Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης.
Η περίπτωση των χωρικών υδάτων
Στη Φινλανδία βρισκόταν η υπουργός των εξωτερικών την Τρίτη 23 Μαϊου όταν συγκρούστηκαν τα δύο πολεμικά αεροσκάφη της Ελλάδας και της Τουρκίας πάνω από τα γαλανά νερά του Αιγαίου που επέφερε τον τραγικό θάνατο του πιλότου μας Κωνσταντίνου Ηλιάκη. Στα αυτιά ορισμένων όμως αντήχησε σα «Φινλανδοποίηση» της εξωτερικής μας πολιτικής η πρόταση του τέως προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου σε βαρυσήμαντο άρθρο του στην Καθημερινή λίγες ημέρες αργότερα. Η Φινλανδία, ως χώρα που μοιραζόταν μακρά σύνορα με την πρώην Σοβιετική Ένωση, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου θεωρούνταν χώρα μειωμένης κυριαρχίας. Σ’ αυτήν την κατάσταση φαίνεται να οδηγούμαστε σήμερα, που εμφανιζόμαστε να επεξεργαζόμαστε δημόσια την πρόταση να θέσουμε κυριαρχικά μας δικαιώματα έναντι διεθνούς δικαστηρίου.
Κατ’ αρχάς είναι άξια χειροκροτήματος η με παρρησία διαπίστωση του κ. Στεφανόπουλου περί της παταγώδους αποτυχίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να αποφέρει καρπούς τα τελευταία χρόνια. Αντιγράφω τα δικά του λόγια:
«η πολιτική μας που ελπίζει και εύχεται τη λύση των προβλημάτων με την Tουρκία, μέσω των διαπραγματεύσεων για τη μελλοντική ένταξη της χώρας αυτής στην Eυρωπαϊκή Eνωση, δεν έχει αποδώσει το παραμικρό».
Την ίδια περίπου διαπίστωση κάναμε από το Αντίβαρο τρεις μόλις ημέρες πριν το επεισόδιο στο Αιγαίο σε σχέση με τη συνεχή υποχωρητικότητα της Ελλάδος και τη μόνιμα μη υλοποιήσιμη υπόσχεση για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Η πρόταση όμως για μαζική επίλυση όλων των ελληνοτουρκικών διαφορών από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι ανήκουστη και δε συνάδει με την οξύνεια που μας είχε συνηθίσει ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η λογική του κ. Στεφανόπουλου εστιάζεται στο εξής: «Oι διαφορές δημιουργούνται, όταν ένα κράτος διατυπώνει αξιώσεις, δίκαιες ή άδικες, κατά του άλλου». Βάσει αυτού του σκεπτικού λοιπόν προχωρά και συγκεκριμενοποιεί την πρότασή του:
«Ποιες διαφορές θα υποβληθούν στο Δικαστήριο; Aπαντώ, όλες: τα χωρικά ύδατα και η έκτασή τους, η υφαλοκρηπίδα των νήσων και ο καθορισμός της μεταξύ των δύο χωρών και η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων. Δεν γνωρίζω αν η είσοδος τουρκικών αεροπλάνων στο FIR Aθηνών, χωρίς την υποβολή σχεδίου πτήσεως, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κρίσεως του Δικαστηρίου ή του άλλου Διεθνούς Oργανισμού, του ICAO. Aν ναι, τότε και αυτή.»
Το αδιανόητο της λογικής του το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος στην αμέσως επόμενη φράση:
«Kαι οι γκρίζες ζώνες; Oχι αυτές. Oι γκρίζες ζώνες ανήκουν στη φαντασία της Tουρκίας μόνον, όπως αποδεικνύεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης, τον τρόπο της μακράς εφαρμογής της και το Iταλο-Tουρκικό Πρωτόκολλο καθορισμού των θαλασσίων ορίων του 1932. H δε διεθνής κοινότης έχει αποδεχθεί ανέκαθεν το υπάρχον εδαφικό καθεστώς των νησίδων και βραχονησίδων.»
Η αυτοαντίφαση είναι χαρακτηριστική. Οι -δίκαιες ή άδικες– αξιώσεις που διατυπώνει ένα κράτος συνιστούν (εξ ορισμού) διαφορές, άρα επιδέχονται επίλυση στη Χάγη. Εξαιρούνται όμως οι λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» επειδή βρίσκονται «στη φαντασία της Τουρκίας», παρόλο που και αυτές συνιστούν (έστω, άδικες) αξιώσεις της μίας πλευράς. Αυτό προβλέπει το σκεπτικό του κ. Στεφανόπουλου.
Ποιος θα κρίνει όμως τι είναι στη φαντασία της Τουρκίας και τι όχι; Γιατί οι γκρίζες ζώνες και όχι τα χωρικά ύδατα; γιατί όχι η αναγνώριση ότι τα νησιά δικαιούνται υφαλοκρηπίδας; Γιατί όχι η παραβίαση του εθνικού εναέριου χώρου στο διάστημα μεταξύ έξι και δέκα μιλίων (που δεν αναγνωρίζει η Άγκυρα); Και τέλος πάντων, γιατί αυτή η τόσο υπερβολική αμυντική στάση να θεωρούμε μόνοι μας ως ζητήματα «άξια διεθνούς διευθέτησης» ό,τι «δίκαια ή άδικα» αξιώνει η Τουρκία κατά την πάγια επιθετική της πολιτική και όχι τα δικά μας νομικά βάσιμα αιτήματα για προστασία της Ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, για αυτοδιοίκηση της Ίμβρου και της Τενέδου, για απόσυρση του στρατού κατοχής στην Κύπρο, για απόσυρση της Στρατιάς του Αιγαίου από τα παράλια κλπ; (ως αντίβαρο στην οποία, στρατιωτικοποιήσαμε εμείς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου).
Επίσης, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι άλλο θα αξιώσουν αύριο οι Τούρκοι, που με βάση την παραπάνω λογική θα πρέπει εμείς να δεχθούμε την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης…
Η περίπτωση των χωρικών υδάτων
Θα σταθούμε, προς το παρόν, στην περίπτωση των χωρικών υδάτων επιχειρώντας να δείξουμε και για την περίπτωση αυτή ισχύει ό,τι περίπου ισχύει για τις γκρίζες ζώνες.
Το 1982 υπογράφτηκε το Δίκαιο της Θάλασσας από τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Ήτανε η τρίτη μεταπολεμικά προσπάθεια να γίνει κάτι τέτοιο και η πρώτη που στέφθηκε με επιτυχία με τη σύγκλιση σε έναν αριθμό κοινά αποδεκτών κανόνων. 149 χώρες το έχουν ήδη επικυρώσει, ενώ 28 που το έχουν υπογράψει αναμένεται να προχωρήσουν και στο δεύτερο βήμα σύντομα. Από το 1994, όταν επικυρώθηκε από την 60η κατά σειρά χώρα, τέθηκε σε ισχύ και αποτελεί πλέον πηγή διεθνούς δικαίου, μια που θεωρείται ότι κωδικοποιεί το λεγόμενο «εθιμικό δίκαιο». Έτσι, δεν είναι απαραίτητο μία χώρα (λ.χ. η Τουρκία) να το έχει υπογράψει για να δεσμεύεται από αυτό, εφόσον καταδειχθεί ότι πρώτον οι διατάξεις του αποτελούν κοινή πρακτική μεταξύ των χωρών και δεύτερον ότι αυτό γίνεται από «νομική υποχρέωση». Και οι δύο αυτοί όροι ικανοποιούνται, στο σημείο μάλιστα που το Δίκαιο της Θάλασσας να αποτελεί σήμερα το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα διεθνούς δικαίου που να έχει ισχύ εθιμικού δικαίου!
Μία από τις βασικές διατάξεις της διεθνούς αυτής συνθήκης είναι ότι αποδέχεται τον ορισμό των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Από τα πλήθη των κρατών που βρέχονται από θάλασσα έχουμε τις εξής μόνο χώρες με χωρικά ύδατα λιγότερο από 12 ναυτικά μίλια.
- Ιορδανία, 3 μίλια. Με συνολικό μήκος ακτογραμμής μόνο 26 χιλιόμετρα, ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ και θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο δεν έχει περιθώριο για περαιτέρω επέκταση.
- Φινλανδία, 12 μίλια παντού εκτός από τον «κόλπο της Φινλανδίας» που έχει 3 μίλια και τον μοιράζεται με τη Ρωσία και την Εσθονία
- Δημοκρατία του Δομίνικου, 6 μίλια, όμως ταυτόχρονα έχει οικονομική ζώνη 200 μιλίων και υφαλοκρηπίδα επίσης 200 μιλίων (τα οποία επίσης ορίζονται στην ίδια συνθήκη για χώρες που βρέχονται από ανοιχτή θάλασσα)
- Τουρκία, 6 μίλια στο Αιγαίο, όμως 12 μίλια στη Μαύρη Θάλασσα και 12 μίλια στη Μεσόγειο
- Σιγκαπούρη, 3 μίλια
- Ελλάδα, 6 μίλια
Αν εξαιρέσουμε τις ειδικές περιπτώσεις της Ιορδανίας, της Φινλανδίας που δεν μπορούν να επεκταθούν παραπάνω, της Τουρκίας που το κάνει για να κρατάει ζωντανές τις διεκδικήσεις της, και του Δομίνικου που δεν τον ενδιαφέρει μια που έχει πολύ μεγαλύτερη θαλάσσια έκταση να εκμεταλλεύεται τους πόρους, μένουμε μόνο εμείς και η Σιγκαπούρη που άνευ σοβαρού λόγου διατηρούμε χωρικά ύδατα λιγότερο από 12 ναυτικά μίλια. Όλες οι άλλες χώρες έχουν από 12 εώς 200 ναυτικά μίλια, και οι περισσότεροι μάλιστα έχουν οριοθετήσει και την υφαλοκρηπίδα τους από κει και πέρα (που εμείς δεν έχουμε κάνει ακόμα). Η περίπτωση της Τουρκίας είναι ιδιάζουσα, αφού διατηρεί casus belli εναντίον μιας άλλης χώρας για κάτι που η ίδια το κάνει. Μοναδικό φαινόμενο!
Επιπρόσθετα, αρκετές χώρες που δεν έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη για δικούς τους (συχνά εσωτερικούς) λόγους, όπως για παράδειγμα οι ΗΠΑ, έχουν ταυτόχρονα δηλώσει ότι αναγνωρίζουν τον χαρακτήρα της ως εθιμικού δικαίου και ήδη έχουν εναρμονιστεί με τις διατάξεις της. Το ίδιο έχουν δηλώσει κατά καιρούς και αξιωματούχοι διεθνών οργανισμών.Συνεπώς, η πλήρης κυριαρχία στη θάλασσα μέχρι απόσταση 12 μιλίων από τις ακτές ηπειρωτικής ή νησιώτικης γης, όπως ακριβώς στα εδάφη, είναι αναγνωρισμένο δικαίωμα κάθε χώρας. Από κει και πέρα εκτείνεται η ζώνη οικονομικής εκμετάλλευσης και η υφαλοκρηπίδα μέχρι τα 200 μίλια, εφόσον δεν συκγρούεται με την αντίστοιχη ζώνη άλλου κράτους.
Η Ελλάδα όχι μόνο δεν προχωρά στο δικαίωμά της αυτό για το φόβο του πολέμου με την Τουρκία, αλλά φαίνεται να φλερτάρει με το ενδεχόμενο να παραπέμψει το εν λόγω θέμα στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Επειδή τα ζητήματα του Αιγαίου είναι αλληλοεμπλεκόμενα, παίζει τεράστιο ρόλο ποιες θα είναι οι αρχικές συνθήκες όταν οι δύο χώρες προσφύγουν σ’αυτό (από κοινού, προφανώς, γιατί έτσι απαιτείται προκειμένου να υπάρχει δικαιοδοσία από το διαιτητικό όργανο να αποφανθεί).
Οι ξένοι δικαστές δεν πρόκειται να αποκωδικοποιήσουν το εθιμικό δίκαιο ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα έτσι ώστε να συμπεράνουν ότι η Ελλάδα δικαιούται 12 μίλια και να επιβάλλουν αυτήν την απόφαση στις εμπλεκόμενες πλευρές. Όταν η Ελλάδα δεν το πράττει η ίδια, αλλά αντίθετα αποδίδει δικαιοδοσία σε ξένη διαιτησία για το δικαίωμά της αυτό, οι δικαστές δεν αναμένεται να αποδειχθούν βασιλικότεροι του βασιλέως. Έτσι, εάν η Ελλάδα έχει έξι μίλια όταν συζητάει στο δικαστήριο, και δεδομένου ότι υπάρχει το φαινομενικό παράδοξο (το οποίο ισχύει από το 1931 και αμφισβητήθηκε για πρώτη φορά το 1973 από την Τουρκία) ότι χρησιμοποιεί διαφορετική απόσταση από την ακτή ως εναέριο χώρο, το πιθανότερο είναι οι δικαστές να ζητήσουν την εναρμόνιση των δύο ορίων: είτε στα έξι, είτε στα δέκα μίλια. Το αποτέλεσμα θα είναι κακό ούτως ή άλλως. Θα είναι λιγότερο από αυτό που δικαιούμαστε, με βάση τη δική μας υπογραφή και επικύρωση της Συνθήκης το 1995, αλλά και με βάση του τι κάνουν τα άλλα κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας.
Εάν όμως η Ελλάδα τολμήσει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια και μετά να βρεθεί στο δικαστήριο, τότε η εναρμόνιση που θα απαιτηθεί εναρμονίσει και τον εθνικό εναέριο χώρο με αυτή την απόσταση και θα επισφραγίσει αυτή την απόφαση με βάση το εθιμικό διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική, που περιγράφτηκε πιο πάνω. Τότε όμως θα έχουμε επιπλέον κερδίσει και κάτι ακόμη. Τα νερά που θα απομένουν για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας θα είναι πολύ λιγότερα από όσα είναι σήμερα. Τυχόν επέκταση στα 12 σημαίνει τον αυτόματο χαρακτηρισμό τους ως χωρικών υδάτων οπότε λιγοστεύουν τα «διεθνή νερά» που έχουν να μοιραστούν μεταξύ μας για εκμετάλλευση των πόρων τους.
Η χρήση 12 ναυτικών μιλίων για τα χωρικά ύδατα μίας χώρας (παρεμπιπτόντως θα πρέπει να αναφερθεί και το δικαίωμα υφαλοκρηπίδας στα νησιά που η Τουρκία αρνείται ενώ η πρόταση για «όλα στη Χάγη» συμπεριλαμβάνει), απορρέει από το Δίκαιο της Θάλασσας το οποίο αποτελεί σήμερα εθιμικό δίκαιο και ως τέτοιο είναι πηγή διεθνούς δικαίου. Συνεπώς, πρόκειται για απόλυτο κυριαρχικό δικαίωμα που κανένα κράτος δεν παραχωρεί σε τρίτους για να του αποδοθεί — τουλάχιστον σε ειρηνική περίοδο. Του έχει ήδη αποδοθεί από τη διεθνή κοινότητα και τους κανόνες που αυτή ορίζει.
Όταν λοιπόν το δια ταύτα στη διαπίστωση πως η πολιτική της Τουρκίας παραμένει αδιάλλακτη όσες υποχωρήσεις και να κάνει η Ελλάδα, είναι να δεχθούμε διεθνή διαιτησία «για κάθε δίκαιη ή άδικη αξίωση» της άλλης πλευράς, μέχρι το σημείο να αφορά θεμελιώδη κυριαρχικά μας δικαιώματα, τι μπορεί να πει κανείς εκτός από το ότι η κυρίαρχη τάξη πάσχει από χρόνια έλλειψη φρονήματος. Αυτό είναι το δικό μου ταπεινό και συνάμα θλιβερό συμπέρασμα.
Το άρθρο του κ. Στεφανόπουλου:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_100014_28/05/2006_185616
Μεταφορά από το παλιό Αντίβαρο, Ιούνιος 2006
.