Γράφει ὁ Δημήτρης Καπρᾶνος.
«Σκέφθηκα νά βάλω φωτιά νά κάψω τό σπίτι μου, δέν μοῦ πῆγε ἡ καρδιά, ἔπλυνα τά πιάτα, τά τακτοποίησα στά ράφια, σάν νά περίμενα μουσαφιριά… Φέτος εἶναι πολύ καλή ἡ σοδειά ἀπό χουρμᾶδες. Θά τούς φᾶνε οἱ Τοῦρκοι. Τούς ἄφησα ἕνα γράμμα, τούς ἔγραψα πώς σέ αὐτό τό σπίτι ζοῦσαν ἔντιμοι ἄνθρωποι πού τά ἔφερναν πέρα μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου τους, νά τό κρατᾶνε καθαρό. Τούς παρακάλεσα νά ποτίζουν τά λουλούδια».
Σκέψεις καί λόγια ἀπό μιά γυναῖκα-πρόσφυγα ἀπό τό Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Δέν γνωρίζουμε ἄν κάτι τέτοιο εἶναι δυνατόν, ἀλλά ἀφοῦ ἡ χώρα μας χρειάζεται ἐργατικά χέρια, δέν θά ἦταν καλύτερα νά σπεύσει νά ἀγκαλιάσει τούς ἀνθρώπους αὐτούς, πού εἶναι Χριστιανοί, πού εἶναι δουλευταράδες, ἄνθρωποι τῆς προκοπῆς καί τῆς ἐργασίας, ὅπως ἔχουν ἀποδείξει οἱ Ἀρμένιοι συνέλληνες; «Δέν γίνονται αὐτά» θά σπεύσουν πολλοί νά μᾶς ποῦν, καθώς εἶναι σχεδόν ἕτοιμα τά «χρειαζούμενα» γιά τήν νομιμοποίηση τριακοσίων χιλιάδων μεταναστῶν ἀπό τήν Ἀσία καί τήν Ἀφρική, μουσουλμάνων ὡς ἐπί τό πλεῖστον (εἴμεθα βέβαιοι), τούς ὁποίους τό ἑλληνικό κράτος θεωρεῖ ἀπαραίτητους λόγῳ τῆς ἐλλείψεως «ἐργατικῶν χεριῶν» στήν ἀσθμαίνουσα οἰκονομία μας.
Ὅμως, γιά σκεφθεῖτε πόσο πιό εὔκολα θά μποροῦσαν νά προσαρμοσθοῦν στήν ἑλληνική κοινωνία οἱ πραγματικοί πρόσφυγες πολέμου ἀπό τό Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Καί γιά νά μήν «μασᾶμε τά λόγια μας», ἐκεῖ, πράγματι, ἔχουμε πόλεμο, ἔχουμε ξερριζωμό, ἔχουμε ἐθνοκάθαρση. Πρᾶγμα πού δέν συμβαίνει σέ ὅλες σχεδόν τίς χῶρες ἀπό τίς ὁποῖες προέρχονται οἱ μεταναστευτικές ροές, πού συνεχίζουν νά φθάνουν στήν προβληματική μας ἐπικράτεια.
Ἀρκεῖ μιά μικρή, ξεκούραστη, ἀναδρομή, γιά νά δοῦμε πῶς καί κατά πόσον ἀφομοιώθηκαν οἱ Ἀρμένιοι στήν χώρα μας, πῶς δημιούργησαν τίς δικές τους, ἀξιοζήλευτες καί ἄριστα ὀργανωμένες κοινότητες, πῶς στελέχωσαν τόν Ἑλληνικό Στρατό, πῶς ἀναδείχθηκαν στίς Ἐπιστῆμες καί τίς Τέχνες, ἀλλά καί ὡς ἐπιχειρηματίες καί τεχνικοί.
Θά πεῖτε «μά, εἶναι πολύ δύσκολο νά γίνει τώρα αὐτό πού ζητᾶτε.» Ἴσως νά εἶναι κι ἔτσι, ἴσως ἡ Ἀρμενία νά εἶναι ἕτοιμη νά τούς δεχθεῖ στήν δική της ἐπικράτεια. Ὡστόσο, ἔχοντας ἐμπρός μας αὐτά πού συμβαίνουν σέ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης, πού πίστεψαν ὅτι ἡ μουσουλμανική (ἰσλαμική κατ’ ἄλλους) κουλτούρα μπορεῖ νά συγκερασθεῖ εὔκολα μέ τήν εὐρωπαϊκή, καί μόνο ἡ σκέψη ὅτι θά μπορούσαμε νά προσφύγουμε στούς πρόσφυγες ἀπό τό Καραμπάχ, ἀνοίγει ἕνα παράθυρο αἰσιοδοξίας.
Νά δεχθοῦμε, δηλαδή, πρόσφυγες μέ κουλτούρα συγγενῆ πρός τήν δική μας, νά δεχθοῦμε πρόσφυγες, πρόγονοι τῶν ὁποίων ἔφθασαν καί στέριωσαν στήν πατρίδα μας, κυνηγημένοι καί κατακρεουργημένοι ἀπό τά ἴδια στίφη πού ἔπληξαν καί τούς δικούς μας προγόνους.
Βέβαια, σέ μιά ἐποχή καταιγιστικῆς «κορεκτίλας» (ἀδόκιμη, ἀλλά εὔγλωττη ἀπεικόνιση τῆς πραγματικότητος), πού φθάνει μέχρι τῆς ἐπιβολῆς «ἔξωθεν» ἀκόμη καί ἀρχηγῶν στήν ἀριστερά, ὅλα ὅσα ἐκτίθενται ἀνωτέρω, μοιάζουν οὐτοπικά. Ἄς καταγραφοῦν, ὅμως, ὄχι ὡς «νίπτω τάς χεῖρας μου» ἀλλά ὡς «στερνή μου γνώση νά σέ εἶχα πρῶτα»…
Ἄρθρο στήν «ΕΣΤΙΑ», Σ. 30 Σεπτεμβρίου 2023, φ. 42.666 σελ. 1, 4 (αναδημ. στην ηλεκτρονική έκδοση 01/10/2023).