Με τον θάνατο ο άνθρωπος βγαίνει από τον χρόνο. «Ουκέτι δύναται ενεργείν διά των μορίων του σώματος, ου λαλείν, ου μιμνήσκεσθαι, ου διακρίνειν, ουκ επιθυμείν, ου λογίζεσθαι, ου θυμούσθαι, ου καθοράν» (Αναστάσιος Σιναΐτης). Ο εγκέφαλος, το όργανο επίγνωσης της πραγματικότητας, άρα και συνείδησης του χρόνου («το πιο πολύπλοκο υλικό αντικείμενο στο γνωστό σύμπαν… κάτι που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο στο σύμπαν»: Gerald Edelman) είναι μάλλον το πρώτο που αποσυντίθεται με τον θάνατο.
Αν υπάρχει ανάσταση νεκρών, όπως προσδοκούν οι έμπειροι του εκκλησιαστικού γεγονότος, θα πρέπει να μοιάζει σαν αφύπνιση δίχως επίγνωση της διάρκειας του ύπνου. Οι άνθρωποι που πέθαναν πριν από χιλιάδες χρόνια και οι άνθρωποι που θα έχουν πεθάνει λίγα λεπτά πριν από την κοινή ανάσταση, θα ανοίξουν τα μάτια σαν να μην έχει παρεμβληθεί ούτε στιγμή χρόνου από τότε που τα σφράγισε ο θάνατος.
Δεν έχουμε καμιά, μα απολύτως καμιά επιστημονική συνηγορία για να ελπίσουμε σε ανάσταση από τον θάνατο. Ο,τι ονομάζουμε «επιστήμη», δηλαδή η αποδεικτικά τεκμηριωμένη γνώση των δεδομένων της ύλης – ενέργειας, δεν έχει τη δυνατότητα, γι’ αυτό ούτε και τον στόχο, να ερμηνεύσει το «νόημα» του κόσμου, την αιτία του και τον σκοπό του. Οσοι, στο όνομα τάχα της επιστήμης, μιλάνε για πιστοποιημένη «τυχαιότητα» σαν αιτία και σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών, είναι, πολύ απλά, τσαρλατάνοι.
Για το «νόημα» της ύπαρξης και των υπαρκτών, της ζωής και του θανάτου, συγκροτούνται μόνο ερμηνευτικές προτάσεις φιλοσοφικές. Τις αναγνωρίζουμε ως φιλοσοφικές όταν είναι συντεταγμένες με συνέπεια και πιστότητα σε λογική μέθοδο, χωρίς απριορισμούς, χωρίς αυθαίρετες αξιωματικές παραδοχές, χωρίς προσφυγές σε σκοτεινούς μυστικισμούς. Τέτοιες προτάσεις ερμηνείας της αιτίας και του σκοπού των υπαρκτών γνώρισε πολλές η Ιστορία της Φιλοσοφίας. Κατά κανόνα με λογικά κενά και συγγνωστά αυτονόητα. Οι δύο ερμηνευτικά συνεπέστερες προτάσεις, από την αρχαιότητα ώς σήμερα, μοιάζει να είναι αυτή της ελληνικής εκκλησιαστικής παράδοσης, που παρονομάζεται βυζαντινή και η μηδενιστική οντολογία του Martin Heidegger.
Για την ελληνική εκκλησιαστική παράδοση, Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού δεν είναι η ανερμήνευτη αναγκαιότητα ενός Πρώτου Κινούντος, αλλά η ελευθερία ως αυθυπερβατική σχέση, υπαρκτικά αλληλοπεριχωρούμενη αγάπη τριών «προσωπικών» (έλλογων και αυτοσυνείδητων) υποστάσεων. Γι’ αυτό και γνωρίζεται η Αιτιώδης Αρχή από τον άνθρωπο «κατά τον τρόπο» της ύπαρξής της: από την οδό της ελευθερίας, μέσα από την εμπειρία του αθλήματος της αυθυπέρβασης και αγάπης – όχι αναγκαστικά και υποχρεωτικά όπως ένα αντικείμενο του νευτώνειου κοσμοειδώλου.
Γνωρίζεται ο Θεός μέσα από την κλήση σε σχέση που απευθύνει στον άνθρωπο με το κάλλος και τη σοφία του δημιουργικού του έργου, του κόσμου. Γνωρίζεται ο Θεός όπως γνωρίζεται ο μουσουργός μέσα από τη μουσική του, ο ζωγράφος μέσα από τη ζωγραφιά του, ο ποιητής μέσα από το ποίημά του. Οχι ως αφηρημένη νοητική σύλληψη, αλλά ως εμπειρία σχέσης, αμεσότητα μέθεξης στο δημιούργημα.
Ελεύθερος ο Θεός από κάθε προκαθορισμό της ύπαρξής του, μπορεί να υπάρξει και ως άνθρωπος. Με τον τρόπο της δικής του ελευθερίας: από «μανικόν έρωτα» για το λογικό πλάσμα του. Υφίσταται όλους του υπαρκτικούς περιορισμούς του πλάσματος, ακόμα και έναν άδικο, βασανιστικό θάνατο. Αλλά με τις ελλειμματικές υπαρκτικές δυνατότητες του κτιστού πραγματώνει τον «τρόπο» της ελευθερίας του ακτίστου: μεταποιεί και τον θάνατο σε αυθυπερβατική σχέση «υπακοής» στον Πατέρα. Γι’ αυτό και ανίσταται από των νεκρών. Οχι «θαυματουργικά», δηλαδή από αναγκαιότητα θεϊκής παντοδυναμίας, αλλά μεταποιώντας ελεύθερα και την ανθρώπινη θνητότητα σε ερωτική αυθυπέρβαση.
Ο αναστημένος Χριστός είναι υλική ύπαρξη, έχει στην πλευρά και στις παλάμες απτά τα σημάδια του σταυρικού του θανάτου, τρώει «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου». Αλλά πραγματώνει την κτιστή ύπαρξη ελεύθερη από τους περιορισμούς της κτιστότητας: Εισέρχεται στο υπερώον «των θυρών κεκλεισμένων» και ταυτόχρονα οδεύει με τον Λουκά και τον Κλεώπα προς την Εμμαούς.
Στην εκκλησιαστική οπτική ο αναστημένος Χριστός είναι η πραγμάτωση και φανέρωση του «νοήματος» (αιτίας και σκοπού) της υλικής δημιουργίας του Θεού. Για τη λογική που ταυτίζει την πληρότητα της ύπαρξης με την ελευθερία της αγάπης, το κάλλος και η σοφία του κόσμου -λόγος αποκαλυπτικός της θείας προσωπικής ετερότητας- είναι αδιανόητο να αφανιστεί κάποτε, να μηδενιστεί ή να συνεχίζεται άσκοπη η ύπαρξή του ατελεύτητα. Ελπίδα και προσδοκία της Εκκλησίας είναι ότι «πάντες αλλαγησόμεθα»: ο υλικός κόσμος όλος και ο άνθρωπος. Η ύλη, τα κτιστά, θα συμπεριληφθούν στο αναστημένο σώμα του Χριστού, θα υπάρξουν με τον τρόπο του ακτίστου, τρόπο ελευθερίας από κάθε υπαρκτικό περιορισμό.
«Καινούς ουρανούς και γην καινήν προσδοκώμεν». Οι νεκροί θα εγερθούν από την αχρονία του θανάτου, να μετάσχουν στην αχρονία της «βασιλείας», στην κοινωνούμενη υπαρκτική πληρότητα – την ενεργό, όχι νιρβανική. Η τωρινή μας γλώσσα δεν είναι δυνατόν να προσημάνει τα προσδοκώμενα, τα όριά της είναι όρια του τωρινού μας κόσμου – «βλέπομεν άρτι ως δι’ εσόπτρου εν αινίγματι». Ισως η γλώσσα της μετανευτώνειας φυσικής, γλώσσα των «πολλαπλών συμπάντων», της «αντι-ύλης», των «μαύρων οπών», της «αχρονίας του κβαντικού πεδίου» να πλουτίσει με συμβολισμούς ευστοχότερους την έκφραση της εκκλησιαστικής προσδοκίας.
Με τη λογική αυτής της προσδοκίας, ο θάνατος των πάλαι και των εγγύς, όπως και ο δικός μας, των «περιλειπομένων» ο θάνατος, είναι σίγουρα έξοδος από τον χρόνο, όχι όμως και έξοδος από την ύπαρξη, όχι αναστολή της κλήσης που δεχθήκαμε για μετάβαση «εκ του μη όντος εις το είναι». Η κλήση που ιδρύει τον άνθρωπο ως υποστατική δυνατότητα σχέσης (θετικής ή αρνητικής) με τον Θεό, δεν μπορεί να εκπίπτει, δεν μπορεί να αναστέλλεται με την απόσβεση των ενεργειών της κτιστής φύσης μας. Αν η σχέση (και όχι η φύση) ιδρύει την υπόσταση και αν τον Mozart τον γνωρίζω ως υποστατική ετερότητα μέσα από τη μουσική του (και όχι από την οντική του ατομικότητα), ίσως κάτι να αλλάζει στην πικρότατη γεύση του θανάτου.
Οταν ο Χριστός πάνω στον σταυρό δέχθηκε τη μετάνοια του συστραυρωμένου ληστή, τον βεβαίωσε ότι «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω». Σήμερον – το «μετ’ εμού» δεν παρέχεται υπό προθεσμίαν. Μην εξαντλούμε τη γνώση σε μόνη την πληροφόρηση, στην επιστημονική τεκμηρίωση. Οταν κάποιος μας αγαπάει, είναι ερωτευμένος μαζί μας, το ξέρουμε από την αμεσότητα της εμπειρίας, όχι με αποδεικτική ανάλυση. Μόνο που «κλειδί» γι’ αυτή την άμεση γνώση είναι η αμοιβαιότητα του έρωτα.
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή – Ημερομηνία δημοσίευσης: 18-04-09
.