Η σχολή των Αρνητών της Γενοκτονίας συγκαλύπτει τη βία ενός άγριου μιλιταριστικού εθνικισμού εις βάρος άμαχων πληθυσμών
Η μοίρα των χριστιανικών πληθυσμών πρέπει να αποσιωπηθεί, γιατί ακριβώς αποκαλύπτει τη φύση του τουρκικού εθνικισμού
Ενα από τα ερωτήματα που κατά καιρούς απασχολούν τους ιστορικούς των ιδεών είναι εάν έχει επηρεάσει την ελληνική κοινωνία ο Διαφωτισμός. Και αν «ναι», σε ποιο βαθμό το πολιτισμικό πλαίσιο του ορθού λόγου, που αυτός διαμόρφωσε, κατάφερε να διαπλάσει τα κριτήρια με τα οποία προσεγγίζονται τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα. Και αυτά τα ερωτήματα δεν αφορούν μόνο τη νεοελληνική κοινωνία, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου ο αντιδιαφωτισμός υπήρξε το κυρίαρχο ρεύμα, όπως η γερμανική ή η ρωσική (της ουκρανικής συμπεριλαμβανομένης, όπως και των λοιπών πρώην σοβιετικών).
Η πρόσφατη έρευνα για τα καθ’ ημάς, που έγινε από δύο ελληνικά πανεπιστήμια (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας) και της Οξφόρδης και παρουσιάστηκε στο Βερολίνο, δείχνει πως η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε μια συντηρητικοποίηση των νοοτροπιών, καθώς και -σε μεγάλο βαθμό- στην αποδοχή θεωριών συνωμοσίας από την ελληνική κοινωνία.
Και αν αυτά τα συμπεράσματα αφορούν κατά πλειονότητα τις μεσαίες και χαμηλότερες ομάδες του πληθυσμού, η δική μας ενασχόληση με ζητήματα διαχείρισης της ιστορικής μνήμης μας από τις «πνευματικές ελίτ» οδηγούν σε ακόμη πιο απογοητευτικές διαπιστώσεις. Μόνο που στην περίπτωση αυτή στη θέση των θεωριών συνωμοσίας υπάρχει η προσχηματική επίκληση αυτών των θεωριών, ώστε να υποστηριχθούν και να καθαρθούν ιστορικά και ιδεολογικά σχήματα τα οποία είναι προφανώς αυθαίρετα και ανορθολογικά. Ενα από τα κύρια στοιχεία αυτού του ανορθολογισμού των «ελίτ» είναι η αντιμετώπιση των γεγονότων που συνέβησαν στην οθωμανική Ανατολή την περίοδο 1908-1923, όπου υιοθετείται με σχεδόν απόλυτο τρόπο η τουρκική εθνικιστική μυθολογία και ενοχοποιείται η ιστορική Μνήμη των προσφύγων του 1922.
Η σχολή των Αρνητών της Γενοκτονίας συγκαλύπτει τη βία ενός άγριου μιλιταριστικού εθνικισμού εις βάρος άμαχων πληθυσμών. Στην περίπτωση αυτή των Νεοελλήνων Αρνητών ισχύει με εξαιρετική ακρίβεια αυτό που περιέγραψε ως παθογένεια ο Βίκτορ Τσαπινόβ της αριστερής ουκρανικής οργάνωσης Μπορότβα για την πρόσφατη κρίση στην Ανατολική Ουκρανία: «Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι άνθρωποι, που μερικές φορές αποκαλούν τους εαυτούς τους αριστερούς, αποδεικνύεται πως είναι εντελώς ανίκανοι να εφαρμόσουν την ανάλυση της κοινωνικής τάξης που κληροδότησε ο Μαρξ, προτιμώντας να παραμείνουν στον κόσμο των ιδεολογιών και στον κόσμο της “ψευδούς συνείδησης”».
Το ρεύμα της Αρνησης της Γενοκτονίας, που είχε εμφανιστεί με σφοδρότητα από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, εκφράστηκε με τον πλέον έντονο τρόπο κατά τη σύγκρουση για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού λίγα χρόνια πριν.
Η πολύμορφη αντίσταση που συνάντησε δεν αξιολογήθηκε όπως θα έπρεπε, αλλά ενοχοποιήθηκε και δαιμονοποιήθηκε και αυτή. Η πιο αποκαλυπτική έκφραση αυτής της στάσης υπήρξε μια «διπλωματική εργασία» (μεταπτυχιακού επιπέδου) που έγινε την εποχή της σφοδρής αντιπαράθεσης για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ με επιβλέπουσα καθηγήτρια τη Μαρία Ρεπούση και τίτλο: «Παρουσίαση και Ανάλυση των θεωριών συνωμοσίας, όπως εκφράστηκαν από τον έντυπο Τύπο της Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη διαμάχη για το σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού».
Συνωμότες και αντισυνωμότες
Στη συγκεκριμένη «διπλωματική μεταπτυχιακή», που έχει μάλλον έναν κραυγαλέα απολογητικό χαρακτήρα, προτείνεται ένα ασπρόμαυρο σχήμα. Χρησιμοποιείται -φαντάζομαι με την καθοδήγηση της επιβλέπουσας καθηγήτριας- ως θέσφατο αδιαπραγμάτευτο και σημείο απόλυτης ιστορικής ακρίβειας το βιβλίο της Ρεπούση και όλες τις κριτικές προς αυτό τις εντάσσει στις θεωρίες συνωμοσίας. Οπότε, δεν υπάρχει ούτε διακρίνει χώρο για κριτική απαλλαγμένη από τις θεωρίες αυτές.
Στη θέση του «καλού», του σύγχρονου, του σωστού και του επιστημονικά έγκυρου βρίσκεται το έργο και οι απόψεις της κ. Ρεπούση και από την άλλη όλοι οι άλλοι, πλίνθοι τε και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα και καλά τακτοποιημένα σε δύο -αποκλειστικά δύο- κατηγορίες οπαδών συνωμοτικών σχεδίων: «Στο σχέδιο της παγκοσμιοποίησης από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων και στο σχέδιο της διόρθωσης των σχολικών βιβλίων».
Το ιδεολογικό πλαίσιο και η ματιά της αποτίμησης της κριτικής, που ασκήθηκε στο βιβλίο της κ. Ρεπούση, δεν μπορούσε να προέρχεται από αλλού, παρά από τον γκουρού του χώρου. Τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο και τους οπαδούς του ο Νάσος Βαγενάς χαρακτήρισε ως «ζηλωτές της υπερμοντέρνας θεωριοκρατούμενης ιστοριογραφίας» και τους αντιδιέστειλε με τους «μουτζαχεντίν της λαϊκής εθνικοθρησκευτικής πρόσληψης της ελληνικής ιστορίας», ως τα δύο απεχθή άκρα του ανορθολογισμού.
Ο τρόπος που προσεγγίζεται το ιδεολογικό πλαίσιο παρουσιάζεται στην Εισαγωγή: «Σύμφωνα με τον Λιάκο, τρία είναι τα κύρια σημεία εστίασης της κριτικής… 1) ο τρόπος με τον οποίο περιγράφονται οι τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας… 2) ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαμόρφωση της εθνικής ελληνικής συνείδησης… 3) ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται η έξοδος του ελληνικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία το 1922 μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Τα τρία αυτά θέματα είναι θεμελιώδη για την ελληνική εθνική μυθολογία και εθνικιστική ιδεολογία…».
Για τα δύο πρώτα δεν έχουμε να πούμε και πολλά. Μισές αλήθειες και μισά ψέματα! Για τα θέματα αυτά έχουν απαντήσει οι πρωτεργάτες της Επανάστασης και τα πρώτα επίσημα κείμενα του ελληνικού έθνους-κράτους.
Το κορυφαίο όμως από πλευράς ιδεολογικής και ιστορικής αυθαιρεσίας είναι το τρίτο, όπου η αλήθεια αντιστρέφεται, το ιστορικό παρελθόν πλαστογραφείται, η Μνήμη του λαού εξευτελίζεται.
Ετσι, η Γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών, που είχε αποφασιστεί πολύ νωρίτερα και είχε ξεκινήσει από το 1914, αποσιωπάται πλήρως στην ιστορική τους αντίληψη και ενοχοποιείται ως «εθνική μυθολογία και εθνικιστική ιδεολογία» η Μνήμη της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού, που συνέβη στο τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου.
Αυτό πάντως που θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε με μια πρώτη ματιά είναι ότι το σχήμα άσπρο-μαύρο διακρίνει όλη τη διπλωματική και υπάρχει ως κύριο μεθοδολογικό εργαλείο. Οσοι ασκούν κριτική είναι αναμφισβήτητα οι «κακοί», οι εθνικιστές, οι αντιδραστικοί, οι σκοταδιστές. Ετσι λοιπόν, στην Εισαγωγή πληροφορούμαστε ότι οι πρώτες αντιδράσεις προήλθαν από την Εκκλησία. Οποίον λάθος!!! Και μόνο στο «Αντίβαρο» αν είχε ανατρέξει, όπου συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών προς το βιβλίο κειμένων, θα είχε μάθει ότι η πρώτη αντίδραση προήλθε από το Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού (Αθήνα, Ιούλιος 2006), το οποίο με Ψήφισμά του διαμαρτυρήθηκε για την παράλειψη των συγκεκριμένων σελίδων της νεοελληνικής Ιστορίας από το επίμαχο βιβλίο.
Το Ψήφισμα (ψηφίστηκε ομόφωνα από εκπροσώπους 541 οργανώσεων απ’ όλο τον κόσμο) εντόπιζε τα εξής θέματα: «Το νέο βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, που βρίσκεται στη διαδικασία έκδοσης, έρχεται σε αντίθεση με ομόφωνες αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων, παραποιεί την Ιστορία, απενοχοποιεί τον τουρκικό εθνικισμό, αποσιωπά τις διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών και προσβάλλει ιδιαίτερα τον ποντιακό Ελληνισμό που υπέστη Γενοκτονία. Ζητάμε: να επανεξεταστεί η σχετική έκδοση, ώστε να είναι συμβατή και με τις αποφάσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά και με τη συλλογική ιστορική μνήμη του ποντιακού Ελληνισμού και του συνόλου του ελληνικού λαού».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο που όρισε ο κ. Λιάκος επιχειρήθηκε η αποτίμηση της κριτικής που ασκήθηκε στο έργο της κ. Ρεπούση.
Ομως, υπάρχει και τρίτη κατηγορία
Αν οι κατηγορίες των κειμένων που ασκούσαν κριτική ορίστηκαν στην εργασία της μεταπτυχιακής φοιτήτριας ως δύο, εμείς οφείλουμε να σημειώσουμε ότι υπήρξε και μια τρίτη κατηγορία, που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τις βολικές παραπάνω δύο. Στην τρίτη αυτή κατηγορία ανήκουν τα κείμενα που επεσήμαιναν τις επιστημονικές αδυναμίες του συγκεκριμένου βιβλίου και τόνιζαν τις σιωπές και τις αφαιρέσεις που υπήρχαν. Σίγουρα, ένα πολύ μεγάλο μέρος των άρθρων που ασκούσαν κριτική, ή κατήγγελλαν ακόμα, ανήκουν στις δύο συνωμοσιολογικές κατηγορίες. Ομως είναι ανέντιμο να εντάσσονται σ’ αυτές και κριτικές που ουδεμία συνωμοσιολογική πρόθεση είχαν. Θα ήταν ηθικότερο και εντιμότερο εάν η αντιπαράθεση με τη συγκεκριμένη κριτική γινόταν στο αντίστοιχο επίπεδο της αντίκρουσης, αντί να τσουβαλιάζεται σε άσχετες κατηγορίες…
Ολα αυτά τα αναφέρω γιατί ένα άρθρο που είχα γράψει τότε με τίτλο «Η εκδίκηση των “αυτοχθόνων”» αντιμετωπίζεται με το μεροληπτικό και άδικο τρόπο που παρουσίασα πιο πριν. Σε κανένα σημείο του άρθρου δεν υπονοείται υπαγωγή της κ. Ρεπούση και του έργου της σε σχέδια ξένων κύκλων που επιδιώκουν να υλοποιήσουν «το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων»… Το δικό μου κείμενο είναι -νομίζω- εντελώς απαλλαγμένο από κάθε συνωμοσιολογική πρόθεση. Ασκεί κριτική στη βάση μιας διαφορετικής ιστορικής αντίληψης και μιας κριτικής στην κυρίαρχη καθεστωτική ιδεολογία.
Με το δημοσιογραφικό αυτό κείμενο προσπάθησα να εντοπίσω τις ιστορικές αναλογίες (αυτόχθονες και επίγονοί τους: σημερινοί αναθεωρητές) και το συναίσθημα υπεροχής που διαχρονικά έχουν οι «ντόπιοι» έναντι των «προσφύγων». Το κείμενο ξεκινούσε ως εξής:
«Η σύγκρουση των αυτοχθόνων με τους ετερόχθονες, δηλαδή των ντόπιων με τους πρόσφυγες, ταλαιπώρησε τη μετεπαναστατική Ελλάδα για περίπου είκοσι χρόνια. Από το 1830 έως το 1850, οι ετερόχθονες θα δεχτούν μια αλύπητη επίθεση από τους αυτόχθονες, που θα φτάσει μέχρι και σε απολύσεις από το Δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης θα απολυθεί και ο Κωνσταντινουπολίτης Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, του οποίου ο πατέρας -για λόγους αντεκδίκησης- είχε δολοφονηθεί από τους Οθωμανούς. Το 10% του τότε ελληνικού πληθυσμού, που αντιπροσώπευαν οι “ετερόχθονες”, θα υποταχθεί, θα αλλοτριωθεί και θα αποδεχτεί την κατάκτηση της εξουσίας στο νεαρό κράτος από τα παραδοσιακά ηγετικά στρώματα της Παλαιάς Ελλάδας, των κοτζαμπάσηδων και των προεστών.
»Από τότε μέχρι σήμερα, η μεγάλη κληρονομιά της ιδεολογικής απόρριψης, του ρατσισμού κατά των ετεροχθόνων και της υποτίμησης των εξωελλαδικών Ελλήνων καλά κρατεί…».
Και τελείωνε έτσι:
«* Η απόκρυψη που επιχειρεί η συγγραφέας του βιβλίου, ποιοτικά είναι αντίστοιχη με τις προσπάθειες συγκάλυψης του Ολοκαυτώματος. Μπορεί το Ολοκαύτωμα να μην τολμά να το αποκρύψει, όμως την άλλη μεγάλη γενοκτονία -αναγνωρισμένη και αυτή διεθνώς- των Αρμενίων την αποκρύπτει με έναν εξίσου προκλητικό τρόπο. Είναι σαφές γιατί: γιατί βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τις γενοκτονίες των Ελλήνων της Ανατολής. Η μοίρα των χριστιανικών πληθυσμών πρέπει να αποσιωπηθεί, γιατί ακριβώς αποκαλύπτει τη φύση του τουρκικού εθνικισμού.
* Ετσι και αλλιώς το βιβλίο αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ιστορική εμπειρία των προσφυγογενών πληθυσμών της σύγχρονης Ελλάδας. Θα δούμε στο άμεσο μέλλον, εάν η ίδια η κοινωνία επιτρέψει αυτή την προσπάθεια ολοκλήρωσης των γενοκτονιών μέσα από την αποσιώπησή τους».
Επιλεγόμενα
Πάντως, ο αναγνώστης δεν θα πρέπει να μείνει με την άσχημη γεύση και την υπόνοια ότι τα μεταπτυχιακά της Θεσσαλονίκης είναι προκατειλημμένα, στρατευμένα και αμέθοδα. Μπορεί η κ. Ρεπούση να ήθελε να πάρει την «επιστημονική» ρεβάνς, χρησιμοποιώντας μια φοιτήτρια, με την οποία υπήρχαν αντικειμενικά σχέσεις εξάρτησης, όμως το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό έχει και αρετές. Πρωτίστως πρέπει να σημειώσουμε ότι η μεταπτυχιακή φοιτήτρια έκανε δύο πολύ χρήσιμες δουλειές: αφ’ ενός συγκέντρωσε τις εργασίες για τις θεωρίες συνωμοσίας και διατύπωσε το θεωρητικό σχήμα και αφ’ ετέρου μάζεψε τα πάσης φύσεως κριτικά και κατακριτικά κείμενα για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού που είχαν δημοσιευθεί στις θεσσαλονικώτικες εφημερίδες…..
*Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/
Πηγή – ο τίτλος στο παρόν άρθρο είναι ο τίτλος στην Ελευθεροτυπία. Ο αρχικός τίτλος στο ιστολόγιο του συγγραφέα είναι ο εξής «Η Στρατηγούλα, η Μαρία και οι θεωρίες συνωμοσίας»