Γράφει ὁ Δημήτρης Καπρᾶνος.
Δέν γνωρίζω πῶς θά ἐξελιχθεῖ καί ποῦ θά καταλήξει ἡ σειρά «Ἀμμόχωστος», τήν ὁποία ἄρχισε νά προβάλλει τό «Mega».
Χθές, ὅμως, πού εἶδα τό πρῶτο ἐπεισόδιο, δάκρυσα σέ πολλά σημεῖα καί σέ ἄλλα τόσα ἀγανάκτησα! Γιατί τά ἔχω δεῖ ὅλα αὐτά!
Ἔβλεπα τίς ἴδιες σκηνές πού ἀντίκρυσα τό 1980, ὅταν, μαζί μέ τόν Νορβηγό συνάδελφό μου Ragnar Grant Stene καί μέ τήν ἰδιότητα τοῦ ἀνταποκριτοῦ τοῦ νορβηγικοῦ πρακτορείου εἰδήσεων International Press Features (IPF), περνούσαμε στά «κατεχόμενα». Μέ ὁρμητήριο τό ξενοδοχεῖο “Kennedy” στήν Λευκωσία, μείναμε στήν Κύπρο ἀρκετές ἡμέρες καί περάσαμε ἐλεύθερα, ἔπειτα ἀπό συνεννόηση τοῦ ἱκανότατου συναδέλφου μέ τήν νορβηγική διπλωματική ἀποστολή στήν Κύπρο καί ἐκείνης μέ τίς κατοχικές ἀρχές. Μέ μία νοικιασμένη, στήν κατεχόμενη Λευκωσία, “Αlfasud” καί μέ τίς «ταυτότητες» τοῦ πρακτορείου πήγαμε (ὑπό τόν ὅρο νά μήν μένουμε βράδυ στήν κατεχόμενη περιοχή) στήν Ἀμμόχωστο, τήν Μόρφου καί τήν Κηρύνεια.
Τό συγκλονιστικότερο θέαμα ἦταν ἡ πόλη-φάντασμα τῆς Ἀμμοχώστου, ὅπως ἀκριβῶς τήν ἀντίκρυσα χθές (εἶδα τό ἐπεισόδιο στόν ὑπολογιστή) στήν ὀθόνη μου. Ἔρημη, γκρίζα, στοιχειωμένη. Τά εἶχα δεῖ ὅλα ὅσα μᾶς ἔδειχνε τό ἐπεισόδιο. Εἶχα περπατήσει στήν ἀπέραντη παραλία, εἶχα μπεῖ στά ἔρημα ξενοδοχεῖα, εἶχα δεῖ τά λεηλατημένα σπίτια, εἶχα δεῖ τίς ἀναποδογυρισμένες ρουλέτες μέ τίς «μάρκες» πεταμένες στό πάτωμα, εἶχα δεῖ τά παραβιασμένα χρηματοκιβώτια, τούς σχισμένους πίνακες, τά πυρπολημένα καταστήματα. Τά ἔχω δεῖ ὅλα αὐτά.
Τά ἔβλεπα τώρα στήν ὀθόνη καί θυμόμουν ἐκείνη τήν ἀνατριχιαστικά ἐκκωφαντική ἡσυχία, τήν ἡσυχία τοῦ θανάτου, πού τήν διέκοπτε κάθε τόσο τό ἐλαφρύ κῦμα πού πέθαινε στήν παραλία. Μία ἄδεια, ἀπέραντη παραλία, πού γιά ἕξι χρόνια (τότε) ἄκουγε μόνο τούς γλάρους καί τά λόγια κάποιων ἐλάχιστων στρατιωτῶν πού βλέπαμε, χωρίς νά τούς πλησιάσουμε ἤ νά σηκώσουμε τήν μηχανή πρός τό μέρος τους. Ὁ Νορβηγός, δεινός φωτογράφος, ἔβγαλε ἐξαιρετικές εἰκόνες. Τό τοπίο, τά ξενοδοχεῖα, τούς ἔρημους δρόμους, τό λεηλατημένο καζῖνο, τό ἔρημο κτίριο τῆς «Ὀλυμπιακῆς», τήν λεηλατημένη «Τράπεζα Κύπρου». Κάποιες πινακίδες στά τούρκικα, ἄλλες στά ἑλληνικά, οἱ περισσότερες στά ἀγγλικά.
Τό βράδυ, στό ξενοδοχεῖο, ἐρχόταν μέ ἀγωνία κοντά μας ὁ ἀείμνηστος Γιάννης Σπανός, ὁ τότε ἀνταποκριτής τῆς «Βραδυνῆς», στήν ὁποία ἐργαζόμουν. Παρακαλοῦσε νά τοῦ δώσουμε κάποιο φίλμ, ἀλλά δέν ἦταν δυνατόν. Εἴχαμε ἐντολή τοῦ πρακτορείου νά μήν διαρρεύσει ὁτιδήποτε. Εἴχαμε συνεννοηθεῖ ὅτι θά δημοσιεύαμε ἕνα μόνο ρεπορτάζ στήν Ἑλλάδα, στόν «Ταχυδρόμο», μέ τόν διευθυντή τοῦ ὁποίου, τόν ἀείμνηστο Νῖκο Κυριαζίδη, εἴχαμε συνεννοηθεῖ καί ὁ ὁποῖος δημοσίευσε ἕνα πολυσέλιδο ρεπορτάζ, πού ἔκανε «πάταγο».
Ἐκείνη, ὅμως, πού ἦταν ὅλο περιέργεια καί συγκίνηση ἦταν ἡ νεαρή φοιτήτρια πού ἐργαζόταν στό ξενοδοχεῖο, μέ καταγωγή ἀπό τά «κατεχόμενα», ἡ ὁποία ρωτοῦσε νά μάθει «τί εἴδαμε, πῶς εἶναι ἡ Ἀμμόχωστος, πῶς εἶναι ἡ Κηρύνεια»! Ἀργότερα τήν συνάντησα, δημοσιογράφο πλέον, στήν Ἀθήνα. «Ἐκείνη ἡ συνάντηση μαζί σας μέ ὤθησε νά ἀσχοληθῶ μέ τήν δημοσιογραφία» μοῦ εἶπε. Ἔκανε ἀξιόλογη καί συνεπῆ σταδιοδρομία στίς ἐφημερίδες καί τό ραδιόφωνο, στήν Ἑλλάδα, ἔκανε ἐδῶ οἰκογένεια καί εἴμαστε καλοί φίλοι. Βεβαίως, ἡ σειρά ἔχει «πλοκή», φαίνεται νά ἔχει ἐνδιαφέρον, ἀναφέρεται στό σήμερα καί στό τότε καί οἱ ἠθοποιοί (μέ πρώτη τήν κυρία Μπεμπεδέλη) κρατοῦν καλά τούς ρόλους. Θά τήν παρακολουθήσουμε μέ ἐνδιαφέρον.
Γιατί τά ἔχουμε δεῖ ὅλα αὐτά!
Ἄρθρο στήν «ΕΣΤΙΑ», Τε. 24 Ἰανουαρίου 2024, φ. 42.780 σελ. 1,4 (αναδημ. στην ηλεκτρονική έκδοση 25/01/2024).