«…έστι δε και διδακτόν η ανδρεία και ουκ αν τις, άνευ μαθήσεώς τε και μελέτης, προς ανδρείαν επίδοσις γένοιτο».
(Βησσαρίων, προς Κωνσταντίνο Παλαιολόγο)
Η Θουκυδίδειος αποτροπή και ανατροπή, στην κορύφωσή της: «Για όλες τις παρελθούσες και τις παρούσες περιστάσεις, όπου τα τέκνα της Καθολικής Εκκλησίας αμάρτησαν…», (ναι! λέει και για τις παρούσες!)… ο Πάπας ζητάει συγχώρεση από τον Κύριον, δηλαδή από τον Κύριον Χριστόδουλον και την Ορθόδοξη Εκκλησία, σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού: «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε…εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»*. Αρα, όταν ο Πάπας ζήτησε την συγχώρεση από τον Θεό, την ζήτησε -κατά Χριστόν- από έναν εκ των αδελφών του των ελαχίστων, δηλαδή από εμένα.
Κατά τα λοιπά: Το Συνοδικό – συλλογικό γραπτό, που διάβασε και προφανώς συν-έγραψε και ο Χριστόδουλος συν τοις συνεκδήμοις αδελφοίς αυτού, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα Κείμενα γραπτά του νεοελληνικού πολιτισμού. Πολλαπλώς μνημείον άθλου, που μνημειώνει εντός του μνήμες ορθοπραξίας και ορθοεπείας και θα αποτελέσει υπόβαθρον μνήμης για την μετέπειτα ζωή του Ελληνισμού και της των πάντων-ορθοδόξως-Ενώσεως.
Ως εξής: α) Είναι μνημείον νοσταλγίας της ενότητας: όλες οι λέξεις διαλεγμένες, ώστε να τείνουν προς την ποθουμένη ενότητα των σκόρπιων, ώστε να ενώσουν τα «πριν διεστώτα», διάσπαρτα μέλη του Αυτού Σώματος. Με την γεμάτη σεβασμό μνεία των Πατέρων της Δύσης, των πριν από το βατικάνειο σχίσμα, ο της Ελλάδος αρχιεπίσκοπος αποκατέστησε με την ενοποιό σύνθεση του λόγου του, την απούσα ενότητα της πράξης.
β) Είναι μνημείον πατερικής διακρίσεως: το Συνοδικό μας γραπτό, διά της εκφωνήσεώς του από τον Επίσκοπο Χριστόδουλο, διέκρινε, σύμφωνα με το πατερικόν «πασών των αρετών ανωτέρα διάκρισίς εστι». Διέκρινε: την ευγένεια που οφείλαμε στον υψηλό Αιρεσιάρχη, λόγω του Ξενίου Διός πατρός. Διέκρινε: με το πράον, μειλίχιον, που διακατείχε το σώμα και το νεύμα του Ορθοδόξου επισκόπου μας, απέναντι στον σωματικά σακάτη, αλλά πάντοτε υπερόπτη Αιρεσιάρχη της Δύσης. Διέκρινε: ότι δεν μπορούσε να μιλήσει για την προσβολή, που διαπράττει κατ’ εξακολούθησιν το Βατικανό προς την αλήθεια της πίστης, γιατί αυτό είναι αρμοδιότητα -ως διάλογος εγκαθιδρυμένος- του Πρωτοθρόνου Πατριαρχείου της Πόλης.
γ) Είναι μνημείον λόγου καθολικού και οικουμενικής μεγαλωσύνης: ο δικός μας, θα μπορούσε να αρκεστεί στα δικά μας, ως έκφραση μάλιστα αβροφροσύνης προς τον Αιρεσιάρχη φιλοξενούμενό μας. Αντιθέτως: εν διακρίσει μέτρου και μεγέθους, ο δικός μας πήρε επάνω στους στιβαρούς ώμους της Ελληνικής Εκκλησίας, όλον τον σημερινό ξεπεσμό των Σλαύων θυγατέρων της. Και, όπως τότε, στην αρχή, ο Συνοδικός μας λόγος, ως Μητέρα-Εκκλησία κατήγγειλε ευθαρσώς την Ουνία, ενώ αυτό, εδώ για μας, αποτελεί παρωνυχίδα. Μνημείον λοιπόν καθολικότητας και οικουμενικής αγκαλιάς, που ανέδειξε την Ελλαδική Εκκλησία, ως Μητέρα-Μήτρα των ορθοδόξων εμπεριστάτων Σλαύων, μέχρι αυτοί να ξαναβρούν τον εαυτό τους.
δ) Το Μνημείον αυτό του Συνοδικού-ορθοδόξου λόγου μας έδειξε, urbi et orbi, και ταυτοχρόνως προς τον εμβρόντητο Πάπα, τι σημαίνει να είσαι επί δύο χιλιάδες χρόνια θεσμός: θεμιστός, ιεροπρακτικός, λαοκεντρικός. Το γραπτό της Συνόδου μας απέδειξε ταυτοχρόνως, τι σημαίνει να έχεις ένα Κράτος της Ψωροκώσταινας, διαρκείας εκατόν εβδομήντα ετών καρπαζιάς και υπουργείου Εξωτερικών τεμενάδων: από την μια, Βυζαντινή αυτοκρατορία, από την άλλη το Κράτος της Μελούνας, της Προστασίας και των «Προστατίδων Δυνάμεων», ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο. Ουδέποτε το Ελλαδικό κρατίδιο μπόρεσε να συντάξει και να προτείνει τέτοιον διαπραγματευτικό λόγο, όπως ο λόγος που ακούστηκε, φωνή μεν Χριστοδούλου, σώματι δε ορθοδόξου Κωνσταντινουπολίτικης οικουμένης. Δύο χιλιάδες χρόνια αυτοκρατορικής πείρας. Θουκυδίδειον και ορθόδοξον τέχνημα: Ο Συνοδικός λόγος προς τον Πάπα, σύμφωνα με τον κανόνα του Θουκυδίδη, δεν θεώρησε ότι υπάρχει «μεγάλη» και «βραχεία πρόφασις». Ο Συνοδικός μας Αρχιεπίσκοπος ήξερε, ότι δεν υποχωρούμε ποτέ για ένα «βραχύ τι ζήτημα», διότι, «ευθύς τι μείζον επιταχθήσεσθε υμίν, ως φόβω και τούτω υπακούσαντες», άρα, στην συνύπαρξη μεταξύ αδελφών, δεν υπάρχει ποτέ «μικρό» ζήτημα, όπου, ας υποχωρήσουμε: όλα τα ζητήματα στην συνύπαρξη των συστημάτων έριδος-ισχύος, είναι ισόμοιρα, ισόκυρα, ισοδύναμα. Επομένως, ο Συνοδικός μας Αρχιεπίσκοπος τα έθεσε όλα, ως ισόκυρα, ενώπιον του Αιρεσιάρχου-μέλλοντος και τέως αδελφού μας.
Το Συνοδικό αυτό κείμενο, πρέπει να διδάσκεται ως υπόδειγμα διαπραγματευτικού – τεχνικού και οντολογικού άθλου στους διπλωμάτες μας του υπουργείου Εξωτερικών τεμενάδων. Φαντάζεσαι, τι ευλύγιστο σθένος και τι εύκαμπτο αρραγές χρειάστηκε στους ημετέρους Συνοδικούς, ώστε οι φοβεροί Καρδινάλιοι της Curia να καταπιούν αυτήν την κειμενάρα, που αναγκάστηκε να ακούσει ο Αιρεσιάρχης Πάπας; Εν αγάπη;
ε) Μετά χίλια διακόσια έτη -και, μάθημα για τους κενοφανείς εκσυγχρονιστές- θετικιστές παντός δυτικού συρφετού- το Βατικανόν ωμολόγησε urbi et orbi, ποιος είναι ο Νόμιμος κληρονόμος της Βυζαντινής – Ρωμέηκης αυτοκρατορίας. Δεν είναι ούτε οι Σλαύοι, ούτε οι Ιβηρες, ούτε οι Τούρκοι. Ο Αιρεσιάρχης Πάπας ζήτησε συγγνώμην για την άλωση και τη δήωση της Κωνσταντινουπόλεως, από μας, εδώ: η σημερινή Ελλάς είναι το Νόμιμον Συνεχές της Πόλης. Αυτό, που δεν παραχώρησε σε τρεις Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως, το Βατικανό αναγκάστηκε να το παραδώσει στην εδώ Ελλάδα. Και αυτό είναι η μεγαλύτερη νίκη του Ελληνισμού μετά το 480 π.Χ. Το κατάλαβες, ω εκσυγχρονιστάν;
* Κατά Ματθαίον, κς’ 1,2.