Mια σημαντική διεθνής συνάντηση έλαβε χώρα στην Αθήνα την περίοδο 4-6 Ιουλίου. Δύο χρόνια ύστερα από το 6ο παγκόσμιο συνέδριο του ποντιακού ελληνισμού, οι εκπρόσωποι των ελληνικών ομοσπονδιών, που δραστηριοποιούνται ή εκφράζουν τους Ελληνες που ζουν ή κατάγονται από διάφορες περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, πραγματοποίησαν το έκτακτο παγκόσμιο συνέδριό τους και εξέλεξαν το πρώτο διοικητικό συμβούλιο της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Ποντίων Ελλήνων.
Δημιουργήθηκε έτσι ένα διεθνές όργανο που θυμίζει αρκετά τα αντίστοιχα εβραϊκά ή αρμενικά. Αυτό που διαφοροποιεί τον ποντιακό ελληνισμό από τους υπόλοιπους εθνικοτοπικούς χώρους, είναι το γεγονός ότι εδώ και μια εικοσιπενταετία περίπου, θέτει συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα (αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ελλήνων στον μικρασιατικό Πόντο), αντιμετωπίζει τις συνέπειες μεγάλων διεθνών κρίσεων (κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης) και καλείται να υποβοηθήσει τις εθνικές προσπάθειες για την αποκατάσταση των νέων ομογενών προσφύγων από τις περιοχές των μετασοβιετικών κρίσεων (πρόβλημα «παλιννοστούντων»). Ξεπερνά έτσι αναγκαστικά τα λαογραφικά όρια των παραδοσιακών εθνικοτοπικών εκφράσεων και μετατρέπεται σε παράγοντα πολιτικής παρέμβασης τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Με μια έννοια η πρόκληση είναι μεγάλη για τα ελλαδικά μας στερεότυπα. Κυρίως γιατί επαναφέρει προς συζήτηση στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, τις οποίες οι κρατούντες μετά το ’22, προσπάθησαν αγωνιωδώς να υποβαθμίσουν και να εξοβελίσουν από την ιστορική μνήμη. Κατ’ αρχάς επαναφέρουν ξανά τη συζήτηση για τον τρόπο που η ελλαδική πλευρά διαχειρίστηκε τη μεγάλη πρόσκληση της οθωμανικής κατάρρευσης. Να σημειώσουμε ότι την εποχή εκείνη, οι Τούρκοι εθνικιστές –γνωστοί ως Νεότουρκοι– είχαν αποφασίσει να μετατρέψουν την πολυεθνική θρησκευτική αυτοκρατορία σε τουρκικό έθνος – κράτος με την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων. Με μια διαδικασία που δομικά και ιδεολογικά, προοιωνίζεται τις ναζιστικές πρακτικές και το εβραϊκό Ολοκαύτωμα, οι Νεότουρκοι στην αρχή και οι Κεμαλικοί στη συνέχεια θα πραγματοποιήσουν ένα χριστιανικό Ολοκαύτωμα, στοχεύοντας τους Αρμένιους, τους Ελληνες της Ανατολής, τους Ασσυροχαλδαίους, τους Αραμαίους.
Το ποντιακό κίνημα για την αναγνώριση της γενοκτονίας που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, υπήρξε ένα ώριμο γέννημα της κοινωνίας των πολιτών. Και παρ’ όλες τις πολιτικές κατακτήσεις, οι ελλαδικές καθηλώσεις παρέμεναν ισχυρές. Τόσο στον χώρο της διπλωματίας, όσο και στον χώρο της ιστοριογραφίας. Η βαθύτατη εσωστρέφεια και ο συντηρητισμός που χαρακτήριζε αυτούς τους χώρους, τους οδήγησε βαθμιαία στο να φλερτάρουν με αναθεωρητικές απόψεις, τις οποίες πολύ έξυπνα το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών άρχισε να διοχετεύει στην Ελλάδα.
Η στάση του βαθέος τουρκικού κράτους υπήρξε εξαρχής σφόδρα αντίθετη με αυτές τις προσπάθειες των προσφύγων. Κατανοώντας τη δυναμική που έχει ένα κίνημα καταγγελίας των μεγάλων εθνικών εκκαθαρίσεων κατά των χριστιανικών πληθυσμών, που διέπραξαν οι Νεότουρκοι και οι κεμαλικοί κατά τις διαδικασίες συγκρότησης του τουρκικού έθνους – κράτους, άρχισαν να συγκροτούν την ιδεολογική τους αντεπίθεση. Κατ’ αρχάς επεξεργάστηκαν ένα ιδεολογικό μοντέλο με βάση το οποίο τα γεγονότα των αρχών του αιώνα στον Πόντο οφείλονταν στη δράση των ανταρτικών ελληνικών ομάδων. Θέτοντας το ερώτημα «Ποιοι διέπραξαν γενοκτονία (στον Πόντο), οι Ελληνες ή οι Τούρκοι» απαντούν επισήμως: «Οι Ελληνες φυσικά».
Ειδικά, ύστερα από τις εκδηλώσεις του φετινού Μαΐου παρατηρήθηκε μια σκλήρυνση της τουρκικής πλευράς. «Οι εορτασμοί για την “Ημέρα της δήθεν Γενοκτονίας των Ποντίων” δεν συνάδουν με το πνεύμα του διαλόγου και συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών», αναφέρεται στην ανακοίνωση του τουρκικού υπ. Εξωτερικών Αυτό που ενοχλεί ιδιαιτέρως είναι η κριτική που ασκείται προς τον Μουσταφά Κεμάλ: «Καταδικάζουμε τις εν λόγω δραστηριότητες, που έχουν στόχο τη χώρα μας και τον ιδρυτή της Δημοκρατίας μας, Ατατούρκ». Και ασκείται και άμεση πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση να απέχει εφεξής από σχετικές εκδηλώσεις ιστορικής μνήμης γιατί «διαβρώνουν τη διμερή
συνεργασία».
Η τουρκική εθνικιστική πλευρά προσπαθεί με έντονη πίεση και σε πολλά επίπεδα, να διαχύσει τις αναθεωρητικές της απόψεις και να «φινλανδοποιήσει» την Ελλάδα, όσον αφορά τη διεκδίκηση της ιστορικής μνήμης. Γιατί όμως γίνεται αυτό; Γιατί πρωτίστως το κίνημα καταγγελίας έχει πάρει διεθνείς διαστάσεις. Από τη Μόσχα μέχρι τη Μελβούρνη και από το Βερολίνο μέχρι τη Βοστώνη, χιλιάδες πολίτες διεκδίκησαν το αυτονόητο. Και αυτό το κίνημα καταγγελίας του Χριστιανικού Ολοκαυτώματος, που ήδη συνεργάζεται με το αρμενικό και ήδη έχει γίνει αποδεκτό από το εβραϊκό, υπονομεύει το προφίλ μιας χώρας που θέλει, καλώς ή κακώς, να ενταχθεί πλήρως στις διεθνείς δομές που έχουν πυρήνα τα χριστιανικά κράτη.
Με την παγκόσμια οργάνωση του ποντιακού ελληνισμού δημιουργείται ένα νέο διεθνές όργανο σ’ ένα κόσμο που συνεχώς παγκοσμιοποιείται. Δηλαδή σ’ ένα κόσμο όπου το παραδοσιακό έθνος – κράτος υποχωρεί προς όφελος νέων οικουμενικών δομών. Στις νέες αυτές συνθήκες οι διασπορές, όπως και τα διεθνή δίκτυα, αποτελούν σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα για τους πληθυσμούς που τα διαθέτουν. Δεν είναι ακόμα σίγουρο ότι η Ελλάδα μπορεί να αποβάλλει την εσωστρέφειά της και να αποδεχθεί νέες ερμηνείες που ξεπερνούν τις παραδεδεγμένες ιδεολογικές της κατασκευές. Αυτό το στοίχημα θα κριθεί σε πολλά επίπεδα την επόμενη περίοδο και μάλλον η κατεύθυνση θα είναι μονόδρομος. Και βέβαια τα ζητήματα που θέτουν οι προσφυγικές και ομογενειακές οργανώσεις δεν περιορίζονται στο αίτημα για διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας, αλλά επεκτείνονται στις προσπάθειες στήριξης των ελληνικών μετασοβιετικών κοινοτήτων, της αποκατάστασης των «παλιννοστούντων» και στη δημιουργία νέων παγκόσμιων δικτύων.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/08/2008_280252
.