Α΄Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει! Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο! Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ’βλεπαν το φωτεινό του δρόμο, κι από τη ζήλια θα ’τρεμαν… Αστέρι, σε ποιά χώρα του απεράντου σ’ ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα; Η παντοδύναμη Φθορά μην έσβησε το φως σου; Ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ σαν το Χριστό σου; Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας; Για όλα τ’ άστρ’ αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας… Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννά μας θά μπουν, θαρρώ πως οι ακτίνες σου μες στην ψυχή μου λάμπουν. Τί φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι, οπού στην κούνια του Θεού τους Μάγους έχει φέρει! Β΄Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει! Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα, γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα! Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει, και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει. Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδελφές, κοπέλες με κουβεντούλες άσωστες γλυκιές γλυκιές, δυο τρέλες, ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου δυο χρόνων γυναικούλα σου, ο έρως της ζωής σου. και να σ’ αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία, των Χριστουγέννων μια γνωστή πανάρχαια ιστορία… Αχ, αχ, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει! Γ΄Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του, να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι, να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο, Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)