Του Φίλιππου Λάππα
Το πρώτο εμπόδιο με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη κάθε προσπάθεια εκπόνησης μελέτης του υφισταμένου Ευρωπαϊκού οικοδομήματος (όπως το Δίκτυο Ελλήνων Συντηρηττικών – www.syntiritikoi.gr) που αυτοαναγορεύεται ‘ευρω-σκεπτικιστική – πολλώ δε μάλλον μιας προσπάθειας, σαν την παρούσα, που φιλοδοξεί να είναι, σε βάθος χρόνου, λεπτομερής και εξαντλητική – είναι εννοιολογικό. Πράγματι, κεκαλυμμένες υπό το ευρύ πέπλο του εν λόγω τετριμμένου (μεν) νεολογισμού (δε), είναι σύνηθες να ανακαλύπτει κανείς αντι-ευρωπαϊκές, κρατιστικές, κορπορατιστικές αλλά και, εν γένει, λαϊκιστικές απόψεις. Όσον αφορά τους σκοπούς του παρόντος εγχειρήματος λοιπόν, ο ευρωσκεπτικισμός μπορεί και πρέπει να ορισθεί βάσει δύο ομολόγων διαπιστεύσεων:
(1) Η πεποίθηση ότι υπάρχει, και μπορεί να οροθετηθεί, ένας ελάχιστος κοινός τόπος θεμελιωδών αρχών στον οποίο οι Ευρωπαϊκοί πολιτισμοί συγκλίνουν και συνεπώς η δημιουργία διαύλων προνομιακής επικοινωνίας και συνεργασίας είναι τόσο θεμιτή όσο και επιθυμητή, ίσως ακόμα και αδήριτη (εν όψει του επεκτατισμού άλλων πολιτισμών και τρόπων ζωής)
(2) Η αμφιβολία για το κατά πόσον οι υφιστάμενοι δίαυλοι εξυπηρετούν την εδραίωση και προαγωγή των θεμελιωδών αρχών αυτών, και η συνακόλουθη προσπάθεια βελτίωσης τους.
Αν και, αναμφίβολα, οι συντηρητικές δυνάμεις είναι εκείνες που, παραδοσιακά, έχουν εκφράσει με πιο έντονο τρόπο τις αμφιβολίες τους για την κατεύθυνση του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ο ευρωσκεπτικισμός δεν προϋποθέτει πάντα την σύμπλευση με συντηρητικούς χώρους, σαν το Δίκτυο. Πράγματι, το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης θα επισημάνει ένα οφθαλμοφανές πρόβλημα της Ένωσης – την σχέση Ευρωπαικού και εθνικού δικαίου – που μπορεί και πρέπει (κατ’εκτίμησιν του παρόντος άρθρου) να τέμνει το πολιτικό φάσμα οριζοντίως.
Από τις αρχές από τις οποίες διέπεται η σχέση Ευρωπαϊκού και εθνικού δικαίου, δύο είναι εκείνες που αποτελούν πηγή προβληματισμού: η απόλυτη υπεροχή και άμεσο αποτέλεσμα ορισμένων πράξεων του πρώτου επί του δευτέρου.
Η πρωτεύουσα συναφής διαπίστωση που οφείλει να γίνει είναι ότι καμία αναφορά στις δίδυμες αυτές αρχές δεν γίνεται στον αρχικό ‘καταστατικό χάρτη’ της Ένωσης – στις ιδρυτικές συνθήκες των τριών Κοινοτήτων, δηλαδή, που αποτελούν τον προπομπό της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (1951, 1957). Τόσο η αρχή της υπεροχής όσο και αυτή της άμεσης εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ είναι δικαστικά κατασκευάσματα, η ανέγερση των οποίων μπορεί να αποδοθεί σε ένα πολύ συγκεκριμένο νήμα δικαστικών αποφάσεων1 που θεωρεί προσήκουσα (και εφαρμόζει) μια τελολογική, πέραν του γράμματος, ερμηνεία των Συνθηκών. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τόσο τα έξι κράτη που δημιούργησαν τις τότε Κοινότητες όσο και οι χώρες, όπως η Ελλάδα, που εντάχθηκαν σε αυτές αργότερα, δεν συμφώνησαν ρητά σε κανένα σημείο στην εκχώρηση σε κάποιο δικαιοδοτικό όργανο που εδρεύει στο Λουξεμβούργο του δικαιώματος να αναστέλλει την ισχύ των εθνικών τους κανόνων όταν αυτοί αντιβαίνουν Ευρωπαϊκών διατάξεων. Για να καταστεί εναργής η βαρύνουσα σημασία του ζητήματος, δυο περαιτέρω διαπιστώσεις οφείλουν να βεβαιωθούν.
Πρώτον, από τις δύο αρχές δεν απαλλάσσεται καμία διάταξη εσωτερικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, δεν απαλλάσσονται διατάξεις μεταγενέστερες των Ενωσιακών κανόνων στους οποίους αντίκεινται, ούτε όμως και τα ίδια τα συντάγματα των κρατών-μελών, και τα θεμελιώδη δικαιώματα που, εν τούτα, τα εκάστοτε έθνη έχουν φροντίσει να κατοχυρώσουν. Δια του λόγου το ασφαλές, τα κράτη-μέλη οφείλουν, κατ’ επιταγή της Ένωσης, να αναγνωρίζουν στα εκάστοτε συνταγματικά τους κείμενα την υπέρ-νομοθετική αλλά και υπέρ-συνταγματική υπεροχή του Ευρωπαϊκού έναντι του συνόλου του εθνικού τους δικαίου, πράγμα που η Ελλάδα κάνει δίνοντας προτεραιότητα (μέσω του Άρθρου 28 του Συντάγματός της) στις διεθνείς συνθήκες που έχει συνομολογήσει έναντι κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου.
Με άλλα λόγια, υπό το παρόν συνταγματικό παράδειγμα, τόσο η διασφάλιση της ελευθερίας της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας των κρατών-μελών να εκδίδει και να εφαρμόζει ελεύθερα εθνικούς νόμους, όσο και η διατήρηση των συνταγματικά αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του πολίτη, των θεσμών, του ίδιου του πολιτεύματος, αλλά και της οργάνωσης και των βασικών κανόνων λειτουργίας του κάθε κράτους-μέλους επαφίεται αντιστοίχως στην συμμόρφωση και συμβατότητα αυτών με τον Ευρωπαϊκό νόμο, το περιεχόμενο του οποίου όχι μόνο δεν είναι σταθερό και υφαίνεται καθημερινά από τα πολλαπλά κέντρα εξουσίας και τις πολυεπίπεδες πηγές νομιμοποίησης μιας συνεχώς μεταβαλλόμενης Ένωσης (πολιτικά, κοινωνικο-οικονομικά, πολιτισμικά και γεωγραφικά), αλλά και δεν ερμηνεύεται αυστηρώς γραμματικά (όπως αναφέρθηκε νωρίτερα) από τα δικαιοδοτικά όργανα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Χαρακτηριστικά, αν και το καινοφανές συμπέρασμα του ΔΕΕ το 1963 ότι «η Κοινότητα αποτελεί νέα έννομη τάξη διεθνούς δικαίου, υπέρ της οποίας τα κράτη περιόρισαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα»2 είχε, τότε, συμπληρωθεί από το (τηρουμένων των αναλογιών) καθησυχαστικό «σε περιορισμένους έστω τομείς»,3 ώσπου το Δικαστήριο να επανατοποθετηθεί επί του ζητήματος το 1991,4 η (κατ’εκτίμησιν) ‘νέα έννομη τάξη’ δεν συνοδευόταν πλέον από τον προσδιορισμό ‘διεθνούς δικαίου’, ενώ οι ‘τομείς’ στους οποίους τα κράτη έχουν περιορίσει τα κυριαρχικά τους δικαιώματα δεν ήταν πλέον ‘περιορισμένοι’ αλλά, αντιθέτως, ‘όλο και ευρύτεροι’!
Τα παραπάνω δεν θα προκαλούσαν έντονο προβληματισμό, εάν η διακήρυξη του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου5 ότι, για όσο (και μόνο για όσο) χρονικό διάστημα η ΕΕ εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, εκείνο δεν θα ελέγχει το Ευρωπαϊκό δίκαιο με κριτήριο τα θεμελιώδη δικαιώματα της εσωτερικής του έννομης τάξης, ήταν αποδεκτή από τα όργανα της ΕΕ. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υπεροχή του Ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου θα ήταν μια αρχή αυτοβούλως και προσωρινώς αναγνωρισμένη από τα κράτη-μέλη υπό τον όρο της συνεχούς και αποτελεσματικής διατήρησης και προαγωγής των θεμελιωδών αρχών τους από την ΕΕ. Το ενδεχόμενο παλινδρόμησης, με άλλα λόγια, θα διατηρούνταν ανοικτό για την περίπτωση που η εν λόγω διατήρηση και προαγωγή, από μέρους της ΕΕ, παύσει.
Ανησυχητικά, όμως, δεν είναι αυτή η θέση που ασπάζονται τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Για να καταστεί αντιληπτό το πώς συμβαίνει αυτό, η προαναφερθείσα απoσύνδεση της ‘νέας έννομης τάξης’ από το διεθνές δίκαιο στην τριακονταετία που μεσολάβησε, κατά προσέγγιση, από το 1963 έως το 1991 και που ουδόλως τυχαία μπορεί χαρακτηριστεί, πρέπει να υπενθυμιστεί. Πράγματι, η έντεχνη αυτή κίνηση εκδήλως εμφαίνει την συντονισμένη προσπάθεια εξύψωσης της ΕΕ (και του δικαίου της) από το διεθνές επίπεδο, με απώτερο σκοπό την αναγνώρισή της ως έναν suigeneris, υπερ-εθνικό οργανισμό και, συνεπώς, την τοποθέτησή της σε μια μέση, κλίνουσα επί τα αριστερά, θέση στην διαβαθμιστική κλίμακα κράτος–διεθνής οργανισμός. Μόνο τοιουτοτρόπως προβάλλοντας αλλά και (αυτό-στοχαστικά) κατανοώντας τον εαυτό της, θα μπορούσε να προχωρήσει στην απόρριψη της κρατούσας προαναφερθείσας θέσης του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (αλλά και άλλων ανώτατων δικαστικών οργάνων όπως, μεταξύ άλλων της Γαλλίας,6 του Ηνωμένου Βασιλείου,7 της Ιταλίας,8 της Ισπανίας,9 της Δανίας,10της Πολωνίας11 και της Λιθουανίας)12 και την (δια μέσω καταφανώς κυκλικού συλλογισμού) υιοθέτηση της αντίθετης, πρωτοφανούς θέσης: ήτοι, ότι το Ευρωπαϊκό δίκαιο ισχύει καθεαυτό αυτοτελώς, επιβάλλεται στα κράτη-μέλη suiiuris, αποτελεί αυτοδύναμη, πρωτογενή δικαιοπαραγωγική πηγή και συνεπώς δεν εκπορεύεται από τα Συντάγματα των κρατών μελών ούτε ισχύει επειδή κατέστη13 εσωτερικό δίκαιο αυτών! Με άλλα λόγια, η Ένωση ωφελιμιστικά διατείνεται πως – προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία, αρμονική, απρόσκοπτη και αδιακόρευτη υλοποίηση του σχεδίου της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης της αναδυόμενης (κατ’ισχυρισμόν) suigeneris Πολιτείας – η σχέση Ευρωπαϊκού και εθνικού δικαίου (πρέπει να) προσδιορίζεται όχι από τους κανόνες (συνταγματικούς ή μη) του δεύτερου αλλά από τις Συνθήκες που ορίζουν το πρώτο.
Συνοπτικά, ερμηνεύοντας τελολογικά τις Συνθήκες οι οποίες τα ίδρυσαν, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ επινόησαν και υιοθέτησαν την ρητορική της ‘νέας έννομης τάξης’ βασισμένη στους κανονιστικούς πυλώνες της υπεροχής και άμεσης εφαρμογής του Ευρωπαϊκού δικαίου. Στην συνέχεια διευκρινίστηκε ότι οι αξιώσεις της ‘έννομης τάξης’ αυτής δεν περιορίζονται στην υπερ-νομοθετική υπεροχή του Ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου, αλλά περικλείουν και την υπεροχή αυτού έναντι των αιτημάτων για ατομικό και συλλογικό αυτό-καθορισμό που ενσωματώνονται στα εκάστοτε εθνικά Συντάγματα. Τέλος, έγινε κατανοητό ότι (από την οπτική γωνία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης) η νέα ‘έννομη τάξη’ είναι παραλλήλως ισχύουσα και διακριτή από τις εθνικές έννομες τάξεις και, συνεπώς, η ισχύς της δεν εξαρτάται από την γνώμη που διατηρούν απέναντι σε αυτή τα κράτη-μέλη. Ως αποτέλεσμα, η κυριαρχία του κράτους-μέλους επί τη εδαφική επικράτειά του σχετικοποιείται και καθίσταται γνήσιο έρμαιο των Ενωσιακών επιβουλεύσεων.
Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαϊκοί λαοί γίνονται σήμερα μάρτυρες μιας επιχειρούμενης ειρηνικής επανάσταση: οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες έχουν λάβει υπόσταση και συνειδητότητα αυτόνομη από τις ηγεσίες των λαών που συμφώνησαν στην δημιουργία τους πριν από, περίπου, 60 χρόνια, με την οποία υπόσταση και χαράσσουν πορείες που δεν συνάδουν πάντα με τις πρωτότυπες αλλά και νεώτερες προθέσεις των δημιουργών και μελών τους.
Ασφαλώς, σε αυτήν την συλλογιστική μπορεί να αντιπαραβληθεί η πρόταση πως τα έθνη στα οποία η απομείωση της εθνικής αυτονομίας ή άλλοι λόγοι βαρύνουν περισσότερο από τα (όποια) οφέλη συνεπάγονται από την συμμετοχή στην Ένωση, είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν από αυτήν. Άλλωστε, το δικαίωμα μονομερούς αποχώρησης αναγνωρίζεται εν μέρει στην Συνθήκη της Λισσαβώνας, έστω και εάν για πρώτη φορά (!) σε Συνθήκη της ΕΕ. Εν τούτοις, το αντεπιχείρημα αυτό δεν προβάλλει επαρκείς λόγους για τους οποίους, εν’ όψει μιας δυνητικής υπονόμευσης των θεμελιωδών αρχών των κρατών-μελών από μέρους της ΕΕ, δεν θα πρέπει εποικοδομητικά να γίνει προσπάθεια αλλαγής και ανανέωσης των Ενωσιακών δομών από τα κράτη-μέλη (από τα έθνη, δηλαδή, που την απαρτίζουν και χωρίς τα οποία δεν θα είχε τρόπο και λόγο ύπαρξης) αλλά θα πρέπει, αντιθέτως, να τεθεί ένα δίλλημα στην βάση ‘όλα ή τίποτα’.
Επιπροσθέτως, λέγεται, σε αντιδιαστολή, ότι η ιδέα της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης ως αυτόνομης, πρωτογενούς δικαιοπαραγωγικής πηγής ερίζεται εντόνως από τα εγχώρια όργανα των κρατών-μελών. Πράγματι, υφίστανται δύο πρίσματα (ένα εθνικό και ένα Ευρωπαϊκό) μέσα από τα οποία γίνεται αντιληπτή η σχέση Ευρωπαϊκού και εθνικού δικαίου, και τα οποία είναι αντικρουόμενα μιας και ερείδονται επί διαφορετικών αξιωματικών παραδοχών (την εθνική κυριαρχία και την Ευρωπαική ολοκλήρωση, αντιστοίχως). Εν τούτοις, το συμπέρασμα αυτό σε τίποτα δεν μειώνει την σημασία του αντικειμένου έρευνας (δηλαδή, την ιδέα που η Ένωσης – της οποίας όλοι είμαστε πολίτες, από την Συνθήκη του Μάαστριχτ και εντεύθεν – διατηρεί για τον εαυτό της. Τουναντίον, το εν λόγω αντικείμενο έρευνας προειδοποιεί για τις συνέπειες της σιωπηρής, αδρανειακής αποδοχής εκ μέρους των κρατών-μελών του Ευρωπαϊκού πρίσματος – μιας αποδοχής που ιδιαιτέρως στις πληγείσες από την πρόσφατη κρίση χώρες, όπως η Ελλάδα, τείνει να θεωρηθεί ‘απαραίτητη’.
Η επί τα χείρω αναθεώρηση των προαναφερθέντων, όταν ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, (1) η προϊούσα εμβάθυνση της ενοποιητικής διαδικασίας, (2) η γεωγραφική και πολιτιστική διεύρυνση της Ένωσης, (3) η έλλειψη ενδιαφέροντος των Ευρωπαίων πολιτών για την ΕΕ και η αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας ομοιόμορφου Ευρωπαϊκού έθνους, (3) το δημοκρατικό έλλειμμα των θεσμών και οργάνων της ΕΕ, (5) η αντικατάσταση της Συνταγματικής Συνθήκης με την Συνθήκη της Λισσαβώνας και τα σχετικά δημοψηφίσματα σε Γαλλία, Ολλανδία και Ιρλανδία αλλά και (6) η υιοθέτηση κοινού νομίσματος από τις 17 χώρες της Ευρωζώνης θα αποτελέσει το αντικείμενο προσεχούς άρθρου.
ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ (ΔΙ.Ε.ΣΥ.)
www.syntiritikoi.gr
1 Ενδεικτικά: Case 26/62, NV Algemene Transport – en Expeditie Onderneming Van Gend & Loos v Nederlandse Administratie der Belastigen [1963] ECR 1; Case 6/64, Flaminio Costa v Ente Nazionale Energia Elettrica (ENEL) [1964] ECR 585; Case 11/70, Internationale Handelsgesellschaft mbH v Einfuhr- und Vorratsstelle für Getreide und Futtermittel [1970] ECR 1125; Case 106/77, Amministrazione delle Finanze dello Stato v Simmenthal SpA (No.2) [1978] 2 CMLR 263.
2 Case 26/62 [1963] ECR 1.
3 ibid..
4 Opinion 1/91 [1991] ΕCR I-06079, p. I-06102, §21.
5 Re the Application of Wünsche Handelsgesellschaft (Solange II), Case 2 BvR 197/83 [1987] 3 CMLR 225
6 Administration des Douanes v Societe Cafes Jacques Vabre and J. Weigel et Compagnie S.À.R.L. [1975] 2 CMLR 336, 341; Raoul Georges Nicolo and Another [1990] 1 CMLR 173, 191-193; Opinion of the Commissaire du Gouvernement, ibid., 175-192).
7 Thoburn v Sunderland City Council, Hunt v London Borough of Hackney, Harman and Dove v Cornwall County Council, Collins v London Borough of Sutton [2003] QB 151.
8 Frontini v Ministero delle Finanze (Case 183) [1974] 2 CMLR 372, 389; Granital (SpA) v Amministrazione delle Finanze dello Stato (Case 170) (1984) 93 ILR 528.
9 Declaración 1/2004, of 13 December 2004, BOE (Official State Gazzete) no.3 of 4 January 2005, p.5.
10 Hanne Norup Carlsen and Others v Prime Minister Poul Nyrup Rasmussen (Ole Krarup and the Association Constitution Committee 93 (Foreningen Grundlovskomite 93) intervening) [1999] 3 CMLR 854, 857-858 (§10-16) & 861-862 (§32-33); Danmarks Riges Grundlov (Constitutional Act of Denmark), Art.20.
11 Poland’s Membership in the European Union (The Accession Treaty) (Case 18/04) Dz.U. 2005 no.86 item 744.
12 Case No.17/02-24/02-06/03-22/04 on the limitation of the rights of ownership in areas of particular value and in forest land (2006), §9(4).
13 Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με τις επιταγές της Ένωσης που αναγνωρίζονται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, το Ευρωπαικό δίκαιο δεν εντάσσεται απλώς στο εσωτερικό Ελληνικό δίκαιο αλλά καθίσταται (και) ελληνικό δίκαιο.
2 comments
Τα άρθρα στους Ιστότοπους, πρέπει να είναι σύντομα και περιεκτικά.
Διαφορετικά δεν διαβάζονται, να το έχετε υπ’ όψι σας
Γιατί πρέπει να είναι σύντομα τα αρθρα στους ιστοτόπους; Ποιος ο λόγος να διαβάσει κανείς κάτι που είναι υπερβολικά σύντομο για το θέμα που πραγματεύεται;
Είναι δυνατόν κάποιος να γράψει για το συγκεκριμένο θέμα και να πέσει κάτω από τις 1500 λέξεις;
Ας σταματήσουμε να βλέπουμε το διαδίκτυο σαν “τηλεόραση”, καλύτερα λιγότερη πληροφορία αλλά τεκμηριωμένη και αφομοιωμένη, παρά πολλή και επιφανειακή.
Στο κάτω-κάτω της γραφής εαν ένα άρθρο δεν είναι καλό το καταλαβαίνει κανείς από τις πρώτες 200 λέξεις ή από τη γρήγορη ανάγνωση των αρχών των παραγράφων του.