του Ιωάννη Κουζίου,
Πολιτισμολόγου,
Istorikoxronologio facebook,
Istorikoxronologio.blogspot.com
Το παρόν άρθρο είναι αφιερωμένο στην επέτειο των 200 ετών από την απελευθέρωση του Ναυπλίου.
Το 1822 ο πολεμικός αγώνας των Ελλήνων κατά των Οθωμανών έχει σημειώσει σημαντικές επιτυχίες, τόσο στην ξηρά όσο και στην θάλασσα. Βαλτέτσι, Δολιανά, Γράνα, Χάνι της Γραβιάς, μάχη στο Γηροκομειό,μάχη στα Βασιλικά, καταστροφή της τουρκικής ναυαρχίδας στην Χίο από τον Κανάρη, είναι μερικές από τις σημαντικές νίκες των Ελλήνων. Επίσης τα περισσότερα κάστρα της Πελοποννήσου, βρίσκονται σε χέρια ελληνικά, η Τριπολιτσά που αποτελούσε την καρδιά της Οθωμανικής διοίκησης έχει απελευθερωθεί ήδη από τον Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους και η περιβόητη στρατιά του Δράμαλη που απειλούσε να καταπνίξει την επανάσταση, καταστράφηκε ολοσχερώς από τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια. Απέμενε τώρα να απελευθερωθεί το στρατηγικής σημασίας Ναύπλιο με τα δυο περιβόητα κάστρα του, το Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.
Από την αρχή της επανάστασης η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία είχαν αντιληφθεί την γεωστρατηγική σημασία του Ναυπλίου, το οποίο αποτελούσε την «πύλη της Πελοποννήσου από την πλευρά του Αιγαίου». Για αυτό τον λόγο μετά την μάχη του Βαλτετσίου επίλεκτα τμήματα είχαν προωθηθεί προς εκείνη την περιοχή. Συγκεκριμένα η πολιορκία του Ναυπλίου άρχισε το Πάσχα του 1821 και την αρχηγία των δυνάμεων πολιορκίας μέχρι την άφιξη του Δράμαλη, είχε ο χιλίαρχος Στάικος Σταϊκόπουλος από την Ζάτουνα Αρκαδίας επικεφαλής σώματος Αργείων. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Κανέλλος Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του: «Και αμέσως ενήργησαν στρατολογίαν δια πολιορκίαν και αρχηγόν αυτόν διόρισαν τον ίδιον Σταικον Σταικόπουλον εκ Ζάτουνας, άνδρα διακεκριμένον επ ανδρεία ικονότητι, υποοπλαρχηγόν επ αυτόν τον Κακάνην, τον Μειντήν, τον Νέζον, τον Δαγρέ, Αργείους, υπο την οδηγίαν του τους στρατιώτας των επαρχιών Ναυπλίου, Άργους, Τροιζινίας και Ερμιονίδος. Εδιώρισαν δε και δια θαλάσσης τα πλοία του Μπόταση και της Μπουμπουλίνας, και σχηματίσθη τακτική πολιορκία του Ναυπλίου και πολιτική διοίκησις εκ μέρους εκείνου[1].» Από την ανωτέρω περικοπή γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει ενιαία ηγεσία ιεραρχικά συντεταγμένη, Δεύτερον, ότι οι δυνάμεις πολιορκίας προέρχονται από διάφορες αργολικές περιοχές, δέχονται όμως να τεθούν υπό την ηγεσία ενός μη εντοπίου αρχηγού και Τρίτον, είναι η πρώτη σημαντική επιχείρηση που συνδυάζει δράση στρατού και στόλου[2].
Μετά όμως από την μάχη των Δερβενακίων ο έλεγχος της περιοχής πέρασε στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος ανέθεσε την αρχηγία των δυνάμεων πολιορκίας στον αδελφό του Νικηταρά, Νικόλαο Σταματελόπουλο[3]. Ο Σταματελόπουλος είχε τον έλεγχο της πολιορκίας μέχρι τον θάνατό του στις 14 Αυγούστου 1822. Ο Σταματελόπουλος σκοτώθηκε ύστερα από συμπλοκή του με Τούρκους του Ναυπλίου που είχαν πραγματοποιήσει έξοδο προς αναζήτηση τροφής[4]. Κατόπιν η αρχηγία της πολιορκίας πέρασε πάλι στον Σταϊκόπουλο τον ουσιαστικό αρχηγό και πρωταγωνιστή της επιχείρησης κατάληψης του Ναυπλίου, όπως αναφέρει και ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος :«Αυτός ηνδραγάθησεν εις όσους πολέμους ευρέθη, αυτός πήρε και το Παλαμήδιον[5]». Την άνοιξη του 1822 μετά από τον στενό αποκλεισμό σε στεριά και θάλασσα το Ναύπλιο ήταν έτοιμο να παραδοθεί. Έλληνες και Τούρκοι κατόπιν συνομιλιών είχαν έρθει σε συμφωνία με όρους εγγύησης την παράδοση του φρουρίου Μπούρτζι από την πλευρά των Οθωμανών και την παράδοση δέκα προκρίτων και αρχιερέων ως ομήρων από την πλευρά των Ελλήνων. Η κάθοδος όμως του Δράμαλη έδωσε τέλος στις συνομιλίες[6].
Μετά την ήττα του Δράμαλη στα Δερβενάκια, οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να χαλαρώνουν και η πολιορκία του Ναυπλίου να εξασθενεί. Είχε συμβεί αναφέρει ο ακαδημαϊκός και ιστορικός Δ. Κόκκινος, κάτι ανάλογο με αυτό που είχε συμβεί μετά την άλωση της Τριπολιτσάς. Πολλοί από τους στρατιώτες πήραν τα πλούσια λάφυρα και πήγαν στους τόπους κατοικίας τους για να τα ασφαλίσουν ή να τα πουλήσουν[7]. Οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση και έχοντας την υποστήριξη του ιππικού που είχε αφήσει ο Δράμαλης, κατάφερναν να βρίσκουν τρόφιμα με επιδρομές στα γύρω χωριά. Επίσης η χαλάρωση της φρουράς στα στενά των Δερβενακίων, αλλά και η απουσία του Κολοκοτρώνη λόγω τραυματισμού του στην Τριπολιτσά, έδωσαν την ευκαιρία στον Δράμαλη στις αρχές Οκτωβρίου να στείλει από την Κόρινθο τρόφιμα στο Ναύπλιο με τον Ντελή Αχμέτ[8]. Ο Αλβανός πασάς κατάφερε να εφοδιάσει το Ναύπλιο και ο Δράμαλης για την ανδραγαθία του τον τίμησε με δυο ιππουρίδες (αλογοουρές).
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Ο Κολοκοτρώνης έχοντας αντιληφθεί ότι για να πέσει το Ναύπλιο έπρεπε να διακοπεί πάσα επικοινωνία του με την Κόρινθο, έτσι ώστε να σταματήσει ο εφοδιασμός του, είχε τοποθετήσει φρουρές στα στενά των Δερβενακίων. Όταν όμως έμαθε την λαθραία επισιτίσει του Ναυπλίου λόγω της χαλαρής επιτήρησης των στενών, αγανάκτησε και παρά τον τραυματισμό του έσπευσε στην Αργολίδα, ενίσχυσε με άνδρες τις φρουρές των στενών και επέπληξε αυστηρά τους υπεύθυνους οπλαρχηγούς[9]. Στη συνέχεια ενίσχυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και ο ίδιος ανέβηκε στην κορυφή του Αγριλοβουνίου παραμένοντας παρότι τραυματισμένος, άγρυπνος φρουρός υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες έως το τέλος Νοεμβρίου, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να παραδειγματίσει τους στρατιώτες του[10]. Στις 19 Οκτωβρίου 1822 ο Κολοκοτρώνης έστειλε επιστολή στους τούρκους του Ναυπλίου με την οποία τους τόνιζε ότι κάθε ελπίδα ανεφοδιασμού από την Κόρινθο έχει χαθεί, τους προέτρεπε επίσης να παραδοθούν οικειοθελώς και αυτός θα φρόντιζε να πάνε σε όποιος μέρος ήθελαν χωρίς να τους πειράξουν, σε περίπτωση όμως που οι Έλληνες έπαιρναν το Ναύπλιο με πόλεμο, αυτός δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί για τίποτα[11]. Οι Τούρκοι δεν απάντησαν και στις 26 Νοεμβρίου στέλνει δεύτερη επιστολή στον Αλή Πασά του Ναυπλίου με περιεχόμενο ανάλογο της πρώτης, σε αυτή μάλιστα τονίζει ότι δίνει τον λόγο του για την σωτηρία τους και αναφέρει χαρακτηριστικά την περίπτωση των Αλβανών της Τριπολιτσάς οι οποίοι ήρθαν σε συμφωνία μαζί του, σώθηκαν και πέρασαν στην Ρούμελη. Οι τούρκοι όμως με την ελπίδα ότι θα έρθει βοήθεια είτε από την Κόρινθο, είτε από την θάλασσα δεν έρχονταν σε συνεννόηση με τους Έλληνες[12]. Πράγματι στις αρχές Νοεμβρίου έγιναν κάποιες προσπάθειες ανεφοδιασμού του Ναυπλίου δια θαλάσσης από αγγλικά και αυστριακά πλοία αλλά απέτυχαν[13].
Η πολιορκία από την ξηρά είχε γίνει πλέον ασφυκτική και μετά τις αποτυχημένες προσπάθειές εφοδιασμού δια θαλάσσης, οι τούρκοι απελπισμένοι από την έλλειψη τροφίμων άρχισαν να καταναλώνουν ότι έβρισκαν, κατοικίδια ζώα, αδέσποτα ζώα, φύλλα από φραγκοσυκιές, ζουμί από δέρματα ζώων που έβραζαν, με αποτέλεσμα να πληγούν από μολυσματικές ασθένειες και λοιμικές νόσους[14]. Υπό αυτές τις συνθήκες έκαναν απόπειρα να ζητήσουν βοήθεια από τους τούρκους της Κορίνθου. Συγκεκριμένα 150 τούρκοι του Ναυπλίου που γνώριζαν καλά τα ελληνικά κατάφεραν να εξέλθουν την νύκτα να ξεγελάσουν τα ελληνικά σώματα που συναντούσαν και να φθάσουν στην Κόρινθο. Εκεί εξέθεσαν στον Μαχμούτ πασά την τραγική κατάστασή τους και τον προειδοποίησαν πως αν δεν κατορθώσει να τους εφοδιάσει με τρόφιμα, θα παρέδιδαν το φρούριο εντός ολίγων ημερών. Ο Τούρκος στρατηγός αποφάσισε να συνδράμει με εφόδια το πολιορκούμενο Ναύπλιο και παρά την δυσκολία της αποστολής οργάνωσε εφοδιοπομπή συνοδευόμενη από ισχυρή δύναμη 7000 ανδρών[15].
Στις 28 Νοεμβρίου 1822 το τουρκικό στράτευμα ξεκίνησε με προορισμό το Ναύπλιο περνώντας μέσα από τα στενά των Δερβενακίων. Τα στενά φύλαγαν ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υπό τούς Νικηταρά, Παπα Αρσένη Κρέστα, Τσόκρη, Δαρειώτη και Λεβιδιώτη. Οι 150 τούρκοι που μιλούσαν ελληνικά προπορεύονταν του στρατεύματος με σκοπό να ξεγελάσουν τα ελληνικά σώματα που θα συναντούσαν και πράγματι οι τούρκοι του Ναυπλίου κατάφεραν να περάσουν[16]. Η ελληνική εμπροσθοφυλακή όμως που βρισκόταν στον Αγ. Σώστη αντιλήφθηκε τους ένοπλους τούρκους που ακολουθούσαν ειδοποίησε τους σωματάρχες και άρχισε σφοδρή μάχη που κράτησε όλη τη νύκτα. Τα ελληνικά ένοπλα σώματα που βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών κινδύνευσαν να χάσουν την μάχη. Οι τούρκοι υπερκέρασαν το ένοπλο σώμα του Παπα-Αρσένη που έπεσε ηρωικά και έφθασαν στην μονή του Αγ. Σώστη. Επίσης είκοσι Έλληνες στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και αρκετοί άρχισαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Οι τούρκοι τελικά θα κατάφερναν να περάσουν τα στενά όμως ο Κολοκοτρώνης που είχε ειδοποιηθεί από βραδύς, έστειλε προς ενίσχυση των μαχόμενων Ελλήνων, ένοπλα σώματα Αρκάδων υπό τους Ζαφειρόπουλο, Χριστόπουλο, Γενναίο, Τσόκρη και Χατζηχρήστο[17]. Τα σώματα αυτά καταδίωξαν τους τούρκους που κατέφυγαν στον κάμπο της Κουρτέσας και εκεί όμως δεν κατάφεραν να αντισταθούν και υποχώρησαν τρομοκρατημένοι στην Κόρινθο. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που αναφέρει ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος ο οποίος καταδίωκε ένα τούρκο ιππέα που κρατούσε δυο κεφάλια δεμένα από τα μαλλιά. Ο τούρκος του πέταξε τα κεφάλια για να τον καθυστερήσει και ο Φωτάκος που κατέβηκε από το άλογο να κοιτάξει μήπως ανήκουν σε κάποιον γνωστό του, αναγνώρισε τα κεφάλια του Παπα-Αρσένη και του Σπανού[18].
Μετά την αποτυχία της επιχείρησης που υπήρξε καθοριστική για την τύχη του Ναυπλίου, οι τούρκοι απελπισμένοι ζήτησαν μέσω του Σταϊκόπουλου να έρθουν σε επαφή με τον Κολοκοτρώνη για να διαπραγματευτούν. Ο Κολοκοτρώνης μετά την νίκη των Ελλήνων απαντά αυτή την φορά στους τούρκους από θέση ισχύος ως στρατιωτικός και πολιτικός αρχηγός. Στην επιστολή του, που τους απέστειλε με τον Σταϊκόπουλο στις 29 Νοεμβρίου αναφέρει τα εξής: «Σεις ζητάτε τρατάτο, και η θελησίς σας είναι να παραδώσετε όλα τα φρούρια και να αφήσετε και το βιό σας και να σας μπαρκάρω εις τα ελληνικά καράβια και να σας στείλω όπου θέλετε, αφού μας δώσετε ενέχυρα (…) Τέτοια είναι η θελησίς μου και αν δεν ακούσετε και τώρα (…), εις δέκα ημέρες τα στρατεύματα θα γυρίσουν και θα έλθουν να σας πάρουν με ρεσάλτο και θα σας περάσουν όλους από το σπαθί[19]».
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΗΔΙΟΥ
Στις 29 Νοεμβρίου 1822, οι τούρκοι του Παλαμηδίου κατέβηκαν στο Ναύπλιο για να συζητήσουν με τους επίσημους τούρκους και να απαντήσουν στην επιστολή του Κολοκοτρώνη. Στο Παλαμήδι είχαν αφήσει στην ελάχιστους άνδρες να φυλάνε τις ντάπιες. Συγκεκριμένα είχαν αφήσει 70 άνδρες στην Μπεζεράν-Ντάπια και από 5-10 άνδρες στις υπόλοιπες[20]. Στην συζήτηση που έγινε σχεδόν όλοι οι τούρκοι ήταν σύμφωνοι να παραδώσουν την πόλη στον Κολοκοτρώνη, εκτός από τον Αλή πασά και τον προκάτοχό του Σελίμ, οι οποίοι φοβούμενοι την οργή του Σουλτάνου, ήθελαν να συγκεντρώσουν τρόφιμα και πιστούς στρατιώτες στο Παλαμήδι να κλειστούν εκεί να κρατήσουν όσο μπορέσουν το φρούριο αφήνοντας τους κατοίκους της πόλης στα χέρια των Ελλήνων[21]. Έτσι δεν επήλθε συμφωνία και η σύσκεψη αναβλήθηκε για την επόμενη ημέρα 30 Νοεμβρίου. Την νύκτα όμως καθώς ήταν εξαντλημένοι παρέμειναν στην πόλη για να διανυκτερεύσουν και έτσι το Παλαμήδι έμεινε ουσιαστικά αφύλακτο[22]. Τότε βρήκαν ευκαιρία δύο τούρκοι που έβλεπαν το αναπόφευκτο της πτώσης του Ναυπλίου και θέλοντας να σώσουν τις οικογένειές τους, κατέβηκαν από την Γιουρούς- Ντάπια, πήγαν στον Σταϊκόπουλο που στρατοπέδευε στην Άρια και τον ενημέρωσαν ότι εάν πήγαινε αμέσως στο Παλαμήδι, μπορούσε να το κυριεύσει[23].
Ο Σταϊκόπουλος αμέσως συγκέντρωσε 350 περίπου άνδρες και μαζί με τον αδελφό του Θανάση Σταϊκόπουλο, τον Ιταλό φιλέλληνα Γκουβερνάτι και τον Αϊβαλιώτη Διονύσιο Μοσχονησιώτη ξεκίνησαν υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες, νύχτα με καταιγίδα για το Παλαμήδι[24]. Φθάνοντας στους προμαχώνες κινήθηκαν προς την Γιουρούς-Ντάπια την μετονομαζόμενη αργότερα σε προμαχώνας Αχιλλέας, έβαλαν την σκάλα και ανέβηκε πρώτος ο Μοσχονησιώτης ακινητοποίησε τον τούρκο φύλακα και έκανε σινιάλο να ανέβουν και οι υπόλοιποι. Σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν εισέλθει όλοι στο φρούριο, ακολούθησαν αψιμαχίες με τους τούρκους φύλακες που θέλησαν να αντισταθούν, οι οποίοι τελικά αναγκάστηκαν να παραδοθούν[25]. Το Παλαμήδι πλέον είχε απελευθερωθεί, ήταν 30 Νοεμβρίου 1822 ανήμερα του Αγ. Ανδρέα. Την νίκη συνόδευσαν κανονιοβολισμοί, για να γίνει γνωστό το γεγονός και οι Έλληνες που βρίσκονταν στα τείχη φώναζαν από την χαρά τους στους τούρκους και του χρόνου αγάδες, του Αγίου Ανδρέου[26]. Οι τούρκοι της Μπαζιριάν-Ντάπιας που ακόμα δεν είχε κυριευθεί, σκέφτηκαν να βάλουν φωτιά στην αποθήκη πυρομαχικών και να τιναχθούν στον αέρα, όμως ο φρούραρχος Αμπντούλ Αγάς παλαιός γνώριμος του Σταϊκόπουλου, τους απέτρεψε και τους έπεισε να κατέβουν στην πόλη για να πείσουν και τους εκεί τούρκους να παραδοθούν[27].
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ-ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Ο Σταϊκόπουλος έστειλε αμέσως αγγελιοφόρο να ειδοποιήσει τον Κολοκοτρώνη για την κατάληψη του Παλαμηδίου, αλλά ο Γέρος του Μοριά που είχε ακούσει τους κανονιοβολισμούς είχε καταλάβει τι συμβαίνει και είχε ήδη ξεκινήσει για το Ναύπλιο μαζί με τον Νικηταρά, από τα Δερβενάκια που βρισκόταν. Συνάντησε στον δρόμο τον αγγελιοφόρο, έμαθε τις λεπτομέρειες των γεγονότων και τον έστειλε στο στρατόπεδο να ειδοποιήσει και τους υπόλοιπους[28]. Ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε στο φρούριο εγκατέστησε φρουρές στους προμαχώνες, διέταξε να στρέψουν τα κανόνια προς την Ακροναυπλία και να ρίξουν πενήντα κανονιοβολισμούς. Στην συνέχεια υπό την ιδιότητα του Αρχιστρατήγου έστειλε επιστολή με τον υπασπιστή του Φωτάκο «Προς άπαντας τους Οθωμανούς του Ναυπλίου», τους οποίους κάλεσε να παραδώσουν εντός τριών ωρών το φρούριο και την Ακροναυπλία αλλιώς θα γίνουν «ανάλωμα του πυρός και των κανονιών και δεν το επιθυμούμεν[29]». Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης αφηγείται τα γεγονότα « Έστειλα και είπαν των Τούρκων αρχηγών να ελθουν να ομιλήσωμε. Ηλθαν εις το Παλαμήδι, οι μπέηδες και ένας Αρβανίτης, αρχηγός των Αρβανιτών, τους είπα τι κάμνετε τώρα; Να μου παραδώσετε όλα τα κάστρα και τα άρματά σας και να σας γλυτώσω την ζωή και τα παιδιά σας, να πάρετε μόνον δυο αλλαξαίς και να σας βαρκάρω εις καράβια ελληνικά και να πάτε όπου θέλετε. Όταν μου δώσετε όλα τα κλειδιά των κάστρων και βάλω ανθρώπους μου, τότε σας δίδω στρατιώτας και σας συντροφεύουν και σας βαρκάρουν από τα Πέντε αδέλφια. Ο Αρβανίτης λέγει :«Τα άρματά μας δεν τα δίδομε και θα πολεμήσομε, θα κάψωμε την χώρα και να μην αφήσωμε πέτρα εις την άλλη πέτρα» Του απεκρίθηκα:«Βρε Αρβανίτη τίνος τα λες αυτά; Ας πολεμήσωμε και μια φορά καβάλα και τότε βλέπετε! Την χώρα αν την κάψετε, οι προγονοί μας την έφκιασαν και πάλι την φκειανουμε εμείς, όμως θα σας περάσωμε όλους από το σπαθί» Οι μπέηδες με είπαν: «Μην τον ακούς αυτόν, διοτι είναι εργένης, ας ερωτήση και ημας όπου έιμεθα φαμελίταις. Εμείς πάμε κάτω κάμνομε το τρατάτο, το υπογράφομε και σας το στέλνομε με τα κλειδιά, και να μας δώκης το ίδιο από το μέρος σας και τον όρκο σου[30]».
Ακολούθως ο Κολοκοτρώνης όρισε τριμελή αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον ιατρό Αγαμέμνονα Αυγερινό, τον Ιωσήφ Δούκα και τον Β. Χριστακόπουλο. Οι αντιπρόσωποι κατέβηκαν με τους τούρκους μπέηδες στην πόλη πήγαν στην οικία του Αλή πασά συνέταξαν και υπέγραψαν την συνθήκη παράδοσης[31]. Η συνθήκη αποτελείται από 11 άρθρα στα οποία περιγράφονται οι όροι παράδοσης σύμφωνα με τους οποίους η ελληνική διοίκηση υποσχόταν στους Οθωμανούς του φρουρίου την ασφάλεια της ζωής τους και ανελάμβανε την υποχρέωση να τους μεταφέρει στην Θεσσαλονίκη με επτά ελληνικά πλοία, να τους χορηγήσει τρόφιμα, ρούχα και να πληρώσει το ναύλο στα πλοία που θα τους μεταφέρουν[32]. Επειδή όμως το ταξίδι αυτό κρίθηκε επικίνδυνο οι Οθωμανοί μεταφέρθηκαν στην Σμύρνη. Επίσης το άρθρο 9 της συνθήκης που αναφερόταν στο δικαίωμα των τούρκων να φέρουν όπλα διαγράφηκε από τον Κολοκοτρώνη. Έτσι οι τούρκοι παρέδωσαν όλα τα όπλα τους, τα πολεμοφόδιά τους και την κινητή τους περιουσία[33]. Οι προς αναχώρηση Τούρκοι ήταν 3.250 άτομα περίπου, οι οποίοι επιβιβάστηκαν από την λίθινη αποβάθρα Πέντε Αδέλφια στα πλοία του Γκίκα, των αδελφών Ορλώφ, και του Δ. Λεωνίδα. Το ποσό για τα ναύλα ανήλθε στα 110.000 γρόσια και καλύφθηκε από τα λάφυρα. Επίσης ο ναύαρχος Άμιλτον παρέλαβε στο πλοίο του 400 περίπου Τούρκους, εκ των οποίων 67 απεβίωσαν κατά την διάρκεια του ταξιδιού, τους υπόλοιπους αποβίβασε στη Σμύρνη. Τα ελληνικά πλοία αποβίβασαν τους Τούρκους στο Κουσάντασι[34].
Οι Έλληνες τήρησαν την συμφωνία με τους Οθωμανούς και οι τελευταίοι μεταφέρθηκαν στην Μ. Ασία. Χαρακτηριστική είναι η επίσημη προκήρυξη που έστειλε στους αγωνιστές του Ναυπλίου η Προσωρινή Διοίκησης της Ελλάδος την 1η Δεκεμβρίου 1822 και η οποία αποτελεί μάθημα πολεμικού πολιτισμού:« …Φυλάξατε δικαιοσύνην, φιλανθρωπίαν, ευσπλαχνίαν, φρόνησιν. Ας λείψουν αι αταξίαι, όπου είναι μικρότης και γυναικότης. Δείξατε την μεγαλοφροσύνην και ανδρεία Σας, την καλήν τάξιν. Εις τους εχθρούς ημών μη φερθήτε σκληρώς. Με αυτά θα δειχθώμεν εις τα έθνη της Ευρώπης αγαθοί, τακτικοί και φρόνιμοι…[35]». Η ανωτέρω όμως προκήρυξη που εξαίρει την μεγάλη σημασία του ηρωικού κατορθώματος του Σταϊκόπουλου, τον προάγει σε χιλίαρχο, ονομάζει τον Νικηταρά «νέον Αχιλλέα» και φέρει την υπογραφή του αντιπροέδρου του Εκτελεστικού Αθανάσιου Κανακάρη και του αρχιγραμματέα της Επικρατείας και Μινίστρου των Εξωτερικών υποθέσεων Θεοδώρου Νέγρη δεν αναφέρει ούτε μια λέξη για την συμβολή του Κολοκοτρώνη στην παράδοση του Ναυπλίου[36]. Ο Κολοκοτρώνης απέναντι στην μικροψυχία της πολιτικής ηγεσίας, έδειξε για άλλη μια φορά την μεγαλοκαρδία του και με διάγγελμα που έβγαλε την ίδια ημέρα απέδωσε την νίκη στον πρωτόκλητο Άγιο Ανδρέα[37].
Μετά την υπογραφή της συνθήκης ο Κολοκοτρώνης, δίνει εντολή στον υπασπιστή του Φωτάκο να πάρει τα κλειδιά της πόλης από τον Αλή πασά. Ο Φωτάκος πήγε στην κατοικία του πασά και τον βρήκε καθισμένο στον οντά του, αφού τον χαιρέτισε κάθισε και αυτός στον οντά χωρίς να προσκληθεί. Ο πασάς έδειξε την έκπληξή του για το θράσος του χθεσινού ραγιά, αλλά δεν τόλμησε να πει λέξη. Έκανε λυπημένος νόημα σε έναν αράπη να φέρει τα κλειδιά και εκείνος τα έφερε σε ασημένιο δίσκο σκεπασμένα με χρυσοΰφαντο κάλυμμά. Ο πασάς αφαίρεσε το κάλυμμα πήρε τα κλειδιά και τα παρέδωσε, λέγοντας :« πάρτε τα κλειδιά και δόστε τα είς τον αρχηγό σας και πέστε του να λυπηθή του Θεού τα πλάσματα[38]». Ο Φωτάκος περιγράφει την συγκλονιστική σκηνή της παράδοσης των κλειδιών στον αρχιστράτηγο της απελευθέρωσης του Ναυπλίου, Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης αφού τα πήρε συγκινημένος τα έφερε στα χείλη του και τα φίλησε με δάκρυα στα μάτια[39]!
Ο Φωτάκος μας δίνει επίσης εικόνες φρίκης, από τις συνθήκες ζωής των Οθωμανών εντός του αποκλεισμένου Ναυπλίου εξαιτίας της παντελούς έλλειψης τροφών, στις οποίες υπήρξε αυτόπτης μάρτυς: « Ούτοι οι τελευταίοι εσύροντο κατά γής σκάπτοντες εις τα καταγώγια των σπιτιών, εις τα φουσκιά των ερειπίων και εις άλλους κόπρους και ακαθαρσίας της πόλεως, ήυρισκαν σκωλήκια μεγάλα, τα οποία έτρωγον…», «Αι άλλες τάξεις ήσαν ολίγον δυνατότεραι. Αυτοί εμπουσούλιζαν και εννοούσαν κάπως καλλίτερα από τους πρώτους. Αλλά και αυτοί από την πείναν έτρωγαν τους νεκρούς, ετράβαγαν τα ψαχνά κρέατα με τα δόντια των με πολλήν όρεξιν και με πολλήν επμέλειαν εκαταγίνοντο να χορτάσουν. Όταν τους εφωνάζαμε άκουαν, εγύριζαν, μας έβλεπαν και έπειτα πάλιν εξακολούθουν να τρώγουν των νεκρών Τούρκων κρέατα[40].». Για να συνέλθει από την φρίκη ο Φωτάκος ήπιε μια μπουκάλα ρούμι! Μετά από αυτά ο ιατρός Αγαμένων Αυγερινός αναγκάστηκε να απειλήσει πως αν δεν σταματήσουν οι τούρκοι την ανθρωποφαγία η συνθήκη θα διαλυθεί και θα τους φονεύσουν όλους οι Έλληνες. Κατόπιν αυτού οι τούρκοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Πλατάνου και ορκίστηκαν ότι θα σταματήσουν την ανθρωποφαγία[41].
Ακολούθως ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε φρουρές στην Ακροναυπλία, στους άλλους προμαχώνες, στους Πέντε Αδελφούς, τα δημόσια κτίρια και στις πύλες της πόλης. Ιδιαίτερα στην κεντρική πύλη εγκατέστησε ισχυρή φρουρά θέλοντας να αποτρέψει την είσοδο στα πλήθη ενόπλων, που ήθελαν να εισέλθουν στην πόλη να σφάξουν τους Τούρκους και να επιδοθούν σε λαφυραγωγία[42]. Μετά τούτο ο Κολοκοτρώνης διέταξε να συγκεντρωθούν όλα τα λάφυρα στο τζαμί που βρισκόταν απέναντι από τον μεγάλο στρατώνα και ανέθεσε στον γραμματικό του Μιχ. Οικονόμου την φύλαξη, κατανομή και διανομή τους. Αυτός χώρισε τα λάφυρα σε χίλιες μερίδες και από αυτές οι εκατό προορίζονταν για το δημόσιο ταμείο και οι υπόλοιπες 900 για τους πολιορκητές. Η αξία κάθε μερίδας υπολογίστηκε σε 40 ισπανικά δίστηλα. Από αυτά τα λάφυρα όμως ελάχιστα ωφελήθηκε η διοίκηση διότι οι Τούρκοι είχαν δώσει όλα τα αντικείμενα αξίας για την αγορά τροφίμων[43]. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κολοκοτρώνης: «… τα λάφυρα τα έβαλαν εις δημοπρασία, και κάθε επαρχία και τα νησιά επήραν το αναλογό τους. Έτσι γλύτωσα και από αυτήν την έγνοιαν του Αναπλιού[44]».
Ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε από την πολιτική ηγεσία ότι προέβη σε δυο αυθαίρετες ενέργειες α) τον διορισμό του Πλαπούτα ως φρούραρχο του Ναυπλίου και β) την διαπραγμάτευση της συνθηκολόγησης με τους Οθωμανούς. Πράγματι ο διορισμός του φρούραρχου ήταν αναφαίρετο δικαίωμα του Εκτελεστικού ως μόνο αρμόδιο για τις τοποθετήσεις και τις προαγωγές των στρατιωτικών κατόπιν εισηγήσεων των στρατηγών και σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος της Επιδαύρου, το Εκτελεστικό έπρεπε να διαπραγματευθεί και να υπογράψει τη συνθηκολόγηση και ακολούθως το Βουλευτικό να την εγκρίνει. Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι σε συνθήκες πολέμου πολλές φορές δεν ισχύουν τα θεσπισθέντα αλλά «επικρατεί ο δυναμισμός των δρώντων προσώπων[45]» όπως γράφει ο Δ. Κόκκινος.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε την κατάπτυστη συμπεριφορά της κυβέρνησης απέναντι στον Κολοκοτρώνη όταν αυτός πολιορκούσε το φρούριο των Πατρών, όταν με δωροδοκίες του αποσπούσαν τους στρατιώτες και του στερούσαν τρόφιμα και πολεμοφόδια, γεγονός που τον οδήγησε να λύσει την πολιορκία και να κατευθυνθεί προς την Τρίπολη ζητώντας εξηγήσεις. Όπως επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Κολοκοτρώνης αντιμετώπισε την στρατιά του Δράμαλη δίχως την υποστήριξη της πολιτικής ηγεσίας, η οποία μόλις έμαθε την κάθοδο του Αλβανού στρατηγού έτρεξε να κρυφτεί στα πλοία που αγκυροβολούσαν στους Μύλους, έτσι ώστε να έχει εξασφαλισμένη την διαφυγή της ανά πάσα ώρα. Αυτές οι κινήσεις των πολιτικών γέμισαν οργή και αηδία τον ήρωα των Δερβενακίων και τον έκαναν να χάσει την εμπιστοσύνη του απέναντι τους. Υπό αυτή την έννοια πήρε την κατάσταση στα χέρια του, όχι για να γίνει ο ίδιος διοίκηση ενώ μπορούσε, αλλά για να περισώσει ότι μπορούσε. Άλλωστε ο ίδιος ήταν που απέτρεψε αρκετές φορές την σύγκρουση ανάμεσα στους πολιτικούς οι οποίοι εκπροσωπούσαν τους προεστούς και τους πλοιοκτήτες και τους στρατιωτικούς που εκπροσωπούσαν το αγροτολαϊκό στοιχείο[46].
Δυστυχώς όμως δεν είχαν τις ίδιες διαθέσεις απέναντι στον Κολοκοτρώνη οι κυβερνητικοί, ιδίως οι πρόκριτοι του Μοριά. Ο Ανδρέας Ζαίμης που πολεμούσε την ίδια εποχή στο Μεσολόγγι έγραφε στον Κανέλλο Δεληγιάννη: «Γνωρίζω αδελφέ, και τα αισθηματά σου και την φιλοτιμίαν σου και ότι επιθυμείς να παραδοθεί σια σου το Νάυπλιον εις την κυβέρνησιν και όχι να πέσει είς χείρας των κακούργων». Οι κακούργοι της επιστολής του Ζαΐμη ήταν ο Κολοκοτρώνης και οι στρατιώτες του[47]! Νομίζω ότι τα σχόλια εδώ είναι περιττά. Παρόλα αυτά η κυβέρνηση διόρισε φρούραρχο του Ναυπλίου τον υιό του Κολοκοτρώνη Πάνο για να δείξει ευμένεια προς το πρόσωπο του στρατηγού, χωρίς όμως αυτό να είναι στις ειλικρινείς προθέσεις της,καθώς διόρισε παράλληλα τριμελή επιτροπή η οποία εξ ονόματος της κυβέρνησης ανέθεσε την διοίκηση των φρουρίων σε Υδραίους και Σπετσιώτες πλοιάρχους, έτσι ώστε να έχει στα χέρια της τον έλεγχο της πολεμικής δύναμης της πόλης[48].
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
Η σημασία της απελευθέρωσής του Ναυπλίου είναι μεγάλη. Είπαμε αρχικά πως η ηγεσία της επανάστασης πολιτική και στρατιωτική είχε αντιληφθεί την γεωστρατιγική σπουδαιότητα της πόλης. Το Ναύπλιο οχυρωμένο από ξηρά με το Παλαμήδι και την Ακροναυπλία και από θαλάσσης με το Μπούρτζι, το καθιστούσαν απόρθητο. Εάν το Ναύπλιο δεν βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων κατά την εισβολή του Ιμπραήμ και του Κιουταχή, είναι αμφίβολο εάν η επανάσταση θα μπορούσε να συνεχιστεί[49]. Σημαντική ήταν επίσης και η καταδρομική επιχείρηση του Στάικου Σταϊκόπουλου, η οποία ήταν η πρώτη νυκτερινή επιδρομή των Ελλήνων και στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Ο συνδυασμός στρατός και στόλου έδειξε πόσο χρήσιμος ήταν για το τελικό αποτέλεσμα. Επίσης ο τρίμηνος έλεγχος των στενών των Δερβενακίων από ελληνικές δυνάμεις έδειξε ότι σε στιγμές ανάγκης οι αγωνιστές μπορούσαν να αποκτήσουν πνεύμα τακτικού στρατού[50]. Επίσης με την απελευθέρωσή του το Ναύπλιο έγινε ο ιδεώδης χώρος για την εγκατάσταση των Κυβερνητικών αρχών. Για αυτό το 1824 το Ναύπλιο με θέσπισμα του Βουλευτικού και έγκριση του Εκτελεστικού ορίστηκε πρωτεύουσα της Ελλάδας. Εκεί στεγάστηκαν οι πρόκριτοι, οι οπλαρχηγοί, οι ξένοι φιλέλληνες. Σε αυτό κατέφυγαν οι διωκόμενοι πληθυσμοί και τα εξουθενωμένα στρατιωτικά σώματα. Εκεί συνέρρευσαν άνθρωποι από πολλές περιοχές και έγινε το πρώτο αστικό κέντρο της Ελλάδας με πληθυσμό 30.000 κατοίκους[51].
Εκεί έγιναν οι πολιτικές ζυμώσεις του νεότερου ελληνικού κράτους, εκεί πάρθηκαν σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις, σε αυτό δημιουργήθηκε ο πρώτος πυρήνας πνευματικής ζωής αλλά και πνευματικής ώσμωσης με την συγχώνευση ετερόκλητων πληθυσμιακών στοιχείων. Πάνω από όλα όμως η απελευθέρωση είχε ηθικό συμβολισμό. Η «Νάπολη της Ρωμανίας», το «άτι του Μοριά» ήταν θρύλος και σύμβολο ισχύος. Μετά την απελευθέρωσή του το Ναύπλιο δεν ήταν απλά μια πόλη με ιστορία, έγινε ιστορία[52].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καργάκος Σ ., «Η απελευθέρωση του Ναυπλίου», στο Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, τ.Γ, εκδ. Realnews, Αθήνα 2014.
Κόκκινος Δ., «Η άλωσις του Ναυπλίου», στο Η Ελληνκή Επανάστασις, τ. 2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1956.
Κολοκοτρώνης Θ., Απομνημονεύματα, τ.1,εκδ. Μέρμηγκα, Αθήνα 1977.
Σφυρόερας Β ., «Η πτώση του Ναυπλίου», Τα Πολεμικά γεγονότα από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο, Η Ελληνική Επανάσταση, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 28, εκδ. Παραπολιτικά, Αθήνα 2021.
Χρυσανθόπουλος Φ., Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, εκδ. ελεύθερη σκέψις, Αθήνα 2003.
[1]Σ. Καργάκος ., «Η απελευθέρωση του Ναυπλίου», στο Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, τ.Γ, εκδ. Realnews, Αθήνα 2014, σελ.60.
[2]Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.60.
[3]Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.61.
[4] Β.Σφυρόερας ., «Η πτώση του Ναυπλίου», Τα Πολεμικά γεγονότα από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο, Η Ελληνική Επανάσταση, στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 28, εκδ. Παραπολιτικά, Αθήνα 2021, σελ. 62.
[5] Φ.Χρυσανθόπουλος ., Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, εκδ. ελεύθερη σκέψις, Αθήνα 2003, σελ.137.
[6] Σ.Καργάκος ., ό.π., σελ. 63.
[7] Δ. Κόκκινος., «Η άλωσις του Ναυπλίου», στο Η Ελληνκή Επανάστασις, τ. 2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1956, σελ.244.
[8] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.245.
[9] Σ.Καργάκος ., ό.π., σελ. 64.
[10]Σ.Καργάκος ., ό.π., σελ. 64.
[11]Β.Σφυρόερας ., ό.π., σελ. 63.
[12] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.246.
[13] Σ .Καργάκος ., ό.π., σελ. 65.
[14] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.248.
[15] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.248.
[16] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.248.
[17] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.250.
[18] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.250.
[19] Θ. Κολοκοτρώνης., Απομνημονεύματα, τ.1,εκδ. Μέρμηγκα, Αθήνα 1977, σελ.329.
[20] Σ . Καργάκος ., ό.π., σελ. 67.
[21] Σ .Καργάκος., ό.π., σελ. 66.
[22] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ. 66.
[23] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.250.
[24] Σ. Καργάκος., ό.π., σελ. 68.
[25]Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.250.
[26] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.250.
[27] Σ .Καργάκος ., ό.π., σελ. 70.
[28] Σ .Καργάκος ., ό.π., σελ. 70.
[29] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.251.
[30] Θ. Κολοκοτρώνης., ό.π., σελ. 330.
[31] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.251
[32] Β. Σφυρόερας., ό.π., σελ. 64.
[33] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.74.
[34] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.254.
[35] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.75.
[36] Β. Σφυρόερας., ό.π., σελ. 64.
[37] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.75.
[38] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.254.
[39] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.254.
[40] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.72.
[41] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.73.
[42] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.254.
[43] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.77.
[44] Β. Σφυρόερας., ό.π., σελ. 64.
[45] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.255.
[46] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.78.
[47] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.256.
[48] Δ. Κόκκινος.,ό.π., σελ.258.
[49] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.77.
[50] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.79.
[51] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.79.
[52] Σ. Καργάκος ., ό.π., σελ.80.