν διαβάζουν. Ἐνῶ, ὅταν κάνει φασαρία σὲ ἐφορίες, δήμους, πολεοδομίες γίνεται κακός, ἀλλὰ κάποτε, κάποτε φέρνει ἀποτέλεσμα.
Πάντως, ἡ ἀριστερὰ πού στέλνει τὰ παιδιά της σὲ ἰδιωτικὸ παιδικὸ σταθμὸ (ΣΥΡΙΖΑ) ἢ σὲ ἰδιωτικὸ κολλέγιο (ΚΚΕ) δὲν εἶναι αὐτὴ πού θὰ ἐπιβάλει νέο καλύτερο ἀξιακὸ πρότυπο. Μᾶλλον χειρότερο πρότυπο, αὐτὸ τῆς ἀναισχύντου ὑποκρισίας, θὰ προβάλει.