Monday 21 October 2024
Αντίβαρο
Ανδρέας Σταλίδης Ελληνοτουρκικά

Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και οι μόνιμες υποσχέσεις της Τουρκίας που δεν υλοποιούναι

Ιούνιος 2009: Μετά  από τις τελευταίες δηλώσεις του Ερντογκάν για σύνδεση του καθεστώτος της Θράκης με την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, επαναφέρουμε ένα σχετικό παλιό άρθρο του Αντίβαρου (του Μαΐου 2006).

Η μονότονη υπόσχεση της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης από το 1995 ως σήμερα.



Μία πολύ ενδιαφέρουσα παρομοίωση της εξέλιξης των ελληνοτουρκικών σχέσεων τις τελευταίες δεκαετίες είναι η ιδέα του Γιώργου Μιχαλόπουλου (1): έστω ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην θέση Α και η Τουρκία στη θέση Ω. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Ελλάδα αποφασίζει να τείνει χέρι φιλίας και να αποδείξει έμπρακτα τις φιλικές της διαθέσεις, με την ελπίδα της αποκλιμάκωσης της έντασης.

Προτείνει λοιπόν να συναντηθούμε στη θέση Μ, δηλαδή περίπου στη μέση της απόστασης. Οι Τούρκοι δέχονται τη θέση Μ ως θέση της Ελλάδας και προς έκπληξίν μας, δηλώνουν ακλόνητοι στη θέση Ω! Μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα, η Ελλάδα σύρεται σε νέες διαπραγματεύσεις. Η νέα αρχική της θέση είναι η Μ και της Τουρκίας η Ω. [Στην καλύτερη περίπτωση, η θέση Μ θα είχε καταγραφεί ως η μέση λύση, όμως ενώ η Ελλάδα θα είχε διανύσει την απόσταση αυτή, η Τουρκία δε θα είχε παραμείνει σταθερή στη θέση Ω δίχως να έχει υλοποιήσει τις υποσχέσεις της]. Έτσι, η Ελλάδα προτείνει να συναντηθούμε στη θέση Σ, πάλι διασχίζοντας περίπου τον μισό δρόμο. Η Τουρκία δέχεται τη θέση αυτή (και τις νέες παραχωρήσεις της Ελλάδας) αλλά εμμένει απαρέγκλιτη στη θέση Ω. Λίγο αργότερα, προτείνει και πάλι η Ελλάδα τη θέση Φ. Και ούτω καθ’ εξής. Έτσι ολοένα πλησιάζουμε στις θέσεις της Τουρκίας, δίχως να λαμβάνουμε τίποτα πίσω ως αντάλλαγμα. (2)

Η πρώτη ανάγνωση της παρομοίωσης αναμενόμενα εγείρει ορισμένες αμφισβητήσεις ότι είναι ένα σχήμα λόγου με μεγάλη δόση υπερβολής. Αυτές όμως αναιρούνται αν εξετασθεί πιο προσεκτικά το κατά πόσο πραγματοποιούνται οι τουρκικές υποσχέσεις στις ελληνικές παραχωρήσεις τα τελευταία χρόνια.

Μετά την κρίση του 1987, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε κινήσεις κατευνασμού. Οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες στο Νταβός κατέληξαν λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του 1988, στο γνωστό «Mea Culpa» από τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα επικοινωνιακά λάθη των πολιτικών, και έτσι αυτοί διέθεταν μεγαλύτερο εύρος κινήσεων, μέχρι το σημείο να παραδέχονται δημόσια τα λάθη τους. Επρόκειτο για την πρώτη επίσημη επιβεβαίωση της αποδοχής ότι οι Τούρκοι παρά τα όσα υπόσχονται δεν είναι ουσιαστικά διατεθειμένοι να υλοποιήσουν τίποτα από όσα έχουν συμφωνήσει.

Από τότε μέχρι σήμερα, πολύ νερό έχει κυλήσει κάτω από τη γέφυρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και πολλοί υπουργοί και πρωθυπουργοί έχουν περάσει από τον θώκο της ευθύνης των εξωτερικών μας ζητημάτων. Αμφιβολίες όμως γεννιούνται για το κάτα πόσο η εκάστοτε πολιτική ηγεσία λαμβάνει υπόψιν της τα πεπραγμένα των προκατόχων της: την τακτική που ακολούθησε, τις επιτυχίες ή αποτυχίες της, τον τρόπο προσέγγισης των ζητημάτων με τα οποία ασχολήθηκε περισσότερο, και τελικά τη διασύνδεση όλων αυτών. Δηλαδή τη σχέση της μεθόδου με τα αποτελέσματα. Έτσι, η πιο πάνω δημόσια παραδοχή πέρασε στα ψιλά και δεν απασχόλησε κανέναν με αποτέλεσμα το λάθος εκείνο να επαναλήφθηκε πολλές φορές από τότε.

Για παράδειγμα, ας μετρήσουμε πόσες φορές προβλήθηκε το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ως αντάλλαγμα για κάποια ελληνική παραχώρηση τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Η επίμονη υπόσχεση των Τούρκων σε κάθε νέα ελληνική κίνηση κατευνασμού, που ποτέ δεν υλοποιείται…

Η μόνιμη υπόσχεση…

Το Μάρτιο του 1995 η Ελλάδα ήρε το βέτο για το τέταρτο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο της Ευρωπαικής Ένωσης προς την Τουρκία. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το Ευρωπαικό κοινοβούλιο ενέκρινε την Τελωνειακή Σύνδεση Τουρκίας – ΕΕ. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η Τουρκία υποσχέθηκε ως αντάλλαγμα το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης. Αντί αυτού, λάβαμε τη διακύρηξη του casus belli από την Τουρκία για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια, από την κυβέρνηση της κ. Τσιλλέρ με έγκριση του κοινοβουλίου. Λίγες μόνο μέρες μετά την άρση του ελληνικού βέτο.

Αργότερα, κατά την προσέγγιση του 1999 προβλήθηκε και πάλι σαν αντάλλαγμα στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ενταγμένη στο κλίμα της «διπλωματίας των σεισμών». Αντί της υλοποίησης της υπόσχεσης, έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τον δεκαπλασιασμό των Τουρκικών παραβιάσεων!

Η επανάληψη της ίδιας υπόσχεσης συνεχίστηκε αργότερα: με αφορμή την αναγωγή της Τουρκίας σε καθεστώς υποψήφιου μέλους, τον ορισμό ημερομηνίας έναρξης διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαική Ένωση, την ίδια την έναρξη διαπραγματεύσεων, και τέλος την πορεία του «οδικού χάρτη» για την ένταξη.

Μονότονα επαναλαμβάνεται και σήμερα όχι μόνο ως γενικότερη υποχρέωση στις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας (σεβασμού των μειονοτικών δικαιωμάτων), αλλά και ως συγκεκριμένη υποχρέωση στην ενταξιακή πορεία της χώρας στην ΕΕ.

Δηλαδή, από αντάλλαγμα για την άρση του βέτο για το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο το 1995, φτάσαμε σήμερα να ακούμε την ίδια ακριβώς υπόσχεση σαν αντάλλαγμα για την πλήρη ένταξη στην ΕΕ! Εμείς όλο προχωρούσαμε μερικά βήματα πιο πέρα (από τη θέση Α στη θέση Μ, Σ, Φ κτλ) και εκείνοι μονότονα επαναλαμβάνουν ότι θα πραγματοποιήσουν το ίδιο βήμα, την ίδια υπόσχεση. Δεν την υλοποιούν ποτέ παραμένοντας αδιάλλακτα στη θέση Ω.

Στο σημείο αυτό, είναι αξιοσημείωτο ότι η πίεσή μας για την συγκεκριμένη υπόσχεση παρά τον συμβολικό χαρακτήρα που έχει, ουσιαστικά δεν διασφαλίζει καθόλου τη διαιώνιση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Η λύση στο υπαρκτό αυτό πρόβλημα δεν είναι να ανοίξει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, αλλά να αποσυρθεί ο κανονισμός που προβλέπει ότι ο Πατριάρχης πρέπει να είναι απαραιτήτως Τούρκος πολίτης. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι η Ελληνική μειονότητα έχει δραστικά μειωθεί σε αριθμό σε μερικές μόνο χιλιάδες. Ακόμα και να ανοίξει η Σχολή, είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι σε λίγες δεκαετίες δεν θα υπάρχει κανένας που να ικανοποιεί αυτή τη συνθήκη. Δηλαδή τόσα χρόνια ζητάμε επίμονα, και δεν υλοποιείται, κάτι συμβολικό που ουσιαστικά δεν εξασφαλίζει το κύριο ενδιαφέρον μας: την εξασφάλιση της λειτουργίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο μέλλον.

Σήμερα, η Τουρκία βρίσκεται σχετικά στριμωγμένη. Δεν μπορεί να αρνείται άλλο ούτε καν αυτό. Κατά την πάγια τακτική της λοιπόν επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την υπόσχεσή της για να κερδίσει ακόμη περισσότερα.

Πρώτον, προτείνει την επαναλειτουργία της Σχολής ως παράρτημα Τουρκικού πανεπιστημίου. Μία ιδέα που το πρακτικό της μέρος αφήνεται αόριστα για το μέλλον και είναι βέβαιο ότι θα απαιτηθούν πολλά χρόνια ατέρμονων συζητήσεων για να καταλήξει σε ένα βιώσιμο πλαίσιο. Κερδίζει κι άλλο χρόνο λοιπόν.

Δεύτερον, συνδέεται άμεσα με το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Ζητούν ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο στη μειονότητα, που παρά τον θρησκευτικό χαρακτήρα της (κατά τη Συνθήκη της Λωζάνης), τη θεωρούν εθνική.

Τρίτον, συνδέεται επίσης άμεσα με το άνοιγμα τζαμιών στην Αθήνα, και μάλιστα 500 μέτρα κάτω από την Ακρόπολη! Σε σημείο που είναι σημειολογικά ζωτικής σημασίας. Θέλουν το τζαμί να φαίνεται στις τουριστικές φωτογραφίες! Και εμείς εντελώς αβίαστα, μέσα σε μία ημέρα, απαντήσαμε κατ’ αρχήν θετικά..

Τέταρτον (για να φανεί και η σημασία της προηγούμενης παρατήρησης ότι η επαναλειτουργία της Σχολής είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή η συνθήκη για την επιβίωση του Πατριαρχείου), εμφανίζονται οι Τουρκικές αρχές σήμερα ότι έχουν ήδη προβεί σε παραχωρήσεις επειδή δέχθηκαν την εκλογή στην Ιερά Σύνοδο του Οικ. Πατριαρχείου ανθρώπων που «δεν είναι Τούρκοι πολίτες», και αυτοί συμμετείχαν στην εκλογή του Οικ. Πατριάρχη Βαρθολομαίου!

Όλα αυτά λέγονται σήμερα από τα πλέον επίσημα χείλη, αυτά του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογκάν, και μάλιστα κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα!

Τα σημεία αυτά συνιστούν μία νέα θέση της Τουρκίας: ότι προτίθεται και υπόσχεται (ακόμη μία φορά) να ανοίξει τη Σχολή, αλλά με ένα ιδιότυπο καθεστώς σύμφωνα με το οποίο θα ανήκει σε Τουρκικό ίδρυμα (άρα, θα είναι υφιστάμενη σε έλεγχο) και μόνο με ταυτόχρονες παραχωρήσεις από την Ελλάδα: ανοίγματος τζαμιού στην Αθήνα και περαιτέρω επιρροής στη Θράκη. Ταυτόχρονα προβάλλει ότι έχει ήδη κάνει υποχωρήσεις και ζητάει από την Ελλάδα να κάνει την επόμενη κίνηση!

Η νέα αυτή θέση είναι πιο απομακρυσμένη και από την αρχική της θέση Ω, της εισαγωγικής παρομοίωσης. Βρίσκεται, σαν να λέμε, σε νέο αλφάβητο…

Η τακτική της Τουρκίας είναι σαφής. «Παραχωρεί» μόνο κάτι που δεν έχει, δημιουργεί τετελεσμένα και εμφανίζεται υποχωρητική μόνο επί των προκλήσεών της και των προκεχωρημένων της θέσεων, ενώ ταυτόχρονα μεγιστοποιεί τα οφέλη επιχειρώντας να υποσχεθεί τα μισά από όσα έχει συμφωνήσει στο παρελθόν να πράξει ως αντάλλαγμα σε νέες ελληνικές παραχωρήσεις. Η τακτική της Ελλάδας είναι επίσης σαφής. Παραχωρεί σήμερα για να εισπράξει αύριο. Και αυτό το αύριο δεν έρχεται ποτέ, αφού αύριο θα παραχωρήσει κάτι άλλο έναντι της ίδιας ακριβώς υπόσχεσης, μεθαύριο. Και ούτω καθ’ εξής.

Είναι βέβαιο πως όταν κάποια μέρα ξαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης θα διατυμπανιστεί τόσο έντονα που θα ξεχαστεί πότε ξεκίνησε αυτή η υπόσχεση, τι έχει δοθεί σαν αντάλλαγμα στην πορεία και ίσως θα αγνοηθεί και το ακριβές καθεστώς της Σχολής. Το ζήτημα της επιβίωσης του Πατριαρχείου θα είναι τότε ακόμα πιο εμφανές — γιατί δε θα έχει λυθεί με το άνοιγμα της Σχολής — και θα βρεθούμε προ της εκπλήξεως ότι ενώ έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα, όσον αφορά στην ουσία και στον πυρήνα του προβληματος θα έχουμε κάνει μία τρύπα στο νερό.

Σημειώσεις
(1) Ο Γιώργος Μιχαλόπουλος είναι Γεωπόνος στο επάγγελμα. Την ιδέα του, μου μετέφερε ο γιός του σε συζήτηση στο διαδίκτυο πριν αρκετά χρόνια
(2) Ένα συνοπτικό παράδειγμα είναι το Κυπριακό. Ο αγώνας του 1955-59 για “Ένωση” έγινε το 1960 “Ανεξαρτησία”, μετά την εισβολή “επιστροφή στο προ 1974 καθεστώς, λίγο αργότερα “Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία”, από το 1984 και μετά μεταβλήθηκε σε πίεση για τη μη αναγνώριση του ψευδοκράτους και ευτυχώς που το Σχέδιο Ανάν υποβλήθηκε σε δημοψήφισμα και απεφεύχθη, γιατί σήμερα θα παρακαλούσαμε τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της Ενιαίας Κύπρου να μην κωλύει όλες τις διαδικασίες και παραπέμπει το κάθε τι στο ανώτατο δικαστήριο όπου οι ξένοι δικαστές θα αποφάσιζαν για λογαριασμό του Κυπριακού λαού.

Μεταφορά από το παλιό Αντίβαρο, Μάϊος 2006.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.