Ο 11ος και 12ο αιώνας υπήρξαν εποχή ανάπτυξης για το Βυζάντιο. Παρά τις αναστατώσεις των ξένων εισβολών, και ειδικά της κατάκτησης της Μικράς Ασίας, η οικονομία δεν διέκοψε την ανοδική της πορεία. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τη δυτική, παράκτια Μικρά Ασία, και τη χερσόνησο του Αίμου, η οποία για πρώτη φορά γινόταν ο κορμός και η σημαντικότερη επαρχία της αυτοκρατορίας.[1] Η Μακεδονία, η Θράκη, η Θεσσαλία, η Βουλγαρία και η Βιθυνία έγιναν οι βασικοί προμηθευτές της Κωνσταντινούπολης σε σιτηρά.[2]
Μάριος Νοβακόπουλος*
Η περίοδος χαρακτηρίστηκε από μία σταδιακή διαδικασία αποκέντρωσης και ανακατανομής της οικονομίας από την Κωνσταντινούπολη στην ενδοχώρα. Η Βασιλεύουσα όμως κρατούσε τον πλήρη πολιτικό και πολιτισμικό έλεγχο, συντηρώντας το υπάρχον κλίμα δυσαρέσκειας και αποξένωσης.[3] Η πληθυσμιακή αύξηση, η οποία είχε ξεκινήσει τον 10 αιώνα, συνεχίστηκε και θα συνεχιζόταν ως τον 14ο. Αυτός ο δείκτης είναι διαίτερα σημαντικός, γιατί στις προβιομηχανικές, αγροτικές κοινωνίες η αύξηση των εργατικών χεριών ήταν το κύριο μέσο οικονομικής ανάπτυξης. Αυξήθηκε παράλληλα ο αριθμός και ο πληθυσμός των πόλεων.[4]
Η ενδημική ανασφάλεια όμως οδήγησε ορισμένες περιοχές σε ερήμωση. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η διαφιλονικούμενη ζώνη της Φρυγίας μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, ενώ παρατηρήθηκε η απομάκρυνση οικισμών της Πελοποννήσου από τη θάλασσα.[5]
Οικονομικές μεταβολές
Παλαιότερα γινόταν δυσμενής σύγκριση του Βυζαντίου και της Δύσης στον οικονομικό τομέα, επειδή στην ανατολή δεν υπήρξε ανάλογο της «γεωργικής επανάστασης» στην εσπερία,[6] με την εισαγωγή καινοτομιών όπως η τριζωνική καλλιέργεια, ο νερόμυλος και το βαρύ άροτρο. Η σύγχρονη όμως έρευνα έχει αποδείξει ότι η διαφορετική εξέλιξη της βυζαντινής αγροτικής οικονομίας δεν προήλθε από τεχνολογική υστέρηση ή στασιμότητα, αλλά από τις διαφορετικές εγγενείς συνθήκες. Ο μεσογειακός βυζαντινός χώρος δεν είχε το βαθύ χώμα που θα ευνοούσε την χρήση βαρέος αρότρου (όπως στη Δύση), ούτε τους ποταμούς που θα ευνοούσαν την χρήση μεγάλων νερόμυλων και αρδευτικών έργων (όπως στην ισλαμική Ανατολή).[7]
Από τον 11ο αιώνα εγκαταλείφθηκε η πολιτική των Μακεδόνων αυτοκρατόρων για την προστασία των μικροκαλλιεργητών και των αγροτικών κοινοτήτων από τους δυνατούς, ενώ αυξήθηκαν τα προνόμια και οι ατέλειες.[8] Η επέκτασητης μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας από τα μέσα του 11ου αιώνα και ύστερα είχε αξιολογηθεί ως μονοσήμαντα αρνητική για την οικονομία και την κοινωνία. Σήμερα υπάρχει μία πιο ισορροπημένη προσέγγιση, η οποία αναγνωρίζει πως υπήρξαν και θετικές συνέπειες, με βασικότερη την αύξηση της παραγωγικότητας. Η μεγάλη γαιοκτησία (κρατική, βασιλική, εκκλησιαστική, αριστοκρατική) είχε τη δυνατότητα να οργανώσει την παραγωγή καλύτερα και σε μεγαλύτερη κλίμακα, να δείξει ενδιαφέρον για τη γεωπονία και την οικονομική ανάπτυξη, τον λογιστικό έλεγχο ή την αξιοποίηση άγονων ως τότε εκτάσεων. Σε σχέση με τον μικρό αυτόνομο αγρότη, ο δυνατός ή το μοναστήρι είχε περισσότερα χρήματα να επανεπενδύσει γη, αγοράζοντας εργαλεία και ζώα, φυτεύοντας καρποφόρα δέντρα, φτιάχνοντας γέφυρες, δρόμους, πηγάδια κλπ.[9]
Οι μεγάλες αυτές ιδιοκτησίες, ειδικά μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας (Ισαάκιος, Αδριανός) ή της ανώτερης αριστοκρατίας (Πακουριανός), μπορεί να περιελάμβαναν πλήθος οικισμών, ενώ οι άρχοντες αναλάμβαναν να ιδρύσουν νέα χωριά ή να οικοδομήσουν οχυρά.[10] Η αύξηση της παραγωγικότητας είχε ως αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης αλλά και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των χωρικών. Ο αριθμός των παροίκων, των εξαρτημένων δηλαδή καλλιεργητών, αυξήθηκε. Οι πάροικοι δεν ήταν δεμένοι με τη γη, αλλά υποχρεούνταν να την καλλιεργούν. Προστατεύονταν όμως από αυθαίρετη έξωση αν δούλευαν σε έναν τόπο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι συνθήκες ζωής τους ήταν συχνά καλύτερες από εκείνες των ελεύθερων αγροτων: ο γαιοκτήμονας παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια απέναντι σε μία κακή σοδεία ή στους αρπακτικούς φοροεισπράκτορες. Ακόμη καλύτερη ήταν η περίπτωση που ο γαιοκτήμονας είχε λάβει εξκουσεία που του απένειμε φορολογική ατέλεια.[11]
Η κατάσταση της ελεύθερης ιδιοκτησίας ήταν καλύτερη στην περιφέρεια, όπου οι άρχοντες ήταν φτωχότεροι. Οι περισσότεροι μικροϊδιοκτήτες βρίσκονταν στη δυτική Μικρά Ασία.[12] Οι χωρικοί είχαν συνήθως κάποιο πλεόνασμα, το οποίο επένδυαν σε βελτιωτικά έργα της γης τους, ενώ ασκούσαν και παράλληλες αγροτικές και οικοτεχνικές δρστηριότητες. Η παραγωγή όμως ήταν πρωτίστως για την αυτοσυντήρηση του οίκου.[13]
Η αστική οικονομία έφθασε στο απόγειό της τον 11-12ο αιώνα. Τα αρχαιολογικά στοιχεία υποδεικνύουν και εδώ αύξηση της δευτερογενούς παραγωγής, όπως και εξαγωγικό εμπόριο προς την Ευρώπη.[14] Οι βυζαντινές πόλεις δεν ήταν απλώς παρασιτικοί καταναλωτές της υπαίθρου χώρας, αλλά μεγάλα παραγωγικά κέντρα. Ειδικά η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη ήταν κόμβοι διαμετακομιστικού εμπορίου παγκόσμιας κλίμακας.[15] Ο μικρότερος κρατικός έλεγχος[16] και το «άνοιγμα» της αγοράς στους Βενετούς βοήθησε στην αύξηση της εμπορικής κίνησης.
Δεν ισχύει η παλιότερη εικόνα του αδρανούς Βυζαντινού εμπόρου, ο οποίος στηριζόταν στον κρατικό παρεμβατισμό. Αντίθετα, οι Βυζαντινοί συνέχισαν να είναι δραστήριοι και να ταξιδεύουν σε όλον τον γνωστό κόσμο, από την Ισπανία ως την Ρωσία και τη Μέση Ανατολή. Η αυτοκρατορία έκανε μεγάλες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, ειδών πολυτελείας, υφασμάτων και επίπλων. Η ανερχόμενη αστική τάξη, παρότι είδε τον Αλέξιο Κομνηνό να της κλείνει την οδό προς την εξουσία (σύγκλητος, γραφειοκρατία), συνέχιζε να ευημερεί και να καταναλώνει περισσότερο.[17]
Συνέπειες των βενετικών προνομίων
Εδώ ανακύπτει το ζήτημα των προνομίων στη Βενετία, μία ενέργεια για την οποία ο Αλέξιος Κομνηνός δέχθηκε σφοδρή κριτική από τη νεότερη ιστοριογραφία. Όπως αναφέρει η Άννα Κομνηνή, ο Αλέξιος Κομνηνός αντέμειψε τους Bενετούς για τις υπηρεσίες τους στον νορμανδικό πόλεμο με χρυσόβουλο το 1082.[18] Ο δόγης (δούκας) έλαβε τον τίτλο του πρωτοσεβαστού και την αντίστοιχη χορηγία, η οποία αποδόθηκε και στον πατριάρχη του Γκράδο. Πολλές εκκλησίες της Βενετίας έγιναν δέκτες ετησίων δωρεών. Στους Βενετούς δόθηκαν οι σκάλες και αποθήκες από την Εβραϊκή συνοικία ως τη Βίγλα της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι Αμαλφινοί που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη θα έπρεπε να πληρώνουν φόρους στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Ακίνητα τους χαρίστηκαν στο Δυρράχιο και άλλες πόλεις. «Τὸ δὲ δὴ μεῖζον», ο Αλέξιος παραχώρησε στους Βενετούς πλήρη φορολογική ατέλεια, με αποτέλεσμα να βρίσκονται «ἔξω πάσης… ῥωμαϊκῆς ἐξουσίας».[19]
Ήταν το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη της ναυτικής και εμπορικής αυτοκρατορίας των Βενετών, οι οποίοι, μαζί με άλλες ιταλικές πόλεις, γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη μετά την Α’ Σταυροφορία, οπότε ανέλαβαν το εμπόριο με την ανατολή. Οι ατέλειες έδιναν σαφώς ένα αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των Βυζαντινών εμπόρων, το οποίο όμως έχει τονιστεί υπερβολικά από τους ερευνητές. Βραχυπρόθεσμα, η έλευση των Βενετών δημιούργησε μία νέα αγορά για μεσάζοντες και οι Βυζαντινοί ωφελήθηκαν. Μόνο αργότερα, όταν οι Ιταλοί άρχισαν να εμπλέκονται και στο εσωτερικό εμπόριο, ξεκίνησαν να δημιουργούνται προβλήματα, τα οποία δεν ήταν αισθητά την εποχή του Αλεξίου Κομνηνού.[20] Ίσως ο ίδιος ο Αλέξιος και η κυβέρνησή του να επιθυμούσε την έλευση των Βενετών και να προσπαθούσε να τους προσελκύσει με ατέλειες, ώστε να αναζωογονηθεί η αγορά με τά την αναταραχή των νορμανδικών και τουρκικών εισβολών.[21]
Η παραχώρηση των προνομίων, λοιπόν, δεν επέφερε άμεση βλάβη, ήταν δε το απαραίτητο αντάλλαγμα για τη βενετική αρωγή στο νορμανδικό πόλεμο. Μακροπρόθεσμα όμως βοήθησε στη γιγάντωση της βενετικής ισχύος. Οι διάδοχοι του Αλεξίου Κομνηνού, Ιωάννης Β’ και Μανουήλ Α’, έδωσαν μεγάλους αγώνες για να απαλλαγούν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των Βενετών εμπόρων.
Παλινόρθωση του νομίσματος
Όταν κατέλαβε τον θρόνο, ο Αλέξιος βρήκε ένα κράτος εξαντλημένο ικονομικά από τις ξένες κατακτήσεις και τους εμφυλίους πολέμους, με πρόσφυγες να συρρέουν στην Κωνσταντινούπολη, υποκύπτοντας στον λιμό και τις συνθήκες. Το νόμισμα, ήδη εξαιρετικά νοθευμένο, υποτιμήθηκε ξανά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του. Καθώς το νομισματικό σύστημα όδευε προς την πλήρη αχρηστία, το 1092 ο αυτοκράτορας αποφάσισε να το αναδιοργανώσει.
Όπως αναφέρει ο M. Hendy, «η νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου το 1092 επιχείρησε και κατόρθωσε τίποτε λιγότερο από μία ολοκληρωτική ανακατασκευή που νομισματικού συστήματος σε μία εντελώς νέα βάση, χρησιμοποιώντας κράματα μετάλλων αντί καθαρά. Συγκρίνοντάς την με προηγούμενες, μόνο η μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού υπήρξε ανάλογης κλίμακας, καθώς εκείνες του Αναστασίου Α’ και του Λέοντος Γ’ περιελάμβαναν συγκεκριμένες πτυχές μίας υφιστάμενης κατάστασης».[22]
Ο αυτοκράτορας εισήγαγε τέσσερα είδη νομίσματος: α) το χρυσό ὑπέρπυρον (20,5 καράτια χρυσού και 3,5 αργύρου, στα επίπεδα δηλαδή του 1028-1056). Τα κατ’ όνομα χρυσά νομίσματα της περιόδου 1070-1091 έλιωσαν και έγιναν το β) ἄσπρον τραχὺ ἐξ ἠλέκτρου (18 καράτια αργύρου, 6 χρυσού), το οποίο είχε το ένα τρίτο της αξίας του υπερπύρου. Ακολουθούσε το γ) ἄσπρον τραχὺ στάμενον (22,5 καράτια χαλκού, 1,5 αργύρου), με αξία το ένα δέκατο έκτο του ἐξ ἠλέκτρου, και το χάλκινο τεταρτηρόν, με αξία το ένα έκτο του σταμένου.[23] Ήταν το πιο εξελιγμένο σύστημα υποδιαιρέσεων της εποχής, αποδιεκνύοντας ότι ο Αλέξιος δεν μόνο υπόψιν μόνο την καλύτερη είσπραξη φόρων, αλλά και την λειτουργία της αγοράς. Το νέο νόμισμα ήταν πιο ευέλικτο και εύχρηστο, όμως η υποτίμηση των προηγούμενων δεκαετιών είχε δημιουργήσει δυσπιστία στο κοινό. Το ὑπέρπυρον θα έμενε απολύτως σταθερό μέχρι το 1180.[24]
Ο αυτοκράτορας κληρονόμησε δύο βασιλικά νομισματοκοπεία, ένα στην Κωνσταντινούπολη και ένα στην Θεσσαλονίκη. Το δεύτερο ως τότε έκοβε χάλκινα νομίσματα, καθώς όμως ήταν η πρωταρχική βάση του Αλεξίου στον πόλεμο κατά των Νορμανδών, κόπηκαν χρυσά και αργυρά (όπως είχε κάνει και ο Μιχαήλ Δ’ ενώ εκστράτευε κατά των Βουλγάρων) Μετά τη νομισματική μεταρρύθμιση ανέκυψαν άλλο ένα ή δύο νομισματοκοπεία, πιθανώς στην Αδριανούπολη ή την Φιλιππούπολη.[25]
Δημοσιονομική μεταρρύθμιση
Με τον Αλέξιο Κομνηνό ολοκληρώθηκε μία διαδικασία δημοσιονομικής αλλαγής, η οποία είχε ξεκινήσει από τον Κωνσταντίνο Θ’. Βασικός της στοιχείο ήταν η αυτονόμηση των οικονομικών και πολιτικών λειτουργιών των επαρχιών από τις στρατιωτικές, με την ενίσχυση των θέσεων του κριτοῦ και του πραίτορος.[26] Ο Αλέξιος προχώρησε σε αλλαγές στην οικονομική γραφειοκρατία, μεταξύ των οποίων ήταν η επισημοποίηση του θεσμού του λογοθέτη των σεκρέτων, ο οποίος υποβάθμισε τον λογοθέτη του γενικού. Η αύξηση της αυτοκρατορικής περιουσίας οδήγησε στην αντίστοιχη ανάγκη για γραφειοκρατικούς μηχανισμούς εποπτείας της (σεκρέτον ἐπὶ τῶν οἰκιακῶν).[27]
Ελλείψει χρημάτων, ο αυτοκράτορας κατέφυγε στις δωρεές και τις ατέλειες ώστε να εξασφαλίσει την υποστήριξη της αριστοκρατίας (πιο γενναιόδωρα στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, σημαντικά λιγότερο στα επόμενα).[28] Συνδυάζοντας την αποδυνάμωση των δυναστικών αντιπάλων με την αύξηση του οικογενειακού και κρατικού πλούτου, ο Αλέξιος νομοθέτησε το μέτρο της ἐπιβολῆς, με το οποίο κατασχόταν όση γη δε δικαιολογείτο από τον φόρο που πλήρωνε ο ιδιοκτήτης. Το αρχείο των μοναστηριών του Αγίου Όρους δείχνει πως οι κατασχέσεις και η αναδιομή γης από τον αυτοκράτορα ήταν πολύ μεγάλης κλίμακας.[29] Η οικονομική στήριξη και παραχώρηση ατέλειας σε μοναστήρια, όπως εκείνο που ίδρυσε ο Όσιος Χριστόδουλος στην Πάτμο, είχε το πολιτικό σκεπτικό της ανάπτυξης απομονωμένων και απομακρυσμένων επριοχών.[30]
Οι απονομές γης και εκμετάλλευσης φορολογικών εσόδων, ειδικά σε συγγενείς, δεν είχαν σκοπό μόνο τον πλουτισμό της δυναστείας[31] και τον προσεταιρισμό των αρχόντων, αλλά και τον καταμερισμό διοικητικών καθηκόντων στις επαρχίες. Λειτουργούσαν ακόμη ως αμοιβές, σε μία εποχή που το κράτος δυσκολευόταν να καταβάλει μισθούς. Αυτή η μεταβολή έχει χαρακτηρισθεί «δημοσιονομική επανάσταση».[32] Οδηγούσε, βέβαια, και στη σταδιακή μετατροπή της αυτοκρατορίας σε «οικογενειακό θεσμό».[33] Ο Αλέξιος σταμάτησε τις χορηγίες των αξιωματούχων και κατάσχεσε τις περιουσίες πολλών συγκλητικών,[34] σε μία επείγουσα προσπάθεια εξοικονόμησης πόρων – και εξουδετέρωσης πολιτικών αντιπάλων. Σε συνδυασμό με την αύξηση των φόρων στη γη από τη μεταρρύθμιση του 1106,[35] δυσαρέστησε τμήμα της συγκλητικής αριστοκρατίας και πρέπει να έπαιξε κάποιον ρόλο σε συνωμοσίες εναντίον του.[36]
Στην εποχή του Αλεξίου Κομνηνού πρέπει να αναζητηθούν και οι ρίζες του θεσμού της πρόνοιας, της ισόβιας δηλαδή παραχώρησης από τον αυτοκράτορα μίας περιοχής ή των οικονομικών της εσόδων, με αντάλλαγμα στρατιωτικών ή πολιτικών υπηρεσιών. Πρώτη εμφάνιση του θεσμού αυτού, που επί μακρόν διχάζει τους ερευνητές για το αν ήταν προμήνυμα μίας «βυζαντινής φεουδαρχίας», γίνεται σε έγγραφα του 1118-1119, κάτι που υποδεικνύει πως ήδη υπήρχε τα τελευταία χρόνια βασιλείας του Αλεξίου.[37]
Οι ατέλειες και η μίσθωση των φόρων σε ιδιώτες, με παράλληλη μείωση των αυτοκρατορικών εισπρακτόρων, οδήγησαν σε μείωση των κρατικών εσόδων. Συγχρόνως ο γενικός πληθυσμός εξαντλούταν. Οι φοροεισπράκτορες ήταν ιδιαίτερα σκληροί και αρπακτικοί, ενώ ο Αλέξιος κατηγορήθηκε ότι, πριν τη νομισματική μεταρρύθμιση, πλήρωνε με υποτιμημένα νομίσματα αλλά απαιτούσε πληρωμές σε παλιότερα, πλήρους αξίας. Η πολιτική αυτή ενέτεινε την πικρία και αποξένωση του λαού των επαρχιών.[38]
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ως πρόμαχος της Ορθοδοξίας: Εκκλησία, ιδεολογία και αιρέσεις
Το καθεστώς του Αλεξίου Α’ Κομνηνού: Εξουσία και ιδεολογία
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Kazhdan, A. P., Epstein, A. W., Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997, σελ. 68-75. Λαΐου, Α., Morisson, C., The Byzantine Economy, Cambridge University Press, 2007, σελ. 92. Harvey, A., Economic Expansion in the Byzantine Empire 900-1200, Cambridge University Press, 1989, σελ. 213-225.
[2] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 97-98. Harvey, Economic Expansion, σελ. 139.
[3] Kazhdan, Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό, σελ. 83-84.
[4] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 90, 91, 93.
[5] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 95.
[6] Kazhdan, Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό, σελ. 89.
[7] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 99-100. Harvey, Economic Expansion, σελ. 120-133, Καραμπελιάς, Γ., 1204-1922: Η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, τ. 1, 1204: Η Γένεση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011, σελ. 62-66.
[8] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 156-157.
[9] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 101-105. Harvey, Economic Expansion, σελ. 121.
[10] Harvey, Economic Expansion, σελ. 71, 225-226.
[11] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 105-107. Bartusis, M. C., Land and Privilege in Byzantium: The institution of Pronoia, Cambridge University Press, 2012, σελ. 69, 76-79.
[12] Harvey, Economic Expansion, σελ. 73-75, 77.
[13] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 108-111. Harvey, Economic Expansion, σελ. 121-122.
[14] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 115-130.
[15] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 133, 137-138.
[16] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 163-164.
[17] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 132, 128-142. Harvey, Economic Expansion, σελ. 205.
[18] Αλεξιάς Δ.ΙΙ.2.
[19] Αλεξιάς ΣΤ.V.10. Nicol, D., Byzantium and Venice: A study in diplomatic and cultural relations, Cambridge University Press, 1992, σελ. 59-63. Brown, H .F, “The Venetians and the Venetian Quarter in Constantinople to the close of the Twelfth century”, The Journal of Hellenic Studies, 40, 1, 1920, σελ. 71-72.
[20] Kazhdan, Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό, σελ. 270. Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 143-147. Harvey, Economic Expansion, σελ. 242-243.
[21] Gadolin, A. R., “Alexis I Comnenus and the Venetian trade privileges: A new interpretation”, Byzantion, 50, 2, 1980, σελ. 442.
[22] Hendy, M. F., Studies in the Byzantine monetary economy c. 300-1450, Cambridge University Press, 1985, σελ. 513.
[23] Hendy, Studies in the Byzantine Monetary Economy, σελ. 514-617. Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 151-153.
[24] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 153-155, Harvey, Economic Expansion, σελ. 89, 517. Angold, M., The Byzantine Empire, 1025-1204: A Political History, Longman 1997, σελ. 154-155.
[25] Hendy, Studies in the Byzantine Monetary Economy, σελ. 434-435. Harvey, A., “Financial crisis and the rural economy”, Alexios I Komnenos: Papers of the second Belfast Byzantine International Colloquium, 14-16 April 1989 (επ. Mullet, M., Smythe, D.), Belfast Byzantine texts and translations, Belfast Byzantine enterprises, 1996, σελ. 172-173.
[26] Hendy, Studies in the Byzantine Monetary Economy, σελ. 429-430.
[27] Hendy, Studies in the Byzantine Monetary Economy, σελ. 432. Kazhdan, Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό, σελ. 120, Harvey, “Financial crisis”, σελ. 171-172.
[28] Harvey, Economic Expansion, σελ. 265, Harvey, “Financial crisis”, σελ. 168.
[29] Σμυρλής, Κ., “The Fiscal Revolution of Alexios I Komnenos: Timing, Scope and Motives,” Autour du Premier humanisme byzantin et des Cinq études sur le XIe siècle, quarante ans après Paul Lemerle (επ. Flusin, B., Cheynet, J.-C.), Travaux et Mémoires 21/2, Collège de France – CNRS, Centre de Recherche d’Histoire et Civilisation de Byzance, Παρίσι 2017, σελ. σελ. 595-601.
[30] Harvey, Economic Expansion, σελ. 69, 83-84.
[31] Οι Κομνηνοί συγκέντρωσαν μεγάλο πλούτο, απέκτησαν μεγαλοπρεπείς κατοικίες και ατέλειες σε γη, πλοία κλπ. Harvey, Economic Expansion, σελ. 189, 239. Η κατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους πρέπει να είχε στερήσει από την οικογένεια των Κομνηνών από το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της. Harvey, “Financial crisis”, σελ. 170.
[32] Σμυρλής, “Fiscal Revolution”, σελ. 601-609.
[33] Harvey, Economic Expansion, σελ. 69-70.
[34] Ζωναράς ΙΙΙ.732-15-733.3, Γλυκάς 619.2-5. Harvey, “Financial crisis”, σελ. 170-171.
[35] Harvey, Economic Expansion, σελ. 90-92, 96-97, Harvey, “Financial crisis”, σελ. 177-180.
[36] Hendy, Studies in the Byzantine Monetary Economy, σελ. 584-586.
[37] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 157-158, Harvey, Economic Expansion, σελ. 72-73, Bartusis, Land and Privilege, σελ. 41, 49-50.
[38] Λαΐου, Morisson, The Byzantine Economy, σελ. 158, 165, Harvey, Economic Expansion, σελ. 95-96.
Εκδόσεις πηγών
Μιχαὴλ Γλυκᾶς, Βίβλος χρονική, έκδ. Michaelis Glykae Analles (επ. Bekker, I.), Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Weber, Βόννη 1836.
Ιωάννης Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, έκδ. Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum (επ. Pinder, M., Buttner-Wobst, T.), Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Weber, Βόννη 1841-1897.
Άννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς, έκδ. Annae Comnenae Alexias (επ. Reinsch, D. R., Kambylis, A.), Corpus Fontium Historiae Byzantinae 40/1, 40/2, De Gruyter, Βερολίνο 2001.