Ποια είναι η πρώτη (υπ’ αριθμόν ένα) αιτία κακοδαιμονίας της χώρας σήμερα; Ανεπιφύλακτα θα ψήφιζα: η αλογία, η έκλειψη της λογικής, ο παραλογισμός.
Σαν σε κυνήγι μαγισσών κυνηγάμε σκάνδαλα πολιτικών. Σκάνδαλα σε ατέρμονη αλληλουχία. Δεν μας ενδιαφέρει η ολοφάνερη κοινή αιτία όλων των σκανδάλων, δεν προσπαθούμε να εξαλείψουμε την αιτία ώστε να λείψουν τα σκάνδαλα. Το κυνήγι των σκανδάλων έχει αυτονομηθεί καθεαυτό, είναι αυτοσκοπός – χρειαζόμαστε το κυνήγι, όχι την εξάλειψη των σκανδάλων.
Κι αυτό, επειδή η παρανοϊκή φενάκη, που τη λογαριάζουμε σαν πολιτικό βίο, λειτουργεί στη βάση της πρόκλησης και της διαχείρισης εντυπώσεων – δεν έχει σχέση ούτε με πραγματικά προβλήματα ούτε με πραγματική προσπάθεια λύσης προβλημάτων. Καίρια πτυχή αυτού του παιχνιδιού των εντυπώσεων είναι το κυνήγι των σκανδάλων. Αυτό ρίχνει κυβερνήσεις, το κυνήγι – παιχνίδι των εντυπώσεων, όχι η πραγματικότητα του διεφθαρμένου κομματικού παρακράτους, των ανίκανων κυβερνήσεων, των κωμικά ολίγιστων αρχηγών.
Το 1989, το 1993, το 2004 ο λαός καταψήφισε σκάνδαλα, δεν υπερψήφισε καινοτόμες πολιτικές προτάσεις. Ψήφισε ποντάροντας στην ελπίδα λιγότερων ή ευφυέστερα συγκαλυμμένων σκανδάλων, όχι σε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ρεαλιστικής εξάλειψης των προϋποθέσεων που γεννάνε τα σκάνδαλα. Οπως στις δημοσκοπήσεις θεωρεί ο λαός, πάντοτε, καταλληλότερο για πρωθυπουργό τον υπάρχοντα πρωθυπουργό, έστω και αν αποδοκιμάζει συντριπτικά την πολιτική του και το κόμμα του, έτσι και με την ψήφο του στην κάλπη θεωρεί ο λαός άγγελο – εξολοθρευτή των σκανδάλων τον πιο πρόσφατο καταγγέλτη σκανδάλων, έστω και αν ήταν ο ίδιος ο καταγγέλτης πριν από λίγα χρόνια δεινά καταγγελλόμενος. Ιλιγγος παραλογισμού.
Ναι, συναινούν οι ψηφοφόροι στο κυνήγι των μαγισσών, στο στημένο παιχνίδι των εντυπώσεων. Γι’ αυτό και παραμένει ανατριχιαστικά ανήθικη η αδιαφορία των πολιτικών για τα πραγματικά προβλήματα, τον πόνο, την αδικία, τον βασανισμό του πολίτη. Ο πολίτης με την ψήφο του τους επιτρέπει να παίζουν αδιάντροπα μαζί του, αυτός, δίχως αντιστάσεις λογικής, γίνεται έρμαιο των «επικοινωνιακών» τεχνασμάτων της κομματοκρατίας, τεχνασμάτων πρόκλησης και διαχείρισης εντυπώσεων. Να γιατί λέμε ότι ο παραλογισμός, η αλογία, είναι το πρώτο (υπ’ αριθμόν ένα) αίτιο κακοδαιμονίας της χώρας.
Βλέπει και ξέρει ο πολίτης ότι αυτοί που καταγγέλλουν σήμερα τα σκάνδαλα στην ακτοπλοΐα, είναι οι ίδιοι που χθες μοιράζονταν με τα δικά τους λαμόγια την καταλήστευση των άγονων γραμμών, οι ίδιοι που τους βαραίνει καίρια ενοχή για τον φρικώδη πνιγμό των ογδόντα τεσσάρων ψυχών στο «Σαμίνα». Και αυτοί που κόπτονται για τα σκάνδαλα της Ζήμενς ή του Βατοπεδίου είναι οι ίδιοι που πρώτοι εντόπισαν την κότα με τα χρυσά αυγά, αλλά τους πρόλαβαν οι ατζαμήδες, οι ανίκανοι να κρύψουν τις πομπές τους. Τα ξέρει αυτά ο πολίτης και μύρια ανάλογα, αλλά δεν συνδέει τις επικαιρικές εντυπώσεις με την ιστορική του μνήμη. Την ψήφο του την κατευθύνει ο πιο πρόσφατος συνεπαρμός, όχι η λογική πραγματιστική σύνδεσή της με τα ρεαλιστικά δεδομένα της εμπειρίας του.
Η ψήφος μεγάλης, κρίσιμης για το εκλογικό αποτέλεσμα μερίδας πολιτών είναι φανερό ότι υπακούει σε εξωλογικές παρορμήσεις: σε απηχήσεις μυστικιστικών οραματισμών εγκεντρισμένων στον παιδικό ψυχισμό από την ατμόσφαιρα του πατρικού σπιτιού, σε φαντασιώσεις οφειλόμενης «μάχης» για την «Αριστερά» ή για τη «Δεξιά», όπως μας φάνταξαν στα νεανικά μας διαβάσματα από βιβλία και μπροσούρες εισαγόμενων ιδεολογημάτων. Και πρέπει να είναι ασήμαντος ο αριθμός των ψηφοφόρων που κάθεται να λογαριάσει, λογικά και ψύχραιμα, τι θετικό και ποιες συμφορές επισώρευσε κάθε κόμμα και κάθε αρχηγός στη χώρα – πόσα από τα επιφανή στελέχη των μεταδικτατορικών «κομμάτων εξουσίας» θα εξέτιαν σήμερα βαρύτατες ποινές κάθειρξης, αν λειτουργούσε δημοκρατική, ορθολογική νομοθεσία περί ευθύνης (και συνυπευθυνότητας) υπουργών.
Αν η ψήφος των σημερινών Ελλήνων ήταν κατά πλειονότητα καρπός ορθολογικής στάθμισης και υπεύθυνης κρίσης, τα υπάρχοντα σήμερα στη Βουλή κόμματα θα είχαν προ πολλού αφανιστεί από προσώπου γης. Ποια λογική θα επέτρεπε στον πολίτη να αναθέτει τη διαχείριση της ζωής του και του μέλλοντος των παιδιών του σε φτηνούς επαγγελματίες του εντυπωσιασμού, ανθρώπους ψυχοπαθολογικά παγιδευμένους στην ιδιοτέλεια και στην εξουσιολαγνεία, διασυρμένους για την κωμικοτραγική ανικανότητά τους και τα εγκληματικής ασυνειδησίας λάθη τους;
Η αλογία, η έκλειψη της λογικής, ο παραλογισμός δεν είναι συμπτώματα που προέκυψαν αναίτια και τυχαία στην ελλαδική κοινωνία. Είναι οργανικές συνέπειες της εκπαίδευσής μας των Ελλήνων, του εκπαιδευτικού στην Ελλάδα συστήματος, εδώ και μισό περίπου αιώνα. Από την πρώτη «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» που επιχείρησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη δεκαετία του 1950, ο στόχος ήταν επιπόλαια χρησιμοθηρικός: Να πλουτιστεί η διδακτέα στην εκπαίδευση ύλη με πληροφοριακό υλικό για τα καινούργια θησαυρίσματα γνώσης που προσπορίζει η ραγδαία εξέλιξη των επιστημών. Και να συνδεθεί αυτή η «εκσυγχρονισμένη» πληροφόρηση με τις ανάγκες και σκοπιμότητες της παραγωγικής διαδικασίας, της οικονομικής ανάπτυξης.
Πενήντα χρόνια τώρα η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι παγιδευμένη σε αυτή τη χρησιμοθηρική προτεραιότητα «ενημερωτικής» επάρκειας της διδακτέας ύλης. Πρωτεύον εκπαιδευτικό ζητούμενο (δηλαδή πρώτιστος κοινωνικός στόχος της εκπαίδευσης) δεν είναι η άσκηση του μαθητή στην κριτική σκέψη, στη δημιουργική φαντασία και αυτενέργεια, στο πού και πώς θα βρει την πληροφορία, πώς θα ελέγξει την εγκυρότητά της. Γι’ αυτό και προτεραιότητα στην εκπαίδευση δεν έχει η γλώσσα ως λογική ούτε τα μαθηματικά ως γλώσσα. Στόχος είναι η κονσερβοποιημένη πληροφοριακή «ενημερότητα», δηλαδή η απομνημόνευση. Αποκλειστικός τρόπος διδασκαλίας είναι οι από έδρας «παραδόσεις» και κυρίαρχο εξεταστικό σύστημα… η αντιγραφή!
Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, σε οποιαδήποτε τάξη του σχολείου, μάθημα, λ. χ., Κριτικής Ανάγνωσης του Τύπου ή μάθημα Συγκριτικής των Πολιτευμάτων; Το ελλαδικό εκπαιδευτικό σύστημα, θελημένα ή συμπτωματικά, αντανακλά την όλη αποχαυνωτική παραζάλη του καταναλωτικού ευδαιμονισμού που συνέχει την ελλαδική κοινωνία. Ετοιμάζει κομματικούς οπαδούς, όχι πολίτες, αφιονισμένους συνδικαλιστές (από το δημοτικό κιόλας σχολείο) που μαθαίνουν να εκβιάζουν, όχι να σκέπτονται – ετοιμάζει παθητικούς καταναλωτές, όχι ανθρώπους που μπορούν να ξεχωρίσουν ποιότητες.
Αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα συντηρεί και διαιωνίζει τη συλλογική ντροπή που είναι τα κόμματα του ελλαδικού κοινοβουλίου σήμερα. Γι’ αυτό και το μόνο που έχουν να πουν για την παιδεία τα κόμματα (τα ίδια ή οι εκάστοτε «σοφοί» παρατρεχάμενοί τους) είναι ότι θα αυξήσουν τα κονδύλια ή θα ξεκινήσουν εξ υπαρχής «διάλογο» ή θα βελτιώσουν το «σύστημα» μετάβασης από τα εξαχρειωμένα σχολειά στα διαλυμένα πανεπιστήμια.
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή – Ημερομηνία δημοσίευσης: 17-05-09
.