Sunday 6 October 2024
Αντίβαρο
1821-Επανάσταση Αναδημοσιεύσεις Πρόσωπα

Ο Μακρυγιάννης και ο μύθος γι’ αυτόν.

Αναδημοσίευση από τον ιστοχώρο Porta Aurea ( http://www.portaaurea.gr/istoria_meletes/makrygiannis.htm ). Δυστυχώς, έχει χαθεί από τον ιστοχώρο.

                        Αφορμή για το άρθρο αυτό είναι ο τόμος «Μακρυγιάννης» του καθηγητή Νίκου Θεοτοκά (Ν.Θ.) από τη σειρά «Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας» της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ». Ωστόσο εξετάζεται και η κριτική εναντίον του Μακρυγιάννη η οποία έγινε από τον Γεράσιμο Κακλαμάνη στο βιβλίο του Η Ελλάς ως κράτος δικαίου.

            Από τον πρόλογο ο Ν.Θ. ξεκαθαρίζει ότι «ο Μακρυγιάννης είναι πια αξεχώριστος από τον μύθο που έφτιαξαν γι’ αυτόν, για τη δράση του και για τη ζωή του οι ιδεολογίες» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 10). Τέτοια απόφανση προϋποθέτει ότι ενάντια στο μύθο υπάρχει κάποια θεώρηση ξεκομμένη οριστικά από ιδεολογίες, με βάση την οποία μπορεί να κριθεί αντικειμενικά ο Μακρυγιάννης. Και προφανώς ως τέτοια θεώρηση εννοεί τη δική του, στο μέτρο του δυνατού, φυσικά.

            Ο Ν.Θ. θεωρεί την αφήγηση του Μακρυγιάννη για την γέννησή του ως κατασκευασμένη βάσει της θέλησης του Μακρυγιάννη να παρουσιαστεί ως «προορισμένος» για κλέφτης και καπετάνιος. Δηλώνει μάλιστα εξαρχής ότι «ελάχιστη σημασία έχει αν τα ιστορούμενα είναι ή όχι αληθινά» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 12)· πράγματι, σημασία έχει μέσα από μία μεταμοντέρνα ερμηνεία της «ελάχιστης σημασίας» να ερμηνεύονται τοτινές συμπεριφορές με βάση το τι πιστεύει ο σημερινός ερμηνευτής ότι επεδίωκαν οι τοτινοί άνθρωποι. Για τον Ν.Θ. είναι «πολύ διαφορετικό» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 11) το να γεννιέται ο Μακρυγιάννης «έξω εις ένα χωράφι…» από το να γεννιέται «εις τον λόγκον…εις την ερημιά»· το («έξω») χωράφι κατά Ν.Θ. θα βρισκόταν μάλλον εντός του χωριού, ενώ ο λόγκος βρίσκεται εκτός. Κι αφού δεν έχει σημασία τι είναι αληθινό, μπορεί καθένας να λέει ό,τι θέλει, για να αποδεικνύει οτιδήποτε συνεπάγεται πως η θεώρησή μας για τον Μακρυγιάννη είναι ένα ψέμα.

            Έπειτα ο Ν.Θ. αναφέρεται στο γεγονός του φόνου του πατέρα του Μακρυγιάννη. Αρχικά γράφει ότι «Τα αίτια των φονικών μένουν αδιευκρίνιστα. Θα μπορούσαν να αφορούν σε πιέσεις για εξυπηρέτηση χρεών ή σε τυχαία ληστρική επιδρομή ή, αν και δεν έχουμε σχετικές ενδείξεις, σε “βεντέτα”» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 13), όμως μετά («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 15) με βάση το ότι «ο Μακρυγιάννης δεν θέλει ή δεν θεωρεί σημαντικό να κοινολογήσει επακριβώς τις συνθήκες των φονικών» συμπεραίνει ότι η σιωπή αυτή «ενισχύει την υπόθεση ότι, ίσως, υπήρξε κάποιου είδους εμπλοκή του Τριανταφύλλου [πατέρα του Μακρυγιάννη] και των συγγενών του σε λεηλατικές δραστηριότητες κλεφτών, προς τους οποίους ο Τριανταφύλλου συνδεόταν και με σχέσεις “κουμπαριάς” ή και “αδελφοποίησης”». Αρχικά ο Ν.Θ. θεωρεί κατασκευασμένα από τον Μακρυγιάννη χάριν του «κλέφτικου ένδοξου μέλλοντος» τα της γέννησης του Μακρυγιάννη ενώ αργότερα βγάζει λίγο πολύ την οικογένεια του Μακρυγιάννη «κλέφτες». Τελικά κατασκεύασε ή όχι ο Μακρυγιάννης την εκδοχή του κλέφτη για τον εαυτό του; Και κατά πόσο η σιωπή του Μακρυγιάννη, που θα μπορούσε να οφείλεται σε οτιδήποτε εκτός από την αιτία που ο Ν.Θ. υποθέτει, συνεπάγεται την εμπλοκή σε λεηλασίες της οικογένειας του Μακρυγιάννη; Μέσα στην αοριστία και την προφανή ανεπάρκεια των ερμηνειών, ένα ίσως είναι το καλύτερο μέσο για να λέει καθένας ό,τι νομίζει θεωρώντας ότι με ένα ίσως (που τάχα εξακολουθεί να αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα) κατατροπώνει την «ιδεολογία», που εμποδίζει να δούμε την αληθινή μορφή του Μακρυγιάννη, κι όχι ότι έτσι κατασκευάζει –με το ίσως– ακόμη μια ιδεολογική θέαση.

            Στη συνέχεια εξετάζεται το γεγονός της «θαυματουργικής» διάσωσης του βρέφους Μακρυγιάννη. Πιστός, στα λόγια, στο μη εθνοκεντρικό «δεν έχει σημασία τι είναι αληθινό», αλλά ταυτόχρονα εκφέροντας εμμέσως μια άποψη για την αλήθεια της αφήγησης του Μακρυγιάννη, ο Ν.Θ. δεν νοιάζεται αν όντως θα ήταν πιθανό (εδώ ξεχνάει τα ίσως) να συνέβη ό,τι αναφέρει ο Μακρυγιάννης, δηλαδή όντως μπορεί να εγκαταλείφθηκε αρχικά για να μην προδώσει την ομάδα με το κλάμα του, έπειτα να άλλαξε γνώμη η μητέρα του και, μετά, να διασώθηκε η ομάδα (ανεξάρτητα του αν η διάσωση όλων οφείλεται στο Θεό [«που δεν υπάρχει»] ή στην τυχαία έκβαση των γεγονότων – και ανεξάρτητα από το αν αυτή η διάσωση αποδόθηκε από την μητέρα του Μακρυγιάννη και μετά από τον ίδιο στον Θεό) μαζί με το βρέφος. Αντίθετα, αρκείται στη διαβεβαίωση ότι («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 16) «καθώς συμβαίνει στις γραφές και στα παραμύθια, η σωτηρία των πολλών απαιτεί τη θυσία του αθώου και μόνο η παρέμβαση του Θεού μπορεί να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Έτσι έγινε και στην περίπτωση του “προορισμένου” Μακρυγιάννη. “Η αμαρτία του βρέφους θα μας χάση”, θα πει η μητέρα το και, μετανοώντας, θα γυρίσει να τον πάρει μαζί της, με κίνδυνο της ζωής της. Η δοκιμασία της μάνας, ο “πειρασμός” για την εγκατάλειψη και, εν συνεχεία, η απόφαση για τη σωτηρία του βρέφους, εγγράφονται στη διεκπεραίωση του σχεδίου της Θείας Πρόνοιας για τον “προορισμό” του Μακρυγιάννη». Αφήνοντας το ότι ο Μακρυγιάννης δεν αναφέρει ρητά τέτοιον προορισμό: επειδή πρέπει να αποδειχτεί ότι ο Μακρυγιάννης νόμιζε –αφελώς, εσφαλμένα ή κουτοπόνηρα– ως «προορισμένο» τον εαυτό του, γι’ αυτό οι αφηγήσεις του δεν είναι αληθινές (δεν έχει σημασία, άλλωστε) και το μόνο που έχει σημασία/είναι εφικτό είναι να καταδειχτεί ότι αυτές ταιριάζουν με «προνεοτερικά» μοτίβα. Το ότι ταιριάζουν, όμως, δεν λέει τίποτε, δεν αποδεικνύει εντελώς τίποτε σχετικά με το αν, εκτός της νοηματοδότησης των μοτίβων αυτών, πράγματι η ροή των γεγονότων ήταν εκείνη ή διαφορετική της αφήγησης του Μακρυγιάννη. Έτσι, στο όνομα της καταπολέμησης της «ιδεολογίας» ανακηρύσσεται ως αντικειμενική πραγματικότητα μια άλλη ιδεολογία, η προτεραιότητα της ερμηνείας έναντι της (άγνωστης, φυσικά, στο θέμα μας) αλήθειας.

            Δείγμα της αντικειμενικότητας του Μακρυγιάννη είναι και η παραδοχή της γενναιότητας του εχθρού. Όταν περιγράφει τη μάχη που έγινε στη θέση Λαγκάδα (Απομνημονεύματα, βιβλίο Α’, κεφάλαιο 2) ο Μακρυγιάννης, παρά την ελληνική νίκη, γράφει ότι και τα δυο μέρη πολέμησαν παλικαρίσια: «Δεν κατηγοριώνται ούτε οι Έλληνες εις την αντρεία, ούτε οι Τούρκοι· σαν λοντάρια πολέμησαν και τα δυό μέρη». Την ίδια στάση έχει περιγράφοντας και μια άλλη μάχη στον Σταυρό στα Τζουμέρκα: «Και τα δυο μέρη πολεμήσαμε αντρείως» (Απομνημονεύματα, Α’, 2). Τι συνιστά για τον Μακρυγιάννη αντικειμενικότητα της ιστορικής συγγραφής, την οποία του την αρνούνται με τον α ή τον β τρόπο σύγχρονοι μελετητές; «Η ιστορία θέλει πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου και τα καλά και τα κακά, και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι οπού θα την διαβάσουν, να μην πέφτουν σε λάθη· και τότε σκηματίζονται τα έθνη. Θα ειπής δια τον Κολοκοτρώνη, του λέγω, και τα καλά του και τα κακά του» (Απομνημονεύματα, Γ’, 4). Είναι ο Μακρυγιάννης που βλέποντας την καταπίεση των απλών χωρικών από ορισμένους οπλαρχηγούς έγραψε «Κι’  από τότε βλέποντας αυτείνη την αρετή, σιχάθηκα το Ρωμαίικον, ότ’  είμαστε ανθρωποφάγοι» (Απομνημονεύματα, Α’, 3). Είναι ο κατά ορισμένους πανεπιστημιακούς “μη αντικειμενικός Μακρυγιάννης” ο οποίος εκθέτει χωρίς να κρύψει τίποτε την σφαγή των Τούρκων του Μωριά και των Τουρκαλβανών στην Πελοπόννησο αναφέροντάς την ως «ανομολόγητον κακόν» : «οι Τούρκοι οι δυστυχισμένοι…αυτό το απάνθρωπον κάμωμα. Και την αυγή πήγαμε όλοι και είδαμε το αμολόγητον κακόν…Εφαρμακωθήκαμεν όλοι · δεν ξέραμεν τι να τους αποκριθούμεν» (Απομνημονεύματα, Α’, 2). Και: «…Ηύρε της Τούρκισσες βαφτισμένες, τους ντόπιους Τούρκους σκοτωμένους, τα τζαμιά τους γκρεμισμένα και κατακοπρισμένα. Τότε αυτός πικράθη πολύ, και Τούρκος θρήσκος…» (Απομνημονεύματα, Α’, 3). Για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο γράφει (Α’, 4) «εγώ τον έχω οχτρό γύρευε να με σκοτώση» αλλά και «ήταν ο καλύτερος απ᾿ όλους τους άλλους στρατιωτικούς».

            Έπειτα ο Ν.Θ. αναφέρεται στον Μακρυγιάννη ως τοκογλύφο («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 16 «…την τοκογλυφική δραστηριότητα του Μακρυγιάννη») κατά τα χρόνια της παραμονής του στην Άρτα. Δύσκολο, όμως, θα ήταν να παρουσιάζεται ως τοκογλύφος κάποιος ο οποίος αποστρεφόταν πλήρως το πλιάτσικο και τιμωρούσε, ως καπετάνιος, τους άνδρες του όταν πλιατσικολογούσαν τα χωριά από τα οποία περνούσαν. Ακόμα πιο δύσκολο είναι επειδή ο Ν.Θ. αποδίδει πολλά προτερήματα του Μακρυγιάννη, όπως την αποφυγή του πλιάτσικου, καθώς και την επιμονή στην πολιτική διαχείριση των αντιθέσεων («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 33) στην ενασχόλησή του με το εμπόριο. Είναι, πράγματι, παράξενο, από τη μια να επιδιώκεται εμμέσως από ορισμένους να αποδειχθεί ότι ήταν το «αστικό πνεύμα» αυτό που έκανε την Επανάσταση (υπαρκτό ακόμη και μέσα στους λαϊκούς αγωνιστές όπως ο Μακρυγιάννης) ενώ από την άλλη να εμφανίζεται ως «τοκογλυφία» το αστικό αυτό πνεύμα: ίσως αυτό να οφείλεται στην επιδίωξη δυο ταυτόχρονων στόχων: και να απομυθοποιηθεί ο Μακρυγιάννης αλλά και να «αποδειχθεί» ακόμη περισσότερο ότι η αστική τάξη κι όχι ο λαός έκαναν το 1821. Ασφαλώς ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχαν σε αυτήν πολλοί έμποροι. Αλλά δεν ήταν οι αστοί, όπως εννοούνται αυτοί και ο ρόλος τους στη Δύση, η ψυχή της Επανάστασης.

            Επιπλέον η αφιλοχρηματία του Μακρυγιάννη φαίνεται, τουλάχιστον μέσα από τα λεγόμενά του, όχι λίγες φορές. Φυσικά, για την αντίληψη που ίσως βάζει σημερινές απόψεις και προσδοκίες σε προνεωτερικούς ανθρώπους (το ωραίο είναι ότι κατά τα άλλα ορισμένοι αναρωτούνται συχνά πού ανακαλύπτουμε ένα νεωτερικό «προϊόν», το ελληνικό έθνος, στους προνεωτερικούς ανθρώπους της Ελλάδας), τα λεγόμενα του Μακρυγιάννη είναι σχεδόν ύποπτα. Ωστόσο διαβάζουμε (Απομνημονεύματα, Α’, 1) «Και έβαλε χρήματα ο Κοράκης και εγώ και αγοράζαμε με τρόπον άρματα και τα κρύβαμε εκεί οπούχαμε το μπαρούτι και εις τα ταβάνια των σπιτιών μας· και αρματώναμε τους Εφτανησιώτες και άλλους και τους δίναμε πολεμοφόδια…»· (Απομνημονεύματα, Α’, 4) «γράφτηκα ότι θέλω δουλέψη την πατρίδα μου με πίστη κι’ αμιστί»· (Απομνημονεύματα, Α’, 5) «έχω ομολογίες παλιές περίπου από σαράντα χιλιάδες γρόσια. Κι’ αφού έχασα όλα αυτά, όταν παίρνεται εσείς μιστόν κάθε μήνα από τους πολίτες»· (Απομνημονεύματα, Α’, 6) «Με είχαν ρωτήσει τι μιστόν θέλω δια τους ανθρώπους και του λόγου μου, να μας πλερώνη η Κυβέρνηση. “Ό,τι πλερώνει και τόσους άλλους και τόσους άλλους οπούχει, ας πλερώνη και τους δικούς μου· εγώ δεν θέλω τίποτας”» και «Με περικάλεσε πολύ η Κυβέρνηση και μόδωσε και χρήματα να μ’ ελκύση. Τους είπα· “Θα πάγω, αλλά θέλω να σας αποδείξω ότι εγώ δεν είμαι πραγματευτής να κάνω πραμάτεια την πατρίδα μου δια χρήματα..». Ο Ν. Θ. γράφει («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 28) «Στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αποδοκιμάζει τις λεηλασίες αλλά, παράλληλα, τις θεωρεί αναγκαίο παρεπόμενο του πολέμου. Μας λέει, και κάτι ακόμα, που αφορά τον ίδιον και το κουμάντο του. Ότι έλαβε πεντακόσια γρόσια από τα λάφυρα “εις το μερίδιόν του”, που προστέθηκαν στο απόθεμα των μετρητών που κρατούσε “στο κιμέρι του”». Επαναλαμβάνει την άποψη αυτή («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 38), ότι την πρακτική του πλιάτσικου «την ανεχόταν ή και τη δικαιολογούσε μόνο εκεί που θεωρούσε ότ δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά». Αντίθετα, ο Μακρυγιάννης γράφει (Απομνημονεύματα, Α’, 3) «Μα την πατρίδα, δεν πήρα εγώ από αυτά μίαν τρίχα. Οι σύντροφοί μου άνοιξαν μίαν κρυψιώνα και μόδωσαν εις το μερίδιόν μου, ως κεφαλή, δυο μερδικά. Τα ξετιμήσαμεν τα δυο μερδικά πεντακόσια γρόσια, κι’ αυτά όποτε αρρώσταινα τ’ άφινα εις την διαθήκη μου να τα δώσουνε ‘σ εκκλησιές». Πώς αποδεικνύεται ότι θεωρεί την λεηλασία αναγκαίο πολεμικό παρεπόμενο, δηλαδή ότι την ανεχόταν ή τη δικαιολογούσε ο Μακρυγιάννης, που γράφει (Απομνημονεύματα, Α’, 3) «σιχάθηκα το Ρωμαίικον, ότ’ είμαστε ανθρωποφάγοι» αποδοκιμάζοντας την λεηλασία, και (Απομνημονεύματα, Α’, 6 για το Μενίδι) όταν εμπόδιζε το πλιάτσικο συγκρουόμενος με τον Γκούρα μη αφήνοντάς τον να πλιατσικολογήσει, και (Απομνημονεύματα, Α’, 6) «δεν άφησα τους ανθρώπους μου να πάρουν μίαν τρίχα. Ένας πήρε ένα σαχάνι να κενώσουμε το φαΐ και τον έδιωξα και το πήγε οπίσου εκεί οπού το πήρε», και «’Σ ένα χωριόν πλησίον εις το Τριπόταμον καμπόσοι απ’ αυτούς γυμνώνουν το χωρίον χωρίς να με στοχάζωνται ως μεγαλύτερόν τους. Φοβήθηκα μη μου γυμνώσουνε και το Σισινόπουλο κι’ άλλους και φανώ ψεύτης κι’ άπιστος»· και (Απομνημονεύματα, Α’, 9) «Γύρευαν ν’ αλιμουργιάσουμεν τα σπίτια των προκρίτων, να τους πιάσουμεν στανικώς, να τους γυμνώσουμεν. Τότε εγώ ‘σ αυτό δεν έκλινα κ’ έβγαλα εξ ιδίων μου και πλέρωσα τους ανθρώπους» (απέτρεψε από το πλιάτσικο τους στρατιωτικούς στην Ύδρα – δεν «ανέχτηκε» ως αναγκαίο το πλιάτσικο των άλλων) είναι μυστήριο. Όσο για τα 500 γρόσια, την κατάληξή τους αναφέρει ο Μακρυγιάννης, όχι όμως κι ο Ν.Θ.

            Έπειτα, είναι εσφαλμένο να κατηγορείται ο Μακρυγιάννης επειδή ήταν έμπορος που δάνειζε με τόκο. Ο Θ. Ρηγόπουλος, γραμματικός του Πάνου Κολοκοτρώνη, στο Ημερολόγιό του γράφει πως ο Κολοκοτρώνης είχε φέρει από τα Επτάνησα ένα θησαυρό σε χρυσά νομίσματα. Αυτό το θησαυρό τον απόχτησε από μισθοφορίες, εμπόρια και άλλες δραστηριότητες. Στη Ζάκυνθο λ.χ. τόκιζε χρήματα. Έχει σωθεί ένα συμφωνητικό της 1 Αυγούστου 1818: “Έλαβα από τον καπετάν Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη τζικίνια χρυσά βενέτικα εκατό με το διάφορό τους προς δώδεκα τα εκατό” (Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21, τ. 1, σ. 262).

            Ο Ν.Θ. αναφέρει ότι ο Μακρυγιάννης έγινε αρχηγός σε τέσσερα χωριά των Σαλώνων επειδή συστήθηκε από τον αδερφό του «στους καπεταναίους του Ανδρούτσου» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 30) κι έτσι τα κατάφερε «με τη δική τους σύσταση». Όμως ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι (Απομνημονεύματα, Α’, 4) «Θέλησαν και τέσσερα χωριά…να με βάλουν κεφαλή τους…· το φθόνησαν οι άλλοι οι αρχηγοί αυτό, να μην τους λιγοστέψω τον ραγιά τους. Όμως τα χωριά επίμεναν και τα τέσσερα συνφώνως και τα σύναζα…», χωρίς αναφορά στον Καψιμάλη. Μάλιστα ο Ν.Θ. υποστηρίζει ότι ο Μακρυγιάννης γνώριζε για ποιο λόγο κέρδισε τη θέση του αρχηγού στα Σάλωνα, αλλά δεν τον κατέγραψε («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 31)· και πάλι έχουμε εικασίες, το βάρος της τεκμηρίωσης των οποίων πέφτει στον Ν.Θ. Άλλωστε ο Μακρυγιάννης είχε αποκτήσει καλή φήμη, τόσο επειδή δεν έπαιρνε μισθό (Απομνημονεύματα, Α’, 4) όσο και γιατί φερόταν καλά στους πρόσφυγες της Άρτας, στους χωρικούς της Βλύχας και στους Καραγκούνηδες του Σπαρτοβουνίου (Απομνημονεύματα, Α’, 3).

            Ο Ν.Θ. αναγνωρίζει ότι ο Μακρυγιάννης σε αντίθεση με άλλους καπεταναίους αποστρεφόταν τη λογική του αρματολού και την αρματολική παράδοση («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 33-4). Αυτό είναι αλήθεια, προφανώς αναγνωρίζεται ως προϊόν της «δυτικής», εμπορικής δραστηριότητας του Μακρυγιάννη. Ωστόσο, αφήνοντας τη συζητήσιμη άποψη ότι ο Μακρυγιάννης είχε τέτοια πολιτική αντίληψη λόγω των εμπορικών του δραστηριοτήτων, ο Μακρυγιάννης αυτή τη λογική δεν τη συνδύαζε με δυτικιστικές αντιλήψεις· κι ακριβώς το αντίθετο από την λογική «οι αστοί (το αστικό ήθος) έφτιαξαν το ‘21» υποδεικνύει η φανέρωση της πτυχής αυτή του Μακρυγιάννη: ότι ήταν δυνατή μια συναίσθηση νομιμότητας που δεν ήταν εκδυτικισμένη, αλλά ήταν και παραδοσιακή-Ανατολική και υπέρ της συγκρότησης ενός κράτους δικαίου στο οποίο οι τακτικές της Τουρκοκρατίας δε θα είχαν θέση. Όμως ο Ν.Θ. αντιλαμβάνεται την θέση του Μακρυγιάννη ως ένα είδος απόδειξης ότι «μιλάει εδώ ως υποκείμενο της νεωτερικότητας» («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 49)· η προσπάθεια να αποδειχθούν «νεωτερικοί» ο Μακρυγιάννης, όπως παλιότερα ο Παπαδιαμάντης, δεν είναι βάσιμη.

            Έπειτα ο Ν.Θ. ερμηνεύοντας την στάση του Μακρυγιάννη κατά τον εμφύλιο περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει τα πράγματα («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 41-42). Δίχως δικαιολογία αρνείται την δικαιολογία του Μακρυγιάννη για την στάση του, μια να είναι με το Εκτελεστικό και μια με το Βουλευτικό (Απομνημονεύματα, Α’, 6): «Ρωτάμε εμείς τι πράγμα είναι αυτή η φατρία (Δεν την ξέραμε εις την πατρίδα μας αυτείνη την λέξη)…Δεν ήξερε κανείς τι να κάμη. Ήμουν άμαθος από τέτοια» ως δήθεν μη διαφωτιστική. Κι όμως, ο Ν.Θ. είχε καταδείξει την μη «αρματολική» πολιτική νοοτροπία του Μακρυγιάννη, την «νομιμόφρονα» προσήλωσή του στον πόλεμο υπέρ του έθνους. Για ποιο λόγο μια τέτοια νοοτροπία συνδυαζόμενη με την έως τότε συναναστροφή του Μακρυγιάννη με καπεταναίους (συναναστροφή που συνεπαγόταν ότι ήταν αμέτοχος σε «νεωτερικές» ή φαναριώτικες πολιτικές ίντριγκες έως τότε) να μην είναι επαρκείς λόγοι που εξηγούν την αμηχανία του να εκλέξει στρατόπεδο και την μεταστροφή του Μακρυγιάννη από το ένα στρατόπεδο στο άλλο, αλλά –κατά Ν.Θ.– η αμηχανία και η μεταστροφή να οφείλονται περισσότερο ή αποκλειστικά στο ζήτημα της μισθοδοσίας των ανδρών του; Επιπλέον ο Μακρυγιάννης, όπως φαίνεται, άλλαζε απόψεις για άτομα. Για τον Κολοκοτρώνη όσο και τον Καποδίστρια (Απομνημονεύματα, πρόλογος) έχει άλλοτε αρνητική άποψη και άλλοτε (Απομνημονεύματα, Επίλογος) αποδίδει τα κατ’ αυτόν αρνητικά τους στην επίδραση του περίγυρου: [Ο Κολοκοτρώνης] «Ήταν καλός πατριώτης, αλλά οι δικές σου [=του Μεταξά] συβουλές όλο σε εφύλιους πόλεμους τον κινούσανε και σε μεγάλη διχόνοια με τους πατριώτες του» και (Απομνημονεύματα, Γ’, 7) «[ο Καποδίστριας] δυο χρόνια μάς κυβέρνησε αγγελικώς, ύστερα, τ’ αδέλφια του φταίγαν, αυτός, δεν ξέρω». Τέτοιος τρόπος σκέψης καθιστά αξιόπιστη την «εκ των υστέρων δικαιολόγηση» και την «αναδρομική» έγνοια του Μακρυγιάννη (λες και δεν γράφτηκαν, έτσι κι αλλιώς, «αναδρομικά» τα Απομνημονεύματα) να εξηγήσει την στάση του. Έπειτα, η άρνηση του Μακρυγιάννη (Απομνημονεύματα, Α’, 6) να «βαρέσει» μαζί με τον Γενναίο το Βουλευτικό πάλι δεν είναι απαραίτητο να βασίζεται στην κατά Ν.Θ. («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 43) έγνοια του Μακρυγιάννη να μισθοδοτούνται οι άντρες του, αλλά στην αηδία του για την τακτική του πλιάτσικου από τον Γενναίο και στην αποφυγή της λεηλασίας. Άλλωστε ο Μακρυγιάννης αμέσως (Απομνημονεύματα, Α’, 6) φάνηκε έτοιμος να εγκαταλείψει και την Κυβέρνηση όταν είδε τον Γ. Νοταρά να βασανίζει έναν απλό πολίτη. Και (Απομνημονεύματα, Α’, 6) αντιτάχθηκε στον αέναο εμφύλιο λόγω της διαφωνίας Ζαΐμη-Κουντουριώτη παρά την προσφορά 1000 γροσίων ως μισθού.

            Ο Ν.Θ. υποστηρίζει («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 72) ότι από ένα σημείο κι έπειτα ο Μακρυγιάννης παραμερίζει τις παλιές έχθρες του με διάφορους καπεταναίους και υποστηρίζει τα δίκαια των αγωνιστών. Πράγματι, ο Μακρυγιάννης υπερασπίστηκε διάφορους στρατιωτικούς ή παρουσιαζόταν ως ουδέτερος όταν του ζητιόταν να κυνηγήσει τους ανυπότακτους στρατιωτικούς. Ωστόσο η συμπάθειά του αυτή δεν ήταν αρκετή ώστε να παρέχει την εύνοιά του σε ληστές όπως ο Γρίβας (Απομνημονεύματα, Γ’, 3):  «Τότε όσους ήταν άξιοι δια παλούκι, όλους τους ληστάς, τους σύναξε ο Γρίβας και προστάζει ο Κατζιλέρης ο Αρμασπέρης, διορίζει κ’  εμάς ‘πιτροπή κατά το ριπόρτο του Γρίβα…να τους κάμωμεν αξιωματικούς (…) Εγώ τους είπα:  ” Τα χέρια μου και τα δυο να τα κόψετε, υπογραφή δεν βάνω να βαθμολογήσω ληστάς, οπού κάψαν της εθνικές καζάρμες και σκότωσαν και της φυλακές των συνόρων!”». Αυτή είναι η δήθεν έλλειψη αντικειμενικότητας του Μακρυγιάννη.

            Τέλος, ο Ν.Θ. δέχεται ότι ο Μακρυγιάννης ήταν μπλεγμένος σε απόπειρα δολοφονίας του Όθωνα και της Αμαλίας («Μακρυγιάννης»-Τα ΝΕΑ, σ. 104): «Έχουν γραφτεί πολλά για να αμφισβητηθεί η αντικειμενικότητα αυτής της δίκης, για να αναιρεθεί το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων..Ωστόσο η απόφαση φαίνεται πως βασίστηκε σε πραγματικά περιστατικά. Υπήρξαν, δηλαδή, πρόσωπα με κύρος, άνθρωποι τίμιοι και αξιόπιστοι, που κατέθεσαν ότι ο Μακρυγιάννης ήταν μπλεγμένος σε ένα σχέδιο σκοτεινό…Η ιστοριογραφία που φιλοτέχνησε το πορτραίτο του «πατριδοφύλακα» θεώρησε τις κατηγορίες εναντίον του Μακρυγιάννη κατασκευασμένες, τις καταθέσεις των μαρτύρων ψευδείς, την ετυμηγορία του δικαστηρίου διαβλητή και αμφισβητήσιμη. Τα πραγματικά, όμως, περιστατικά δεν φαίνεται να δικαιώνουν τους όψιμους συνηγόρους του Μακρυγιάννη αλλά τους δικαστές». Βέβαια, στους όψιμους συνηγόρους συγκαταλεγόταν ήδη από τα 1907 ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος χαρακτηρίζει τον δικηγόρο Ν. Στεφανίδη (35 ετών τότε), κύριο μάρτυρα, στην κατάθεση του οποίου βασίστηκαν οι δικαστές, ως «διάσημον ύστερον επί ελευθεροστομία και βωμολοχία», με άλλα λόγια αμφιβόλου ηθικής ποιότητας. Στην ίδια την κατάθεση του Στεφανίδη ο Μακρυγιάννης φέρεται να πιστεύει σε θαυματουργικό θάνατο του Όθωνα λέγοντας στον Στεφανίδη: «…αφού γίνη αυτό το θαύμα, και ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα θα τσακισθούν εμπροστά εις την εκκλησίαν ή καθ’ οδό…» αναφέροντας άλλες δύο φορές ως «θαύμα» το θάνατο των βασιλιάδων «μαζί με τα άλογά τους» δίχως να κάνει ποτέ λόγο για εκτέλεση από ανθρώπινο χέρι – πράγμα που συμπίπτει με όσα γράφονται στα Οράματα και θάματα.

            Στην απομυθοποίηση του Μακρυγιάννη έχει συμβάλλει παλαιότερα κι ο Γιάννης Κορδάτος. Ωστόσο πέφτει κι αυτός σε αντιφάσεις, αφού στα 1957 γράφει «Όσο κι αν έκανε το φίλο του λαού, ο πόθος του ήταν να πάρει γαλόνια, ν’ αποκτήσει περιουσία και να θεωρείται κι αυτός ένας από τους τρανούς. Έτσι σιγά σιγά άρχισε να μισεί το λαό…» (Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Γ’), ενώ στα 1947 («Η λαϊκή μούσα για τους δημοκρατικούς αγώνες του στρατηγού Μακρυγιάννη, εφ. Ελεύθερη Ελλάδα, 7 Φεβρουαρίου): «Βγαλμένος από τα σπλάχνα του λαού δεν ξιπάστηκε από τις τιμές και τις κολακείες που του έκανε ο Όθωνας, και κράτησε πιστά την τιμή του λαϊκού αγωνιστή. Ώς την τελευταία του πνοή στάθηκε κοντά στο λαό και αγωνίστηκε για τις πολιτικές του ελευθερίες».

            Πριν από τον Ν. Θεοτοκά αλλά μετά τον Γ. Κορδάτο ο Γεράσιμος Κακλαμάνης (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου) επίσης επιχείρησε το «ξεσκέπασμα» του «ολέθριου ρόλου» του «Μακρυγιαννισμού» (όπως ο ίδιος τον αναφέρει) στη διαμόρφωση της νεοελληνικής συλλογικής νοοτροπίας. Ο Γ.Κ., όπως ο Θεόδωρος Ζιάκας (Έθνος και Παράδοση, σ. 49) παρατηρούσε ήδη το 1993, με την πρότασή του για «διεθνοποίηση» του νεοελληνικού «παρασιτικού» κράτους, μηδενίζει την Νεοελληνική Ιστορία αρνούμενος την αξία της εθνικής μας Επανάστασης, κι αυτό σε συνθήκες που η απειλή της Τουρκοκρατίας ξαναζωντανεύει στην περιοχή μας. Όπως σωστά παρατηρεί ο Θ.Ζ. (Έθνος και Παράδοση, σ. 56), ο Γ.Κ. αντιλαμβανόταν την Ιστορία ως «μια αυστηρή αιτιοκρατική αλυσίδα γεγονότων, οπότε η σημερινή κακοδαιμονία μας πρέπει να αναζητηθεί σε μια ατυχή έκβαση κάποιας “κρίσιμης μάχης” που έλαβε χώρα στο παρελθόν….Για τον Γερ. Κακλαμάνη το παιχνίδι παίχτηκε και χάθηκε επί Καποδίστρια και Όθωνα, όταν ο υποτιθέμενος “μακρυγιαννισμός” τορπίλισσε την προσπάθεια οικοδόμησης κράτους δικαίου». Ο Γ.Κ. ανέλυε την Βαυαροκρατία με βάση τον «Μακρυγιαννισμό» όπως οι θεολόγοι την πραγματικότητα με βάση τη δράση του Σατανά. Η συνωμοσιολογία, χαρακτηριστική μορφή πρωτόγονης και μανιχαϊστικής σκέψης, είναι αναπόφευκτη: «Το ένα τέταρτο του ογκώδους βιβλίου του για την Ελλάδα ως κράτους δικαίου, είναι αφιερωμένο στον υπερφυσικό ρόλο των μυστικών υπηρεσιών στη διαμόρφωση των διεθνών και εσωτερικών σχέσεων», παρατηρεί ο Θ.Ζ. (Έθνος και Παράδοση, σ. 57). Για να καταλάβει κανείς την ποιότητα του υποβάθρου της επίθεσης του Γ.Κ. στον «Μακρυγιαννισμό», ο Γ.Κ., μεταξύ πολλών παρομοίων, ισχυριζόταν (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου, σ. 271) ότι λίγο πολύ ότι οι λεηλασίες και αναγκαστικά η καταστροφή των ελληνικών χειρογράφων κατά την πρώτη Άλωση του 1204 και την Φραγκοκρατία ήταν κάτι το πολύ θετικό[1], καθώς έγραφε: «Τα χειρόγραφα [Ψελλού, Φώτιου, Πυθαγόρα, Προσωκρατικών, όπως αναφέρει πριν] τα έσωσαν οι Καταλανοί του Μεσαίωνα και εκδόθηκαν επί τέλους από τις βιβλιοθήκες της Μαδρίτης». Αλλού (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου, σ. 69) παρουσίαζε τους Οσμανούς ως ανεκτικούς και τους Έλληνες ως εντελώς άσχετους με την Αρχαιότητα: «Βλέποντας π.χ. τις αναστηλωτικές προσπάθειες των Τούρκων για τα αρχαία μνημεία της Μικράς Ασίας [σημ.: τα οποία οι Τούρκοι παρουσιάζουν πάντα ως αρχαιότητες «Ρωμαϊκές», «της Ανατολίας», «των Εφέσιων» κ.λπ., αλλά ποτέ ως ελληνικά, των Ελλήνων/Βυζαντινών – αλλά αυτό δεν ενοχλούσε τον Γ.Κ.], να καταλάβη μεταξύ των άλλων και το πνεύμα ανοχής που διείπε τις σχέσεις των κατά την προηγούμενη πολυεθνική τους ιστορία, παρατηρώντας δε την ελεεινή κατάσταση των μνημείων του ελληνικού χώρου να καταλάβη ότι οι σημερινοί “Έλληνες” καμμία απολύτως σχέση δεν έχουν με ο,τιδήποτε από το αρχαίο παρελθόν». Επίσης ο Γ.Κ. διεπόταν από μια περίεργη φυλετική-ουσιοκρατική αντίληψη του έθνους γράφοντας (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου, σ. 90): «Το νέο κράτος έπρεπε να το λένε βέβαια “Ελλάδα”, δεν υπήρχε όμως κανένα χαρακτηριστικό των “Ελλήνων”, αφού η σύνθεση του πληθυσμού ήταν Αρβανίτες, Τούρκοι, Έλληνες, Βλάχοι, Σλάβοι, Πομάκοι, Γύφτοι κ.λπ.»· «οι μεν γηγενείς ήταν ένα μίγμα αλβανοελληνοσλαβισμού και Τούρκων» (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου, σ. 138). Υπήρχαν δηλαδή ουσιοκρατικά νοούμενοι Τούρκοι, Αρβανίτες, Σλάβοι όλοι οι λαοί του Αίμου, κ.λπ, με δικά τους χαρακτηριστικά (φυλετικά; Μάλλον, αλλιώς κι αυτοί θα υποδιαιρούνταν από τον Γ.Κ. σε επί μέρους «φυλές»), αλλά όχι φυσικά Έλληνες με ελληνικά χαρακτηριστικά – αν, πάλι, υπήρχαν, τότε θα είχαν δικά τους, ελληνικά, χαρακτηριστικά και δικαίως θα έπρεπε να λέγεται «Ελλάδα» η χώρα. Άλλωστε οι ακροβασίες περί «μουσουλμανικού Ελληνισμού» απαιτούν μια εξήγηση του τι είναι «Έλληνας», τμήμα του οποίου θα ήταν ο «μουσουλμάνος Έλληνας». Τέλος, σύμφωνα με τον Γ.Κ., το ΕΑΜ ήταν δημιούργημα των Ναζί, «είναι δηλαδή οι ίδιοι οι Ναζί που επιδίωξαν την δημιουργία του ΕΑΜ, που το εχρηματοδότησαν και του προμήθευσαν τα όπλα» (Η Ελλάς…, σ. 217), ενώ ενδεχομένως οι Ιταλοί να μην επιτέθηκαν στην Ελλάδα το 1940 (Η Ελλάς…, σ. 219).

            Ο Γ.Κ. υποστήριζε στο βιβλίο τουΤο ανατολικό ζήτημα σήμερα ότι ««Ἕλληνες» ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἑνιαίου λαοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς σήμερα, «ὑπῆρξαν» μόνο στὰ «ἑλληνικὰ συντάγματα» καὶ ποτὲ στὴν πραγματικότητα. Τὸ «Ἕλληνες» εἶναι ἁπλῶς ἕνας πολιτιστικὸς χαρακτηρισμός, πού ἀποτελεῖ τὴν ὑποδομὴ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου καὶ εἶναι ἄσχετος μὲ ὁποιαδήποτε ἔννοια λαοῦ καὶ φυλῆς. Οἱ Ἕλληνες ὡς φυλὴ -μέσα στὴν ἔννοια τοῦ πολιτιστικοῦ ἑλληνισμοῦ πού λέμε- ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν μιὰ ἀσήμαντη μειονότητα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Ἕλληνες σ’ αὐτὴν εἶναι οἱ μορφωμένοι Τοῦρκοι, Σλάβοι, Ρουμάνοι, Ἕλληνες καὶ πιθανὸν καὶ Ἄραβες». Πρόκειται περί μιας απίστευτης ανοησίας: Ποτέ δεν υπήρξαν μορφωμένοι Τούρκοι οι οποίοι να ένοιωσαν Έλληνες. Η “φυλετική” προέλευση, λίγων σχετικά, εξελληνισμένων Σλάβων ή Ρουμάνων δεν συνεπάγεται την ανυπαρξία ενός ελληνικού λαού με ένα ορισμένο βαθμό καταγωγής και συνέχειας από τους αρχαίους Έλληνες. Τέλος, υπάρχουν εκατοντάδες (τουλάχιστον) μαρτυρίες για ελληνικό λαό και Έλληνες από την Αρχαιότητα έως το 1821. Ο Γ. Κακλαμάνης στο ίδιο βιβλίο υποστήριζε ότι «Οι μωαμεθανοί, που ήσαν ως επί το πλείστον Αρβανίτες, παρέμεναν η πλειονότης. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνών μας, που μέχρι τώρα δεν έχουν αμφισβητηθή, στο ίδιο το κράτος του Όθωνα τα 2/3 των κατοίκων ήσαν μωαμεθανοί». Όμως, είναι γνωστό ότι στην Πελοπόννησο λίγο πριν το 1821 κατοικούσαν 40.000 Τούρκοι (Μουσουλμάνοι) και 400.000 Χριστιανοί (Έλληνες) ενώ αντίστοιχη ήταν και η κατάσταση στη Ρούμελη, με ελαφρώς περισσότερο ποσοστό μουσουλμανικού πληθυσμού. Τα περί μουσουλμανικού πληθυσμού ως 2/3 του πληθυσμού στην ελεύθερη Ελλάδα του 1832 είναι εντελώς εσφαλμένη άποψη, όπως και τα περί αρβανίτικης πλειονότητας στο ελλαδικό κράτος του 1832 (βλ. γλωσσικό χάρτη Πελοποννήσου του 19ου αιώνα: http://de.academic.ru/pictures/dewiki/80/Pelopones_ethnic.JPG , όπου φαίνεται ότι οι Αρβανίτες ήταν ελάχιστη μειονότητα και φυσικά οι Αρβανίτες που πολέμησαν τους Οθωμανούς δεν ήταν μουσουλμάνοι) όμως σε τόσο καταφανείς ανακρίβειες βασιζόταν ο Γ.Κ. (είχε το θράσος και να ζητά από τους αναγνώστες του να αποδείξουν το αντίθετο αυτονόητο). Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοείται η κριτική του Γ.Κ. προς τον Μακρυγιάννη.

            Επί της ουσίας ο Μακρυγιάννης δεν ήταν προγραμματικά ενάντιος στη νομιμότητα εντός του κράτους: (Απομνημονεύματα, Α’, 6) «Δια την στερέωση της πατρίδος μου και νόμους, δια ‘κείνο πεθαίνω, όχι δια άλλο. Και οι Γύφτοι νάχουν την Κυβέρνησιν, εγώ υποτάζωμαι». Και (Α’, 6) «ποίον έθνος χωρίς διοίκησιν και νόμους ευδοκίμησε και δεν εχάθη; Κ’ εμείς χωρίς νόμους δεν πάμε ομπρός· και δεν μας γνωρίζουν και τ’ άλλα τα έθνη». Επίσης (Γ’, 7) «Μίλησα φρόνιμα σε πολλούς· “δεν είναι καλή η οχλαγωγία· σήμερα το κάνουν αυτεινών κι’ αύριον θα το πάθωμεν εμείς”». Το κράτος δικαίου των Βαυαρών άλλωστε ήταν (Απομνημονεύματα, Γ’, 1) αυτό: «Ο φίλος μου ο Αιντέκ επειράχτη και μόκρινε με πολύ φαρμάκι· “Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα και φέρνει εδώ και σας υποτάζει”». Έπειτα ο Γ.Κ. απέκοβε φράσεις του Μ. από το ιστορικό τους πλαίσιο: «Αν είναι να μείνωμε ημείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα» ώστε να φαντάζουν ακατανόητες και συνεπώς τερατώδεις. Το ιστορικό πλαίσιο είναι η περιφρόνηση και οι διώξεις των αγωνιστών του 1821 και ο πλουτισμός των αυλόδουλων πολιτικών και των ευνοούμενων των Βαυαρών, τα οποία αποσυνέδεαν την ελευθερία από την ευνομία και την ισότητα.

Όσον αφορά στην παραπάνω φράση που αποδίδεται (Η Ελλάς…, σ. 92) από τον Γ.Κ. στον Μακρυγιάννη, ο Γ.Κ. βασίζεται στο έργο του Μ. Γράψα, Ελληνική πολιτική εγκυκλοπαίδεια, τχ. Α’, Η πρώτη εθνική Συνέλευσις 1843-1844 (Αθήναι 1947), σελ. 21, όπου και παρατίθεται αυτή επί λέξει. Το έργο αυτό του Γράψα είναι μια σύντομη περίληψη των συζητήσεων και αγορεύσεων κατά την Α’ εθνοσυνέλευση του 1843-4. Όμως αφενός στα ίδια πρακτικά διαπιστώνουμε ότι, βάσει απόφασης που ελήφθη κατά τη συνέλευση της 19ης Νοεμβρίου 1844, στα πρακτικά δεν θα αναφερόταν το όνομα του πληρεξούσιου του οποίου η ομιλία θα καταγραφόταν, παρά μόνο η ίδια η ομιλία. Συνεπώς, ακόμη κι αν υπήρχε τέτοια φράση στα ίδια τα πρακτικά, δεν θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε εάν είχε ειπωθεί από τον Μακρυγιάννη. Αφετέρου η φράση αυτή δεν υφίσταται στα πρακτικά. Υπάρχει βέβαια στην ΚΣΤ’ συνεδρίαση, της 8ης Ιανουαρίου 1844 το εξής τμήμα της ομιλίας ενός πληρεξούσιου, του οποίου πάλι δεν αναφέρεται το όνομα στα πρακτικά, στο οποίο διαβάζουμε: «Πολλοί όμως από αυτούς [=τους ετερόχθονες] μας ηπάτησαν τόσους χρόνους χαμερπώς και δολίως, και μας ερρόφησαν το αίμά μας, τους αγώνάς μας, τα[ς] θυσίας μας και μας απεμάκρυναν και από τα πράγματα της κοινής μας πατρίδος, μας εκακοσύστεναν ακόμη και εις τον Αρχηγόν του έθνους μας, και επροσπάθησαν να χάσουν και αυτόν και ημάς. πάλιν μολοντούτο η ευσπλαγχνία του θεού ηθέλησε να σώση τον Βασιλέα μας και ημάς και έγεινεν η μεταβολή της 3 Σεπτεμβρίου δια να σωθώμεν και εσώθημε. Τώρα λοιπόν και η ευγενία των ας καθήσουν εις την κοινήν ημών πατρίδα, και ας τηράξουν το έργον των, να τραβήξουν όμως χέρι από τα πράγματα της πατρίδος, εδούλευσαν αυτοί τόσα χρόνια, να δουλεύσουν και οι Έλληνες του αγώνος άλλα τόσα, και έπειτα εμβαίνουν πάλιν και η ευγενία των, διότι τότε δεν ημπορώ να φαντασθώ εγώ ως Έλλην αγωνιστής, ότι αφού ελευθερώθην από την τυραννίαν του Σουλτάνου έγεινα σκλάβος παντοτεινός του δόλου και της απάτης των τοιούτων, και εις το εξής να παύσουν από κάθε πράγμα». Το τμήμα αυτό είναι όμοιο με μια επιστολή του Μακρυγιάννη στην εφημερίδα Ανεξάρτητος (φύλλο 67/23-1-1844). Προφανώς το περιεχόμενο αλλά και το ύφος της αποδιδόμενης στον Μακρυγιάννη ρήσης διαφέρει κατά πολύ από το αυτά του παραπάνω λόγου που αναφέρεται στα πρακτικά. Ωστόσο, ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του (Δ’, 1) φαίνεται να εναντιώνεται στην διαίρεση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων την οποία υποστήριξαν άλλοι πληρεξούσιοι στην Συνέλευση: «Θέλουν εις την Συνέλεψη να κομματιάσουνε το Έθνος. Τόκαμαν αυτόχτονας κ’ ετερόχτονας. Και μια διχόνοια, οπού τηράγει ο ένας χριστιανός τον άλλον, οι μέσα με τους έξω, ως Τούρκους όταν τους πολεμούσαμεν. Αυτά ήταν έργα του κυρίου Κωλέτη και των αλλουνών – συνοημένοι και με τον Παλαμήδη και μ’ άλλους», κι αυτό συνηγορεί ακόμη περισσότερο στην άποψη ότι δεν είναι δυνατόν ο Μακρυγιάννης να υποστήριξε όσα η αποδιδόμενη σε αυτόν ρήση λέει. Βλέπουμε ότι ο Μακρυγιάννης δεν συμμαχούσε με τον Παλαμήδη, με τον οποίον όμως τον τσουβαλιάζει ο Γ.Κ. βασιζόμενος στον Μ. Γράψα. Αλλά ακόμη και για τον Παλαμήδη η άποψη των Γ.Κ. και Μ. Γράψα δεν ισχύει βάσει των πρακτικών της Εθνοσυνέλευσης. Οι δυο συγγραφείς ισχυρίστηκαν ότι ο Ρ. Παλαμήδης είπε κατά την Α’ Εθνοσυνέλευση «Ημείς δεν στερούμε τους ετερόχθονας παρά την ενέργειαν της εξουσίας… Ας επιχειρήσωσι ιδιωτικά έργα, ας καλλιεργήσωσι γαίας, ας μετέλθωσι εμπόριον και βιομηχανίας, εις τα Υπουργήματα όμως δεν τους δεχόμεθα… Ας τραβηχθούν δι’ ολίγα χρόνια να κανονίσωμεν ημείς μόνοι την υπηρεσίαν μας. Πρόκειται ΝΑ ΡΙΨΩΜΕΝ ΒΑΛΣΑΜΟΝ εις τας πληγάς μας και όχι τρεμεντίνα». Ωστόσο, στα ίδια τα πρακτικά (ΚΗ’ συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 1844) ένας πληρεξούσιος, του οποίου το όνομα επίσης δεν καταγράφτηκε, αναφέρει για τους ετερόχθονες διορισμένους στο Δημόσιο: «Μήτε δι’ αυτούς μήτε δι’ ημάς υπάρχουν χρήματα· αν έχωσιν πατριωτισμόν, ας έλθωσι να συμπράξωμεν ομού προς ενίσχυσιν της γεωργίας, της βιομηχανίας και του εμπορίου». Ενώ στην επόμενη συνεδρίαση (ΚΘ’, 12 Ιανουαρίου 1844) διαβάζουμε το λόγο ενός άλλου πληρεξούσιου: «Δεν αποκλείομεν κανένα, εις πάντας τους από του 1827-1843 ελθόντας αναγνωρίζομεν τα πολιτικά δικαιώματα, την ενέργειαν μόνον της πολιτικής εξουσίας αφαιρούμεν παρ’ αυτών…Νυν δε ότε πρόκειται να θεραπευθώσι τα του έθνους δεινά, δεν ζητούμεν παρ’ αυτών, ειμή επί ολίγον χρόνον ν’ αποσυρθώσι των πραγμάτων, απολαύοντες πάντων των άλλων πολιτικών δικαιωμάτων». Ένας άλλος πληρεξούσιος είπε (Λ’ συνεδρίαση, 13-1-1844) «Αφού λοιπόν οι ετερόχθονες περιεθάλφθησαν επί τοσούτον χρόνον, δεν δικαιούνται και οι αυτόχθονες ήδη ν’ απολαύσουν τουλάχιστον ταύτα;». Κι εδώ τα περιεχόμενα είναι διαφορετικά.

Η επίμαχη φράση του Μακρυγιάννη δεν υπάρχει στα επίσημα πρακτικά, λοιπόν. Υπάρχει, όμως, σε δύο αθηναϊκές εφημερίδες οι οποίες κάλυπταν την εθνοσυνέλευση και παρέθεταν ορισμένους από τους λόγους των πληρεξουσίων. Η πρώτη είναι η εφημερίδα Ο φίλος του λαού, φύλλο 231ο, της 14ης Φεβρουαρίου 1844. Σύμφωνα με αυτήν την εφημερίδα ο Μακρυγιάννης είπε κατά την την συνέλευση της 12ης Ιανουαρίου 1844 μεταξύ άλλων τα εξής, όταν έκανε λόγο για το ζήτημα των ετερόχθονων: «Τί θὰ εἰποῦν αἱ εὐεργέται μας αἱ Δυνάμεις; τοὺς εὐχαριστοῦμεν· δὲν εἴπομεν τὸ ἕν δι’  ἄλλο. Ὅταν ἡμεῖς εἴχαμεν τὴν ἀρχὴν στὸ χέρι, ἦτο πόλεμος, τώρα ἦταν αἱ ἀρχαὶ εἰς αὐτουνούς, ὅπου τέτοιωσαν. Ἂν εἶναι νὰ μείνωμεν ἡμεῖς νηστικοί, ἂς  πάγη στὸν διάβολον ἡ ἐλευθερία. Ἔφαγαν αὐτοί, ἂς φάμεν καὶ ἡμεῖς τώρα». Τα ίδια ακριβώς φέρεται να είπε ο Μακρυγιάννης στην συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1844, σύμφωνα με την εφημερίδα Ελπίς, φύλλο 112ο της 29ης Ιανουαρίου 1844Όμως το ότι έτσι αναφέρουν δυο εφημερίδες δεν σημαίνει ότι πρέπει να δεχτούμε τα γραφόμενά τους, αν δεν διαβάσουμε και τι αναφέρουν οι άλλες εφημερίδες για τον Μακρυγιάννη. Σύμφωνα με την εφημερίδα Ανεξάρτητοςφύλλο 67ο της 23ης Ιανουαρίου 1844, ο Μακρυγιάννης κατά την συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1844 «εὐχαριστῶν τὰς Εὐρωπαϊκὰς Δυνάμεις δί ὅσα συνετέλεσαν εἰς τὴν ἀνεξαρτησίαν τοῦ ἔθνους, λέγει ὅτι πᾶσα ἀνάγκη νὰ ἱκανοποιηθῶσι καὶ οἱ ἐγχώριοι Ἕλληνες ἐπιεικεῖς δί ὅσας καταδρομὰς ὑπέφεραν, ὅτι θεωρεῖ ὅλους τοὺς Ἕλληνας ὡς ἀδελφοὺς ἀλλ’ ὅτι εἶνε καιρὸς νὰ συμμεθέξωσι καὶ οἱ κατὰ τόσα ἔτη παρηγκωνισμένοι ἐγχώριοι τῆς διοικήσεως τοῦ τόπου των». Σύμφωνα με την εφημερίδα Αθηνά, φύλλο 1088ο της 26 Ιανουαρίου 1844, κατά την συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1844 ο Μακρυγιάννης είπε «…Ἀλλὰ μήπως ἀποβάλλομεν κανένα τῶν συναγωνισθέντων μὲ ἡμᾶς; Ζητοῦμεν μόνον νὰ διορθώσωμεν τὰς καταχρήσεις. Ἂν ἅπαξ ἐμείναμεν νηστικοὶ ἕως τώρα, πάντοτε θὰ μένωμεν;». Σύμφωνα με την εφημερίδα Η Ταχύπτερος Φήμη, φύλλο 39ο της 17ης Ιανουαρίου 1844, στην συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου ο Μακρυγιάννης μίλησε «κατὰ τῶν νεηλύδων» χωρίς να δίνονται επιπλέον λεπτομέρειες του λόγου του. Και σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα (Η ταχύπτερος φήμη φύλλο 40, 20-1-1844) ο Μακρυγιάννης είπε στην συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 1844 «Ὁ προομιλήσας ἀνέφερε τὸν νόμον τῆς Τροιζῆνος, ὁ νόμος ὅμως οὗτος ἐπροσκάλει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀγωνισθοῦν μὲ ἡμᾶς καὶ ὄχι νὰ κυτάζουν ὅτε ἐκτίζαμεν τὸ σπῆτι μας καὶ τώρα ἀφοῦ ἐδιοίκησαν τόσα χρόνια νὰ ζητοῦν καὶ τώρα· ἔφαγαν ἐκεῖνοι τὸ σφακτὸ καὶ ζητοῦν νὰ κάμουν καὶ τὰ κόκκαλά του ζάκχαρι νὰ τὰ φάγουν· ἂς τὰ ἀφήσουν εἰς ἡμᾶς νὰ τὰ κάμωμεν ζἀκχαρι νὰ τὴν πιοῦμεν διὰ νὰ πάγουν κάτω ἡ χολαῖς». Τι λένε όμως τα επίσημα πρακτικά της συνεδρίασης της 12ης Ιανουαρίου; «εἴμεθα μὲν εὐγνώμονες εἰς τὰς δυνάμεις, διότι ἔσωσαν ἡμᾶς· ἀλλ’ ἡμεῖς οὐδένα ἀπεβάλομεν, οὐδένα διακρίναμεν ἡμῶν αὐτῶν ἐμοιράσαμεν μετὰ τῶν ἄλλων συναδελφῶν τὸν ἄρτον μας ἐν πολέμω πεινῶντες, καὶ γυμνητεύοντες εἴχομεν ἡμεῖς τὰς ἀρχάς, ἐν εἰρήνη τὰς κατέλαβον αὐτοί ἤδη δὲ ὅσοι πολυειδῶς ἠγωνίσθησαν τήκονται ὑπὸ τῆς πείνης. Δὲν ἀποβάλλομεν οὐδένα, ὅλοι ἔτωσαν ἴσοι μὲ ἡμᾶς…ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ἐπὶ πολυετίαν κατέσχον τὰ πράγματα πρέπει, ἤδη νὰ παραχωρήσωσι καὶ εἰς ἡμᾶς τοῦτο». Είναι προφανής η διαφορά μεταξύ της αποδιδόμενης φράσης του Μακρυγιάννη στις δύο εφημερίδες και των όσων φέρεται να είπε ο Μακρυγιάννης σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά και τις υπόλοιπες τρεις εφημερίδες. Από τις πέντε εφημερίδες μόνο οι δυο επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο Μακρυγιάννης είπε την φράση που του αποδίδει ο Κακλαμάνης. Η έλλειψη αντικειμενικότητας του Κακλαμάνη και όσων βασίζονται σε αυτόν έγκειται, προφανώς, στο ότι εσκεμμένα αγνοούν τις υπόλοιπες εφημερίδες και τα πρακτικά θεωρώντας ως ακριβή μεταφορά των λεγόμενων του Μακρυγιάννη μόνο όσα λένε δύο από τις πέντε εφημερίδες. Για ποιο λόγο θα έπρεπε να δεχτούμε ότι ο Μακρυγιάννης είπε «Αν είναι να μείνωμε ημείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα»; Είναι ευθύνη όσων ασπάζονται τις απόψεις του Γ. Κακλαμάνη, ο οποίος ανέφερε ότι αυτά υποστήριξε ο Μακρυγιάννης, να αποδείξουν ότι όντως μίλησε έτσι ο Μακρυγιάννης, ότι δηλαδή από τις πέντε (5) διαφορετικές εκδοχές όντως ισχύει αυτή των δυο πρώτων εφημερίδων. Είναι ο Γεράσιμος Κακλαμάνης αυτός ο οποίος υποστήριξε ότι σίγουρα, βεβαιωμένα, ο Μακρυγιάννης είπε αυτήν την φράση, επομένως ήταν δικό του χρέος κι ευθύνη να το αποδείξει αδιαμφισβήτητα, όπως επίσης είναι χρέος και ευθύνη των υποστηρικτών του Κακλαμάνη να αποδείξουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Μακρυγιάννης είπε αυτή τη φράση. Εάν δεν είναι σε θέση να το κάνουν, τότε το τι είπε ο Μακρυγιάννης παραμένει αδιευκρίνιστο, πράγμα που -εφόσον ο Κακλαμάνης και οι υποστηρικτές του έθεσαν τέτοιο ζήτημα- καθιστά τη θέση του Κακλαμάνη αμφισβητήσιμη, και η διακήρυξή της ως λίγο-πολύ πιθανής/βέβαιης άποψης του Μακρυγιάννη συνιστά λασπολογία.

Και η λασπολογία αυτή συνίσταται στην άποψη, την οποία λόγω δειλίας οι επικριτές του δεν αναφέρουν ξεκάθαρα και τίμια, ότι ο Μακρυγιάννης άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε να απελευθερωθεί η Ελλάδα το 1821 ούτε να δημιουργηθεί ελεύθερο ελληνικό κράτος. Γιατί συνιστά λασπολογία; Διότι ο Μακρυγιάννης ήταν αυτός που έγραψε (Απομνημονεύματα, Α’, 2) «Αποφάσισαν οι νοικοκυραίγοι ότι η τυραγνία των Τούρκων – την δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δεν υποφέρονταν πλέον. Και δι’ αυτείνη την τυραγνία, οπού δεν ορίζαμεν ούτε βιον, ούτε τιμή, ούτε ζωή αποφασίσαμεν να σηκώσωμεν άρματα αναντίον αυτής της τυραγνίας. Είτε θάνατος, είτε λευτεριά». Βέβαια ο Μακρυγιάννης έγραψε ότι (Απομνημονεύματα Γ’, 3): «Εις τον καιρόν της Τουρκιάς μίαν πέτρα δεν πείραζαν από τα παλιοκκλήσια» και «Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους, άλλα τόσα χρόνια…» (Απομνημονεύματα, Δ’, 4). Πράγματι λέει ο Μακρυγιάννης, αντιτιθέμενος στην θρησκευτική πολιτική του Όθωνα και των Βαυαρών (Απομνημονεύματα Δ’, 2) «Διατί να χύσωμεν το λοιπόν τόσο αίμα. Διατί να γιομώση η Τουρκιά σκλάβους; Διατί να τουρκέψουν τόσοι Χριστιανοί; Κάλλιο να καθόμαστε μ’ εκείνον τον βασιλέα οπούχαμεν – και είχαμεν και την τιμή μας και βαστούσαμεν και την θρησκεία μας, κι’ όχι τοιούτως οπού καταντήσαμεν»Αλλά γιατί έλεγε τόσο βαριές κουβέντες ο Μακρυγιάννης; Κυριολεκτούσε; Η απάντηση είναι αρνητική, καθώς αμέσως παρακάτω (Δ’, 4) δείχνει την κατάσταση της κοινωνίας: «Της πρόσοδες της πατρίδας της κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμεν τίποτας, σε ‘πηρεσίαν να μπούμεν, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν. Αγοράζομεν πρόσοδες, της τρώμεν όλες. Χρωστούν εις το Ταμείον δεκοχτώ ‘κατομμύρια ο ένας κι’ ο άλλος…Οι αγωνισταί οι περισσότεροι και οι χήρες κι’ αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία – γεμίσαμεν πλήθος πιανοφόρτια και κιθάρες». Μήπως δεν ήταν κι ο Κολοκοτρώνης αυτός ο οποίος έλεγε ότι είναι προτιμότερο το καβούκι των Τούρκων από το φράγκικο καπέλο (Θ. Ρηγόπουλου, Ανέκδοτον ημερολόγιον του αγώνος, Αρχείον Θεοφανίδου, τ. Γ’, σ. 103 στο Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21, τ. Α’, σ. 76); Άλλωστε ο Μακρυγιάννης περιγράφει την κατάσταση πριν το 1821 (Απομνημονεύματα Δ’, 3) και τις ενέργειες του Σουλτάνου: «Εκείνος οπού τους κυρίεψε τους έκαιγε εις τους φούρνους, τους έκοβε γλώσσες, τους παλούκωνε ν’ αλλάξουν την θρησκείαν τους…» και (Απομνημονεύματα, Γ’, 6) «όλο από ‘κείνους οπού βάστηξαν την θρησκεία τους τόσους αιώνες με τους Τούρκους – και τους κάναν τόσα μαρτύρια και την βάστηξαν», συνεπώς δεν θεωρεί καλύτερη την Τουρκοκρατία από την μετεπαναστατική κατάσταση, αλλά χειρότερη την μετεπαναστατική κατάσταση από το ιδανικό για το οποίο αγωνίστηκαν οι επαναστάτες.

Ασφαλώς η επίθεση στον Μακρυγιάννη δεν γίνεται μόνο από “εκσυγχρονιστικό” παραλήρημα αλλά και από αντιχριστιανικἠ ψυχοπάθεια – αρκεί η επίθεση να εμφανίζεται ως δήθεν ψύχραιμη και δήθεν επίκριση των “αρνητικών του Μακρυγιάννη” (με εστίαση στην περιουσία του, την δήθεν ιδιοτέλειά του), ωσάν να ισχυρίστηκε κανείς ότι οι ήρωες του 1821 ήταν τέλειοι. Πράγματι, ο Μακρυγιάννης ήταν “περισσότερο Ορθόδοξος” από ό,τι αρκετοί άλλοι αγωνιστές του 1821: Αυτός μπήκε επικεφαλής του αγώνα στα 1844 να είναι ο ανώτατος άρχοντας του τοτινού Ελληνικού Βασιλείου Ορθόδοξος. Και αυτός είπε: «Αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί [στα μοναστήρια] ήταν και οι τζεμπιχανέδες [πυρομαχικά] μας και όλα τ’ αναγκαία του πολέμου˙ ότ’ [=διότι] ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσίασαν οι καϊμένοι οι καλόγεροι˙ και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μπαυαρέζοι [=Βαυαροί] παντήχαιναν [νόμιζαν] ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι’ αγαθοί άνθρωποι» (Γ’, 2). Αλλά αυτή η μακρυγιαννική “ultra-Ορθοδοξία” την οποία καταγγέλλουν και έμμεσα αντιμάχονται ορισμένοι “αντιμακρυγιαννιστές” μόνο στην φαντασία τους υπάρχει, διότι τέτοιος Χριστιανισμός ανιχνεύεται και σε άλλους συναγωνιστές του, λιγότερο “κραυγαλέα” Ορθόδοξους, και συνεπώς όσοι χτυπούν τον “Ορθόδοξο Μακρυγιάννη” επειδή ήταν “υπερ-Ορθόδοξος”, χτυπάνε και τους υπόλοιπους αγωνιστές του 1821. Ο -τάχα “λιγότερο χριστιανός”- Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν είναι αυτός που γράφει στα απομνημονεύματά του τα εξής;

α) Τα Μοναστήρια τούς [= τους κλέφτες] εβοηθούσαν· οι Γεωργοί και οι ποιμένες έδιναν είδησι εις τους κλέπτας, ζωοτροφίας και πολεμοφόδια.  (Λέει ό,τι ακριβώς ο Μακρυγιάννης)

β) Μια φορά επήγα εις το πανηγύρι της Αγίας Μονής, αυτό το Μοναστήρι ήτον μεγάλο και εχαλάσθη εις την πρώτην Τουρκιά· όταν επέρασα, ήτον μία μάνδρα χαλασμένη και σκεπασμένη εκκλησιά με κλάδους δένδρων· τότε έταξα, ότι: Παναγία μου βοήθησέ μας να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα μας από τον Τύραννο, και να σε φκιάσω καθώς και ήσουν πρώτα. Με εβοήθησε, και εις τον δεύτερον χρόνον της επαναστάσεώς μας επλήρωσα το τάμα μου και την έφκιασα.

γ) Εκείνην την ημέρα ήτον Παρασκευή και έβαλα λόγον, ότι: πρέπει να νηστεύσωμεν όλοι δια δοξολογίαν εκείνης της ημέρας, και να δοξάζεται αιώνας αιώνων έως ου στέκει το έθνος, διατί ήτον η ελευθερία της Πατρίδος

δ) Κινώντας εγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οι Έλληνες, οπού όλοι με τας εικόνας έκαναν δέηση και ευχαριστήσεις…Ιερείς έκαναν δέηση

ε) Ήτον μια εκκλησία είς τον δρόμον (η Παναγία στο Χρυστοβίτσι) και το καθησιό μου ήτον οπού έκλαιγα την Ελλάς: «Παναγία μου βοήθησε και τούτη την φοράν τους Έλληνας δια να εμψυχωθούν!»

Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο Μακρυγιάννης είπε όσα του αποδίδουν οι εφημερίδες Ελπίς και Ο Φίλος του Λαού. Τι  εννοούσε με αυτά; Σύμφωνα με την εφημερίδα Αθηνά, φύλλο 1088ο της 26-1-1844, στη συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 1844 ο Μακρυγιάννης είπε «Ἡ ἐν Τροιζῆνι Συνέλευσις ἐπροσκάλεσεν ὅλους τοὺς Ἕλληνας ν’ ἀγωνισθῶσι, καὶ τοὺς ὑπεσχέθη ἰσότητα ἀπολαυῆς. Ἀλλ’  ἡ πρόσκλησίς της δὲν εἰσηκούθη. Τώρα ἐπειδὴ συνέβησαν πολλαὶ ἀτοπίαι εἰς τὰς δημοσίας θέσεις, ζητοῦμεν νὰ παύσωσι τῶν θέσεων τούτων οἱ μὴ ἀγωνισταί, καὶ νὰ ἔμβωσιν εἰς αὐτὰς οἱ ἀγωνισταί». Στο προηγούμενο φύλλο της ίδιας εφημερίδας φέρεται να είπε στη συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 1844 (ΙΘ’) «Λέγει ὅτι ἀδίκως μία ἐφημερὶς τὸν ἐσυκοφάντησεν ὅτι ἐδωροδοκήθη ἀπὸ τὴν κυβέρνησιν μὲ 25,900 δραχμάς. Ζητῶ ἀπὸ τὸν συντάκτην τοῦ ἄρθρου νὰ μὲ δείξη τὰ ἀρχεῖα τῆς Κυβερνήσεως, εἰς τὰ ὁποῖα τοῦτο εὑρίσκεται…Δὲν καταφρονῶ τοὺς νεήλυδας, ἀλλ’ οὐδεὶς δύναται ν’ ἀρνηθῆ ὅτι πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ὑπῆρξαν ἄνδρες ἰδιοτελεῖς· ὅθεν ἂς ἀπομακρυνθῶσι πρὸς καιρὸν τῶν δημοσίων θέσεων διὰ νὰ ἔμβωσι καὶ ἐκεῖνοι, οἵτινες πονοῦν τὸ ἔθνος». Σε επιστολή του στις 17-1-1844, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ανεξάρτητος, φύλλο 67ο της 23-1-1844, ο Μακρυγιάννης ζητά, συγκεκριμένα «νὰ γίνη ψήφισμα ὥστε ὅλη ἡ ἐθνικὴ γῆ νὰ διαμοιρασθῆ ἀνεξαιρέτως εἰς ὅλους τοὺς ἀγωνισθέντας στρατιωτικῶς καὶ πολιτικῶς». Άλλωστε ο Μακρυγιάννης, σύμφωνα με το φύλλο 39/17-1-1844 της εφημερίδας Η Ταχύπτερος Φήμη είχε καταθέσει στη συνεδρίαση της 8ης Ιανουαρίου 1844 πρόταση να θεωρούνται Έλληνες όχι μόνο οι αυτόχθονες αλλά, μεταξύ άλλων, και α) όσοι γεννήθηκαν εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους και πολέμησαν κατά τον Αγώνα του 1821 και κατοίκησαν έκτοτε στα ελεύθερα ελληνικά εδάφη β) όσοι έλαβαν τα όπλα κατά τον Αγώνα και δὲν εἶναι ἐντὸς τῶν ὁρίων κατὰ τὰ πρωτόκολλα οι οποίοι προφανώς δεν ήταν αυτόχθονες ούτε κατέφυγαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Τι πιο φυσικό από το να “ανταμειφθούν” (δηλαδή να πάψουν να λιμοκτονούν) όλοι όσοι συνέβαλαν στον ένοπλο αγώνα του 1821, “αυτόχθονες” και “ετερόχθονες”; Και ποιο θα μπορούσε να είναι το νόημα του 1821 πέρα από την απελευθέρωση και ευημερία και όσων αγωνίστηκαν και επαναστάτησαν το 1821; Με το “ημείς” ο Μακρυγιάννης (αν το είπε) δεν εννοούσε τους αυτόχθονες αλλά τους αγωνιστές γενικά. Η οργή του στρεφόταν κατά των Ελλήνων «οι οποίοι μετά το 1827 έσπευσαν να βολευτούν σε επικερδή δημόσια αξιώματα, να ευνοήσουν τους φίλους τους, να αγοράσουν τη γη, να δανείσουν χρήματα με τοκογλυφικούς όρους, εκείνων δηλαδή που είχαν επιδοθεί γενικά στην εκμετάλλευση του λαού, ενώ δεν είχαν κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι τους για να τον απαλλάξουν από τα δεσμά του» (Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας, σ. 127). Ο παραγκωνισμός όσων αγωνίστηκαν για την ελληνική απελευθέρωση για χάρη όσων ήρθαν μετά το 1832 στην Ελλάδα χωρίς να έχουν αναμιχθεί προηγουμένως στον Αγώνα συνιστούσε στην πράξη ακύρωση της ελληνικής απελευθέρωσης, κι αυτό εκφράζει η θέση που ο Κακλαμάνης υποστηρίζει ότι σίγουρα διακήρυξε ο Μακρυγιάννης – είτε την διακήρυξε, στην εθνοσυνέλευση κι αλλού, ο Μακρυγιάννης είτε όχι.

Ο Γ.Κ. αναρωτιόταν ελαφρά τη καρδία (Η Ελλάς…, σ. 93) «και να υποθέσωμε πως έτρωγαν [= οι πολιτικοί και οι «φραγκοφορεμένοι»] τι μπορούσαν να φάνε σε δέκα χρόνια από την άφιξη του Όθωνα και σε ένα κράτος ρημαγμένο κ.λπ. κ.λπ», ερώτημα του στυλ «και γιατί δεν τρώγαν οι Μακρυγιαννιστές παντεσπάνι;». Μπορούσαν να φάνε πάρα πολλά, είναι η απάντηση. Ο Μακρυγιάννης περιγράφει (Απομνημονεύματα, Α’, 4) σε τι κατάσταση βρίσκονταν πριν πλουτίσουν οι πραγματικοί διαφθορείς του ελληνικού κράτους: «ο Ζαΐμης χρώσταγε των Τούρκων ένα μιλιούνι γρόσια, και οι Ντεληγιανναίγοι και οι Λονταίγοι και οι άλλοι· κι’ ο Μεταξάς, κόντες της πιάτζας, χωρίς παρά· κι’ ο Κωλέτης ένας γιατρός· ο Μαυροκορδάτος τζιράκι της Κωνσταντινουπόλεως…Οι αγωνισταί δυστυχούν. Των σκοτωμένων της φαμελιές όποια είναι νέα την θέλει ο τάδε..ότι δεν έχει η φτωχή να φάγη…και διακονεύουν εδώ εις τ’ Άργος και εις τ’ Αναπλιού τους δρόμους». Και (Απομνημονεύματα, Δ’, 4) «Του Νικήτα του Τουρκοφάγου η φαμελιά δεν παίρνει ένα λεπτό, του Δυσσέα σαράντα οχτώ δραχμές· άλλων πολλών αγωνιστών οι γυναίκες δεν παίρνουν τίποτας», σε αντιπαραβολή με κάποιον Κορφιωτάκη που είχε εισόδημα 250 χιλιάδων δραχμών κι ωστόσο η γυναίκα του ζητούσε να παίρνει τριακόσιες δραχμές το μήνα. Ο Μεταξάς «παίρνει μιστόν αυτός και τα δυο του παιδιά περίπου από χίλιες δραχμές»· και «Χρωστούν εις το Ταμείον δεκοχτώ ‘κατομμύρια ο ένας κι’ ο άλλος. Ο Μιχαλάκης Γιατρός πεντακόσες χιλιάδες, ο Τζούχλος τρακόσες, ο Γιωργάκης Νοταράς τρακόσες πενήντα…Ο κεντρικός ταμίας ο Φίτζιος τρακόσες πενήντα τού λείπουν από το ταμείον» ενώ «Οι αγωνισταί οι περισσότεροι και οι χήρες και κι’ ορφανά δυστυχούν», δυστυχία που ο Γ.Κ. απέδιδε (Η Ελλάς…, σ. 94) μεταφυσικά «στην εκβαρβάρωση των τότε ηθών λόγω της θρησκευτικής εγκαταλείψεως των κατοίκων του ελλαδικού χώρου ανά τους προηγούμενους αιώνες…οι επικρατήσαντες Χριστιανοί, καθότι και μειονότης, εφέρθησαν με απέραντον σκληρότητα ως κράτος προς τους πρώην μωαμεθανούς συναγωνιστές των στον αγώνα, που ήταν και η πλειονότης» κι όχι στον χειροπιαστό παραμερισμό τους από την ηγεσία του Νεοελληνικού κράτους (εδώ αβάσιμα αναφέρει τον Ανδρούτσο ως «μωαμεθανό Έλληνα» εξαιτίας της δογματικής άποψης του Γ.Κ. για δυτικό, ισλαμικό και χριστιανικό Ελληνισμό[2]). Ώστε υπήρχαν αρκετά για να φάνε οι «αντιμακρυγιαννιστές» εις βάρος των τοτινών Ελλήνων αγωνιστών, όμως ο Γ.Κ. έβλεπε έναν εχθρό, τον Μακρυγιαννισμό, κι όχι τα χάλια των διαχειριστών (1833-1843) του δημόσιου ταμείου.

Η μομφή προς τον Μακρυγιάννη ότι συνεχώς θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο είναι λανθασμένη. Ο Μακρυγιάννης δεν θεωρούσε τόσο τον εαυτό του αδικημένο όσο τους λιγότερο τυχερούς συναγωνιστές του 1821 (Α’, 4): «Μη στοχάζεστε ότ᾿ είμαι ή γόητας, είτε φαντασμένος, είτε εγώ αδικημένος. Λυπούμαι και γράφω αυτά ότι ήτανε πέντε αδέλφια κ᾿ έμεινε ένας μόνον από το ντουφέκι και οι άνθρωποί τους ήτανε τόσον καιρόν σκλαβωμένοι και σώθη μία γυναίκα μόνον κι᾿ αυτείνη πείναγε κ᾿ εκείνοι οπού τους ζήταγε ψωμί θέλαν να κάμουν το κέφι τους να της δώσουνε να φάγη».

Ο Γ.Κ. κατηγορεί τον Μακρυγιάννη ότι μετά το 1843 (Η Ελλάς…, σ. 95) «άνοιξε τις φυλακές και ελευθέρωσε όλους τους απατεώνες και εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου με το πρόσχημα ότι ήταν “αντιστασιακοί” κατά της “βαυαροκρατίας”» (προφανώς δεν υπήρξε στην πραγματικότητα καμμία Βαυαροκρατία, γι’ αυτό ετέθη από τον Γ.Κ. η λέξη αυτή σε εισαγωγικά), παρά το ότι ο Μακρυγιάννης αποδοκίμαζε, όπως είδαμε, την εύνοια σε ληστές. Επίσης ήταν εναντίον της δίχως κριτήρια κατάταξης ως αγωνιστών (Απομνημονεύματα, Δ’, 1) «Τότε να διοριστή μια επιτροπή να δικιώση τους ανθρώπους…Και δεν θα γένουν κι’ άνθρωποι του Αγώνος· θα βάλη ο καθείς τους κόλακάς του και θα κάμωμεν ό,τι κάμαμεν ως τώρα· και θα διαιρεθούμεν» στα 1843, πράγμα που είχε ζητήσει και στα 1833 (Απομνημονεύματα, Γ’, 1): «Κι’ αν έκαμεν κανένας κατάχρησιν, να φκειάσετε μια ‘πιτροπή, να κάμη μίαν προκήρυξη και να λέγη κάθε επαρχία να καμη μίαν τοπική συνέλεψη και να διορίση τους πλέον καλύτερους του τόπου, οπού να ξέρη ποιος αγωνίστη, ποιος σκοτώθη, ποιος σκλαβώθη».

            Ο Γ.Κ. επιχειρηματολογούσε ωσάν η απάτη και η χρησιμοποίηση της πολιτικής για ιδία οφέλη να πρωτοεγκαινιάστηκε στο ελληνικό κράτος από τον Μακρυγιάννη – γι’ αυτό χρησιμοποιούσε τον όρο «Μακρυγιαννισμός» κι όχι λ.χ. Κωλετισμός, Μαυροκορδατισμός κ.ο.κ. Δεν λαμβάνει υπόψη του τις καταγγελίες του Μακρυγιάννη (Απομνημονεύματα, Γ’, 1) (λ.χ. την υπόθεση με το σάπιο αλεύρι 45 οκάδων για το οποίο οι «αδιάφθοροι Βαυαροί» τον παρακάλαγαν να υπογράψει ότι παρέλαβε ως φρέσκο αλεύρι ποσότητας ενός καραβιού από έναν επίσης αδιάφθορο, μη «Μακρυγιαννιστή» Φρατζέζο ονόματι Φεράλντη) για την έως το 1843 διαφθορά. Πριν από το 1843 (Απομνημονεύματα, Γ’, 2) «Διόρισαν και την ‘πιτροπή να δικιώση τους αγωνιστάς και να τους βαθμολογήση. Ήταν φίλοι οι περισσότεροι του Μαυροκορδάτου και του Κωλέτη και βαθμολογούσαν πολλούς φίλους τους με χωρίς δικαιώματα», αλλά και αυτό θα το απέδιδε ο Γ.Κ. στον «Μακρυγιαννισμό». Πρίν από το 1843, στα 1837 (Απομνημονεύματα, Γ’, 3) «..και πώς ρήμαξε το ταμείον ο Αρμασπέρης κι’ ο υπουργός της ‘μπιστοσύνης του, της Οικονομίας· τι πήραν μαζί· και τα καλύτερα υποστατικά, σταφίδες μύλους κι’ άλλα τα μέρασαν (τα οποία φαίνονται ως σήμερα)…Τόδωσε ο Βασιλέας εκατό χιλιάδες δραχμές του Αρμασπέρη, πήρε και κάνα μιλλιούνι τάλλαρα και πάγει ‘σ την δουλειά του…’Σ το φευγάκι του έκαμεν ένα τραπέζι μεγάλο και κάλεσε τους συντρόφους του…οπού τους έκαμεν με υποστατικά και με χρήματα – τους έδινε ένα αυτεινών κ’ έπαιρνε αυτός εκατό…Ότι τα δάνεια εμείς δώσαμεν υπόσκεση ότι τα δανειστήκαμεν και η Μπαυαρία τα ρούφηξε με τον Αρμασπέρη και συντροφιά». Για τον Γ.Κ. οι Βαυαροί ήταν αφελείς έντιμοι, που νόμιζαν ότι θα φτιάξουν για τους «Έλληνες» ένα σύγχρονο Κράτος Δικαίου αλλά οι «Μακρυγιαννιστές» τούς εμπόδισαν. Όμως πριν από το 1843 ο Armansperg φρόντιζε να αποκτήσει οπαδούς αφοσιωμένους στο πρόσωπό του μοιράζοντας δημόσιες θέσεις και κάνοντας ρουσφέτια. Επίσης επέτρεψε στον φίλο του Λασσάνη να μοιράσει πρόσθετες εκτάσεις γης σε πολιτικούς φίλους, διόρισε νομάρχες διάφορους τοπικούς παράγοντες, και άφησε τους καπεταναίους να στρατολογούν άνδρες για την ακολουθία τους με έξοδα των χωρικών. Ο βρετανός πρέσβης Lyons κατάφερνε να προσλαμβάνονται στα υπουργεία και στη δημόσια διοίκηση οι προστατευόμενοί του και να εξασφαλιστεί η ιδιαίτερη προνομιακή μεταχείριση των βρετανικών επενδύσεων στην υπό ίδρυση Τράπεζα της Ελλάδος (D. Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας, σ. 114-5). Έκαναν ρουσφέτια οι «αντιμακρυγιαννιστές» εξ Ευρώπης; Έργα και ημέρες αυτών οι οποίοι κατά Γ.Κ. πάσχιζαν «να κάνουν ανθρώπους» τους Μακρυγιάννη και λοιπούς εγκληματίες και την Ελλάδα «έθνος» («έθνος» σύμφωνα με την αντίληψη του Γ.Κ. περί έθνους). Αλλά έργα και ημέρες ανάξια προσοχής από κάποιον που εμμέσως αποκάλεσε αρχαιοκάπηλο τον Μακρυγιάννη (Η Ελλάς ως κράτος δικαίου, σ. 234) επειδή αυτός είπε για τα αγάλματα «γι’ αυτά πολεμήσαμε»(!!). Πρέπει να σημειωθεί ότι η Αντιβασιλεία είχε αποφασίσει τη χρήση βίας κατά των αγωνιστών προτού καν έρθει ο Όθωνας στην Ελλάδα: «Την εποχή που έφτασε πλέον στην Ελλάδα, η αντιβασιλεία είχε φαίνεται καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βία θα ήταν αναγκαία και η αναμέτρηση αναπόφευκτη….Αυτό το είδος συλλογισμού ήταν επικίνδυνο γιατί καλλιεργούσε τις υποψίες της αντιβασιλείας, και ενδεχομένως την ενθάρρυνε να φαντάζεται την ύπαρξη αντίστασης στα πιο απίθανα μέρη, και να την προκαλεί με τις αντιδράσεις της ακόμη και εκεί όπου δεν υπήρχε προηγουμένως. Πάντως η συλλογιστική αυτή μετέτρεπε το θέμα της χρήσης βίας από απλή υπόθεση σε ζήτημα χρόνου. Η πολιτική αυτή πρέπει να υιοθετήθηκε σε γενικές γραμμές ήδη από την εποχή των διαπραγματεύσεων της συνθήκης της 7ης Μαΐου 1832» (J. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο 1833-1843, σσ. 199, 232). Όπως σημειώνει ο Βολφ Ζάιντλ (Βαυαροί στην Ελλάδα, σ. 123): «Οι αντιβασιλείς θεώρησαν ευθύς εξ αρχής όλους τους αρματολούς ληστές κι αναρχικούς, που έπρεπε να εξαλειφθούν το συντομότερο, ενώ μπορούσαν να τους μοιράσουν κλήρους από την τεράστια κρατική περιουσία που είχαν πάρει από τους Τούρκους και έτσι τουλάχιστον ν’ αποκαταστήσουν τους προθυμότερους απ’ αυτούς σε χωριά παλαίμαχων πολεμιστών. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα ανταμείβαν τα παλικάρια που είχαν γεράσει πολεμώντας με υλική και ηθική υποστήριξη και θα τα συνήθιζαν σιγά σιγά και στην ευρωπαϊκή πειθαρχία». Πράγματι, επί Βαυαροκρατίας «τα βαβαρικά αποσπάσματα, που στο μεταξύ κυνηγάνε τους αγωνιστές στην ύπαιθρο, μη μπορώντας να τους αντιμετωπίσουν σε άγνωστο έδαφος…ξεσπάνε πάνω στους ειρηνικούς αγρότες της υπαίθρου. Τα νησιά γεμίζουν από εξόριστους, ενώ εκατοντάδες Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι τσομπάνηδες πιάνονται και αποκεφαλίζονται σαν ληστές ή ληστοτρόφοι» (Τ. Βουρνά, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, μέρος 1ο, σ. 244). Αντί να πάρει τους Αγωνιστές με το μέρος της η Αντιβασιλεία παραχωρώντας τους δημόσια γη για καλλιέργεια και αφαιρώντας κάθε λόγο για να αφοσιώνονται στα κόμματα, τους θεώρησε εξαρχής αφοσιωμένους στα κόμματα και εχθρούς της και συνεπώς είτε τους κυνήγησε είτε τους έδωσε μια εντελώς χρονικά αόριστη υπόσχεση για ικανοποιητικό κλήρο από τις εθνικές γαίες (J. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο 1833-1843, σ. 200), η οποία έμεινε ανεφάρμοστη (ό.π., σ. 203-4), είτε τους μετέτρεψε σε αντιπάλους της δίνοντας σε όσους κατατάσσονταν στο στρατό χαμηλόβαθμες θέσεις με μικρότερους μισθούς από εκείνους των Βαυαρών αξιωματικών (ό.π., σσ. 200-202: ένας βαυαρός λοχαγός έπαιρνε τον ίδιο μισθό με έναν έλληνα συνταγματάρχη). Για να εκδώσει Έλληνας πολίτης της οθωνικής εποχής εφημερίδα, έπρεπε να καταθέσει παράβολο 6000 δραχμών, ποσό τεράστιο. Η πολιτική της ανάπτυξης των μονοκαλλιεργειών συνέφερε τους εξαγωγείς υποστηρικτές των Βαυαρών, αλλά η χώρα ήταν υποχρεωμένη να εισάγει σιτηρά και υφάσματα σε μεγάλες ποσότητες πληρώνοντας στο εξωτερικό μιάμιση φορά περισσότερο συνάλλαγμα από ό,τι εισέπραττε εξάγοντας σταφίδα, κρασιά και λιγοστό μετάξι (Τ. Βουρνά, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, μέρος 1ο,  σσ. 274-5). Στα 1833 «η Ύδρα και οι Σπέτσες ήταν χωρίς στόλο και είχαν καταντήσει ενοχλητικοί επαίτες στο Ναύπλιο» (Βολφ Ζαίντλ, Βαυαροί στην Ελλάδα, σ. 129) και η Αντιβασιλεία τι έπραξε; «Αντί  να δοθούν κεφάλαια στα νησιά…τους επιβλήθηκαν αυστηρά μέτρα υγιεινής, τελωνείου, λιμενικών τελών και απογραφής με ταυτόχρονη καταβολή ψηλών εγγυήσεων για να διασφαλισθεί η τήρησή τους. Όμως μ’ αυτόν τον τρόπο το εμπόριο αποτελματώθηκε σχεδόν εντελώς» (ό.π., σ. 129). Τα δάνεια των Δυνάμεων -τα οποία κατά τον Γ.Κ. ήθελε ο Μακρυγιάννης να αρπάξει δια του Συντάγματος- είχαν εξαρχής χρησιμοποιηθεί όχι για την Ελλάδα αλλά για την απόσβεση των τόκων από δάνεια: «Από τα 60 εκατομμύρια είχαν δοθεί μόνον 20….Η εγγύηση των Δυνάμεων ίσχυε μόνο με την προϋπόθεση της χρησιμοποίησης όλων των εσόδων του ελληνικού κράτους για τους τόκους και την απόσβεση του δανείου…Το ελληνικό κράτος ήταν υποχρεωμένο να διαθέτει όλους τους πόρους απ’ τη φορολογία για την κάλυψη του χρέους και να αποζημιώνει ταυτόχρονα (απ’ το δάνειο) την Τουρκία εξαιτίας των νέων συνόρων…Ακόμα χρηματοδοτούσε το βαυαρικό βοηθητικό σώμα…με αποτέλεσμα τα 20 εκατομμύρια να πέσουν στα 18. Απ’ αυτά αφαιρέθηκαν αμέσως οι τόκοι κι οι αποσβέσεις για τις χρονιές 1834 και 1835, δηλαδή ακόμα 4 εκατομμύρια. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πήρε γι’ αποζημίωση 11,5 εκατομμύρια κι αν σκεφτεί κανείς και τα χρέη του παρελθόντος, τα έξοδα είχαν υπερκαλύψει τα 20 εκατομμύρια. Οι Δυνάμεις προώθησαν αμέσως την καταβολή του δεύτερου τρίτου του δανείου, περίπου 18 εκατομμυρίων, που αναλώθηκαν στην αντιβασιλεία, στις διπλωματικές υπηρεσίες και στην απόκτηση, μεταφορά και συντήρηση του βαυαρικού στρατού….Τα έσοδα θυσιάζονταν για την αδυναμία της αντιβασιλείας που λεγόταν στρατός: 14 εκατομμύρια είχε κοστίσει μέσα στα δύο χρόνια, ξεπερνώντας όλα τα κρατικά έσοδα μαζί. Ασήμαντα υπήρξαν τα κονδύλια για οδοποιία, μεταφορές, εμπόριο και παιδεία» (ό.π., σσ. 152-153). Μάλιστα «στο τέλος του 1836 τα ταμεία ήταν τελείως άδεια» (ό.π., σ. 184). «Μετά την άρνηση των “Φιλάνθρωπων Δυνάμεων” να καταβάλουν τα υπόλοιπα 20 εκατομμύρια του δανείου η κατάσταση χειροτέρευε διαρκώς και προκαλούσε ψηλότερους φόρους και σκληρότερες μεθόδους είσρπαξης» (ό.π., σ. 196). Για τον Γ.Κ., όμως, όποιος εξεγειρόταν σε αυτήν την κατάσταση ήθελε απλώς, με την πρόφαση του Συντάγματος, να βουτήξει τα προερχόμενα από το εξωτερικό χρήματα του Δημοσίου – τα οποία είχαν «βουτήξει» ήδη ο περίγυρος των Βαυαρών και οι ίδιες οι Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Γ.Κ. και οι κατήγοροι του αγώνα για Σύνταγμα εκ μέρους του Μακρυγιάννη θέλουν να αγνοούν ότι πριν από την έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα και ως όρος για την αναγνώρισή του ως βασιλιά ήταν η υπόσχεση των Μεγάλων Δυνάμεων, ήδη στα 1832, για Σύνταγμα. «Η διακήρυξη της Διάσκεψης του Λονδίνου (26 Απριλίου 1832), που ανήγγελλε την εκλογή του Όθωνα, ζητούσε από τους Έλληνες να βοηθήσουν το βασιλιά ” στο έργο του να δώσει στο κράτος ένα οριστικό σύνταγμα”. Επιπλέον, ο βαυαρός υπουργός των Εξωτερικών Gise, σε γράμμα προς τον έλληνα συνάδελφό του Σπυρίδωνα Τρικούπη στις 31 Ιουλίου 1832, υποσχόταν ότι η αντιβασιλεία θα συγκαλούσε γενική συνέλευση που θα υποδεχόταν το μονάρχη και θα συνεργαζόταν μαζί της στην προετοιμασία της οριστικής μορφής του πολιτεύματος. Φτάνοντας όμως στην Ελλάδα, η αντιβασιλεία αγνόησε το συνταγματικό θέμα…Στην βασιλική προκήρυξη δεν γινόταν καμία μνεία του θέματος· αντίθετα στη φράση ” Όθων ελεώ Θεού βασιλεύς της Ελλάδος” υπήρχε ο υπαινιγμός ότι η βασιλική εξουσία δεν πήγαζε από τον λαό» (J. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο 1833-1843, σ. 191). Ώστε ενώ δύο φορές ως όρος για την έλευση του Όθωνα τέθηκε η κατάρτιση συντάγματος, κατά τον Γ.Κ. φταίνε όσοι Έλληνες επαναστάτησαν κατά των Βαυαρών με σκοπό το Σύνταγμα γιατί απλώς ήθελαν να κλέβουν το Δημόσιο νομότυπα.

Ακούγοντας τον Γ.Κ. και όσους προβάλλουν τη σκέψη του να εκφέρουν άποψη για την Βαυαροκρατία και τον Μακρυγιάννη, ένα ερώτημα απομένει: με τόσους πολλούς καταγγέλλοντες τον «λαϊκισμό» του Μακρυγιάννη, πώς αυτός υπάρχει ακόμη στην Νεώτερη Ελλάδα; Τελικά ποιος λαϊκιστής έχει απομείνει στην παλλόμενη από την αντιλαϊκιστική ρητορεία χώρα αυτή; Ένα άδειο πουκάμισο, ένα σκιάχτρο πολεμάται; Γιατί αν τόσο βάλλεται αλλά επιζεί ο «Μακρυγιαννισμός», τότε ο υπαρκτός λαϊκισμός με την προβιά του αντιλαϊκιστή πρέπει να αναζητηθεί στην σημερινή κλίκα, που λόγω μνησικακίας και για αντιστάθμισμα των αρπαχτών της κάνουν λόγο για λαϊκισμό των «ληστών» και του «όχλου», που θέλει να εφορμήσει στα δημόσια ταμεία – αποκρύβοντας ότι οι ίδιοι έχουν προ πολλού εφορμήσει σε αυτά με τεράστια επιτυχία και πάντα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.

[1] «Για τον ιστορικό της λογοτεχνίας, η πρώτη αυτή άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί καταστροφή μεγαλύτερη απ’ ό,τι η γνωστότερη άλωση του 1453. Το 1204 τα σπάνια κείμενα που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο αφανίστηκαν, αφού δε συναντούμε πια το παραμικρό ίχνος τους από την εποχή που η έδρα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1261). Αν δεν είχαν συμβεί τα γεγονότα του 1204, τα κείμενα εκείνα είναι πολύ πιθανό να είχαν βρει το δρόμο τους προς τη Δύση» (L.D. Reynolds και N.G. Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι, σ. 92).

[2] Επιγραμματικά: «Ήτανε βέβαια από το Θεό γραμμένο να αδράξωμε τα άρματα μια ημέρα, και να χυθούμε κατά πάνου στους τυράννους μας (…). Οι εκκλησίαις μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων (…). Ο Θεός μάς έδωκε χέρια, γνώσι και νού˙ ας ρωτήσωμε την καρδιά μας και ό,τι μάς απαντυχαίνει άς το βάλωμε γρήγορα σε πράξι, και ας είμεθα, αδέρφια, βέβαιοι, το πως ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος θα βάλη το χέρι απάνου μας. (….) ας ωφεληθούμε την περίσταση, οπού ο Θεός ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας, μάς έστειλε δια ελόγου μας. (….) στα άρματα, αδέρφια˙ και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήση κάθε χριστιανός και Έλληνας (…)» Οδυσσέας Ανδρούτσος (ένας «Έλληνας μωαμεθανός») προς τους κατοίκους του Γαλαξιδίου, 22 Μαρτίου 1821

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.