Tο Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ – conservatives.gr) δημοσιεύει την μαγνητοσκόπηση και την απομαγνητοφώνηση του σεμιναρίου πολιτικής επικοινωνίας που διοργανώθηκε την Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014 στις 19.00 με τον κ. Ευτύχη Βαρδουλάκη και θέμα «Πολιτική Επικοινωνία: οι ιδιαιτερότητες της εκλογικής εκστρατείας στην Ελλάδα».
Παρατίθεται η απομαγνητοφώνηση:
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
οι ιδιαιτερότητες της εκλογικής εκστρατείας στην Ελλάδα
Αρχικά, θα αναφερθούμε σε ορισμένα στοιχεία σε πολιτικό επίπεδο. Ποιες είναι οι ελληνικές ιδιαιτερότητες; Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν αυτές τις ιδιαιτερότητες; Εν συνεχεία, θα αναφέρουμε αρκετά πρακτικά παραδείγματα για το πως οργανώνεται μια εκλογική αναμέτρηση και ποια στοιχεία πρέπει να προσέχει όποιος καταγίνεται με αυτήν.
Θα ξεκινήσουμε με ένα βασικό ερώτημα σχετικά με το αν υπάρχουν κανόνες στην πολιτική, αν υπάρχουν, δηλαδή, στοιχεία που κατευθύνουν τον χώρο της πολιτικής επικοινωνίας. Η απάντηση είναι πως υπάρχουν, όχι πρόσφατοι αλλά από αρχαιοτάτων χρόνων και εντοπίζονται στο πως λειτουργεί η ανθρώπινη φύση, η πολιτική, πως παίζονται τα παιχνίδια εξουσίας, η αντίληψη, ο σχηματισμός απόψεων, η κυριαρχία απόψεων, η πολιτική επικοινωνία. Όλα αυτά τα δεδομένα τα συναντούμε σε όλη την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτό που δε συναντούμε είναι νομοτέλειες. Δεν σημαίνει ότι μια θεωρητική άσκηση, η οποία εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο σε δύο διαφορετικές χώρες, έχει τα ίδια αποτελέσματα. Το πρώτο στοιχείο, λοιπόν, είναι ότι υπάρχουν μεν κανόνες, κάποια standards που πρέπει να γίνονται οργανωτικά, πολιτικά, κοινωνικά, αυτό όμως δεν σημαίνει πως εάν εφαρμοστεί η ίδια συνταγή σε δύο διαφορετικά μέρη θα έχεις τα ίδια αποτελέσματα. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε δύο συμπεράσματα. Το ένα είναι πως όποιος θέλει να είναι καλός σύμβουλος, καλός αναλυτής ή γενικά ένας επαγγελματίας που επιθυμεί να κάνει σωστά τη δουλειά του σε αυτόν τον χώρο πρωτίστως δε θα πρέπει να είναι «φασοναρτζής». Δεν θα πρέπει, δηλαδή, να χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη μέθοδο και να την περιφέρει από μέρος σε μέρος, από περιφέρεια σε περιφέρεια, από δήμο σε δήμο. Το δεύτερο είναι πως ο σύμβουλος είναι σύμβουλος και όχι υποψήφιος. Αυτό, λοιπόν, που οφείλει να κάνει, είναι να καταλαβαίνει ποιος είναι ο δικός του ρόλος και να αντιληφθεί πως δεν πολιτεύεται ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος.
Προχωρούμε στις ιδιαιτερότητες. Η Ελλάδα έχει ιδιαιτερότητες αλλά δεν είναι η μόνη χώρα. Διαφέρει και η Αγγλία από τη Σλοβενία και η Σουηδία από τη Σλοβακία κλπ. Συνεπώς, οι όποιες ιδιαιτερότητες παρουσιάζονται στην Ελλάδα δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αρνητισμό και μειονεξία, αφού ιδιαιτερότητες υπάρχουν παντού. Ποιος είναι, όμως, ο διαφοροποιητικός παράγοντας; Είναι η ίδια η οργάνωση του πολιτικού συστήματος. Αυτό περιλαμβάνει στοιχεία όπως ο εκλογικός νόμος, το μιντιακό τοπίο, το πολιτικό χρήμα, η οργάνωση της χώρας (ομοσπονδιακό ή ενιαίο κράτος). Όλα αυτά τα στοιχεία επηρεάζουν και διαμορφώνουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, όπου η ψήφος δεν είναι υποχρεωτική και δεν υπάρχει κρατική χρηματοδότηση, όλη η καμπάνια εστιάζει σε αυτούς τους δύο τομείς και πιο συγκεκριμένα, στην κινητοποίηση των ψηφοφόρων να προσέλθουν στις κάλπες και στην εξεύρεση πόρων.
Ας εξετάσουμε σε αυτό το σημείο τα του οίκου μας, τις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Θα ξεκινήσουμε από τις αρχές του 20ου αιώνα και θα δούμε ποιες ήταν οι διαιρετικές τομές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Κυρίως τέσσερα μεγάλα γεγονότα το έχουν σημαδέψει. Το πρώτο είναι ο εθνικός διαχασμός του 1915-1917 μεταξύ Βασιλιά και Βενιζέλου, όπου έχουμε το πρώτο κάθετο νήμα μεταξύ κεντρώων/φιλελευθέρων και βασιλικών. Το δεύτερο είναι ο εμφύλιος, μια δεύτερη κάθετη διαιρετική τομή μεταξύ αριστερών και όλου του υπόλοιπου αστικού κόσμου ο οποίος είχε εσωτερικές διαφωνίες, ωστόσο συσπειρώθηκε μετωπικά απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο της εποχής. Το τρίτο είναι η δικτατορία, η οποία δημιούργησε άλλου είδους διαιρετικές τομές και σημάδεψε την μεταπολίτευση. Και το τέταρτο στοιχείο είναι η ένταξη στην Ε.Ε. από μετά την οποία, το ελληνικό πολιτικό σύστημα άρχισε να προσαρμόζεται στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Να υφίσταται, δηλαδή, μια μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη και μια μεγάλη κεντροαριστερή, σοσιαλδημοκρατική παράταξη, με τις δικές τους μεν ιδαιτερότητες και τη δική τους ατζέντα, σε γενικές γραμμές όμως ενταγμένες σε ένα παραπλήσιο με τα ευρωπαϊκά δεδομένα πολιτικό τοπίο. Τα γνωρίσματά τους ήταν ότι, πρώτον, αποτελούσαν παρατάξεις μεγάλου όγκου και διαταξικών χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα, η κεντροδεξιά ασκούσε ισχυρή επιρροή σε μικροαστούς, ελεύθερους επαγγελματίες, αγροτικά στρώματα και φυσικά στον ευρύτερο αστικό κόσμο. Αντιστοίχως, η κεντροαριστερά, το ΠΑΣΟΚ που την εξέφρασε από το 1977 και μετά με ηγεμονικό τρόπο, είχε επίσης ισχυρά διαταξικά χαρακτηριστικά. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι οι ισχυρές τοπικές αναφορές, οι οποίες κρατούν μέχρι σήμερα. Και το τρίτο είναι, οι πολιτικές ταυτίσεις, οι οποίες διαμορφώθηκαν όχι μόνο σε ιδεολογική βάση αλλά γύρω από πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα. Δηλαδή η δεξιά, παρότι λιγότερο ιδεολογικοποιημένη, ήταν συσπειρωμένη γύρω από το πρόσωπο του Κ.Καραμανλη ή παλαιότερα γύρω από τον Βασιλιά. Όλα αυτά μετά το 1980 άρχισαν να εξευρωπαϊζονται. Οδήγησαν, όμως, σε ένα τρομερά συνεκτικό πολιτικό σύστημα με πολύ ισχυρές ταυτίσεις. Ο βαθμός πιστότητας την δεκαετία του 80′ ήταν από τους πιο ισχυρούς στην πολιτική ιστορία της Ελλάδος.
Πιο συγκεκριμένα, ας εξετάσουμε το τι έγινε στην πενταετία 1985-1990 στην χώρα: είχαμε τριετή λιτότητα, το 1988 ήρθε στη δημοσιότητα το σκάνδαλο Κοσκωτά -το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης, με τρομερές ανακατατάξεις στην πολιτική, στα μίντια κλπ.-, είχαμε το κοσμοϊστορικό γεγονός της πτώσης των κομμουνιστικών καθεστώτων, συνέβησαν, δηλαδή, παγκόσμιες αλλαγές. Και όμως, οι μετατοπίσεις στην Ελλάδα ήταν το ΠΑΣΟΚ να απωλέσει μόλις 2 μονάδες και η ΝΔ να κερδίσει 3. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ανέβηκαν 11 μονάδες. Αντιλαμβανόμαστε, συνεπώς, για πόσο διαφορετικό τοπίο μιλάμε -ένα τοπίο πλήρως απορρυθμισμένο. Σήμερα, λοιπόν, φτάνουμε σε ένα νέο πολιτικό τοπίο, στο οποίο έχουμε αυξημένη δυσπιστία έναντι φορέων, προσώπων, κομμάτων, απρόβλεπτες πολιτικές μετατοπίσεις (π.χ. από την άκρα αριστερά στην άκρα δεξιά και αντίστροφα), και αυτό διότι έχουν δημιουργηθεί διαφορετικού τύπου πολιτικές ομαδοποιήσεις.
Γιατί άλλαξε αυτό το καθεστώς; Ένα βασικό δεδομένο ήταν η οικονομική κρίση η οποία έπληξε την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, ενώ παράλληλα αποδυναμώθηκαν και οι μηχανισμοί που αυτό κινητοποιούσε για να δημιουργήσει κομματικούς στρατούς. Δεν είναι όμως μόνον η κρίση ο παράγοντας που έπληξε το πολιτικό σύστημα, αλλά ένα παγκόσμιο φαινόμενο που έπληξε όλα τα πολιτικά συστήματα: η μικρότερη επιρροή του κράτους στην οικονομία. Άρχισε να δουλεύει περισσότερος κόσμος, να αναπτύσσονται περισσότερες δουλειές και, συνεπώς, άρχισε να φθίνει η εξάρτηση των πολιτών από τον κομματικό παράγοντα. Το δεύτερο είναι ότι η κοινωνία προχώρησε πιο γρήγορα από τα κόμματα, αναπτύσσοντας διαφορετικού τύπου πολιτικές ομαδοποιήσεις, ειδικά η νεότερη γενιά (π.χ. ανθρώπινα δικαιώματα, ζητήματα περιβάλλοντος). Δημιουργήθηκαν, δηλαδή, τέτοιου είδους συγκλίσεις και πολιτικές συμμαχίες, που ξεπερνούσαν τις παραδοσιακές ιδεολογικές και ταξικές διαφορές που είχαν τα κόμματα. Σήμερα, λοιπόν, βρισκόμαστε σε ένα πολιτικό τοπίο που έχει χαμηλή πολιτική ταύτιση, αυξημένη δυσπιστία, απονομιμοποίηση των εθνικών φορέων, απρόβλεπτες μετακινήσεις και ένα τελείως διαφορετικό μιντιακό τοπίο. Αυτό οφείλεται τόσο στο ότι τα παλαιά μίντια είναι φοβερά απαξιωμένα όσο και στην ανάπτυξη των νέων μέσων, τα οποία έχουν αλλάξει πολλά σε σχέση με τα όσα ξέραμε μέχρι τώρα στην πολιτική (π.χ. ο κόσμος παρεμβαίνει πολύ περισσότερο, διαμορφώνει και διαλύει ατζέντες, έχουν διαμορφωθεί διαφορετικά πεδία πολιτικής συμμετοχής). Μια πρόσθετη δυσκολία που παρουσιάζεται στην Ελλάδα είναι ότι δεν διατρέχει το πολιτικό μας σύστημα κοινή λογική. Στην Ελλάδα δεν υφίσταται ενιαίο πλάνο. Για παράδειγμα, στις δημοτικές εκλογές όλη η πολιτική φιλοσοφία εστιάζεται στο να περάσει ο υποψήφιος στο 2ο γύρο, ενώ στις βουλευτικές εκλογές, λόγω του μπόνους των 50 εδρών, απασχολεί πολύ λιγότερο τους υποψηφίους το τι γίνεται στην κοινωνία και πολύ περισσότερο το τι συμβαίνει στο εσωτερικό του κόμματός τους. Αυτοσκοπός του βουλευτή είναι η επανεκλογή του και, συνεπώς, ο αντίπαλός του δεν είναι ο βουλευτής της άλλης παράταξης/κόμματος, αλλά ο βουλευτής του ίδιου του κόμματός του.
Τί πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος που θέλει να κατέβει σε εκλογές; Το πρώτο βήμα είναι να το πάρει απόφαση δηλαδή, να είναι απολύτως συνειδητοποιημένος για το τι θέλει να κάνει. Η αρχική ερώτηση που τίθεται είναι εάν ο υποψήφιος είναι διατεθειμένος να χάσει. Και, ακολούθως, το εάν η αποτυχία θα επηρεάσει την δουλειά του, την τσέπη του, την οικογένειά του. Συνεπώς, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ένας σύμβουλος είναι να βεβαιωθεί πως ο υποψήφιος έχει λάβει την σωστή απόφαση και πως δε θα προβεί σε κάποια επιπολαιότητα, η οποία ενδέχεται να του κοστίσει στο μέλλον.
Προχωρούμε με τα οργανωτικά: το μεγαλύτερο λάθος που γίνεται στην Ελλάδα, ειδικά σε βουλευτικό επίπεδο, είναι ο ίδιος ο υποψήφιος να τρέχει την καμπάνια του. Γι’ αυτό και προτεραιότητα ενός υποψηφίου είναι να βρει έναν άνθρωπο ο οποίος θα συντονίζει όλες τις δράσεις που γίνονται για λογαριασμό του. Έπειτα, οφείλει να προβεί σε σοβαρή δημοσκόπηση, από κάποια σοβαρή εταιρεία και από έναν αξιόπιστο επαγγελματία για να καταλάβει που βρίσκεται και που κυμαίνεται. Κατόπιν, να διαβάσει και να γράψει τα θέματά του (π.χ. για ποιο λόγο κατέρχεται στις εκλογές, πως θα διαχειριστεί καταστάσεις κλπ.), γιατί όλες αυτές οι παράμετροι θα εμφανιστούν μπροστά του.
Λίγα λόγια και για τις δημοσκοπήσεις: ένα βασικό ερώτημα στρέφεται γύρω από το αν οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν την κοινή γνώμη ή την διαμορφώνουν. Εάν πράγματι καθοδηγούν ή όχι. Η απάντηση είναι πως όλα τα παραπάνω ισχύουν. Υπάρχουν δημοσκοπικά παραδείγματα ενίσχυσης αυτού του οποίου προηγείται, υπάρχουν φαινόμενα που ονομάζονται back class effects, όπου παρατηρείται μια τάση παρεμπόδισης του προβαδίσματος αυτού του οποίου προηγείται, καθώς και ένα άλλο φαινόμενο, στο οποίο ο κόσμος ακολουθεί μια τακτική ψήφου με βάση τις δημοσκοπήσεις. Συνεπώς, ως προς όλα αυτά που φημολογούνται οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί, να διαβάζουμε το τοπίο άρτια και όχι στατικά. Διότι ο δημοσκόπος μπορεί να αποδώσει τάσεις του εκλογικού σώματος, αλλά δεν μπορεί να προβλέψει το τι θα γίνει. Για παράδειγμα, στις προκριματικές εκλογές των ΗΠΑ δεν υπήρχε κανείς που πίστευε πως θα κερδίσει ο Ομπάμα. Η Χίλαρυ είχε το μηχανισμό, τους πόρους, την υψηλή δημοτικότητα. Δεν είχε αντιληφθεί όμως ότι στην κοινωνία είχε αρχίσει να δημιουργείται ένα έντονο αντισυστημικό ρεύμα, ότι η οικονομική κρίση του 2008 στην Αμερική είχε απονομιμοποιήσει όλο το πολιτικό σύστημα, Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς και ότι η Χίλαρυ ήταν εκφραστής του εν λόγω συστήματος. Οπότε ο κόσμος έψαχνε κάτι για να τιμωρήσει το πολιτικό σύστημα και αυτό το κάτι ήταν ο Ομπάμα, ο οποίος από την πλευρά του είχε το σθένος να διαχειριστεί την κατάσταση.
Αφού λοιπόν, εξετάσουμε το πολιτικό τοπίο, την δυναμική κλπ, πρέπει να δούμε ποια είναι τα βήματα με τα οποία ο υποψήφιος πρέπει να διαμορφώσει το μήνυμά του. Το πρώτο βήμα, όπως προαναφέρθηκε, είναι η διερεύνηση του πολιτικού τοπίου. Το δευτερο βήμα είναι η SWOT analysis, δηλαδή ο εντοπισμός των δυνατών σημείων, των αδυναμιών, των ευκαιριών και των απειλών. Εδώ, μερικές φορές δίδεται έμφαση στα δύο πρώτα στοιχεία, δηλαδή στα δυνατά σημεία και τις αδυναμίες, ωστόσο η δουλειά του συμβούλου και της καμπάνιας είναι να δουλέψει πάνω στα άλλα δύο. Δηλαδή, ποια στοιχεία μη διαμορφωμένα μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να «χτίσουμε» πάνω στον υποψήφιο και ποιες οι ενδεχόμενες απειλές (π.χ. τι ατασθαλείες έχει διαπράξει αυτός ή ο αντίπαλός του – διότι η SWOT analysis αφορά και τον υποψήφιο αλλά και τον αντίπαλό του), έτσι ώστε να θωρακίσει ο υποψήφιος τον εαυτό του. Το τρίτο βήμα είναι η δημιουργία ενός μηνύματος, το οποίο θα είναι προσωπικό, δηλαδή ένα μήνυμα που δεν θα μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο καθένας, αλλά θα μπορούν όλοι να το αντιλαμβάνονται. Έπειτα, ο υποψήφιος οφείλει να θέτει γραμμές διάκρισης, να προσέχει τα μέσα και τους διαύλους με τους οποίους συντάσσεται. Δίαυλος σημαίνει προσεγγίζω το κοινό που επιθυμώ. Συνεπώς, για την υλοποίηση αυτού του εγχειρήματος, ο υποψήφιος θα πρέπει να διαμορφώσει την στρατηγική του, το μήνυμά του, να το προσαρμόσει με τα επιθυμητά μέσα και να στοχεύσει σε πολύ συγκεκριμένο κοινό.
Όσον αφορά στα μέσα τα οποία χρησιμοποιούμε, η δουλειά ενός συμβούλου δεν είναι να προτείνει πάρα πολλά. Αυτό που κυρίως και πριν απ’ όλα πρέπει να ρωτήσει τον πελάτη του, είναι το πόσα χρήματα διαθέτει και δευτερευόντος το πως θα τα ξοδέψει. Το πρώτο επικοινωνιακό όπλο για έναν υποψήφιο είναι να αναδείξει τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ομιλίες, οι οποίες κατ’ εμέ είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στην πολιτική. Για όσους ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο χώρο, προτείνω τη μελέτη παλαιών ομιλιών. Από τις ομιλίες του Περικλή, μέχρι τους πολεμικούς λόγους του Τσώρτσιλ. Είναι τα ωραιότερα πολιτικά διαδάγματα, από τα οποία μπορείς να αντλήσεις και για την διαχρονικότητά τους αλλά και γιατί, εν τέλει, οι μεγάλες ομιλίες διαβάζονται και έξω από τον χώρο στον οποίο δημιουργήθηκαν.
Στην Ελλάδα, πολλές φορές, μπερδεύουμε το χάρισμα του ρήτορα με την αξία των λεγομένων του. Καλή ομιλία είναι αυτή που σημαίνει κάτι. Μια ομιλία είναι καλή όταν σου μένει κάτι. Άρα, φτιάχνουμε την στρατηγική και μετά την ομιλία. Επιζητούμε να έχει ρυθμό, ατάκες, επικοινωνία με το ακροατήριο και κυρίως να είναι αυθεντική, να μην προσπαθούμε δηλαδή να μιμηθούμε κάποιον. Για παράδειγμα, δεν θα βάλουμε έναν άπειρο άνθρωπο να κάνει μια ομιλία πάνω σε ένα δύσκολο θέμα, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο τον καταδικάζουμε σε πολιτική και επικοινωνιακή ήττα. Ο σύμβουλος, λοιπόν, οφείλει να προσέξει όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία και να προστατεύσει τον υποψήφιο. Το ίδιο ισχύει και για την τηλεόραση. Ασφαλώς το ταλέντο δεν υποκαθίσταται, αν κάποιος άνθρωπος είναι ευφυής, έχει χάρισμα, ξέρει να σταθεί από μόνος του. Αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα πως ακόμα και ένας άνθρωπος, ένας υποψήφιος, ο οποίος δεν έχει μεγάλο πολιτικό ταλέντο, με σωστή προετοιμασία, μπορεί να σταθεί. Συνεπώς, η αρχή και το τέλος είναι η προετοιμασία. Προετοιμασία σημαίνει: μαθαίνω το θέμα που θα συζητήσω, το διαβάζω, αξιοποιώ στοιχεία που μαρτυρούν πως είμαι προετοιμασμένος, σκέφτομαι όλες τις πιθανές απαντήσεις του αντιπάλου και κάνω πρόβα. Στις σοβαρές χώρες, π.χ. στις ΗΠΑ ο υποψήφιος Πρόεδρος κάνει πρόβα ενώ στην Ελλάδα ο υποψήφιος δήμαρχος αρνείται πεισματικά.
Ένα άλλο θέμα, το οποίο είναι πολύ έντονο σήμερα, είναι οι πολιτικές κρίσεις. Λόγω της δυσπιστίας των πολιτών ο υποψήφιος δέχεται μεγάλη επιθετικότητα. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ένας πολιτικός, όσον αφορά σε αυτά τα θέματα, είναι να έχει έτοιμα σενάρια διαχείρησης κρίσεων. Ο καθένας προσωπικά γνωρίζει τι έχει να κρύψει, ωστόσο, εάν κάτι έρεθι στο φως, θα πρέπει εκείνη τη δεδομένη στιγμή να είναι προετοιμασμένος: με ποιούς μιλάει, τι λέει, τι χειρισμούς κάνει στα μίντια. Τα κλασσικά λάθη είναι τα ψέμματα. Αρκετοί πολιτικοί προσπαθούν να μπαλώσουν ένα ψέμα με ένα άλλο ψέμα. Αυτό αν συμβεί έχει ολέθριες συνέπειες για την πολιτική του σταδιοδρομία.
Ένα επιπρόσθετο λάθος ενός πολιτικού είναι ότι αφήνει την υπεράσπισή του σε δικηγόρους. Οι δικηγόροι, όπως και οι διαφημιστές, είναι επικίνδυνα άτομα στην πολιτική. Οι δικηγόροι, διότι, ενδιαφέρονται για την κρίση του δικαστηρίου ενώ στην πολιτική σημασία έχει η κρίση των πολιτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Πάχτας: κέρδισε μεν το δικαστήριο, έχασε όμως την κοινωνία, για την οποία είναι αδιάφορο το γεγονός ότι αθωώθηκε από το δικαστήριο. Η πολιτική του καριέρα τελείωσε εκείνη την μέρα. Επομένως, το τι θα πουν οι δικηγόροι είναι μεν σημαντικό, καθώς δεν μπορεί ο πολιτικός να μην έχει νομικό επιτελείο, όμως δεν είναι οι δικηγόροι οι αρμόδιοι να υπερασπιστούν τον υποψήφιο στον στίβο της πολιτικής.
Λίγα πράγματα για τα social media: τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλάζουν όλα όσα ξέραμε μέχρι σήμερα. Μέχρι σήμερα υπήρχε ένα επιτελείο, το οποίο διαμόρφωνε την γραμμή και έπειτα η γραμμή διοχετευόταν στη βάση. Ήταν κάτι το ξεκάθαρο. Υπήρχε το Headquarter, τα μέσα και ο σκοπός. Αυτό πλέον δεν υφίσταται. Αυτή ήταν η τεράστια συμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην πολιτική επικοινωνία των εξαγγελιών του Ομπάμα. Ο Ομπάμα είδε πως δεν υπήρχε ένα ισχυρό μήνυμα, γύρω από το οποίο θα χτιστεί η δική του εκστρατεία (σε αντίθεση με την αντίστοιχη του Ρίγκαν, ο οποίος με το σύνθημα – ερώτηση «Είστε καλύτερα σήμερα;» πέτυχε μια από τις τέσσερις μεγαλύτερες σε εύρος νίκες στην ιστορία των ΗΠΑ). Γι’αυτό, αντί να αφήσει την καμπάνια του σε κεντρικό επίπεδο, χώρισε το εκλογικό σώμα σε επτά μικρότερες ομάδες: σε ισπανόφωνους, σε ηλικιωμένους (που είχαν το πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης), σε ομοφυλόφιλους και σε κάποιες άλλες ομάδες. Ουσιαστικά μετέφερε το σλόγκαν η General Motors είναι ζωντανή και ο Μπιν Λάντεν είναι νεκρός –«καθαρίζοντας» κατ’ αυτόν τον τρόπο τα θέματα της οικονομίας – και άφηνε την κάθε ομάδα να κάνει το δικό της παιχνίδι. Αυτή η αντιστροφή της πυραμίδας είναι και η βασική διαφοροποίηση που έχουν προκαλέσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: έχεις στρατό που κινητοποιείται πιο εύκολα και μια τρομερή παραγωγή επιχειρημάτων και πολιτικού λόγου. Θεωρώ, λοιπόν, πως ο άτακτος στρατός των υποστηρικτών μπορεί να αποπερατώσει με την ίδια επιτυχία το έργο του επίσημου κομματικού στρατού.
Κλείνοντας, θα πρέπει να έχουμε τρία πράγματα στο μυαλό μας όταν κάνουμε καμπάνια:Το πρώτο είναι η ομαδικότητα, η δημιουργία μιας ομαδικής τακτικής. Ακόμα και ο πιο ευφυής, ταλαντούχος άνθρωπος, εάν δεν διαθέτει ομάδα, δεν μπορεί να κατορθώσει πολλά. Ομάδα υποψηφίου σημαίνει επιτελείο, ομάδα υποστήριξης, ανθρώπους που θα τον προστατέψουν στην περίπτωση σφάλματος, άτομα που θα του δώσουν υλικό και θα τον εμπνεύσουν. Πλέον ζούμε σε μία εποχή, όπου ο πολιτικός χρόνος παγκοσμίως είναι φοβερά συμπικνωμένος. Το δεύτερο σημείο είναι πως, δε θα δούμε στο μέλλον πολιτικούς με 50 χρόνια αντοχής (π.χ. Μητσοτάκης και Χαραλαμπόπουλος). Ο χρόνος διάρκειας των πολιτικών θα είναι μικρότερος διότι η οικειότητα φθείρει και, καθώς η οικειότητα αυξάνεται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το κύρος των πολιτικών φθίνει. Το τρίτο είναι πως δεν ξεχνάμε να μετράμε. Μια καμπάνια έχει συγκεκριμένους πόρους: σε ανθρώπους, χρήματα, μέσα κλπ. Καθετί που πραγματοποιεί ο υποψήφιος θα πρέπει να εξυπηρετεί κάποια ανάγκη και να είναι ιεραρχημένο. Οτιδήποτε γίνεται πρέπει να γίνεται με σκοπό ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Μια επιτυχημένη προεκλογική εκστρατεία, λοιπόν, μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία, μπορεί να πραγματοποιηθεί, μία επιτυχημένη προεκλογική εκστρατεία. Επιτυχημένες καμπάνιες, δεν είναι πάντοτε αυτές που κερδίζουν. Είναι αυτές που αφήνουν ένα μήνυμα. Εξάλλου στην πολιτική, δεν υπάρχουν μόνο νίκες, αλλά και ήττες. Υπάρχουν σπουδαίοι πολιτικοί, οι οποίοι έχουν υποστεί σειρά από ήττες. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίνκολν. Ο Λίνκολν, είχε χάσει όλες τις πιθανές εκλογικές αναμετρήσεις (γερουσιαστής, βουλευτής, αντιπρόεδρος κλπ.) και αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να επιβιώσει πολιτικά και να γίνει ένας από τους μεγλύτερους πολιτικούς στην ιστορία των ΗΠΑ. Σημασία, λοιπόν, έχει η κάθε πολιτική μάχη να δίδεται με εντιμότητα, ακεραιότητα, αυτοπεποίθηση και με σωστό τρόπο._
(Το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής – ΙΝΣΠΟΛ δεν έχει οργανωτική ή άλλη σχέση με ιστολόγια φέροντα παρόμοια επωνυμία).