του Απόστολου Σαραντίδη*
Συμπληρώθηκαν ήδη ενενήντα τέσσερα χρόνια από τη μεγαλύτερη, τη μεγίστη τραγωδία, την άφραστη καταστροφή που υπέστη ο ελληνισμός στην πεντακισχιλιοστή ιστορική του πορεία.
Μικρασιατική καταστροφή. Δύο λέξεις που συμπυκνώνουν το ανείπωτο δράμα του σύγχρονου ελληνισμού, μέσα από μιαν αναπότρεπτη αλυσίδα ιστορικών γεγονότων. Γεγονότων που ξεκίνησαν με την καταλυτική άλωση της Πόλης και τη Φραγκοκρατία το 1204 και συνεχίστηκαν με την αναπόφευκτη και αναμενόμενη πλέον άλωση του 1453, η οποία παραδόξως αντί να εκδιώξει, ενδυνάμωσε το ελληνικό στοιχείο στον Μικρασιατικό χώρο συνεχίζοντας και βαθαίνοντας μια μοναδική πολιτιστική κληρονομιά και διαφορά.
Η ουσιαστική όμως άλωση πραγματοποιήθηκε το 1922. Χρόνος βαρύς, για την αξία μιας ιδέας, στη σκέψη εάν αυτή ταιριάζει ή είναι συμβατή με τη δική του «διανοητική» ευκολία. Το δράμα της χρονιάς εκείνης τόσο τέλεια δομημένο, που θα παρέμενε τέλειο ακόμη και αν μεταφράζονταν αδέξια σε οποιαδήποτε γλώσσα. Μοιάζει δε, με τις ελληνικές τραγωδίες, στον βαθμό που είναι δυνατόν να προβλέψουμε το τέλος τους.
Υπαγορεύοντας τα δικά του κριτήρια και τις δικές του ιεραρχήσεις και εμπεριέχοντας ήδη τα σπέρματα του μελλοντικού μαρασμού, το πρώτο έγκλημα του 1204 συνεπιφέρει μιαν αλυσίδα άλλων, οδηγώντας τελικά στον ξεριζωμό, στην καταστροφή και στον θάνατο.
Το ουσιώδες είναι η βαθμιαία κλιμάκωση με την οποία αναπτύσσονται οι συνέπειες του πρώτου εγκλήματος και η δύσκολη επίγνωση την ίδια στιγμή, ότι αυτό θα οδηγήσει μοιραία στην καταστροφή. Η κατανόηση αυτών των θεμελιωδών χαρακτηριστικών, σε καιρούς περιφερειακών και εμφυλίων πολέμων, ολοκληρωτισμών και συγκλονιστικών καταστροφών, οδηγεί σε αίσθημα ενοχής για όλους τους αδύνατους, τους ηττημένους, τους εξαθλιωμένους, τους πρόσφυγες.
Είναι αδιανόητο να κλείνει κανείς τα μάτια μπροστά σε τούτο το έγκλημα και να στρέφει το βλέμμα αλλού όταν σφαγιάζεται ένας λαός, όταν βιάζονται η δικαιοσύνη και η ελευθερία. Ή από την άλλη μεριά να σωπαίνει και να αδιαφορεί ή ακόμη χειρότερα να εγκωμιάζει τον σφαγέα και να επινοεί δικαιολογίες και ελαφρυντικά για τη φρίκη. Διότι εκείνο το καλοκαίρι του 1922 αυτά συνέβησαν με εκνευριστική αλαζονεία από πρώην στρατιωτικούς δυτικούς μας συμμάχους.
Εκείνο το έτος ο λαός μας βίωσε την ολοκληρωτική ουτοπία μιας αντίφασης και την απόπειρα της ιστορικής εφαρμογής της. Κι ύστερα άβυσσος. Ένα οδυνηρό εθνικό τραύμα και μια ανεύθυνη συνθηκολόγηση.
Την επομένη οι συμμαχίες και οι αντιπαλότητες άλλαξαν. Μια σφαγή αθώων όμως, είναι πάντοτε μια σφαγή αθώων και δεν δικαιολογείται ούτε εξωραΐζεται.
Φυλακίσεις χωρίς δίκη, μεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου σαν να ήταν σκλάβοι, δημόσιες εκτελέσεις, βασανιστήρια, όμηροι, εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών, ανάλγητες σφαγές αμάχων, φωτιά. Γενοκτονία!
Τραγική ανάμνηση, το ιστορικό διάγγελμα του Ελευθερίου Βενιζέλου εκείνο το απομεσήμερο πρωτομαγιάς του 1919, που διαβάστηκε στη «Νύμφη της Ιωνίας», τη Σμύρνη, την πνιγμένη στο ανοιξιάτικο άρωμα: «Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της ειρήνης να καταλάβει την Σμύρνην, ίνα ασφαλίσει την τάξιν…». Κι έπειτα: «όσοι είδαν τη σφαγή τρελάθηκαν…». «Τέτοια καταστροφή δεν είδαν ποτέ τα μάτια μας». «Ίσως μας λυπηθεί ο Θεός». «Δεν μας λυπήθηκε», λένε κάποιες μαρτυρίες, ενώ τα τελευταία τηλεγραφήματα και οι ειδήσεις σε αθηναϊκές εφημερίδες λίγο πριν από τον όλεθρο, χαρακτηριστικά αναφέρουν στους τίτλους και τους υπότιτλους: «Πώς ενεργήθη η επίθεσις κατά του Αφιόν Καραχισάρ». «Η εκκένωσις του τομέως εγένετο εν πλήρει τάξει». «Τα στρατεύματά μας απεσύρθησαν εις την αμυντικήν γραμμήν».
Δύο «χοροί», στρατιωτών και προσφύγων, που εκφράζουν από τη μια το ζωώδες, το αφασικό και το άναρθρο και από την άλλη το ιερόν και την απογείωση. Δύο ιερές πομπές με τα σκώμματα, τις βωμολοχίες και τις παρωδίες των χλευαστών, που πορεύονται σε παράλληλους και συνάμα ομόκεντρους κύκλους. «Τότε χρειάζονταν μια σάλπιγγα κι όχι ένα σουραύλι».
Το τι άξιζαν οι λόγοι των ηγετών και οι λογικές των δογματικών, ο Τζώρτζ Όργουελ το μετράει σε αναρίθμητα βάσανα, σε μυστικές αδικίες, σε αναγκαστικές ταπεινώσεις, σε θανάτους.
Η θεία η Χρυσώ, από το Τσανάκ Καλέ που έσβησε τον Ιανουάριο του 2003 στα 91 της στην Καβάλα, ίσως να μην το ήξερε αυτό. Στα αυτιά της όμως ηχούσε μέχρι το τέλος ο θόρυβος από τα αεροπλάνα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που πετούσαν πάνω από την «Οθωμανική» Ίμβρο, όπου είχαν καταφύγει, λίγα χρόνια πριν από την καταστροφή στον πρώτο διωγμό. Παιδάκι μικρό τότε και θυμούνταν: «Τς’ Αγι’ Αναργύρ’, τς’ Αγι’ Αναργύρ’» φώναζαν οι ντόπιοι κι έτρεχαν όλοι να κρυφτούν στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων έξω από το χωριό, κτυπώντας τις καμπάνες. Λίγο πριν, πρόλαβε να παραστεί στην επέτειο για τα ογδοντάχρονα της καταστροφής. «Ογδόντα χρόνια ε! Χμ! Και τα φορτωθήκαμε στην πλάτη μας…»
Οι ήχοι παρέμειναν αναλλοίωτοι στα αυτιά ενός ολόκληρου λαού. Οι μνήμες ζωντανές. Οι επόμενες δεκαετίες καθοριστικές για την πορεία των νεοελλήνων. Τα τραγούδια μας πικραμένα αλλά και αισιόδοξα. Κάτι ανάμεσα στον λυγμό του Καζαντζίδη και τον αναστεναγμό του Μπιθικώτση.
Η Ελλάδα που επιμένει να οραματίζεται.
Πηγή: http://sarandides.blogspot.gr/2016/09/blog-post.html
Ο Α. Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμονας