Γράφει ὁ Δημήτρης Καπρᾶνος.
Καί ἐκεῖ πού κάθομαι στήν πολυθρόνα, ἡ τηλεόραση προβάλλει τήν ταινία τοῦ Γιώργου Τζαβέλlα, τό ἀξεπέραστο φίλμ «Ἡ γυνή νά φοβῆται τόν ἄνδρα», μέ τόν Γιῶργο Κωνσταντίνου, τήν Μάρω Κοντοῦ καί μία σειρά ἐξαιρέτων ἠθοποιῶν.
Ἀρκεῖ νά παρακολουθήσει κανείς τήν εἰσαγωγή τῆς ταινίας, ὥστε νά δεῖ πῶς ἦταν ἡ Ἀθήνα στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’60. Πόσο καθαρή, λαμπερή, προσεγμένη, περιποιημένη. Νά δεῖ πράσινο ἔντονο καί φουντωμένο στήν πλατεῖα Κάνιγγος, πράσινο στήν πλατεῖα Ὁμονοίας, τήν ὁποία σήμερα ἔχουν μετατρέψει σέ ἄμορφο ὄγκο τσιμέντου, νά δεῖ πόσο περιποιημένοι ἦταν οἱ κῆποι στόν χῶρο τοῦ Πανεπιστημίου, τῆς Βιβλιοθήκης καί τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, νά δεῖ πῶς ἦταν ντυμένοι οἱ σερβιτόροι στά ἀθηναϊκά ἑστιατόρια, νά δεῖ πόσο κομψές ἦταν οἱ γυναῖκες τῆς ἐποχῆς, τίς ὁποῖες δέν ἔντυναν «μοντελίστ» τῆς «ὤτ κουτύρ» ἀλλά μοδίστρες πού ἐργάζονταν στό σπίτι μέ τήν ἀκάματη ραπτομηχανή «Σίνγκερ».
Ἄς κάνουμε μία παρένθεση καί ἄς διερωτηθοῦμε ποιοί ντύνουν σήμερα τίς γυναῖκες καί γιά ποιό λόγο τίς ντύνουν ἔτσι, πού νά θυμίζουν ἄνδρες, μέ ροῦχα «ἀτσούμπαλα», μέ παπούτσια-κοθόρνους. Ἔχουμε πολλά χρόνια νά δοῦμε ταγιέρ, ἕνα ντέ-πιές, ἕνα μαντώ, ἕνα τρουά-κάρ, ἐνδύματα πού φοροῦσαν τότε οἱ γυναῖκες καί τόνιζαν τήν θηλυκότητα καί τήν ὀμορφιά τους. Ἄ, νά μήν ξεχάσω τά κάπελα. Θυμᾶμαι πόσα κάπελα εἶχε στήν ντουλάπα της ἡ μητέρα μου, θυμᾶμαι τίς «καπελοῦδες» ἀλλά καί τά πολλά καταστήματα πού πωλοῦσαν κάπελα γιά γυναῖκες καί ἄνδρες.
Ἀλλά καί ὁ περίπατος στήν Πλάκα, πού εἴδαμε στήν ταινία, μᾶς ἔδειχνε πολύ διαφορετική τήν συνοικία, πού καί σήμερα διατηρεῖ, ὅσο μπορεῖ, τό χρῶμα της. Ἐκεῖνο πού ἔχουμε νά παρατηρήσουμε, εἶναι ὅτι καλά θά κάνει ὁ νέος δήμαρχος τῶν Ἀθηναίων νά ἀπαλλάξει τήν Πλάκα καί ἴσως ὅλη τήν πρωτεύουσα ἀπό τίς κακόμορφες ξενόγλωσσες ἤ καί στά ἑλληνικά «ταμπέλες».
Νά δεῖτε πόσο διαφορετική θά δείξει ἡ Ἀθήνα χωρίς τίς ταμπέλες καί τήν «πλαστικούρα» πού μᾶς ἔχουν κατακλύσει.
Βλέπαμε τήν ταινία καί σταθήκαμε στήν λέξη «ἀστεφάνωτη», μέ τήν ὁποία στιγμάτιζαν τότε στήν ἑλληνική κοινωνία τίς γυναῖκες πού δέν τίς εἶχε παντρευτεῖ ὁ καλός τους.
Δηλαδή, ὁ ἄντρας δέν ἦταν «ἀστεφάνωτος», ἀλλά μόνον ἡ γυναῖκα. Ἀλήθεια, πόσοι «στεφανώνονται» σήμερα; Ἐγκαταλείφθηκε πλέον ἡ γραφικότητα ἀλλά ἴσως καί ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ὅπως τό προβλέπουν οἱ κανόνες τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅλα «ἁπλοποιήθηκαν» στήν ἐποχή μας. Ἀρκεῖ μία ὑπεύθυνη δήλωση, ἕνα «σύμφωνο συμβίωσης», ἐνῷ βρίσκεται στά σκαριά καί ἀναμένεται νά ὑπογραφεῖ ὁ «γάμος» μεταξύ ὁμοφύλων, καθώς καί ἡ υἱοθεσία ἀπό ὁμόφυλα ζευγάρια!
Θά πεῖτε τώρα, «αὐτά εἶναι σημεῖα προόδου». Ἄμ δέ! Ἄν εἶναι ἔτσι ἡ πρόοδος, ἐπιτρέψτε μας νά «κρατήσουμε πισινή», ὅπως ἔλεγαν οἱ μάγκες στόν Πειραιᾶ, ὅπου μεγαλώσαμε.
Καί μήν μᾶς πεῖτε ὅτι, μέ ἀφορμή τήν ταινία τοῦ Τζαβέλλα, «ἀνοίξαμε πολύ τό θέμα». Τό θέμα εἶναι ἀνοιχτό οὕτως ἤ ἄλλως. Ἡ κοινωνία, παγκοσμίως, κάνει μία στροφή ὁλοταχῶς πρός τόν τοῖχο.
Ἐκτός καί ἄν ἐκεῖνοι πού μεθοδεύουν αὐτή τήν στροφή, ἔχουν ἀποφασίσει ἀφ’ ἑνός τήν ἀποφασιστική μείωση τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς καί ἀφ’ ἑτέρου στοχεύουν στόν ἐποικισμό τῆς δῆθεν προοδευτικῆς Δύσεως ἀπό τούς πληθυσμούς τοῦ μέχρι τώρα τρίτου κόσμου.
Μέ τίς ὑγεῖες μας!
Ἄρθρο στήν «ΕΣΤΙΑ», Δ. 27 Νοεμβρίου 2023, φ. 42.714 σελ. 1,3 (αναδημ. στην ηλεκτρονική έκδοση 28/11/2023).