Μετά την Απελευθέρωση, με πολλές θυσίες και κόπους, η υπανάπτυκτη και φτωχή Ελλάδα ανέπτυξε ένα εξαιρετικό (βεβαίως με πολλά προβλήματα, αλλά παρά ταύτα δυσανάλογα προς τις δυνατότητές της υψηλού επιπέδου) εκπαιδευτικό σύστημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όχι μόνον και ο Καποδίστριας και η Βαυαροκρατία και όλες σχεδόν οι μεταγενέστερες κυβερνήσεις αφοσιώθηκαν στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης, αλλά και το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο της διασποράς (Βαρβάκης, Αρσάκης κλπ.) διέθεσαν τεράστια ποσά γιά την ίδρυση ή ανάπτυξη πρότυπων εκπαιδευτηρίων.
Η περίοδος της μεγαλύτερης ακμής του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος τοποθετείται μετά το 1910, δηλαδή την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου, που άνοιξε νέους δρόμους, εισήγαγε πρωτοποριακές μεθόδους και ανέδειξε κορυφαίες εκπαιδευτικές προσωπικότητες.
Κορωνίδα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ήταν η Μέση Εκπαίδευση. Οι άνω των πενήντα θυμούνται ότι τα δημόσια λύκεια της δεκαετίας του ’70 ήταν υψηλού επιπέδου διδακτήρια, στα οποία δίδασκαν ιεραποστολικές φιγούρες, δάσκαλοι αυστηροί και παιδαγωγικά παλαιομοδίτες μεν αλλά ανιδιοτελείς και αφοσιωμένοι ψυχή τε και σώματι στην διακονία της ελληνικής νεολαίας. Κατά την διάρκεια του Εικοστού Αιώνα πέρασαν από τα ελληνικά σχολειά κολοσσιαίες προσωπικότητες, που δεν θεώρησαν έργο κατώτερο των προσόντων τους να μάθουν καλά γράμματα στους μαθητές των δημοσίων (αλλά και ιδιωτικών) γυμνασίων και των λυκείων. Ποιόν να θυμηθεί κανείς; τον Γληνό και τον Δελμούζο; τον Βασίλη Τατάκη, τον Κωνσταντίνο Γεωργούλη, τον Παπανούτσο;
Ασφαλώς το πλαίσιο λειτουργίας ήταν επιλεκτικό και δεν είχε λαϊκιστικό χαρακτήρα. Δεν προχωρούσαν όλοι στο Πανεπιστήμιο, ούτε κάν στο γυμνάσιο. Σε κάθε χωριό και σε κάθε συνοικία δακτυλοδεικτούμενοι ήταν όσοι έβγαζαν το εξατάξιο Γυμνάσιο. Και ακόμη λιγώτεροι όσοι πήγαιναν στο Πανεπιστήμιο.
Ο άξονας ήταν η αριστεία. Οι υπόλοιποι όμως δεν θεωρούσαν ντροπή τους να εργασθούν στην γεωργία, στην βιοτεχνία, σε κάποια τέχνη. Υπήρχαν άλλωστε και εξαιρετικές τεχνικές παραγωγικές σχολές, όπως η Σιβιτανίδειος ή ο Πυθαγόρας.
Στα Πρότυπα Γυμνάσια (Πειραματικό, Βαρβάκειο Ανάβρυτα), οι μαθητές εισάγονταν κατόπιν αδιάβλητων εξετάσεων, ενώ και οι καθηγητές επελέγοντο με αυστηρότατα και απολύτως αξιοκρατικά συστήματα. Αλλά και στα (λιγοστά) ιδιωτικά επικρατούσαν αντίστοιχες συνθήκες αξιοκρατίας και δίδασκαν μυθικές προσωπικότητες, όπως ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, ο Τρουλλινός ή ο Αλισσανδράτος.
Θα έλεγε κανείς ότι το Ελληνικό κράτος είχε εξ αρχής συνειδητοποιήσει ότι η υλική στενότητα δεν επέτρεπε η Ελλάδα να εξελιχθεί σε ισχυρή οικονομική ή βιομηχανική δύναμη. Και ότι το συγκριτικό της πλεονέκτημα ήταν η Παιδεία, λόγω ιστορικής σχέσης με την Αρχαιότητα, λόγω διαχρονικής έμφυτης κλίσης των Ελλήνων προς τον πολιτισμό και λόγω της τεράστιας απόδοσης της επένδυσης στην εκπαίδευση.
Επομένως, μπορεί στα άλλα πεδία της κοινωνικής ζωής να λειτουργούσαν κριτήρια πελατειακά, οικογενειοκρατικά, ευνοιοκρατικά, φαυλοκρατικά (μην φαντασθεί όμως κανείς κάτι σαν σήμερα….). Αλλά ο χώρος της εκπαίδευσης παρέμενε απαραβίαστος, κάτι σαν έσχατη σανίδα σωτηρίας ενός προβληματικού κράτους.
Όλα αυτά μέχρι το 1981, όταν το ΠΑΣΟΚ αποδόμησε στην κυριολεξία, οριζοντίως και καθέτως, όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, τους κανόνες, τα ήθη, τις οργανωτικές του βάσεις, χωρίς όμως να τα αντικαταστήσει με κάτι καινούργιο και πιό σύγχχρονο. Καταργήθηκαν τα πρότυπα σχολεία, οι επιθεωρητές και κάθε έννοια αξιολόγησης, η ποδιά, η πρωινή προσευχή, ακόμη και οι διορθώσεις με κόκκινο στυλό κατηγορήθηκαν ως ψυχικά τραυματικές γιά τους μαθητές! Εν μέσω αυτών καταργήθηκε ο σεβασμός προς τον δάσκαλο, το σχολείο και την εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτά τότε φάνταζαν προοδευτικά, σήμερα όμως αποκαλύπτονται ως ο ολετήρας που μετέτρεψε το εκπαιδευτικό σύστημα σε ερείπια.
Το κυριώτερο: η Κλασσική Παιδεία, το ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, αυτό που παρήγαγε έναν Συκουτρή κι έναν Καστοριάδη, υπέστη ολική αποσύνθεση. Διότι κανείς οι ιθύνοντες είδαν σ΄αυτήν ένα συντηρητικό κατάλοιπο αρχαιολαγνείας, αντί να δουν την πραγματική επαναστατική ουσία της (ή μήπως γι’ αυτό ακριβώς καταργήθηκε;).
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να ακολουθήσουν τρεις δεκαετίες βαθειάς πνευματικής παρακμής, που ασφαλώς δεν είναι άσχετες με την σημερινή συνολική χρεωκοπία της χώρας.
Οπότε δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας γιά την «Λευκή Εβδομάδα» που ετοιμάζουν οι κύριοι Γεωργιάδης και Αρβανιτόπουλος, συρρικνώνοντας ακόμη περισσότερο την διάρκεια του σχολικού έτους και την δυνατότητα των δασκάλων να βγάλουν στοιχειωδώς την ύλη τους.
Η «Λευκή Εβδομάδα» είναι ήδη κυρίαρχη, εδώ και χρόνια, στην Ελληνική Εκπαίδευση!
Δημοσιεύθηκε στην πρωινή εφημερίδα “Kontra News” την Τετάρτη, 22.1.2014.
*Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.