Στις 4-4-2009 ο Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, μέχρι σήμερα Πρωθυπουργός της Δανίας, εξελέγη από την Διάσκεψη των ηγετών των χωρών του ΝΑΤΟ ως ο επόμενος Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού. Θα αναλάβει τα καθήκοντά του την 1η Αυγούστου και καλείται να οδηγήσει την συμμαχία σε νέους δρόμους και νέες αποστολές. Το ενδιαφέρον στοιχείο της εκλογής του Δανού πολιτικού ήταν η αρχική αντίδραση της Τουρκίας, η οποία έγινε μέλος του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) το 1952 μαζί με την Ελλάδα. Η Τουρκία προέβαλε σφοδρή αντίσταση στην επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου λόγω των χειρισμών του Ράσμουσεν μετά την δημοσίευση σκίτσων προσβλητικών για τον Μωάμεθ σε εφημερίδα της Δανίας. Τούτο συνέβη το 2006 και ο Ράσμουσεν θεώρησε ότι κάθε καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα, αν και η συγκεκριμένη δημοσίευση προκάλεσε διαδηλώσεις και οργισμένες δηλώσεις σε πολλές μουσουλμανικές χώρες. Το δεύτερο αίτιο της τουρκικής αντιθέσεως ήταν η εκπεφρασμένη άποψη του Δανού πρωθυπουργού κατά της πλήρους εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρ. Ένωση.
Η τουρκική αντίδραση κάμφθηκε μετά από παρέμβαση του Αμερικανού Προέδρου Μπάρακ Ομπάμα και του Ιταλού Πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η Τουρκία υποχώρησε μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις και αφού πήρε σημαντικά ανταλλάγματα, τα οποία ο τουρκικός τύπος παρουσιάζει ως εξής: 1) Ένας εκ των βοηθών του νέου Γενικού Γραμματέα θα είναι Τούρκος, ο οποίος θα αναπτύξει και τις σχέσεις της Συμμαχίας με την Ισλαμική Διάσκεψη. 2) Στη θέση του συντονιστή της ειρηνευτικής δύναμης του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, όπου μετέχουν και Τούρκοι στρατιώτες, θα τοποθετηθεί Τούρκος αξιωματικός. 3) Θα απαγορευθεί η λειτουργία του κουρδικού τηλεοπτικού σταθμού ROJ TV στη Δανία μέχρι την 1-8-2009 και ο Ράσμουσεν θα χαρακτηρίσει το ΡΚΚ «τρομοκρατική οργάνωση». 4) Κατά την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη ο Ράσμουσεν θα ζητήσει συγγνώμην για τις γελοιογραφίες που χλεύαζαν τον Μωάμεθ και είχαν δημοσιευθεί σε δανική εφημερίδα. Όπως τόνισε ο Τούρκος Πρόεδρος Αμπντουλλάχ Γκιούλ εγγυητής για την τήρηση των όρων ανέλαβε προσωπικά ο Πρόεδρος Ομπάμα.
Μελετώντας την τουρκική στάση και την διαπραγματευτική δεινότητα της Άγκυρας οδηγούμαστε σε ορισμένα συμπεράσματα και χρήσιμα διδάγματα. Πρώτον βλέπουμε ότι η Τουρκία διαπραγματεύεται πάντα και για τα πάντα. Αξιοποιεί στο έπακρον τη συμμετοχή της σε συμμαχίες, προβάλλει αντιρρήσεις χωρίς φόβο, δεν διστάζει να συγκρουσθεί με ισχυρούς συμμάχους, έχει έτοιμο ένα οπλοστάσιο ανταλλαγμάτων και αιτημάτων και προσπαθεί να βγαίνει κερδισμένη ακόμη και από μία τακτική υποχώρηση. Η Ελλάς δεν έχει επιτύχει τόσο σημαντικά ανταλλάγματα κατά τις διάφορες διπλωματικές υποχωρήσεις της. Από το Μάρτιο του 1995, όταν δώσαμε το πράσινο φως για την έναρξη των συζητήσεων της Τουρκίας για την λεγόμενη Τελωνειακή Ένωση με την Ε.Ε., μέχρι και την πρόσφατη υποστήριξη της Αλβανίας ως νέου μέλους του ΝΑΤΟ δείξαμε υπερβολική ευγένεια και καλή πίστη, χωρίς να εξασφαλίσουμε τα απαιτούμενα ανταλλάγματα. Και η Τουρκία και η Αλβανία έχουν γευθεί την ελληνική γενναιοδωρία , ενώ συνεχίζουν οι μεν Τούρκοι να προκαλούν στην Κύπρο, το Αιγαίο και την Θράκη, οι δε Αλβανοί να καταπατούν στοιχειώδη πολιτικά, εκπαιδευτικά , θρησκευτικά και ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Ελλήνων που κατοικούν εκεί.
Δεύτερον, παρατηρούμε ότι η Τουρκία ενώ προς την Ευρώπη προβάλλει το κεμαλικό πρότυπο του κοσμικού – μη θεοκρατικού πολιτεύματος, εν τούτοις δεν διστάζει να αξιοποιεί τον θρησκευτικό παράγοντα για διπλωματικούς σκοπούς. Εμφανίζεται να εκπροσωπεί όλους τους Μουσουλμάνους του κόσμου, οι οποίοι προσεβλήθησαν από τα σκίτσα κατά του Μωάμεθ και παραλλήλως ζητεί την σύσφιγξη των σχέσεων του ΝΑΤΟ με την Ισλαμική Διάσκεψη. Σ’ αυτόν τον Οργανισμό των Μουσουλμανικών χωρών η Άγκυρα διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και τον χρησιμοποιεί πολλές φορές για να κερδίζει ψηφίσματα υπέρ των Τουρκοκυπρίων. Αντιθέτως η χώρα μας δεν έχει αξιοποιήσει τους Ορθοδόξους θρησκευτικούς δεσμούς της με την Βαλκανική ενδοχώρα ως διπλωματικό όπλο και βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μία λανθασμένη «διαφωτιστική» αντίληψη ότι αν προβάλλεις την Ορθοδοξία ως στοιχείο πολιτιστικής και γεωπολιτικής δυναμικής θα θεωρηθείς οπισθοδρομικός και «κακός Ευρωπαίος». Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μία εποχή, κατά την οποία όλα τα πρώην κομμουνιστικά κράτη επαναφέρουν το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία τους και στρέφονται στην Ελλάδα αναζητώντας σχολικά βιβλία και αναλυτικά προγράμματα, μία μερίδα της ελληνικής διανόησης και του πολιτικού κόσμου προσπαθεί να ξεριζώσει το μάθημα αυτό από τα σχολεία μας!
Τρίτον, παρατηρούμε ότι η κοινή γνώμη και τα Μ.Μ.Ε. στην Τουρκία στηρίζουν κάθε διπλωματική διαπραγμάτευση της τουρκικής ηγεσίας και θεωρούν επιβεβλημένη την επίμονη στάση ακόμη και απέναντι σε παραδοσιακούς συμμάχους. Αντιθέτως στην Ελλάδα κάθε προσπάθεια χρησιμοποιήσεως μιάς πιο σκληρής διπλωματικής γλώσσας, όπως έγινε με το ΒΕΤΟ κατά των Σκοπίων, προκαλεί την αντίδραση μιας μερίδας αρθρογράφων και αναλυτών με τη δικαιολογία ότι «θα στενοχωρήσουμε τους συμμάχους μας», «θα αποκοπούμε και θα απομονωθούμε», «θα σπαταλήσουμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο» και άλλα φαιδρά και ανούσια. Η ελληνική κοινή γνώμη εκπαιδεύεται από τους φορείς ενδοτικών αντιλήψεων να αποδέχεται κάθε έξωθεν πίεση και να μην επιζητεί την διαπραγμάτευση έναντι ανταλλαγμάτων.
Δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να αντιγράφουμε ό, τι κάνει η τουρκική εξωτερική πολιτική. Αλλά δεν βλάπτει να παίρνουμε ορισμένα διδάγματα και από τους γείτονες, ειδικά όταν πρόκειται για «ανατολίτικα παζάρια».
Κ.Χ. 21-4-2009
Κωνσταντίνος Χολέβας
Πολιτικός Επιστήμων
Το άρθρο θα δημοσιευθεί στην ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ Μαίου 2009.
.