Ο άνθρωπος, όσο και να το απωθεί ή να βαυκαλίζεται περί μεταθανάτιας ζωής, γνωρίζει κάθε στιγμή ότι μετά το θάνατο, δεν υπάρχει τίποτε. Αυτό γεννά αμέσως αισθήματα συντριβής. Είναι δυνατόν αυτή η συντριβή να μετατραπεί σε πλούσια δημιουργικότητα παρ’ όλη την επίγνωση του αναπόφευκτου; Έχει το «τίποτε» οντολογική δύναμη; Μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει παρέα με την μόνη σίγουρη αλήθεια της ζωής που είναι ο θάνατος και συνάμα να είναι χαρούμενος; Ναι μπορεί, αρκεί να αποφύγει την σύγχρονη παγίδα της ζωής που είναι η χρησιμοθηρία. Όποιος παρατηρεί την ζωή διαπιστώνει πως η χρησιμοθηρία σιγά-σιγά μετατρέπει σε εκ περιτροπής υπηρέτριες όλες τις φιλοσοφικές και επιστημονικές αναζητήσεις του ανθρώπου, ενώ απωθεί βίαια ως μη χρήσιμη κάθε μεταφυσική αναζήτηση του αιώνιου και αναλλοίωτου. «Σωστό» θεωρείται αυτό που είναι χρήσιμο, το οποίο βαφτίζεται τελικά και ηθικό. Ο Μάο το ξεκαθάρισε καλύτερα από όλους: «Άσπρη γάτα, μαύρη γάτα αρκεί να πιάνει ποντίκια».
Οι δημιουργοί του Μάγκο Φρουτοτσίνο έχουν αναγάγει σε τρόπο ζωής την χρησιμοθηρία, μετατρέπουν έτσι την ζωή σε ένα σύνολο από projects που σπάνε σε μικρότερα tasks που αναλύονται σε μικρότερα πακέτα εργασίας. Αν το τάδε task εξυπηρετεί τον σκοπό, εντάξει, αλλιώς χαρακτηρίζεται ως αναποτελεσματικό. Ο θάνατος όμως παραμένει σίγουρος και τινάζει στον αέρα όλα αυτά τα projects και τα tasks. Αν θέλει κάποιος να είναι αληθινά ρεαλιστής θα πρέπει να λάβει υπόψη του το θάνατο και να υιοθετήσει την ελληνική οπτική στην οποία η τελική κατάληξη του θανάτου είναι συνεχώς δεδομένη και χαρακτηρίζονται ως αποτελεσματικά όλα εκείνα τα tasks που τον λαμβάνουν σοβαρά υπόψη. Με άλλα λόγια, καθορίζουμε την πορεία μας ως μελέτη θανάτου.
Η αντίδραση του καθενός στην ιδέα του θανάτου θα καταδείξει και την υπαρξιακή του πληρότητα. Ο φόβος του θανάτου, θα οδηγήσει τους πολλούς στις τεμενάδες μπροστά σε θρησκευτικά σύμβολα, από θαυματουργές εικόνες μέχρι ιερές αγελάδες, σε μακρινούς από τον άνθρωπο θεούς. Όσο πιο μακριά από τον άνθρωπο είναι ο θεός τόσο πιο μαγικός, τόσο πιο «ψεύτικος» είναι. Αντίθετα ο καημός για τον θάνατο και η λύπη που χάνεται η ζωή θα οδηγήσει τους λίγους μα εκλεκτούς στην ελληνική κονίστρα του αθλήματος της ισότιμης μετοχής σε μια μεταφυσική οντότητα. Η πρώτη επιλογή θα δημιουργήσει τα ιερατεία και τα ανδράποδα. Η δεύτερη επιλογή θα οδηγήσει στην τέχνη της πολιτικής όπως αυτή είχε πραγματωθεί στην «Εκκλησία του Δήμου» της αυτόνομης Πόλις-Κράτους της περιόδου της αρχαιότητας και επαναλήφθηκε αργότερα στην αυτοδιαχειριζόμενη «Εκκλησία των Πιστών» της Κοινότητας-Ενορίας της Βυζαντινής-Οθωμανικής περιόδου. Και στις δύο ιστορικές περιπτώσεις πραγμάτωσης της ελληνικού τρόπου ο Θεός τους ήταν βαθειά μεταφυσικός. Ήταν πολιτικός Θεός, η ίδια τους η συλλογικότητα, ο πιο ασφαλής δρόμος προς την ανθρώπινη πληρότητα. Δεν ήταν θεός θρησκευτικός υπό την έννοια των οριστικών απαντήσεων σε θέματα ζωής και θανάτου. Κάποιοι σύγχρονοι αφελείς ακόμη διαγκωνίζονται για το ποια θρησκεία ήταν «καλύτερη»: το Δωδεκάθεο ή ο Εβραιοχριστιανισμός.
Ο άνθρωπος αυτού του τρόπου ζωής με την πολιτική αντίληψη περί θείου, πορεύεται προς το πεπρωμένο του κοιτώντας πίσω του με βλέμμα λυπημένο τη ζωή που φεύγει και οπλισμένος με την ωριμότητα και την ψυχική του πληρότητα περιμένει αγέρωχα το τέλος, χωρίς φρούδες ελπίδες για ανταμοιβή στους ουρανούς, φροντίζοντας μόνο να επιτύχει την ενδοκοσμική «αθανασία». Να μείνει αθάνατος σ’ αυτούς που τον γνώρισαν, είτε από αγάπη γι αυτόν, είτε από θαυμασμό για τα έργα του.
Ο καρκίνος της ζωής μας είναι η καταχρηστική χρησιμοθηρία ενός ιστορικά πρωτόγνωρου καταναλωτισμού εν απουσία μεταφυσικών αναζητήσεων, αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από την σκέψη της θνητότητας, άρα και την δυνατότητας της «αθανασίας», τον επιστρέφει ανεπίγνωστα στην ζωώδη κατάσταση της άγνοιας του θανάτου και της ιδιωτείας. Η συνειδητοποίηση του θανάτου, όταν κατορθώνεται, εξυψώνει τον άνθρωπο σε θνήσκοντα θεό.
Ο Δημήτρης Ζιαμπάρας είναι Δικηγόρος, ΜΒΑ, DiplEng.
.