Γράφει ο Ιωάννης Νεονάκης.
Ὁ Νικηφόρος Φωκάς, ὁ Ἐλ Νικφούρ τῶν Ἀράβων, ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τοῦ Ἰσλάμ εἶναι μιά ἐξόχως ἐμβληματική μορφή, πηγή παραδειγματισμοῦ καί ἔμπνευσης γιά ὅλους ἐμᾶς. Οὐσιαστικά «ἐνσαρκώνει» καί συγκεφαλαιώνει τόν κεντρικό ἄξονα τῆς πατρίδας μας τῆς Ρωμανίας, τῆς μίας δηλαδή διαχρονικῆς Ὀρθόδοξης Πολιτείας στήν γῆ. Καί αὐτός ὁ ἄξονας δέν εἶναι ἄλλος παρά τά λόγια στήν παράκληση πού λένε: «Σοί μόνω ἁμαρτάνομεν, ἀλλά καί Σοί μόνω λατρεύομεν, οὐκ οἲδαμεν προσκυνεῖν Θεῷ ἀλλοτρίω.”
Τό ξέρομε δηλαδή ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, τό ξέρομε ὅτι εἴμαστε βρωτοί καί πεπτωκότες, καί οἱ πράξεις μας δέν εἶναι αὐτές πού θά ἔπρεπε, ὅμως δέν ἀπελπιζόμαστε μέσα στόν κόσμο, δέν λυγίζομε, δέν ὑποχωροῦμε καί ἐλπίζοντας μόνο σέ Σένα ἀγωνιζόμαστε γιά τό καλύτερο καί ὃ,τι μπορέσομε νά κάνομε, καί ὃ,τι καταφέρομε καί ὃ,τι ἀξιωθοῦμε. Ξέρομε τίς ἀδυναμίες μας καί τίς δυσκολίες τοῦ κόσμου, ὅμως συνεχίζομε μέ τήν βοήθεια Σου νά καταφάσκομε τόν κόσμο, μή ἀπελπιζόμενοι καί μή παραιτούμενοι ἀπό τόν ἀγώνα νά φέρομε τά πράγματα «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».
Ἔχομε ἐπίγνωση ὅτι τό πλαίσιο δέν ἀποτελεῖται ἀπό παραδείσιες, «γλυκανάλατες», «πολιτικῶς ὀρθές», ἰδανικές καταστάσεις, ἀλλά ἀποτελεῖται ἀπό σκληρή πραγματικότητα, σκληρό ἑαυτό, σκληρούς ἐχθρούς καί ἀντίπαλους, σκληρές ἁμαρτίες. Ὅμως καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὑπάρχει σκληρή ἀσκητική καί ἀγώνας, μετάνοια, ἀγάπη καί ἐλπίδα σέ Σένα τόν ἕναν Θεό. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς μόνος του, ἀσυγχύτως ἀλλά καί ὅλοι μαζί ἑνωμένοι, ἀδιαιρέτως, ὡς σῶμα. Ἑνωμένοι ὅλοι διαχρονικά καί ἐσχατολογικά ὡς ἕνας Λαός, ὡς ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι ὁ Νικηφόρος Φωκάς: ἡ ἔκφραση τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί πεπτωκότος, ἀλλά ταυτόχρονα καταφάσκοντος καί ἀγωνιζόμενου Λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς οἱ Ἡρακλειῶτες τόν ἀγαποῦμε πολύ τόν Νικηφόρο. Εἶναι ὁ νικητής, ἐλευθερωτής μας ἀπό δεσμά αἰώνων. Τόν ἓνατο αἰώνα ὀρδές Σαρακηνῶν μουσουλμάνων ἀπό τήν Ἰσπανία κατέλαβαν τήν Κρήτη. Ἵδρυσαν Ἰσλαμικό Κράτος καί ἔθεσαν πρωτεύουσα τοῦ ἐμιράτου τους τό Ἡράκλειο, τό ὁποῖο περιτείχισαν μέ ἀπόρθητα τείχη περιβαλλόμενα ἀπό μεγάλο καί βαθύ κανάλι, κανάλι στό ὁποῖο ὀφείλεται καί ἡ τότε ὀνομασία τῆς πόλης ὡς Χάνδακας. Ἡ μόνη δραστηριότητα τῶν Σαρακηνῶν ἦταν ἡ πειρατεία καί τό δουλεμπόριο. Ὅλη ἡ Μεσόγειος ὑπέφερε ἀπό τίς συνεχεῖς ἐπιδρομές. Τά παράλια ἐρήμωσαν, τό θαλάσσιο ἐμπόριο ὑπέστρεψε πλήρως καί κυρίως χιλιάδες ἁρπαγέντες ἀθῶοι πουλιοῦνταν ὡς σκλάβοι συνεχῶς στό μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο πού ὑπῆρχε τότε, αὐτό τοῦ Χάνδακα. Ἦταν τόση ἡ δύναμη τοῦ κράτους αὐτοῦ, ὥστε σέ μιάν ἐπιδρομή του μπόρεσε νά καταλάβει καί τήν ἴδια τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, τήν περιτείχιστη δεύτερη σέ σημασία πόλη τῆς αὐτοκρατορίας.
Ἡ Ρωμανία εἶχε κάνει ἕξι σοβαρές προσπάθειες νά ἀπελευθερώσει τό νησί. Ὅλες ἀποτυχημένες. Μέχρι πού ἦρθε ἡ σειρά τοῦ στρατηγοῦ Νικηφόρου. Ὁ Νικηφόρος εἶχε ἤδη στό ἐνεργητικό του πολλούς θριάμβους στά πεδία τῶν μαχῶν. Μάχες ἀτελείωτες στά ἀνατολικά σύνορα τῆς πατρίδας μας, τῆς Ρωμανίας γιά νά ἀπελευθερώσει καί νά ἐνισχύσει τούς χριστιανούς ἀπέναντι στήν βία τῶν ἐχθρῶν. Σκληρός καί δίκαιος, ἀκούραστος ἡγέτης, ἑδραῖος καί ὁραματιστής. Αὐτόν διάλεξε ἡ Ρωμανία γιά ἡγούμενο τῆς μεγάλης ἐκστρατείας. Καί ὁ Νικηφόρος ἀπεδέχθη τό μεγάλο ρίσκο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί παρά τίς τρομερές ἀντιξοότητες τά κατάφερε. Γιά τούς Χριστιανούς καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτή ἡ ἀγάπη του γιά τόν Χριστό καί τό ἐρώτημά του πῶς θά ἔπρεπε νά Τόν ὑπηρετήσει καλύτερα ἦταν πού διέτρεχε καί καθόριζε ὅλη τήν βιωτή του. Ἀπό μικρός ἀναρωτιόταν ἄν θά ἔπρεπε νά μονάσει ἤ ἄν θά ὑπηρετοῦσε καλύτερα τόν Θεό μένοντας στόν κόσμο καί ἀγωνιζόμενος κατά τά μέτρα τοῦ δυνατοῦ. Ἤξερε πώς μένοντας στόν κόσμο καί μάλιστα στά πιό ὑψηλά ἐπίπεδα τῆς ἐπαγγελματικῆς καί κοινωνικῆς ἱεραρχίας ἡ προσφορά του θά ἦταν μέν πολύ μεγάλη, ἀλλά οἱ πιέσεις καί οἱ πειρασμοί θά ἦταν ἀφόρητοι. Σέ σημεῖο τέτοιο ὥστε νά κινδυνεύει νά χάσει τήν ἴδια του τήν ψυχή. Τό δίλημμα τοῦ Νικηφόρου εἶναι καί δίλημμα πολλῶν ὀρθοδόξων. Ὁ Νικηφόρος ἔδωσε τήν προσωπική του ἀπάντηση. Ἔμεινε στόν κόσμο καί προσπάθησε ὅσο μποροῦσε μέ τήν ἐκκλησιαστική καί ἀσκητική του ζωή νά παραμείνει καί κοντά στόν Χριστό. Τά κατάφερε ὅμως;
Πάντα μέ νοσταλγία θυμᾶμαι τίς συναρπαστικές διηγήσεις τοῦ πατέρα μου ὅταν ἤμουν ἀκόμα στό δημοτικό γιά τίς μάχες τοῦ Νικηφόρου σ’ αὐτά ἐδῶ τά χώματα πού πατᾶμε γιά νά μᾶς ἀπελευθερώσει. Τά χώματα τοῦ Ἡρακλείου. Καί ἀργότερα, ὅταν μεγάλωσα, τήν συγκίνηση πού ἔνιωθα καί νιώθω κάθε φορά πού μπαίνοντας στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Τίτου ἀντικρίζω ἀριστερά τήν μεγάλη ἁγιογραφία τοῦ Νικηφόρου.
Ἡ ὀρθόδοξη μας ἁγιογραφία ἔχει δυό διαστάσεις γιά νά προστατεύσει καί νά ἀναδείξει τήν πραγματική οὐσία, τήν τρίτη διάσταση, τό βάθος. Καί αὐτή ἡ τρίτη διάσταση εἶναι ἡ ζωντανή, πραγματική σχέση τοῦ εἰκονιζόμενου Ἁγίου μέ τόν προσκυνητή, τόν προστρέχοντα σ’ αὐτόν. Χαιρετιοῦνται, ἀσπάζονται καί συζητοῦν. Ζυμώνονται. Καί ὁ εἰκονιζόμενος κατεβαίνει ἀπό τό πλαίσιο καί ξαναμπαίνει στό τώρα, στόν τόπο καί χρόνο τοῦ τωρινοῦ φωτός, στήν πραγματική σκιά τοῦ τωρινοῦ βάθους. Ἀλλά καί ὁ προστρέχων ἀνεβαίνει καί τοποθετεῖται στό κάδρο τῆς αἰωνιότητας, στό φῶς καί τήν ἡσυχία τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου.
Τήν τελευταία φορά πού ἀντικριστήκαμε μέ τόν Νικηφόρο μέ κοίταξε βαθειά καί μοῦ μίλησε στήν καρδιά. Μέ ρώτησε: «Καί ἡ Ρωμανία μας σήμερα; Πῶς πάει ἡ Ρωμανία μας;» Τόν κοίταξα σχεδόν δακρυσμένος ἀπό τόν πόνο. Τί νά τοῦ ἔλεγα; Πώς ἡ λήθη ἔχει ἁπλωθεῖ καί πώς πιά λίγοι τήν θυμοῦνται; Πώς τά σύμβολα καί τά ὀνόματα γιά τά ὁποία αὐτοί ἔδωσαν τό αἷμα τους διαστρεβλώθηκαν καί ἀλλάχθηκαν γιά νά διακοπεῖ ἡ συνέχεια καί ἡ συνοχή; Πώς οἱ Ρωμηοί ὅσοι δέν φύγανε μακριά, χωρίστηκαν σέ ἔθνη-κομμάτια καί ἀντιπαλεύονται μεταξύ τους; Τί νά τοῦ πῶ; «Στρατηγέ, …» πῆγα νά ψελλίσω καί σταμάτησα ἀπό τόν κόμπο στόν λαιμό. Κατάλαβε. Μέ κοίταξε ἀποφασιστικά καί μοῦ εἶπε: «Ἔλα. Μή δειλιάζετε. Σταθεῖτε ὄρθιοι. Εἴμαστε καί μεῖς ἐδῶ. Ὅλοι μαζί, ὡς ἕνα σῶμα. Καί νά ἔχετε θάρρος, γιατί ὃ,τι καί νά γίνει, τόν τελικό νικητή Τόν ξέρομε ποιός θά εἶναι».
Τοῦ Νικηφόρου τοῦ ὀφείλομε καί τοῦ ὀφείλω πολλά. Καί πάντα τόν σεβόμουν καί τόν τιμοῦσα ὡς ἐλευθερωτή, ὡς ἀγωνιστή στρατηγό καί ὡς σπουδαῖο ἄνθρωπο. Δέν ἤξερα ὅμως ἄν θά ἔπρεπε νά τόν τιμῶ καί ὡς Ἅγιο. Εἶναι μέν ἀγιογραφημένος στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Τίτου, ἀλλά μερικοί αὐτό τό ἀπέδιδαν στό γεγονός ὅτι ἦταν ὁ κτήτωρ τοῦ ναοῦ. Ἄλλοι πάλι ἰσχυρίζονταν ὅτι μόνο ἐμεῖς ἐδῶ τοῦ ἀποδίδομε τέτοιο σεβασμό, ἐπειδή μᾶς ἐλευθέρωσε, ἀλλά σέ ἄλλους τόπους οἱ ἄνθρωποι ἐπικεντρώνονται στήν τραχύτητα τοῦ βίου του. Ἦταν Ἅγιος τελικά ὁ Νικηφόρος; Τά εἶχε καταφέρει; Ἦταν σωστή ἡ ἀπόφασή του νά παραμείνει στόν κόσμο;
Ἀρχές τοῦ νέου ἔτους ξεφύλλιζα τό ἡμερολόγιο πού εἶχε ἐκδώσει μιά ἀπό τίς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ἔπεσα τυχαία στό τοπικούς Ἅγιους τῆς Ἐκκλησίας μας. Σκέφτηκα νά δῶ ἄν στήν χορεία ἦταν καί ὁ Νικηφόρος. Ἄρχισα νά φυλλομετρῶ. Γενάρης, Φλεβάρης, τίποτα· Ἰούνιος, Ἰούλιος, δυστυχῶς ὄχι· Ὀκτώβριος, Νοέμβριος, οὐδέν. Ἀπογοήτευση. Πουθενά ὁ Νικηφόρος.
Ἑτοιμαζόμουν νά κλείσω τό ἡμερολόγιο. Γύρισα τήν τελευταία σελίδα. Δεκέμβριος. Καί ξαφνικά ἡ ἀπογοήτευσή μου μετατράπηκε σέ ἀπέραντη χαρά. Ἦταν γραμμένο ξεκάθαρα: Δεκεμβρίου 11, Νικηφόρου τοῦ Φωκᾶ. Δόξα σόι ὁ Θεός. Ὁ Νικηφόρος τά κατάφερε. Κέρδισε τήν μεγαλύτερη μάχη πού ἔδωσε, κέρδισε τήν μάχη τῆς ψυχῆς του. Ἀποφάσισε νά μείνει στόν κόσμο καί νά προσφέρει, ὄντας καί παλεύοντας στό ὑψηλότερο ἐπίπεδο ἀνταγωνισμοῦ, πειρασμῶν καί πίεσης καί τά κατάφερε. Καί ὄχι μόνο τά κατάφερε, ἀλλά συνεχίζει καί σήμερα δίπλα στούς ἁπλούς ἀνθρώπους νά ἀγωνίζεται ἀσταμάτητα γιά τόν Χριστό, τήν ὀρθοδοξία, τόν ἄνθρωπο, τήν χαρά καί τήν εἰρήνη. Ἅγιε Νικηφόρε, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ὅλων ἡμῶν καί ὑπέρ τῆς ἀγαπημένης σου Ρωμανίας.