Η προσαρμογή της Ελληνικής έγινε από το Κ.Ε.Μ.Ε. το 1976, με εντολή του Υπουργείου Παιδείας.
Οι βασικές αλλαγές είναι:
1. Κατάργηση του τελικού «ν».
2. Εφαρμογή μονοτονικού.
3. Αλλαγή κανόνων Ορθογραφίας.
Α. Το τελικό «ν» παραμένει, πάντοτε, στις εξής περιπτώσεις:
1. Στο επίρρημα «σαν», π. χ. : σαν νέος.
2. Στο άρθρο πληθυντικού «των», π. χ. : των δρόμων.
3. Στις προσωπικές αντωνυμίες «αυτόν, τον (γ΄ πρόσωπο)», π. χ. : αυτόν θέλω, τον δείρανε.
Β. Το τελικό «ν» παραμένει, υπό όρους, στις λέξεις: «τον, την (άρθρα), έναν (αριθμητικό ή αόριστο άρθρο), αυτήν, την (προσωπικές αντωνυμίες, γ΄ προσώπου) και στα δεν, μην (άκλιτα)», μόνο, εάν η λέξη η οποία ακολουθεί αρχίζει από: φωνήεν (α, ε, η, ι, ο, υ, ω), στιγμιαίο σύμφωνο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ή διπλό (ξ, ψ).
Ως εργάτης της Γλώσσας, βρίσκω αδυναμία εφαρμογής των κανόνων αυτών. Τα προβληματικά σημεία, τα οποία έχω εντοπίσει στη Γραμματική, η οποία διδάσκεται στα Σχολεία μας, από το βιβλίο του «Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων», του Υπουργείου Παιδείας, είναι:
1. Στα πάθη φωνηέντων, όπου χάνεται το τελικό «ν», όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από εξακολουθητικό σύμφωνο ( γ, β, δ, χ, φ, θ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ ), ενώ ισχύει, μόνο, για τις λέξεις: «αυτός, αυτή, τον, την, έναν, δεν, μην», όταν τις ακολουθούν λέξεις οι οποίες αρχίζουν από: (κ, π, τ, διπλό σύμφωνο ή φωνήεν), για μένα, είναι λάθος να πούμε: «κάποιο δείρανε», και σωστό να πούμε: «κάποιον δείρανε», σαν απάντηση στην ερώτηση: «τι έγινε εκεί κάτω;» Και καλά όταν υπάρχει το άρθρο «τον», το οποίο προσδιορίζει το Γένος. Τι πρέπει να κάνουμε όταν πρέπει ν’ απαντάμε, σκέτα, «εκείνον», όπου δεν υπάρχει άρθρο; Τι κάνουμε αν η λέξη βρίσκεται στο τέλος της φράσης; Το ίδιο ερώτημα υπάρχει και για τις άλλες αντωνυμίες, καθώς και για διάφορα ουσιαστικά, όπως, π. χ. : «βάτος, σπουργίτης», που απαντώνται στη Γλώσσα μας και ως αρσενικά και ως ουδέτερα, όπου θα πούμε: «το βάτο και το σπουργίτ-η -ι» και στις δύο περιπτώσεις Αιτιατικής, χωρίς να μπερδεύεται το Γένος; Ο ίδιος κίνδυνος υφίσταται και για τις όλα τα επίθετα, στα οποία το ουσιαστικό και το ουδέτερο έχουν κοινό τύπο, όπως, π. χ. , στα: «μάταιο -μάταιος, γραπτό -γραπτός» (π. χ. : τον μάταιο κόσμο, το μάταιο της ζωής). Τέλος, στα ποσοτικά: «τόσο και πολύ», επιβάλλεται το τελικό «ν» όταν ακολουθεί «κ», γιατί, διαφορετικά, λέμε «γκ», π. χ. : «τόσο(ν) κόσμο, πολύ(ν) καιρό». Δείτε και την περίπτωση: «Πήγα να δω το μικρό». Εννοούμε «το μικρό παιδί, το μικρό σκυλάκι, ή τον μικρό φίλο»;
2. Λάθος, κατά τη γνώμη μου, να μη βάζουμε, πλέον, κόμμα πριν το συμπλεχτικό σύνδεσμο «και», ακόμα κι αν ακολουθεί άλλη δευτερεύουσα πρόταση, ή αλλάζει το ρήμα η και ο χρόνος του; (Μα, αφού η γλώσσα του στόματος σταματάει, αναγκαστικά, για να πάρει ανάσα, και υπάρχει κανόνας της Νεοελληνικής Γραμματικής, ο οποίος αναφέρει πως κόμμα βάζουμε όπου η φωνή σταματάει για λίγο).
3. Αδιευκρίνιστο πρόβλημα στις προτάσεις όπου υπάρχει το διαζευκτικό «ή», όταν αυτές είναι Ερωτηματικές, π. χ. , : «άσπρο, ή μαύρο θα πάρεις;» (Θεωρώ ότι επιβάλλεται). Αλλά κι όταν δεν υπάρχει ερώτηση, π. χ. , : «Ή ταν, ή επί τας», όπου λείπει το ρήμα, μα και θέλουμε να δώσουμε έμφαση, οπότε και σταματάμε πριν το διαζευκτικό «ή», άρα χρειάζεται κόμμα.
4. Πρέπει ν’ απαντηθεί αν μπορούν να χωρίζονται οι συλλαβές στις πρώην δισύλλαβες και τώρα μονοσύλλαβες λέξεις, π. χ. : «ποιος». Είναι σωστό κάτι τέτοιο; Το ίδιο και για τις σύνθετες λέξεις, π. χ. : «συνοδοιπόρος».
5. Μεγάλο πρόβλημα υπάρχει και με την κατάργηση του τελικού «ν», από το αρνητικό: «δεν». Δείτε το παράδειγμα: «Η γυναίκα δε φοβήθηκε. Εννοούμε: «Η γυναίκα δεν φοβήθηκε», ή: «Η γυναίκα, δε, φοβήθηκε» (;). Γιατί άλλαξε το άκλιτο «δεν», αφού είχαμε το μόριο «δε»;
6. Μπέρδεμα και με το αριθμητικό: «ένα». Παράδειγμα: «Δε βρήκαμε ούτε ένα ζωντανό». Πρόκειται για ζώο, ή για άνθρωπο;
7. Πρόβλημα και με την κατάργηση της Δασείας. Οι ξένοι ισχυρίζονται, π. χ. , για την Ύδρα, πως δε βρίσκουν αυτό το νησί στο λεξικό. Ενώ: «Η (Χ) -Ύδρα», το βρίσκουν. Σκεφτείτε πως εμείς δώσαμε στην Ανθρωπότητα τη λέξη Ιστορία, και τώρα οι ξένοι τη λένε σωστά, ενώ εμείς λάθος.
8. Θεωρώ λάθος και την αποσύνδεση της ορθογραφίας κάθε λέξης από την ρίζα της (π. χ. : κτίριο, αντί κτήριο). Πώς να θυμάται κάποιος απ’ έξω πώς γράφονται 80 εκατομμύρια λέξεις;
9. Προβληματικός και ο κανόνας, ο οποίος καθορίζει το κόμμα στην κλητική προσφώνηση, όπου δεν αναφέρεται τι κάνουμε στην περίπτωση κατά την οποία αυτή βρίσκεται στο τέλος της φράσης, ή πρόκειται για πολλούς τίτλους (π. χ. , «Αξιότιμε Πρόεδρε της Κυβέρνησης, »)
. 10. Μεγάλο μπέρδεμα, ακόμα, και στην απλή ανάγνωση με την κατάργηση των τόνων από τα μονοσύλλαβα άρθρα, όταν αυτά βρίσκονται ανάμεσα σε δύο λέξεις, από τις οποίες η πρώτη τονίζεται στη λήγουσα ή στην παραλήγουσα, οπότε ο τόνος της δεν αναβιβάζεται (π. χ. : «η τσάντα της Καίτης»). (Τονίζεται, κατά την ανάγνωση, το «της» ή όχι; Αδύνατο να το πει και ο σοφότερος, πόσο, μάλλον, ο αφηγητής σε μια ομιλία, ή ο ηθοποιός την ώρα της απαγγελίας).
Είχαμε ένα γράμμα, το: «ν», το οποίο, εκτός των άλλων, προσδιόριζε το Γένος του αρσενικού και το ξεχώριζε, από το ουδέτερο. Μετά, τα κάνανε όλα ίδια. Το θέμα είναι πώς το λέμε, ή πώς πρέπει να το γράφουμε; Σε λίγο, θα πρέπει να γράφουμε Πελα-ζ-γός, με: «ζ», αντί «Πελασγός», επειδή έτσι το λέμε;
. Τα σημεία στίξης, το κόμμα, μαζί με τα μακρά ή βραχέα φωνήεντα αποτελούσαν τη μουσική της Γλώσσας. Αυτά ήταν η προσωδία. Το, δε, τελικό «ν», εκτός που προσδιόριζε το Γένος, ήταν και η ηχητική αρμονία της, σε ορισμένες περιπτώσεις, π. χ. : «μιαν άκρη».
Μα όταν υπάρχει έστω και μια εξαίρεση σε κάποιον κανόνα, κανόνας απόλυτος δεν υπάρχει, ή πρέπει να αναφέρονται οι όποιες εξαιρέσεις. Το λάθος που έγινε στο σκεπτικό, και στη φιλοσοφία των αλλαγών, έγκειται στο γεγονός ότι γενικεύτηκαν οι μεμονωμένες περιπτώσεις.
Θεωρώ πως με τις αλλαγές, οι οποίες καθιερώθηκαν, η ελληνική Γλώσσα αποδυναμώθηκε και αλλοιώθηκε.
Τις απόψεις μου αυτές κατέθεσα, εγγράφως, το 1993, στην Ακαδημία Αθηνών, η οποία μού απάντησε, επικροτώντας τις θέσεις μου, με τη σημείωση ότι, ως το μέγιστο Πνευματικό Ίδρυμα της Ελλάδας, θα φροντίσει για την αποκατάσταση των προβληματικών σημείων. Τριάντα έξι χρόνια μετά, αλίμονο, δεν έχει γίνει τίποτα, για την αποκατάσταση των προβληματικών αυτών σημείων. Αντιθέτως, η σύγχυση μεγαλώνει με την πάροδο των ετών, καθώς φιλόλογοι και δάσκαλοι, στα Σχολεία μας, διδάσκουν άλλος τους παλαιούς και άλλους του νέους (προβληματικούς κανόνες), αγνοώντας, ορισμένοι, τις συνέπειες από τις αλλαγές αυτές. Τι κάνουν, γι’ αυτό, Υπουργείο Παιδείας, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Πανεπιστήμια, Ένωση Φιλολόγων και άλλα Πνευματικά Ιδρύματα; Τι κάνουμε εμείς οι απλοί άνθρωποι; Η Γλώσσα είναι εργαλείο, είναι μοχλός, είναι δύναμη, είναι μήτρα που γεννά, είναι πιο πάνω κι από την Ιστορία, για την οποία ξεσηκωθήκαμε, αναγκάζοντας, το 2007, σε αλλαγή – διόρθωση του βιβλίου της Στ΄ Δημοτικού.
Οι επεμβάσεις, οι οποίες έγιναν στη Γραμματική μας, δημιούργησαν προβλήματα, μα κι ερωτηματικά, για το αν είναι σωστό να αφαιρούμε, από το Γραπτό Λόγο, στοιχεία τα οποία συνθέτουν, προσδιορίζουν και δικαιολογούν αυτόν. Είναι, άραγε, λιγότερο έξυπνοι άλλοι λαοί οι οποίοι δεν το κάνουν; Πουθενά δε διαγράφουν ό,τι δεν προφέρεται. Οι Γάλλοι, π. χ., λένε «Ρενώ», αλλά γράφουν «Renault». Οι Άγγλοι γράφουν «Μavitiridis», με όλα τα «ι» τονιζόμενα, ενώ στα Πολωνικά παίρνουν τονικά σημάδια και τα σύμφωνα, γεγονός που βοηθάει στη σωστή εκφορά του Λόγου και στον ανάλογο χρωματισμό, από λέξη σε λέξη, συλλαβή ή φράση. Με το ίδιο σκεπτικό, γιατί δεν προσθέτουμε κάθε τι, που αυξητικά και χάρη ευφωνίας προφέρουμε; (π. χ. : «ά(ν)γγελος»). Γιατί δεν εξομοιώνουμε τα δύο «ότι – ό,τι», και να βγάζουμε συμπέρασμα, για το τι εννοούμε, από τα συμφραζόμενα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι;
Η Γραμματική, επαναλαμβάνω, δεν αφορά όσους τη γνωρίζουν, μα όσους μαθαίνουν τη Γλώσσα, όπως τα παιδιά και οι ξένοι, και είναι πολύ εύκολο να διορθωθούν τα προβληματικά αυτά σημεία, τώρα που γίνεται η συζήτηση για την Παιδεία, με επικεφαλής τον Γλωσσολόγο κ. Γιώργο Μπαμπινιώτη. Τώρα, όχι αύριο. Αύριο θα ’ναι αργά..