Γράφει ο Ιωάννης Κ. Νεονάκης, MD, MSc, PhD.
Όταν είδα τις εικόνες στα κλειστά σύνορα της Ειδομένης αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Όταν είδα τις μπουκαπόρτες των καραβιών να συνεχίζουν να ανοίγουν και χιλιάδες ξένους να αποβιβάζονται, φοβήθηκα. Όταν άκουσα τον Υπουργό Εξωτερικών να μιλάει για ροές εκατομμυρίων αν «σπάσει» η Αίγυπτος τότε σοκαρίστηκα. Είπα μέσα μου «καημένη Ελλάδα χάνεσαι».
Με έπιασε το παράπονο και ήθελα να διαμαρτυρηθώ στο Θεό. Μα καλά δεν τα βλέπει όλα αυτά; Δεν βλέπει τι υποφέρομε τα τελευταία χρόνια; Δεν βλέπει την κρίση που επιδεινώνεται και τα τόσα πολλαπλά αδιέξοδα; Πρέπει δηλαδή να σβήσομε ως λαός; Και μάλιστα ένας λαός που ούτε αποικιοκράτης ήταν, που δεν διέπραξε γενοκτονίες και που εν πάση περιπτώσει κάτι προσέφερε στον κόσμο αυτό.
Σιγά σιγά όμως το παράπονό μου αμβλύνθηκε και άρχισα να αντιλαμβάνομαι διαφορετικά τα πράγματα. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο Θεός είναι εξόχως κοντά μας και ότι όλα αυτά γίνονται από τη μεγάλη Tου αγάπη για μάς. Οι προσευχές των προγόνων και των Aγίων μας Tου επιτρέπουν να μάς χαριτώσει. Γιατί όλα αυτά είναι Χάρις και ευλογία που απλώνονται πάνω μας αγαπητικά. Όλα αυτά τα παθήματα είναι μια πνευματική πίεση που όχι μόνο μάς δείχνει τη λάθος πορεία μας μέχρι τώρα, αλλά μάς μορφώνει, μάς παιδεύει, μάς εκπαιδεύει και μάς ετοιμάζει ικανά. Μάς ετοιμάζει για τα μεγάλα που έρχονται, ετοιμάζει τους Ορθοδόξους, ετοιμάζει το Λαό Του, γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να αντέξει τα φορτία, να σταθεί όρθιος στα επερχόμενα και να δώσει πραγματικές και ουσιαστικές λύσεις για όλο το ανθρώπινο. Είναι το αλάτι που θα πρέπει να παραμείνει καθαρό για να χρησιμοποιηθεί θεραπευτικά στον όλο άνθρωπο.
Φυσικά μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Πιο ήπια, πιο ομαλά. Όμως είχαμε ήδη αμελήσει πολλά, είχαμε πάρει λάθος δρόμο. Ως λαός είχαμε πάρει λάθος πορεία εδώ και πολλούς αιώνες. Και όχι μόνο μετά την ίδρυση του Ελλαδικού Προτεκτοράτου μας. Από πιο πριν. Όλος ο Ορθόδοξος Λαός, όλος ο Λαός του Θεού. Και ο λάθος αυτός δρόμος, αν θέλομε να το προσδιορίσομε απλά λέγεται «εκκοσμίκευση». Εκκοσμικευτήκαμε εμείς οι Ορθόδοξοι και ως πρόσωπα και ως συλλογικότητα. Δηλαδή, χάσαμε την ελπίδα μας στο Θεό και θελήσαμε και μεις να ζήσομε και να ρυθμίσομε τη ζωή μας όπως και οι άλλοι, οι άγευστοι Χριστού. Και αφού χάσαμε το Χριστό, που είναι το μόνο μας πραγματικό στήριγμα και η μόνη σιγουριά μας, τότε αρχίσαμε να εξιδανικεύομε το κάθε κοσμικό φληνάφημα, ειδικά αν ήταν εσπέριο. Αφού έτσι το κάνουν τα πεφωτισμένα γένη της εσπερίας, να το κάνομε και μεις. Και φυσικά αυτό δεν αφορά τις εξελίξεις της επιστήμης. Αφορά στον τρόπο οργάνωσης όλων των εκφάνσεων της ζωής μας, στην παιδεία μας, στη δικαιοσύνη μας, στα ιερά μας κλ. Δε χάσαμε την κουλτούρα μας, ή την ιδιοπροσωπία μας. Χάσαμε το Χριστό, την πηγή της ζωής μας.
Και τι είναι ο Λαός του Θεού, χωρίς το Θεό; Ένα τίποτα. Περίγελος του κόσμου. Τι είναι ο Ισραήλ χωρίς τον Λόγο; Ένα ασύντακτο κοπάδι που ταλαιπωρείται, ως μη όφειλε, για σαράντα χρόνια στην κάθε έρημο, αντί να βρεθεί εντός ολίγων ημερών στη Γή της Επαγγελίας. Τα πράγματα είναι απλά. Εάν δεν ήμασταν Ορθόδοξοι, ας δίναμε ό,τι κοσμικές λύσεις και ας κάναμε όσες κοινωνικές συμβάσεις κάνουν και οι άλλοι. Αυτοί για τους εαυτούς τους, καλά τα κάνουν. Είναι το καλύτερο και το μέγιστο που τους επιτρέπει η παράδοση και η ταυτότητά τους. Εάν δεν ήμασταν λοιπόν Ορθόδοξοι ας τα προσεγγίζαμε και ας τα αναλύαμε τα πράγματα και μεις όπως και οι άλλοι. Τη στιγμή όμως που θέλομε να λεγόμαστε Ορθόδοξοι, που θεωρούμε εαυτούς το Νέο Ισραήλ, το Λαό του Θεού, για μάς δεν υπάρχει άλλος τρόπος ύπαρξης παρά μόνο ο θεανθρώπινος, ο ασυγχήτως και αδιαιρέτως, ο με τριαδολογικές σχέσεις, ο εν ησυχία και μετανοία. Ή θα γίνομε πυρός φλόγα, ή δεν έχει νόημα. Το να είμαστε χλιαροί είναι δυό φορές επιζήμιο για μάς. Από το να είμαστε χλιαροί, θα ήταν καλύτερο για μάς να ξεχνούσαμε εντελώς την ύπαρξή Του. Να διώξομε παντελώς το Χριστό από κοντά μας, όπως στη χώρα των Γαδαρηνών. Να μείνομε μόνοι μας με τη φθορά μας, τις όποιες ρυθμίσεις του ματαίου πετύχομε όπως οι άλλοι και να ζήσομε, όσο ζήσομε, με το κοσμικό μας φρόνημα και τον χωρίς ελπίδα σωτηρίας σκοτασμό μας.
Όμως πώς να Τον ξεχάσομε που καθημερινά συναναστρεφόμαστε μαζί Του και μετέχομε των ακτίστων ενεργειών Του; Που καθημερινά Τον βλέπομε, Τον ψαύομε, Τον γευόμαστε; Που καθημερινά οι προσευχές των προγόνων και αγίων μας Τον παρακαλούν να μη μάς αφήσει; Δε γίνεται, είναι αδύνατον.
Χριστός όμως σημαίνει τρέλα και γκρέμισμα κάθε λογικής του κόσμου τούτου. Να είσαι ο δημιουργός των πάντων και να γεννιέσαι ξένος και περιφρονημένος στο κρύο και στις ερημιές. Να περπατάς στα κύματα, να ξεκινάς στο παραπέντε και να απολαύεις όλο το μισθό, να είσαι τελευταίος και να γίνεσαι πρώτος, να είσαι ληστής και να μπαίνεις πρώτος στον Παράδεισο, να μην έχεις τίποτα και να τα έχεις όλα, να μην έχει σημασία αν είσαι Έλληνας ή Ιουδαίος, να είσαι κτιστός και να μπορείς να γίνεις κατά Χάριν Θεός. Τρέλα, αγάπη, ελευθερία και ένα ατέλειωτο πανηγύρι. Ένα ατέλειωτο πανηγύρι με πρώτο στο χορό τον ίδιο το Χριστό.
Και τα ξεχάσαμε όλα αυτά. Και απογοητευτήκαμε και φοβηθήκαμε. Τώρα φοβόμαστε και τη σκιά μας. Και τρέχομε πίσω από τον κάθε νάνο διαχειριστή της φθοράς για λίγη «ασφάλεια». Υπογράφομε το ένα μετά το άλλο τα συμβόλαια της σκλαβιάς μας για μερικούς ακόμα μήνες «ευταξίας». Κάνομε παρέα με αυτή τη συμμορία αποικιοκρατών και εκμεταλλευτών των λαών και νομιμοποιούμε τα εγκλήματά τους για ένα «φιλικό» χτύπημα στην πλάτη. Εθελοτυφλούμε και δεν θέλομε να παραδεχτούμε το γεγονός ότι το έθνος-κράτος και η διακυβέρνησή του έχει πλέον καταστεί ο πιο αποτελεσματικός διαχειριστικός, εκτελεστικός βραχίονας της παγκόσμιας επιβλέπουσας αρχής, οδηγώντας μάς με γοργά βήματα στον πλήρη εξανδραποδισμό μας. Τι είναι ο Λαός του Θεού χωρίς το Θεό; Θέατρο και περίγελος του κόσμου.
Γι’ αυτό μάς πιέζει πνευματικά ο Θεός. Από τη μεγάλη αγάπη του για μάς και όλο το ανθρώπινο. Να αναστοχαστούμε τα του εαυτού μας, να δούμε τη λάθος πορεία και τα αδιέξοδά μας, να αλλάξομε, να δούμε τα σημαντικά, να Τον ξαναθυμηθούμε προσωπικά και συλλογικά, να προσευχηθούμε και πάλι και να θέσομε το νου μας στο μετά, εν αγάπη, ελευθερία και ησυχασμώ. Να ξαναγίνομε αυτό που οφείλομε να είμαστε, όχι μια άχρηστη σκουριασμένη μάχαιρα, αλλά μια πυρωμένη μάχαιρα δυνάμενη την όποια ανατροπή και το γκρέμισμα της κάθε ταφόπλακας του κόσμου τούτου. Και για μάς τους ίδιους, το Λαό του Θεού, και για όλο το ανθρώπινο. Ζωή εν τάφω, ανάσταση και Θεανθρωπία.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μια παρένθεση προς άρση παρεξηγήσεων. Εκτός από την Ελληνιστική και την Εβραϊκή Παλαιοδιαθηκική παράδοση, η δικιά μας Ρωμαίικη παράδοση έχει ακόμα και ένα τρίτο θεμελιακό άξονα: τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική παράδοση. Και οι τρεις παραδόσεις μεταμορφώθηκαν από την πίστη μας στο Χριστό και αποτελούν συστατικά μας στοιχεία. Είμαστε πολυσύνθετοι. Και η Ρωμαϊκή λοιπόν παράδοση είναι απολύτως δική μας παράδοση. Και αυτή η παράδοση σηματοδοτεί και ζητεί, σύν τοις άλλοις, πραγματισμό, ρεαλισμό, γνώση των κινδύνων, στρατηγικό σχεδιασμό, ισχυρή διοίκηση, χειρισμό και έλεγχο των πόρων και της κοσμικής δύναμης, και φυσικά σκληρή πειθαρχία και εφαρμογή των νόμων. Δεν είμαστε ξέφραγο αμπέλι να μπαίνει όποτε θέλει ο οποιοσδήποτε και να πηγαινοέρχεται στην επικράτεια ανεξέλεγκτα. Τουναντίον. Ούτε είμαστε αιθεροβάμονες να πετάμε χαλαρά και απερίσκεπτα από «ουμανιστικό» σε «ουμανιστικό» συννεφάκι. Τουναντίον. Πάντα προσπαθούμε μεν να είμαστε «ακέραιοι ως αι περιστεραί», αλλά ταυτόχρονα επιδιώκομε να είμαστε και «φρόνιμοι ως οι όφεις».
Δε λέω λοιπόν να μην τηρηθούν οι νόμοι. Οι νόμοι και οι διεθνείς συμβάσεις θα πρέπει να τηρηθούν πιστότατα και στο ακέραιο. Αυτό που λέω είναι ότι η «οικονομική κρίση» και το «προσφυγικό» δεν είναι τα μείζονα προβλήματά μας. Ουσιαστικά είναι επιφαινόμενα, που τα επιτρέπει ο Θεός αγαπητικά ως πνευματική πίεση και νύξη για να μπορέσομε να «έρθομε εις εαυτόν». Κατά τα άλλα, τους πραγματικούς πρόσφυγες που με τον ένα ή άλλο τρόπο έχουν ήδη εισέλθει στην επικράτεια, θα πρέπει να τους αντιμετωπίσομε με τη μεγαλύτερη αγάπη, σεβασμό και ζεστή καρδιά. Να βλέπομε το προσφυγόπουλο που πεινάει και κλαίει και να μη φοβόμαστε τις πληθυσμιακές ανατροπές ή αν θα μάς κολλήσει την ίωσή του. Να βλέπομε μπροστά μας το Χριστό και να ανοίγομε την αγκαλιά μας. Και να κάνομε ό,τι μπορούμε. Ακόμα και να λιώσομε όσα ασημικά μάς απέμειναν και να τους τα δώσομε με χαρά. Ως Κράτος, ως Μητροπόλεις, ως Ενορίες, ως επιμέρους συλλογικότητες, ως πρόσωπα. Τι άλλο περιμένομε ακόμα μέσα στο σκοτασμό μας;
Ο Λαός του Θεού δεν κινδυνεύει από τα προσφυγόπουλα που κλαίνε. Κινδυνεύει από τους φράκτες και τα τείχη που χτίστηκαν γύρω μας όλους αυτούς τους αιώνες της πτώσης και αιχμαλωσίας μας και ιδιαίτερα τα τείχη γύρω από τις καρδιές μας. Κατά τα άλλα, όλα στα χέρια του Θεού.
P.S. Το 5-10% των κατοίκων της Συρίας πριν τον πόλεμο ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί και μάλιστα Ρωμηοί, ακριβώς δηλαδή όπως εμείς. Αδέρφια μας, το ίδιο γένος με μάς. Αλήθεια, τους αναζήτησε κανείς, μεταξύ των προσφύγων; Τους κατέγραψε κανείς; Τους έκανε να αισθανθούν σαν να βρίσκονται στην πατρίδα τους; Μήπως θα έπρεπε;
27ΙΙΙ2016.