Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ Θ., Μ.Φ.
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΡΩΜΗ;
“τά ῥήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν,
ἀπ΄ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ·”
Ἰω. 14,10
Α. Πρόλογος
Σέ κοινωνικό προβληματισμό ἐπί ἑνός φλέγοντος ζητήματος, τό ὁποῖο μάλιστα ἀπειλεῖ νά ἐπηρεάσει τή χριστιανική πίστη καί ζωή, ὀφείλει ὁ χριστιανός, καί μάλιστα ὅποιος ἔχει μελετήσει τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση, νά ἀποσαφηνίσει ποιά εἶναι ἡ ἐπί τοῦ θέματος χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί πῶς ὀφείλει νά τό ἀντιμετωπίζει ἡ Ἑλληνική Δημοκρατία – κράτος δημιουργημένο ἀπό ὀρθοδόξους χριστιανούς μέ ἐπανάσταση[1] (1821) ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀρχή της τό “μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρῖδος”. Θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σέ ἕνα πρόβλημα, τό ὁποῖο οἱ ἱεροί κανόνες τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τό ὀνομάζουν “ἀρσενοκοιτία”, στό ἄν ἡ πράξη αὐτή θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά θεωρηθεῖ ταυτόσημη καί ἰσόκυρη μέ τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός, ἀλλά καί στό πῶς εἶναι δυνατόν νά δοθεῖ ἄφεση ἁμαρτιῶν γιά πράξεις ὅπως αὐτή.
Β΄. Παλαιά Διαθήκη
α΄. Γένεσις
Στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία ἀποτυπώνει τήν πρό τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου διά σώματος ἐπιφανείας ἐν τῷ κόσμῳ θεία ἀποκάλυψη, ἡ ἐπί τοῦ θέματος διδασκαλία εἶναι σαφέστατη, ὅσο καί αὐστηρότατη.
Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως, στό 18ο κεφάλαιο, τό ὁποῖο μᾶς εἶναι εὑρύτερα γνωστό ὡς “ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ”, ὁ Θεός, ἀφοῦ φανερώνει στόν Ἀβραάμ τίς τρεῖς του θεϊκές ὑποστάσεις, Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦ ἀποκαλύπτει πώς, ἐντός ἑνός ἔτους θά ἀποκτήσει υἱό[2]. Ἐπειδή ἀπό τόν Ἀβραάμ θά προκύψει μέγα ἔθνος, ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτει τήν τιμωρητική ἐνέργεια στήν ὁποία πρόκειται νά προβεῖ. Ἡ αἰτιολόγηση τῆς ἀποκαλύψεως αὐτῆς εἶναι ἄκρως διδακτική. Ἔχει δέ ὡς ἑξῆς σέ μετάφραση στήν νέα ἑλληνική ἀπό τό διορθωμένο ἑβραϊκό πρωτότυπο:
“Θά γνωρίσω ταῦτα εἰς αὐτόν, ὥστε νά καθοδηγήσῃ τούς υἱούς του καί τούς ἀπογόνους του νά μείνουν εἰς τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, πράττοντες τό ὀρθόν καί τό δίκαιον· καί οὕτω ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ διά τόν Ἀβραάμ ὅ,τι ὑπεσχέθη εἰς αὐτόν”[3].
Ἡ θεία τιμωρία ἐσκόπευε νά ἐξαλείψει τούς Σοδομίτες καί τούς Γομορρίτες. Κατά τούς ἀνωτέρω στίχους ὄφειλε ὁ Ἀβραάμ νά λάβει γνώση τῶν μελλόντων νά συμβοῦν, ὥστε νά καθοδηγήσει τούς ἀπογόνους του στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δρόμος τοῦ ὀρθοῦ καί τοῦ δικαίου. Συνεπῶς, ὅσα οἱ Σοδομίτες καί οἱ Γομορρίτες ἔπρατταν, ἦταν ἔξω ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί οὐδόλως ὀρθά καί δίκαια. Παρ΄ ὅλα αὐτά ὁ Θεός ἐπανεξετάζει, ἐάν ἡ κατακραυγή ἐναντίον τῶν ἐν λόγῳ πόλεων δικαιολογεῖται ἀπό τόν ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς τους[4].
Ἕνας, ἀρκετά συγκινητικός, διάλογος μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἀβραάμ ἀκολουθεῖ. Ὁ Ἀβραάμ, ὡς δίκαιος καί φιλάνθρωπος, παρακαλεῖ τόν Θεό νά μή ἀφανίσει τίς δύο πόλεις, ἐάν βρεῖ ἐκεῖ ἔστω πενήντα[5] ἤ σαρανταπέντε[6] ἤ σαράντα[7], τριάντα[8], εἴκοσι[9], ἀκόμη καί δέκα[10] δικαίους ἀνθρώπους, ὥστε νά μή καταστρέψει “τόν δίκαιον μετά τοῦ ἀσεβοῦς.[11]” Πράγματι, ὁ Θεός, μή ὤν ἄδικος καί αἱμοχαρής, ἀλλά φιλεύσπλαγχνος, ὑπόσχεται ὅτι ἀκόμη καί δέκα δίκαιοι ἐάν εὑρεθοῦν στά πολίσματα αὐτά, δέν θά τά καταστρέψει[12]. Ὅμως, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τή συνέχεια τῆς ἱστορίας, οἱ δέκα δίκαιοι δέν βρέθηκαν – ἡ δέ ἀπόπειρα τοῦ Ἀβραάμ νά σώσει τά πολίσματα τόν ἀναδεικνύει ἀντάξιο τῆς ἐκλογῆς του ἀπό Κύριο τόν Θεό.
Δύο ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ φθάνουν στά Σόδομα. Ὁ Λώτ, ἀνεψιός τοῦ Ἀβραάμ, τoύς ὑποδέχεται μέ ἐδαφιαία προσκύνηση, τούς καλεῖ ἐπιμόνως στόν οἶκο του καί τούς προσφέρει τή φιλοξενία του[13].
Ὅμως, μετά τό φαγητό, καί πρίν προλάβουν οἱ ἄγγελοι Κυρίου νά ἀναπαυθοῦν, ὅλοι οἱ ἄνδρες τῶν Σοδόμων, “ἀπό τοῦ νεωτέρου μέχρι τοῦ γηραιοτέρου, ὅλος ὁ λαός ἀπό ὅλα τά τμήματα τῆς πόλεως περιεκύκλωσαν τήν οἰκίαν.[14]” Καί ἀπαιτοῦσαν ἀπό τόν Λώτ πιεστικά καί βίαια: “ποῦ εἶναι οἱ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἦλθον εἰς τήν οἰκίαν σου ἀπόψε; ὁδήγησέ τους ἔξω πρός ἡμᾶς διά νά τούς γνωρίσωμεν.[15]” Ἡ “γνωριμία” τήν ὁποίαν ἐπιζητοῦσαν οἱ Σοδομίτες, δέν ἦταν ἁπλές κοινωνικές συστάσεις καί φιλοφρονήσεις[16], πολλῷ δέ μᾶλλον δέν ἐπρόκειτο νά εἶναι εἰλικρινής καί ἀνυστερόβουλη φιλία, ἀλλά σαρκική συνάφεια, καί μάλιστα βίαιη καί καταναγκαστική ὅπως συνάγεται ἀπό τήν προσφορά τήν ὁποία ἀναγκάζεται ὁ Λώτ νά τούς προτείνει, ὥστε νά σώσει τούς φιλοξενουμένους του: “Παρακαλῶ, φίλοι μου, μή πράττετε τό κακόν. Ἰδού, ἔχω δύο θυγατέρας, αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε ἦλθον εἰς ἐπαφήν μέ ἄνδρα· ἄς φέρω αὐτάς ἔξω πρός σᾶς καί κάμετε εἰς αὐτάς ὅ,τι σᾶς φανῇ ἀρεστόν· μόνον μή κάμετε τίποτε εἰς τούς ἄνδρας αὐτούς, ἐφ΄ ὅσον ἦλθον ὑπό τήν στέγην τῆς οἰκίας μου.[17]“
Κατόπιν τούτου οἱ Σοδομίτες ἐπιχειροῦν νά κακοποιήσουν τόν Λώτ, καί μάλιστα τόν ἀπειλοῦν ὅτι θά διαπράξουν εἰς βάρος του χειρότερα ἀπό ὅσα ἐπρόκειτο νά πράξουν εἰς βάρος τῶν ξένων. Ὅμως οἱ ξένοι σώζουν τόν Λώτ, κλείνουν τήν θύρα, τυφλώνουν τούς πολιορκοῦντες τόν οἶκο καί φυγαδεύουν ὅλη τήν οἰκογένεια ἔξω τοῦ πολίσματος[18]. Δηλώνουν δέ, ὅτι “πρόκειται νά καταστρέψωμεν τόν τόπον αὐτόν, ἐπειδή ἡ ἐναντίον των κατακραυγή, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τοῦ Κυρίου, εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε ὁ Κύριος ἔστειλεν ἡμᾶς διά νά καταστρέψωμεν αὐτόν.[19]“
Ἡ ἀνήθικη πράξη, τήν ὁποίαν ἐπιχείρησαν εἰς βάρος τοῦ Λώτ καί τῶν ἀγγέλων φιλοξενουμένων του, ἦταν καί ἡ τελευταία τους. Ἐφ΄ ὅσον δέ οἱ ξένοι ἦσαν ἄγγελοι Κυρίου, ἡ πράξη τῶν Σοδομιτῶν στρέφεται καί εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή ἡ φιλοξενία περιγράφεται στό ἀμέσως προηγούμενο κεφάλαιο ὡς θεάρεστη, παραβιάζοντάς την καί ἐπιχειρώντας νά κακοποιήσουν φιλοξενουμένους, ἐπιτελοῦν μία ἀκόμη ἀνόσια πράξη. Ἡ Ἁγία Γραφή τούς παρουσιάζει ὡς κυριαρχούμενους ἀπό τό πάθος τους, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου δέν ὑπολογίζουν τίποτε, δέν σέβονται τίποτε καί δέν ὀρρωδοῦν πρό οὐδενός προκειμένου νά τό ὑπηρετήσουν καί νά τό ἰκανοποιήσουν.
Ὁ Λώτ σώζεται, ἀλλ΄ ἐκεῖνοι δέν σώζονται ἀπό τήν θεία τιμωρία, καταστρέφονται ὁλοσχερῶς, τόσο αὐτοί, ὅσο καί οἱ κάτοικοι τῆς Γομόρρας καί τῆς γύρῳ περιοχῆς[20]. Πλήν ὅμως, πρέπει νά τονίσουμε ὅτι, ὅπως συνάγεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, αὐτή τήν πράξη, τῆς ὁλοσχεροῦς καταστροφῆς τῶν πολισμάτων λόγῳ τῆς ἀδικίας, τῆς συγκεκριμένης καί οἰασδήποτε ἄλλης, τήν ὁποίαν εἶχαν ἐπιτελέσει, τήν ἐπιβάλλει καί τήν ἐκτελεῖ, ἀφοῦ πρῶτα ἔχει ἐξαντλήσει κάθε ὅριο ἐπιείκειας, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὄχι ὁ ἀνθρωπος.
β΄. Λευιτικόν
Στό βιβλίο τοῦ Λευιτικοῦ δέν χωρεῖ προβληματισμός, οὔτε ἀμφιβολία ὡς πρός τό ἄν ἡ ἐν λόγῳ πράξη εἶναι κατ΄ ἀρχήν ἀπορριπτέα καί ἐν τέλει τιμωρητέα.
Στό κεφάλαιο 18 τονίζεται μέ ἔμφαση τό θέλημα Κυρίου τοῦ Θεοῦ[21]: “Νά μή συνευρεθῇς μέ ἄρρενα, ὅπως μέ γυναῖκα· διότι τοῦτο εἶναι ἀσέλγεια.[22]” Στήν δέ μετάφραση τῶν Ο΄ μεταφράζεται ὁ αὐτός στίχος ὡς ἑξῆς: “καί μετά ἄρσενος οὐ κοιμηθήσῃ κοίτην γυναικός· βδέλυγμα γάρ ἐστιν.” Εἴτε ὡς “ἀσέλγεια”, εἴτε ὡς “βδέλυγμα”, ἡ πράξη εἶναι σαφῶς ἀπορριπτέα. Καί μάλιστα τοποθετεῖται στήν κατάταξη τοῦ ἐν λόγῳ κεφαλαίου ἀμέσως κατόπιν τῆς ἀπαγορεύσεως ἀφιερώσεως τέκνων στήν ὑπηρεσία τοῦ Μολόχ, ἡ ὁποία εἶναι πράξη καθαρά εἰδωλολατρική[23], καί ἀμέσως πρό τῆς ἀπαγορεύσεως συνουσίας μέ κτήνη[24]. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει, ὅτι δέν ὑφίσταται ποιοτική διαφορά μεταξύ ὅλων αὐτῶν. Κι ἐκτός αὐτοῦ ὅλες οἱ ἀπαγορευμένες συνευρέσεις, οἱ ὁποῖες ἀπαριθμοῦνται στό ἐν λόγῳ κεφάλαιο, χαρακτηρίζονται “μολύνσεις”[25], “μιάνσεις” κατά τούς Ο΄, ἀπό τίς ὁποῖες πάσχουν ὅλα τά ἔθνη, καί βδελυρές πράξεις[26], ἀπό τίς ὁποῖες ὀφείλουν νά φυλαχθοῦν καί νά μή τίς μιμηθοῦν οἱ υἱοί Ἰσραήλ, αὐτοί οἱ ἴδιοι ἀλλά καί οἱ προσήλυτοί τους. Οἱ πράξεις αὐτές ἦταν ἰδίωμα τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας πρίν αὐτή δοθεῖ στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ[27]. Ἀπό τίς πράξεις αὐτές μολύνεται καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ γῆ, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νά ἐξεμέσει ὅσους τίς διαπράττουν[28]. Ὁ δέ λαός θά ἀποβάλει, κατά τούς Ο΄ “ἐξολοθρεύσει”, ὁποιοδήποτε μέλος του διαπράττει τά ἀνωτέρω[29]. Εἶναι λοιπόν εἰδωλολατρικά τά ἤθη αὐτά καί υἱοθεσία τους ἀπό τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ οὐδόλως συγχωρεῖται.
Στό μεθεπόμενο (20ο) κεφάλαιο τοῦ Λευτικοῦ ἡ διατύπωση εἶναι ἀκόμη περισσότερο αὐστηρή: “Ὅταν δέ ἀνήρ κοιμηθῇ μέ ἄνδρα, ὡσάν μέ γυναίκα, ἐφ΄ ὅσον καί οἱ δύο οὗτοι διέπραξαν πρᾶξιν ἀσελγῆ, πρέπει νά θανατωθοῦν· τό αἷμα των θά πέσῃ ἐπί τῆς κεφαλῆς των.[30]” Ἡ πράξη, λοιπόν, αὐτή χαρακτηρίζεται “ἀσελγής”, ἀπό δέ τούς Ο’ “βδέλυγμα”, δηλαδή κάτι ἀποτροπιαστικό καί ἀηδιαστικό.
Ὀφείλουμε νά τονίσουμε, ὅτι τό κεφάλαιο αὐτό ξεκινᾶ τίς ἀπαγορευτικές ἅμα καί τιμωρητικές διατάξεις του ἀπό τά καθαυτό εἰδωλολατρικά ἔθιμα, τ.ἔ. ἀφιέρωση τέκνων στόν Μολόχ, νεκρομαντεία, μαγεία[31], καί περατώνεται ἀναφερόμενο καί πάλι σέ αὐτά, ὁρίζοντας ὡς τιμωρία τῆς νεκρομαντείας καί τῆς μαγείας τόν διά λιθοβολισμοῦ θάνατο[32]. Τά ἐνδιάμεσα, ὅπως ἡ περί ἀρσενοκοιτίας διάταξη, ἀφοροῦν πολλά καί διάφορα παραπτώματα, τά ὁποία στρεβλώνουν καί καταστρέφουν τήν ὑγιή οἰκογένεια. Εἶναι δέ ἔντονη ἡ μέριμνα τοῦ βιβλίου τοῦ Λευιτικοῦ, ὥστε νά διατηρηθεῖ ἡ οἰκογένεια, βασικό κύτταρο τοῦ λαοῦ, ὑγιῆς, καί νά μή ἐπέλθει διά τῶν εἰδωλολατρικῶν ἠθῶν καί ἐθίμων ἡ βαθμιαία σήψη της, τήν ὁποία ὡς ἀναπόφευκτη συνέπεια θά ἀκολουθήσει ἡ σήψη συνόλου τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ.
γ΄. Κριταί
Ἀτυχῶς ἡ σήψη προσέβαλε σφόδρα ἕνα τμῆμα τοῦ λαοῦ: Στό βιβλίο τῶν Κριτῶν[33] περιγράφεται πράξη ἡ ὁποία ἔχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά μέ τήν ἱστορία τῶν Σοδόμων. Ὅμως στήν περίπτωση αὐτή ἔνοχοι δέν εἶναι εἰδωλολάτρες, ἀλλά μία ἀπό τίς δώδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ, ἡ φυλή τοῦ Βενιαμίν.
Ἡ ἀποτρόπαιη πράξη συνέβη εἰς βάρος τῆς οἰκογενείας ἑνός Λευίτη, ἡ ὁποία ὁδοιποροῦσε μέσῳ τῆς περιοχῆς τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν. Ἡ οἰκογένεια ὁδοιπορεῖ καί ἀφικνεῖται στήν Γαβαά, πόλη τῶν Βενιαμινιτῶν. Ἐπειδή οὐδείς τούς προσφέρει φιλοξενία, ἐπιχειροῦν νά διανυκτερεύσουν στήν πλατεία τῆς πόλεως, ὅμως παρουσιάζεται γέρων συμπατριώτης τοῦ Λευΐτου ἀπό τό ὄρος Ἐφραίμ, καί τούς προσφέρει φιλοξενία στόν οἶκο του[34].
Κι ἐδῶ, ὅπως καί στά Σόδομα, παρουσιάζονται οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως, τούς ὁποίους ἡ Ἁγία Γραφή χαρακτηρίζει “διεστραμμένους”, πολιορκοῦν τήν οἰκία καί ἀπαιτοῦν ἀθέμιτη μείξη μέ τόν φιλοξενούμενο:
“Καί ἐνῷ οὗτοι ηὐφραίνοντο, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως, ἄνθρωποι διεστραμμένοι, περιεκύκλωσαν τήν οἰκίαν, ἐκτύπων τήν θύραν καί ἔλεγον εἰς τόν κύριον τοῦ οἴκου, τόν γέροντα· “φέρε ἔξω τόν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἦλθεν εἰς τήν οἰκίαν σου, διά νά γνωρίσωμεν αὐτόν[35]“.
Ἡ ἀθέμιτη ἀπαίτηση δέν ἰκανοποιεῖται αὐτή καθ΄ αὐτή. Ὅμως ὁ φιλοξενούμενος, μᾶλλον ἐπειδή δέν ἤθελε νά ξεσπάσει τό μένος τῶν πολιορκητῶν ἐπί τῆς οἰκίας καί τοῦ γέροντος οἰκοδεσπότου, τούς παραδίδει τήν γυναίκα του. Ἡ γυναίκα, ἐξ αἰτίας τῶν ἀλλεπαλλήλων βιασμῶν, τούς ὁποίους ὑφίσταται καθ΄ ὅλη τήν διάρκεια τῆς νύκτας, ξεψυχᾶ τό πρωί πρό τῆς οἰκίας[36].
Ὁ Λευίτης σύζυγός της διαμελίζει τήν ἀτυχή γυναίκα, τήν κόβει σέ δώδεκα μέρη καί τά ἀποστέλλει σέ ὅλες τίς φυλές τοῦ Ἰσραήλ γνωρίζοντάς τους τήν ἀποτρόπαιη πράξη. Τά γεγονότα αὐτά πυροδοτοῦν ἐμφύλιο πόλεμο στρεφόμενο ἐναντίον τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν[37], ἡ ὁποία σχεδόν ἐξοντώνεται, ἀλλά παρ΄ ὅλα αὐτά ἐπιβιώνει, ἐπειδή οἱ λοιπές φυλές μεταμελοῦνται γιά τήν ὑπερβολικά αὐστηρή ἀντιμετώπιση, τήν ὁποία τῆς ἐπεφύλαξαν, καί ἀποφασίζουν νά ἐπιτρέψουν στούς Βενιαμινίτες νά ἀπαγάγουν ἄγαμες κόρες, ὥστε νά τίς νυμφευθοῦν[38]. Διά τοῦ ἐπεισοδίου αὐτοῦ περατοῦται τό βιβλίο τῶν Κριτῶν.
Κι ἐδῶ ἡ ἐν λόγῳ πράξη καί συνήθεια περιγράφεται σαφῶς ὡς πάθος, τό ὁποῖο κινεῖ, ἀνεξέλεγκτα ὅσο καί ἐγκληματικά, τόν διακατεχόμενο ἀπό αὐτό ἄνθρωπο. Προξενεῖ φόνο, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς συνέπεια καί πολλούς ἄλλους ἀκόμη.
Γ΄. Καινή Διαθήκη: Παῦλος ἅγιος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν
Γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί γιά τά μέλη της, τούς βεβαπτισμένους εἰς τό ὄνομα Αὐτοῦ χριστιανούς, δέν ὑφίστανται διλήμματα ἐγκρίσεως ἤ, ἔστω, ἀνοχῆς τέτοιου εἴδους πράξεων, ἀλλιῶς θά ἀποστεῖ τῆς ὑγιοῦς ἀποστολικῆς παραδόσεως.
Ἡ ἀποστολική παράδοση ἐκφράζεται σαφῶς διά τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Τίς ἀναφορές του θά παραθέσουμε ἐδῶ καί θά τίς ἀναλύσουμε βάσει τῆς σειρᾶς συγγραφῆς τους.
Καί ξεκινοῦμε ἀπό τό 6ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς, ὅπου ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει γιά τό ὑπό ἐξέταση ζήτημα τά ἑξῆς:
“9 ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί οὔτε μαλακοί οὔτε ἀρσενοκοῖται 10 οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. 11 καί ταῦτα τινές ἦτε· ἀλλά ἀπελούσασθε, ἀλλά ἠγιάσθητε, ἀλλά ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.”
Τά ἀνωτέρω ἔχουν σέ ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική ἀπό τούς Γ. Γαλίτη, Ἰω. Καραβιδόπουλο, Π. Βασιλειάδη, Ἰω. Γαλάνη ὡς ἑξῆς:
“9 Ἤ μήπως δέν ξέρετε ὅτι ἄνθρωποι ἄδικοι δέ θά ἔχουν θέση στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Μήν ἔχετε αὐταπάτες· στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέ θά ἔχουν θέση οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτρες οὔτε μοιχοί οὔτε θηλυπρεπεῖς οὔτε ἀρσενοκοίτες 10 οὔτε κλέφτες οὔτε πλεονέκτες οὔτε μέθυσοι οὔτε ὑβριστές οὔτε ἅρπαγες. 11 Καί τέτοιοι ἤσασταν κάποτε μερικοί· ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ καί μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καθαριστήκατε ἀπό τήν ἁμαρτία, γίνατε λαός τοῦ Θεοῦ καί σωθήκατε ἀπό τήν ἐπερχόμενη ὀργή τοῦ Θεοῦ.”
Κατά τά ἀνωτέρω, ὅσοι διαπράττουν τά περιγραφόμενα εἶναι “ἄδικοι” καί ἀποκλείονται ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέκα κατηγορίες ἀνθρώπων παρατίθενται ἐδῶ. Προφανῶς ὅσοι διαπράττουν τίς ἀποτρόπαιες αὐτές πράξεις, καί ἐμμένουν σέ αὐτές, δέν εἶναι οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι ἀποκλείονται ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὅπως θά δοῦμε παρακάτω καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος προσθέτει καί ἄλλες ἀκόμη κατηγορίες σέ μεταγενέστερες ἐπιστολές του. Τό θέμα μας ἀφοροῦν δύο κατηγορίες ἀνθρώπων, οἱ “μαλακοί” καί οἱ “ἀρσενοκοῖται”, οἱ ὁποῖοι δέν κατηγοριοποιοῦνται κάπου ἰδιαιτέρως, ἀλλά τίθενται μεταξύ τῶν μοιχῶν καί τῶν κλεπτῶν, εἶναι δηλαδή, κατά τόν ἀπόστολο, κοινοί παραβάτες τοῦ αἰωνίου νόμου τοῦ Θεοῦ.
Ὅλες οἱ περιγραφόμενες πράξεις εἶναι, ἑπομένως, ρύπος γιά τόν ἄνθρωπο, ἀπό τόν ὁποῖο ὁ χριστιανός “ἀπελούσατο” – τόν ἔχει ἀποβάλει διά τοῦ λουτροῦ. Ποίου λουτροῦ; Τοῦ λουτροῦ τοῦ βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι καί ἀσθένεια, ἀπό τήν ὁποία ἔχει κατά τόν αὐτό τρόπο ὁ ἄνθρωπος θεραπευθεῖ. Συνιστοῦν καί ἀδικία, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐπίσης διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος δικαιωθεῖ.
Κατ΄ αὐτόν, λοιπόν τόν τρόπο ἐπιδρᾶ ἡ σταυρική θυσία καί ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά σωθεῖ καί νά καθαρισθεῖ ἀπό τήν ἀδικία διά τῆς μετανοίας καί τοῦ βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ διάταξη, ἑπομένως, τοῦ βιβλίου τοῦ Λευιτικοῦ, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει θανατική ποινή σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς παραβάτες, παύει νά ἰσχύει, μολονότι ἡ ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀξιολόγηση τῶν ἐν λόγῳ πράξεων παραμένει ἐξ ἴσου αὐστηρή καί ἀρνητική.
Στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ἤδη ἀπό τό πρῶτο κεφάλαιο, ὁμιλεῖ μέ τή δέουσα αὐστηρότητα γιά τήν εἰδωλολατρία καί τά εἰδωλολατρικά ἔθιμα. Δηλώνει λοιπόν:
“21 διότι γνόντες τόν Θεόν οὐχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν ἤ εὐχαρίστησαν, ἀλλ΄ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος καρδία· 22 φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν, 23 καί ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καί πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν.”
Ὀφείλεται λοιπόν ἡ εἰδωλολατρία σέ σκοτισμένη καί ἀσύνετη καρδιά. Ἐπειδή ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό τῆς εἰδωλολατρίας, ἐπανέρχεται εἰδικά στό θέμα τό ὁποῖο ἐδῶ ἀναλύουμε. Ἀναφέρεται λοιπόν σέ παρά φύσιν καταστάσεις τῶν πρό Χριστοῦ εἰδωλολατρικῶν κοινωνιῶν. Ἀναφέρει, λοιπόν, ὁ ἀπόστολος ἀρκετά αὐστηρά, τά ἑξῆς:
“26 Διά τοῦτο παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς τήν παρά φύσιν, 27 ὁμοίως τε καί οἱ ἄρσενες ἀφέντες τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καί τήν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.”[39]
Οἱ στίχοι αὐτοί ἔχουν ὡς ἑξῆς σέ ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική ἀπό τήν αὐτή ὁμάδα καθηγητῶν:
“26 Γι΄ αὐτό τό λόγο, λοιπόν, τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ ἐπαίσχυντα πάθη: ἔτσι οἱ γυναῖκες ἀντικατέστησαν τίς φυσικές σχέσεις μέ ἀφύσικες· 27 τό ἴδιο καί οἱ ἄντρες· ἄφησαν τή φυσική σχέση μέ τή γυναίκα καί φλογίστηκαν μέ σφοδρό πάθος ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, διαπράττοντας ἀσχημίες ἀρσενικοί μ΄ ἀρσενικούς, καί πληρώνοντας ἔτσι μέ τό ἴδιο τους τό σῶμα τό τίμημα πού ταίριαζε στήν πλάνη τους.”
Τίς πράξεις, λοιπόν, αὐτές χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος σαφῶς “παρά φύσιν”, “ἀσχημοσύνην” καί “πλάνην”, ἡ ὁποία ἐπίσης ὀφείλεται στή σκοτισμένη καί ἀσύνετη καρδία τῶν εἰδωλολατρούντων. Τό πάθος τούς καίει, συνεπῶς δέν τό ἐλέγχουν. Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἀποτυπώνει καταστάσεις καί γεγονότα ὅμοια μέ ὅσα εἴδαμε στίς περιπτώσεις τῶν Σοδομιτῶν καί τῶν Βενιαμινιτῶν, τῶν ὁποίων τά πάθη ὁδηγοῦσαν ἕως καί στή βία καί στόν φόνο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν διστάζει, δέν φοβᾶται, μολονότι ζῆ στήν ἐπικράτεια τῆς παντοδύναμης εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης, νά ἀντιταχθεῖ σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ροπές, οἱ ὁποῖες, ὅπως θά δοῦμε κατωτέρω, κατέληξαν στό κράτος αὐτό νά θεωροῦνται ὡς ταυτόσημες μέ τήν φυσική ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός. Καί πράττει τοιουτοτρόπως, διότι οἱ ἅγιοι, ἀπόστολοι, μάρτυρες, ὁμολογητές, ἀσκητές, συγγραφεῖς ἤ μή, οὐδέποτε φοβήθηκαν τούς κραταιούς, δίδαξαν καί ὑπηρέτησαν μόνο τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Πλήν ὅμως, καί αὐτό ὀφείλουμε νά τό προσέξουμε καί νά τό τονίσουμε ἰδιαίτερα, δέν εἶναι καί ἄδικος ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, οὔτε ὑπέρ τό δέον αὐστηρός, ἀποδίδει, κατά τό κέλευσμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ “τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ”[40]. Διότι στήν αὐτή ἐπιστολή, στό ἀμέσως ἑπόμενο κεφάλαιο, ἀναγνωρίζει ὅτι “ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα φύσει τά τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος[41]” Δέν διαπράττουν, ἄρα, ὅλα τά ἔθνη ἐγκλήματα ὅπως τά ὡς ἄνω περιγραφόμενα, ἀλλά εἶναι νόμος γι΄ αὐτά ἡ φύση, αὐτοί οἱ ἴδιοι εἶναι νόμος γιά τούς ἑαυτούς τους. Ὁ νόμος, ὅπως λέγει παρακάτω, εἶναι γραμμένος στίς καρδιές τους καί σέ αὐτό συμφωνεῖ καί ἡ συνείδησή τους.[42]“
Ἡ τρίτη ἀναφορά τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν στό ἐν λόγῳ θέμα εὑρίσκεται στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς του Α΄ πρός Τιμόθεον[43]:
“8 Οἴδαμεν δέ ὅτι καλός ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται, 9 εἰδώς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δέ καί ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσει καί ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καί βεβήλοις, πατραλῴαις καί μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, 10 πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καί εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται, 11 κατά τό εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ, ὅ ἐπιστεύθην ἐγώ.”
Οἱ στίχοι ἔχουν, σέ ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική, καί πάλι σύμφωνα μέ τήν αὐτή ὁμάδα ὡς ἑξῆς:
“8 Ἐμεῖς ὅμως ξέρουμε ὅτι ὁ νόμος εἶναι καλός, ἄν τόν χρησιμοποιεῖ κανείς ὅπως πρέπει, 9 γνωρίζοντας καί τοῦτο: Ὅτι ὁ νόμος δέν ὁρίστηκε γιά ἐκεῖνον πού κάνει ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, ἀλλά γιά κείνους πού δέ λογαριάζουν τό σωστό καί τό δίκαιο οὔτε ὑποτάσσονται σ΄ αὐτό. Ὁρίστηκε γιά τούς ἀσεβεῖς καί τούς ἁμαρτωλούς, γιά ὅσους δέν ἔχουν ὅσιο καί ἱερό, γιά τούς πατροκτόνους καί τούς μητροκτόνους, γιά τούς φονιάδες, 10 τούς πόρνους, τούς ἀρσενοκοίτες, γιά τούς δουλεμπόρους, τούς ψεύτες, τούς ἐπίορκους καί γενικά γι΄ αὐτούς πού κάνουν ὁτιδήποτε εἶναι ἀντίθετο στή διδασκαλία τή σωστή. 11 Αὐτή εἶναι σύμφωνη μέ τό χαρμόσυνο μήνυμα γιά τή μέλλουσα δόξα πού θά μᾶς δώσει ὁ μακάριος Θεός, πού τό ἐμπιστεύθηκε σ΄ ἐμένα νά τό κηρύξω.”
Ἀναφέρει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος πολλά καί διάφορα εἴδη ἀδικίας, καί μάλιστα μή περιοριστικῶς, ἀφοῦ λέγει, καί “εἴ τι ἕτερον”, δηλαδή “καί ὁτιδήποτε ἄλλο”. Εἶναι ἀρρωστημένες, τ.ἔ. μή ὑγιεῖς συμπεριφορές, ὅπως σαφῶς, ὅσο καί κατηγορηματικῶς, δηλώνει ἡ φράση τῇ “ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται”. Μεταξύ αὐτῶν ἀναφέρει καί τήν ἀρσενοκοιτία, καί μάλιστα ἡ θέση, στήν ὁποία τήν παραθέτει, ἀμέσως μετά τήν πορνεία καί ἀμέσως πρίν τήν δουλεμπορία, μαρτυρεῖ ὅτι δέν τήν διακρίνει ἀπό τήν ὁποιαδήποτε ἀνέντιμη συμπεριφορά.
Ὅπως εἴδαμε, κατά τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ὡς “φωστῆρα τρισμέγιστον”, ἡ πράξη αὐτή συνιστᾶ ἐφάμαρτη συμπεριφορά. Εἶναι, μαζί μέ ἄλλες πράξεις, τίς ὁποῖες ἤδη εἴδαμε, κατά τίς ἀκριβεῖς ἐκφράσεις τοῦ ἀποστόλου “ρύπος”, “ἀσθένεια”, “ἀδικία”, εἶναι “πάθος ἀτιμίας” καί “πλάνη” χαρακτηρίζοντα εἰδωλολάτρες, ἀντίκειται στήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως δέν συνιστᾶ καί δρόμο δίχως ἐπιστροφή, διότι δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτήν διά τῆς μετανοίας καί τοῦ εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος βαπτίσματος, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ λουτρό ἀπονίψεως τῶν ἁμαρτημάτων.
Δ΄. Ἀπό τήν εἰδωλολατρική αὐτοκρατορική Ρώμη στή χριστιανική Κωνσταντινούπολη
Στήν ἱστορία ποτέ δέν ἐμφανίζεται κάτι τό τελείως καινούργιο – τό ὅλως ἄλλο στήν ἱστορία ἦταν μόνον ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γεγονότα, συνήθειες, ἤθη, ἔθιμα, προσωπικότητες ὁμοιάζουν μέ παλαιά, καί εἶναι χιλιομελετημένα ἀπό τούς εἰδήμονες, ἀλλά ἄγνωστα ἀπό τούς τυχόν ἀδαεῖς. Γι΄ αὐτό, ἄλλωστε, ἐρευνοῦμε καί μελετοῦμε τήν ἱστορία, ὥστε ἡ γνώση τήν ὁποία αὐτή μᾶς προσφέρει, νά μᾶς εἶναι ἐφόδιο γιά τό μέλλον μας ὡς πολιτειῶν καί ὡς πολιτῶν. Ἀλλιῶς τέτοια γνώση θά μᾶς ἦταν ἄχρηστη. Τόν κανόνα αὐτόν μᾶς θύμισε ἕνα, κλασικό πλέον, βιβλίο, τό ὁποῖο εἴχαμε προμηθευθεῖ πρό τεσσαρακονταετίας, κατά τή διάρκεια τῶν φοιτητικῶν μας χρόνων.
Πρόκειται γιά τή διδακτορική διατριβή τοῦ μακαρίτη καθηγητῆ μας Π. Ε. Χριστινάκη, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί δικηγόρου. Ἔχει τίτλο “Ἡ ἀπόπειρα ἐκκλησιαστικοῦ ἐγκλήματος, Μελέτη νομοκανονική καί ἱστορικοσυγκριτική, Ἀθῆναι 1978”. Εἶχε μέν συγγραφεῖ καί ἐγκριθεῖ ὡς διδακτορική διατριβή, ὅμως εἶναι ὁλόκληρο σύγγραμμα ἀποτελούμενο ἀπό ἑπτακόσιες τριανταπέντε (735) σελίδες[44]. Διαβάζουμε ἐκεῖ τά ἑξῆς:
“Ἡ ἀναγνώρισις τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν “γάμων” ἀποτελεῖ σήμερον, ὡς γνωστόν, ἕν τῶν “αἰτημάτων” τῶν ὁμοφυλοφίλων ἐπί παγκοσμίου κλίμακος. Ὁμοφυλόφιλοι συζῶντες πολλάκις ὡς σύζυγοι, ἰδίᾳ εἰς ὅσα κράτη ἡ νομοθεσία εἶναι ἀνεκτική πρός αὐτούς, προβάλλουν κατά καιρούς τό αἴτημα τῆς νομιμοποιήσεως τῶν τοιούτων “συμβιώσεων” μέ ὅλας τάς νομικάς, κοινωνικάς κ.λπ. συνεπείας.[45]“
Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε, ὅτι τό “σήμερον” τοῦ ἀείμνηστου Π. Ε. Χριστινάκη εἶναι τό 1978, δηλαδή σαρανταέξι (46) ἔτη πρίν ἀπό τό δικό μας (δηλ. 2024). Ἐπίσης, πρέπει νά προσέξουμε ἐδῶ, τό γεγονός ὅτι ὁ ἔμπειρος δικηγόρος, ἐρευνητής καί καθηγητής διακρίνει ὅτι τέτοια πράξη “ἀναγνωρίσεως” μέλλει νά ἔχει πολλῶν εἰδῶν συνέπειες. Τό εἶδος, ὅμως, τῆς ἔρευνάς του, καί ὁ χρόνος κατά τόν ὁποῖον αὐτή διεξήγετο, δέν καθιστοῦσαν ἀπαραίτητη τήν ἀνάλυση τῶν συνεπειῶν αὐτῶν.
Καί συνεχίζει ὁ αὐτός συγγραφέας:
“Τό φαινόμενον δέν εἶναι νέον. Ἀνάλογος κίνησις καί “πράξις” ἦτο λίαν διαδεδομένη καί παρά τοῖς Ρωμαίοις. Ὅθεν καί πρός ἀντιμετώπισιν τοῦ κακοῦ τούτου οἱ υἱοί τοῦ Μ. Κωνσταντίνου Κωνστάντιος καί Κώνστας ἐξέδωκαν ἐν Ρώμῃ τό ἑξῆς ἀ ν ε π α ν ά λ η π τ ο ν καί μ ο να δ ι κ ό ν, καθ΄ ὅσον γνωρίζομεν, δ ι ά τ α γ μ α π ρ ό ς τ ό ν λ α ό ν (ad populum): “[46]Impp. Constantius et Constans AA ad populum: C u m v i r n u b i t i n f e m i n a m, f e m i n a v i r o s p r o i e c t u r a, q u i d c u p i a t? U b i s e x u s p e r d i d i t l o c u m, ubi scelus est id quod non proficit scire, ubi v e n u s m u t a t u r i n a l t e r a m f o r m a m, ubi amor quaeritur nec videtur: iudemus insurgere leges, armari jura gladio ultore, ut exquisitis poenis subdantur infames qui sunt vel qui futuri sunt rei[47]“.
Ὥστε δέν ὑπῆρχε ἁπλῶς, ἀλλά ἦταν καί διαδεδομένη ἡ πράξη αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὁ γάμος μεταξύ ἀνδρῶν. Διαδεδομένη στήν εἰδωλολατρική Ρώμη, ὅπου ὄχι ἁπλῶς συνέβαιναν, ἀλλά καί καθιερώνονταν, πολλά καί διάφορα παράδοξα. Ἐθεωροῦντο φυσικά πράγματα τά ὁποῖα ποτέ δέν θά γίνονταν ἀποδεκτά στόν κλασικό ἐλεύθερο ἑλληνικό κόσμο: Ἐθεωρεῖτο φυσικό, τό νά στρεβλώνονται οἱ ἀθλητικοί ἀγῶνες, οἱ ὁποῖοι ἦταν καθαρά ἑλληνική ἐπινόηση, καί νά μετατρέπονται στή γνωστή αἱματηρότατη ἅμα καί φονικότατη arena. Ἐθεωρεῖτο φυσικό, τό νά μετατρέπεται ἡ ἱερή ἑλληνική νῆσος Δῆλος σέ κέντρο δουλεμπορίου καί νά πωλοῦνται δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι, μία ὁλόκληρη πόλη, σέ μία καί μόνη ἡμέρα ἐπί τοῦ ἐδάφους της. Ἐθεωρεῖτο φυσικό, τό νά στρεβλώνεται ἄλλο ἕνα καθαρά ἑλληνικό πολιτισμικό ἐπίτευγμα, τό θέατρο, καί νά παρουσιάζονται στή λήξη τῶν παραστάσεων τῶν “μίμων” γυμνές οἱ γυναῖκες ἡθοποιοί στή σκηνή, ὥστε νά χαιρετήσουν τούς θεατές. Ἡ τακτική ὅμως αὐτή, ἀνοχῆς τῆς πάλαι ποτέ εἰδωλολατρικῆς Ρώμης σέ ἄτυπους γάμους μεταξύ ἀνδρῶν προκάλεσε τήν ἀντίδραση τῶν χριστιανῶν συναυτοκρατόρων, Κωνσταντίου[48] καί Κώνσταντος[49], υἱῶν καί διαδόχων τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου.
Καί συνεχίζει ὁ αὐτός μελετητής ἐξηγώντας τήν κοινωνική κατάσταση τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης κατά τόν Δ΄ αἰώνα:
“Ὡς συνάγεται ἐκ τοῦ διατάγματος τούτου, φαίνεται ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία, καθ΄ ἥς τόσον δρυμέως καταφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶχε φθάσει κατά τό πρῶτον ἥμισυ τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος μέχρι σημείου, ὥστε οἱ ὁμοφυλόφιλοι δέν ἐδίσταζαν νά συνάπτουν καί “γάμους” μεταξύ των. Καί ναί μέν οἱ γάμοι οὗτοι δέν ἦσαν νόμιμοι, ὡς μή ὑπό τοῦ νόμου ἀναγνωριζόμενοι, ὅμως “φάκτῳ καί προαιρέσει” οἱ ὁμοφυλόφιλοι συνέζων ὡς σύζυγοι, ἀφοῦ προηγουμένως “ἐτέλουν” τήν “τελετήν” τοῦ “γάμου” των. Τοῦτο, ὡς ἦτο φυσικόν, δέν ἠδύναντο νά ἀνεχθοῦν οἱ πρῶτοι χριστιανοί αὐτοκράτορες μέ ἀποτέλεσμα τήν ἔκδοσιν τοῦ ἀνωτέρω διατάγματος ὀλίγα ἔτη μετά τόν θάνατον τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἀπό τούς υἱούς αὐτοῦ Κωνστάντιον καί Κώνσταντα.[50]“
Αὐτό, ἑπομένως, συνέβη τότε: Οἱ πιστοί χριστιανοί, οἱ ἐνστερνιζόμενοι πίστη, ἡ ὁποία ἐπί τρεῖς αἰῶνες ἐθεωρεῖτο ἔγκλημα καί συχνά ἐτιμωρεῖτο ἀπό τήν εἰδωλολατρική ρωμαϊκή αὐτοκρατορία διά τῆς ἐσχάτης τῶν ποινῶν, κατέκτησαν τήν ἐξουσία, αὐτή τήν ἴδια ἐξουσία ἀπό τήν ὁποία κατεδιώκοντο, τή μετέτρεψαν σέ χριστιανική καί ὁδήγησαν τά ἤθη πρός τή φυσική τους πορεία καί κατάσταση. Τό δέ ἀφύσικο τῆς πορείας τῶν εἰδωλολατρικῶν ρωμαϊκῶν ἠθῶν προβλημάτισε σφόδρα τούς δύο χριστιανούς συναυτοκράτορες:
“Τό βασικόν ἐρώτημα τῶν δύο τούτων αὐτοκρατόρων καί τοῦ χ ρ ι σ τ ι α ν ι κ ο ῦ κόσμου ὁλοκλήρου μένει ἀναπάντητον εἰς τούς αἰώνας: “Ὅταν νυμφεύηται” λέγει τό διάταγμα, “ὁ ἀνήρ ὡς γυνή, ὡς γυνή ὑποβαλλομένη εἰς ἄνδρας, τ ί π ο θ ε ῖ; Ἔνθα τό φύλον (ἡ φύσις) ἀπώλεσε τήν θέσιν (τόν τόπον) του, ἔνθα ὑπάρχει (πρόκειται) τό ἔγκλημα τοῦτο, ὅπερ οὐδέ νά γνωρίζῃ τις ὠφελεῖ (ἀκατονόμαστον), ἔνθα ἡ συνουσία παραμορφοῦται (μεταβάλλεται εἰς ἄλλην μορφήν). Ἔνθα ἡ ἀγάπη ἐπιζητεῖται ἀλλά δέν εὐρίσκεται (δέν φαίνεται)…[51]“
Τήν πράξη, ἑπομένως, τοῦ “γάμου” μεταξύ ἀνθρώπων τοῦ αὐτοῦ φύλου σαφῶς χαρακτηρίζει τό χριστιανικό ρωμαϊκό δίκαιο “ἔγκλημα”, ἡ ὁποία, ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω στό σχετικό παράθεμα, ὁρίζεται στό πρωτότυπο λατινικό κείμενο διά τοῦ λατινικοῦ ὅρου “scelus”. Ὅμως, ἡ πορεία τῆς ὅλης ὑποθέσεως δέν σταμάτησε ἐκεῖ. Τό χριστιανικό αὐτοκρατορικό δίκαιο προχώρησε καί παρακάτω:
“Διά τούς χριστιανούς αὐτοκράτορας οὐδεμία δικαιολογία χωρεῖ διά τήν ἀνόσιον ταύτην συμπεριφοράν. Ὅθεν καί “ὁπλίζουν” τούς νόμους, δι΄ ἐκδικητικοῦ ξίφους πρός τιμωρίαν τῶν τε συμβιούντων ἐν ὁμοφυλοφιλικῷ “γάμῳ” καί τῶν μελλόντων νά ἐπιχειρήσουν τοιαύτην συμβίωσιν. Ὀλίγον δέ κατ΄ ὀλίγον ἀνήχθη εἰς ἔγκλημα καί αὐτή ἀκόμη ἡ ἄνευ συμβιώσεως ὁμοφυλοφιλική γενετήσιος σχέσις.[52]“
Ἴσως, λοιπόν, σήμερα, σέ ὀρθόδοξη χριστιανική πατρίδα, ἐπιχειρεῖται, ὄχι ἁπλῶς νά ἐπιστρέψουμε στά ἤθη καί στά ἔθιμα τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης, ἀλλά καί νά τά ἐφαρμόσουμε μετ΄ ἐπιτάσεως, δηλαδή νά τούς δώσουμε καί πλήρη νομική ἰσχύ. Θά πρέπει ὅμως νά ἀναλογισθεῖ ὅποιος ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο, μήπως εἶναι τό ἐγχείρημά του αὐτό ἐνάντιο στή θεία βούληση, ἐνάντιο στή φύση, ἀλλά καί ἐνάντιο στήν ἱστορία καί τή θέληση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Κατά τή ροή τοῦ χρόνου ἐμφανίζονται πλεῖστα ὅσα μή χριστιανικά ἤ καί ἀντιχριστιανικά ρεύματα καί κινήματα, ἰδεολογίες ἤ ἀκόμη καί βίαιοι συρμοί ἤ ἐσμοί καί, ἄλλα διά τοῦ λόγου, συχνά ψευδοῦς καί στρεβλωτικοῦ δηλαδή διά τῆς προπαγάνδας[53], ἄλλα διά τοῦ νόμου, συχνά ἄδικου καί αὐθαίρετου νόμου, ὁ ὁποῖος ἀντί νά ἀποδίδει δίκαιο ἀφαιρεῖ καί ἀποδίδει ἀδικία, καί ἄλλα διά τῆς βίας, συχνά ὠμῆς καί ἀπροκάλυπτης, ἀπαιτοῦν νά ὑποχωροῦμε ἀπό τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς.
Ἐάν, λοιπόν, ἐπιχειροῦμε νά ἰκανοποιοῦμε τίς ἀπαιτήσεις ὁποιουδήποτε νεοεμφανιζόμενου μή χριστιανικοῦ ἤ ἀντιχριστιανικοῦ κινήματος, τό ὁποῖο κατά κανόνα ἀναμασᾶ, ὄχι ἁπλῶς παλαιές ἀλλά, πανάρχαιες ἀπαιτήσεις ἐντός τῆς ροῆς τῆς ἱστορίας, τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν ἀληθή ἐν Χριστῷ πίστη καί ζωή. Ἔχει, μέ ἀρκετά ὀξυδερκῆ τρόπο, παρατηρηθεῖ ἀπό ὀρθόδοξο χριστιανό ἱερομόναχο ἡγούμενο ὅτι:
“Ἡ θλιβερή κατάσταση τοῦ ἀμερικανικοῦ Χριστιανισμοῦ ὀφείλεται στή διαρκή προσπάθεια προσαρμογῆς πρός μία κοινωνία πού διαρκῶς ἀλλάζει. Σέ κάθε προσαρμογή, ὅλο καί λιγότερος αὐθεντικός Χριστιανισμός ἀπομένει. Αὐτό θυμίζει τήν παλιά οἰκογενειακή συνταγή γιά ἕνα γλυκό, ὅπου ὅμως κάθε γενιά ἀπορρίπτει ἕνα συστατικό καί τό ἀντικαθιστᾶ μέ κάποιο ἄλλο. Στό τέλος, τό γλυκό θά εἶναι αὐτό πού ἔφτιαχνε ἡ προ-προγιαγιά ἤ κάτι ἄλλο;[54]“
Ἀρκετά παραστατική ἡ παραβολή μέ τό γλυκό. Ὅμως ἡ συνταγή τοῦ γλυκοῦ εἶναι δυνατόν καί νά χαθεῖ γιά πάντα ἀπό τήν οἰκογένεια. Ἀλλά ἡ ἐν Χριστῷ θεία ἀποκάλυψη, ἡ θεία χάρις καί ἡ ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωση καί σωτηρία, οὐδέποτε ἀπόλλυται. Ἐμεῖς ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτήν ἐπιχειρώντας νά τή νοθεύσουμε, “συσχηματιζόμεθα τῷ αἰώνι τοῦτῳ[55]“, ἀποποιούμενοι τήν σώζουσα θεία χάρη καί ἀπειλοῦντες νά παρασύρουμε καί ἄλλους. Καί ἄν ἡ ἔπαρση μᾶς ὁδηγήσει στό ἐγχείρημα ἀλλαγῆς τῆς φύσεως, τό ὁποῖο ἐγχείρημα θά εἶναι κατ΄ οὐσίαν ἀπόπειρα στρεβλώσεως τῆς φύσεως, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ φύση δέν στρεβλώνεται, κι ἄν ἐπιχειρήσουμε στρέβλωσή της, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θά ζημιωθοῦμε ἀπομακρυνόμενοι ἀπό αὐτήν.
Δ΄. Οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
Χριστιανοί ἤ μή, δέν ἔπαυαν οἱ αὐτοκράτορες Κωνστάντιος καί Κώνστας νά ἐπιβάλλονται αὐτοκρατορικῶς, ὅμως ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐπιβάλλεται, καί οὐδέποτε ἐπιβλήθηκε, δι΄ “ἐκδικητικοῦ ξίφους”. Ἡ παράβαση δύναται, κατά τήν ἀποστολική διδασκαλία, τήν ὁποία ἤδη εἴδαμε, νά ἰαθεῖ διά τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ συγχώρηση ἀπό τήν θεία χάρη μέλλει νά ἐπέλθει ἐφ΄ ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἔμπρακτα μετανοήσει. Τοῦτο θά συμβεῖ ἀδιαφόρως τοῦ ἄν ἡ πολιτεία, ὅποια καί ἄν εἶναι αὐτή, ἀποφασίσει ἤ ὄχι νά ἐπανεισαγάγει τά ἤθη τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης καί μάλιστα νά τά ἐνισχύσει δίνοντάς τους καί κύρος καί ἰσχύ νόμου.
Γιά τό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὀνομαζόμενο “Κανονικό Δίκαιο”, τό ὁριζόμενο ἀπό τούς κανόνες της, τούς ἐμπνεόμενους ἀπό τήν ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, οὐδέποτε ὑπῆρξε κάποια ἀσάφεια ἤ κάποια ἀμφιταλάντευση ἐπί τοῦ ἐν λόγῳ θέματος. Παρατηρεῖ σχετικῶς ὁ Π. Ε. Χριστινάκης:
“Oἴκοθεν βεβαίως νοεῖται ὅτι κατά τό Κανονικόν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν Δίκαιον εἶναι ἀξιόποινος πᾶσα τοιαύτη σχέσις καί δή σωρευτικῶς κατά τε τάς περί ἀρσενοκοιτίας, παιδοφθορίας κ.λπ. εἰδικάς διατάξεις καί τάς τοιαύτας περί “ἀκαθαρσίας”, “σκανδάλου” καί μοιχείας.[56]“
Στοιχοῦσα πρός τήν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία θέσπισε, ἐπινεύσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς ἱερούς της κανόνες. Σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς σχετικούς κανόνες ἀποσαφηνίζεται, ὅτι ἡ συμπεριφορά αὐτή εἶναι ἐφάμαρτη, χρήζει δέ ματανοίας καί ἐπιτιμίου.
Γιά τό θέμα, τό ὁποῖο ἐδῶ μᾶς ἀπασχολεῖ, διαλαμβάνουν οἱ κανόνες, τῶν ἁγίων αὐταδέλφων Βασιλείου Καισαρείας τοῦ Μεγάλου καί Γρηγορίου Νύσσης, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν ἔζησαν κατά τόν 4ο αἰώνα, καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, ἁγίου τοῦ 6ου αἰῶνος. Οἱ κανόνες τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Γρηγορίου ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (692 μ.Χ.). Γι΄ αὐτό καί ἔχουν οἰκουμενική καί αἰωνία ἰσχύ. Ἐπιπροσθέτως, ὁ αὐτός κανόνας τῆς αὐτῆς συνόδου ἀπαγορεύει τήν ἀνατροπή αὐτῶν, ἀλλά καί ὅλων τῶν κανόνων τούς ὁποίους ἐπικυρώνει: “Εἰ δέ τις ἁλῶ Κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομεῖν, ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοιοῦτον Κανόνα ὡς αὐτός διαγορεύει τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καί δι΄ αὐτοῦ ἐν ᾧπερ πταίει θεραπευόμενος.”
Σέ δύο κανόνες του ὁ ἅγιος Βασίλειος Καισαρείας ὁ Μέγας ἀσχολεῖται μέ τό συγκεκριμένο ζήτημα, στόν 7ο καί στόν 62ο. Τό ἐπιτίμιο τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῆς τοποθετεῖ, εἰς ἀμφοτέρους τούς κανόνες του, στά δεκαπέντε ἔτη ἀκοινωνησίας[57]. Ἐδῶ ὀφείλουμε νά τονίσουμε, ὅτι ὁρίζει τό ἐπιτίμιο τῆς ἐν λόγῳ πράξεως τέσσαρα ἤ πέντε ἔτη περισσότερα ἀπό τόν ἀκούσιο φόνο, τοῦ ὁποίου τό ἐπιτίμιο ὁρίζει δι΄ ἄλλων κανόνων του στά δέκα ἤ ἕνδεκα ἔτη[58], καί πέντε ἔτη ὀλιγότερα ἀπό τόν ἐκούσιο, τοῦ ὁποίου τό ἐπιτίμιο ὁρίζει στά εἴκοσι[59]. Δηλαδή, ὡς πρός τή βαρύτητα τοῦ ἐγκλήματος, τοποθετεῖ τό συγκεκριμένο ἁμάρτημα κατά πενήντα τοῖς ἑκατό σέ ὑψηλότερο βαθμό ἀπό τόν ἀκούσιο φόνο καί μόλις κατά εἰκοσιπέντε τοῖς ἑκατό ὀλιγότερο ἀπό τόν ἐκούσιο.
Πλήν ὅμως, ὅπως εἶναι εὑρύτερα γνωστό, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική ποιμαντική θέτει τά ἐπιτίμια σέ δεύτερη μοίρα, δέν εἶναι ἄτεγκτη, καί ἀποσκοπεῖ στήν εἰλικρινή μετάνοια καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι στήν ἐξουθένωσή του. Κατά ταῦτα, ὅπως θά δοῦμε καί ἀμέσως κατωτέρω στούς κανόνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἡ εἰλικρινής μετάνοια δύναται νά σημάνει δραστική μείωση τοῦ χρόνου ἐφαρμογῆς τοῦ ἐπιτιμίου.
Περί τό θέμα διαλαμβάνει καί ὁ Δ΄ κανών τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Νύσσης. Στό κανόνα αὐτό ὁ ἱερός πατήρ ὁρίζει τό ἐπιτίμιο γιά τήν ἐν λόγῳ πράξη στά δεκαοκτώ ἔτη. Τό αὐτό ἐπιτίμιο ὁρίζει καί γιά τήν μοιχεία καί τήν κτηνοβασία. Ἐπισημαίνει, ὅτι “μία ἐστίν ἡ νόμιμος συζυγία, καί γυναικός πρός ἄνδρα, καί ἀνδρός πρός γυναίκα”. Τήν δέ ζωοφθορία, ὅπως καί τήν παιδεραστία χαρακτηρίζει “φύσεως μοιχεία”, διότι ὅπως ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ, “εἰς γάρ τό ἀλλότριον τε καί παρά φύσιν γίνεται ἡ ἀδικία”, τοῦτο σημαίνει ὅτι οἱ πράξεις αὐτές παραβιάζουν τή φύση. Τά χαρακτηρίζει “ἀπαγορευμένα κακά” καί μάλιστα χρησιμοποιεῖ καί τόν αὐστηρό χαρακτηρισμό “τῇ κατά τοῦ ἄρρενος λύσσῃ”, ὥστε νά καταδείξει ὅτι πρόκειται γιά κάτι ἀφύσικο:
“Ἐπεί δέ τῶν ἐν πορνείᾳ μολυνθέντων ἀδικία τις τῇ ἁμαρτίᾳ ταύτῃ οὐ καταμέμεικται, διά τῶν διπλασίων ὡρίσθη τῆς ἐπιστροφῆς ὁ χρόνος τοῖς ἐν μοιχείᾳ μιανθεῖσι, καί ἐν τοῖς ἄλλοις τοῖς ἀπαγορευμένοις κακοῖς, ζωοφθορίᾳ καί τῇ τοῦ ἄῤῥενος λύσσῃ· διπλασιάζεται γάρ, ὡς εἶπον, ἐπί τῶν τοιούτων ἡ ἁμαρτία, μία μέν ἡ κατά τήν ἄθεσμον ἡδονήν, ἑτέρα δέ ἡ κατά τήν ἀλλοτρίαν ἀδικίαν συνισταμένη.”[60]
Εἶναι, κατά τά ἀνωτέρω, διπλό τό παράπτωμα, δηλαδή κατ΄ ἀρχήν ἡ “ἄθεσμη ἡδονή” καί ἔπειτα ἡ εἰς βάρος ἄλλου ἀδικία, γι΄ αὐτό καί ἐπιτιμᾶται διπλάσια ἀπό τήν πορνεία.
Τό ἐδῶ ὁριζόμενο ἐπιτίμιο εἶναι διπλάσιο ἀπό τό ὁριζόμενο ὑπό τοῦ αὐτοῦ ἁγίου πατρός καί διδασκάλου στόν Ε΄ κανόνα του γιά τόν ἀκούσιο φόνο, ὁ ὁποῖος ἐπιτιμᾶται μέ ἑννέα ἔτη ἀκοινωνησίας, καί κατά τό ἑνα τρίτο ἐλαφρύτερο ἀπό τό ὁριζόμενο γιά τόν ἐκούσιο, ὁ ὁποῖος ἐπιτιμᾶται μέ εἰκοσιεπτά ἔτη[61]. Ὅπως εἴδαμε, καί ὁ αὐτάδελφός του Βασίλειος ὁ Μέγας ὁρίζει γιά τό ἐν λόγῳ ἁμάρτημα ἐπιτίμιο αὐστηρότερο τοῦ ἀκουσίου καί ἐπιεικέστερο τοῦ ἐκουσίου φόνου.
Ὅμως, ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι, ὁ ἅγιος πατήρ καί διδάσκαλος δέν στερεῖται φιλανθρωπίας, διότι δηλώνει, κατ΄ ἀρχήν, ὅτι:
“ὁ μέν γάρ ἀφ΄ ἑαυτοῦ πρός τήν ἐξαγόρευσιν τῶν ἁμαρτιῶν ὁρμήσας, αὐτῷ τῷ καταδέξασθαι δι΄ οἰκείας ὁρμῆς γενέσθαι τῶν κρυφίων κατήγορος, ὡς ἤδη τῆς θεραπείας τοῦ πάθους ἀρξάμενος, καί σημεῖον τῆς πρός τό κρεῖττον μεταβολῆς ἐπιδειξάμενος, ἐν φιλανθρωποτέροις γίνεται τοῖς ἐπιτιμίοις.”[62]
Τό ἐπιτίμιο εἶναι, ἑπομένως, κατά τόν ἱερό πατέρα, φιλανθρωπότερο, ἐάν ὅποιος τή διέπραξε κρυφίως, αὐτοβούλως ὁμολογήσει τήν πράξη αὐτή.
Ἀντιθέτως, ἐάν κάποιος συλληφθεῖ νά διαπράττει τήν ἐν λόγῳ πράξη, ἤ ὁμολογήσει κατόπιν βάσιμης ὑποψίας καί ἐλέγχου, ἀπαιτεῖται παρατεταμένο διάστημα μετανοίας, ἕως ὅτου γίνει δεκτός στή θεία κοινωνία: “φωραθείς ἐπί τῷ κακῷ, ἤ διά τινος ὑποψίας, ἤ κατηγορίας ἀκουσίως ἀπελεγχθείς, ἐν ἐπιτεταμένῃ γίνεται τῇ ἐπιστροφῇ· ὥστε καθαρισθέντα δι΄ ἀκριβείας αὐτόν, οὕτως ἐπί τήν τῶν Ἁγιασμάτων κοινωνίαν παραδεχθῆναι.”[63]
Δίδεται, ἄρα, ἡ δυνατότητα συγχωρήσεως καί καθαρισμοῦ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ, ἄλλωστε, γι΄ αὐτό ἔπαθε καί ἀνέστη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Γι΄ αὐτό καί τονίζει ὁ ἱερός πατήρ:
“Ὥσπερ γάρ τό τοῖς χοίροις ῥίπτειν τόν μαργαρίτην ἀπείρηται, οὕτω τό ἀποστερεῖν τοῦ τιμίου Μαργαρίτου τόν ἤδη ἄνθρωπον, διά τῆς ἀπαθείας τε καί καθαρότητος γενόμενον, τῶν ἀτόπων ἐστίν.”[64]
Εἶναι, κατά τά ἀνωτέρω, ἄτοπο, νά ἀποστερεῖται τῆς Θείας Κοινωνίας ὅποιος ἔχει ἤδη διά τῆς πίστεως καί τοῦ ἀγῶνος του ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη. Συνεπῶς εἶναι θεμιτή ἡ σύντμηση τοῦ χρόνου ἐπιτιμίου, ἐφ΄ ὅσον ὁ πταίσας ἔχει ἤδη μετανοήσει.
Μέ τό ἐν λόγῳ ζήτημα ἀσχολεῖται καί ὁ Ἰωάννης ὁ Νηστευτής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος εἶναι ἅγιος τοῦ 6ου αἰῶνος καί ὁμοίως Καππαδόκης, ὅπως καί οἱ δύο προηγούμενοι ἅγιοι πατέρες καί διδάσκαλοι. Οἱ κανόνες του, ὀφείλουμε νά ἐπισημάνουμε ὅτι, δέν ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο, τ.ἔ. δέν ἔχουν οἰκουμενική ἰσχύ. Τοῦτο συνέβη, μᾶλλον ἐπειδή θεωρήθηκαν ἀρκετά αὐστηροί. Ὅμως, ὡς ἔργα ἑνός ἁγίου πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι δυνατόν, ἀφ΄ ἑνός νά χρησιμεύσουν στούς πνευματικούς, ὅσο καί στόν ὁποιονδήποτε χριστιανό θά ἤθελε νά τούς συμβουλευθεῖ, ὡς δείκτης ὀρθῆς πορείας στή διακονία καί στή ζωή του. Ἀφ΄ ἑτέρου, ἐπειδή ὡς πρός τό τί εἶναι δίκαιο καί τί δέν εἶναι, δέν ἀντιτίθενται στόν ὁποιονδήποτε κανόνα συντεταγμένο ἤ ἐπικυρωμένο ἀπό οἰκουμενική ἤ τοπική σύνοδο, ἀποτελοῦν δέ μία ἀκόμη μαρτυρία ἐπί τοῦ ζητήματος τῆς συμφωνίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιά ζητήματα χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς.
Ὁρίζει, λοιπόν, ὁ ΙΗ΄ κανών τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τά ἑξῆς:
“Tόν ἀῤῥενομανήσαντα τρία ἔτη τῆς Κοινωνίας εἴργεσθαι ἔδοξε, κλαίοντα καί νηστεύοντα, καί πρός τήν ἑσπέραν ξηροφαγοῦντα, καί μετανοίας διακοσίας ποιοῦντα· περί πλείονος δέ τήν ῥαστῴνην ποιούμενος, τά ιε΄ ἔτη πληρούτω.”[65]
Ὁ χαρακτηρισμός τῆς πράξεως παραμένει καί ἐδῶ, παρά τήν πάροδο δύο αἰώνων ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὁμοίως αὐστηρός[66]. Τήν πράξη, εἴδαμε ὅτι, χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος “λύσσα”, ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης “μανία”, δηλώνοντας, ἀμφότεροι οἱ ἅγιοι, ὅτι πρόκειται περί πράξεως ἔξω τοῦ φυσικοῦ, ἡ ὁποία κατά κανόνα δέν ἔχει τό χαρακτηριστικό τοῦ στιγμιαίου, ἀλλά τείνει νά καταστεῖ πάθος. Σέ αὐτῆς τῆς ἐντάσεως τήν ἀξιολόγηση ἀκολουθοῦν οἱ ἅγιοι πατέρες τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου, ὅπως εἴδαμε, ἡ πράξη οὐδέποτε χαρακτηρίζεται ἀποδεκτή.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐπιβάλλει ἐπιτίμιο ἀπαγορεύσεως τῆς μετοχῆς στή Θεία Κοινωνία τρία ἔτη, κατά τά ὁποῖα ὁ πταίσας ὀφείλει νά κλαίει, νά νηστεύει καί νά καταναλώνει ξηρά τροφή ἑκάστη ἑσπέρα, καί νά πραγματοποιεῖ διακόσιες μετάνοιες. Ὅμως δύναται νά ἐκταθεῖ ἡ περίοδος τοῦ ἐπιτιμίου ἕως καί στά δεκαπέντε ἔτη, ἐάν καί ἐφ΄ ὅσον ὁ ἁμαρτήσας δέν δείχνει τήν κατάλληλη προθυμία. Τοῦτο ταυτίζεται μέ τό ἐπιτίμιο, τό ὁποῖο, ὅπως ἀνωτέρω εἴδαμε, ὁ μέγας Βασίλειος ἐπιβάλλει στό ἐν λόγῳ ἁμάρτημα.
Ὁ αὐτός πατήρ ἐπιτιμᾶ τόν ἀκούσιο φόνο μέ τριετή ἀκοινωνησία, τόν δέ ἐκούσιο μέ πενταετή. Aὐτή συνοδεύεται ἀπό νηστεία μέχρι τήν ἑσπέρα, κατόπιν ξηροφαγία, καί καθημερινά τριακόσιες μετάνοιες[67]. Ὅπως παρατηροῦμε, τό ἐπιτίμιο τῆς ὑπό ἐξέταση πράξεως εὑρίσκεται σέ ἐπιεικέστερη θέση ἀμφοτέρων τῶν περιπτώσεων φόνου. Πλήν ὅμως, καί σέ αὐτή τήν περίπτωση, ἐφ΄ ὅσον ὁ πταίσας ραθυμήσει, τ.ἔ. δέν τηρήσει τά περί ξηροφαγίας καί μετανοιῶν ὑπό τοῦ Ἰωάννου ὁριζόμενα, προβλέπει ὁ κανών: “τόν ὅρον τῶν Πατέρων πληρούτω”, δηλαδή νά ἀκολουθεῖ ὅσα οἱ πρό αὐτοῦ πατέρες, εἴδαμε ὅτι, ἔχουν ὁρίσει.
Στ΄. Τό ἰσχύον Σύνταγμα τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας
Τό Σύνταγμα τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας εἶναι χριστιανικό, διότι ἡ πολιτεία, στήν ὁποία αὐτό ἀνήκει, εἶναι χριστιανική, ἱδρυμένη ἀπό χριστιανούς, τούς προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι ἐπανεστάτησαν “ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος”, πρῶτα μετελάμβαναν τῶν ἀχράντων μυστηρίων καί ἔπειτα πήγαιναν νά πολεμήσουν, καί ἔτσι μᾶς χάρισαν τήν ἐλευθερία. Ἤδη στό πρῶτο Ἑλληνικό Σύνταγμα τῆς Ἐπιδαύρου, δημοσιευμένο τήν 1η/1ου/1822, ὅρισαν ὅτι: “Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἕλληνες καί ἀπολαμβάνουσιν ἄνευ τινός διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων.”[68] Τό ἄρθρο αὐτό εἶναι ἡ πλέον περίτρανη ἀπόδειξη, ὅτι οἱ ἀγωνιστές ἐπαναστάτες πρόγονοί μας θεωροῦσαν ἑαυτούς Ἕλληνες, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν χριστιανοί.
Ἀλλά καί ἡ ἐπίκληση στήν Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία προηγεῖται τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ Συντάγματος, ἀποδεικνύει κατά τόν πλέον ἀδιαμφισβήτητο τρόπο, ὅτι τό κράτος στό ὁποῖο ἐμεῖς σήμερα ζοῦμε καί εὐημεροῦμε, καί ἐλπίζουμε ὅτι τό αὐτό θά συνεχίσουν νά πράττουν οἱ ἀπόγονοί μας καί οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀπογόνων μας, εἶναι χριστιανικό, διότι τό ἵδρυσαν μέ τούς ἀγῶνες τους καί τό θεμελίωσαν μέ τίς θυσίες καί τό αἷμα τους οἱ ἀγωνιστές πρόγονοί μας. Λέγει λοιπόν σαφῶς ἡ εἰσαγωγική ἐπίκληση τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου: “Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος.”
Τό ἰσχύον σήμερα Σύνταγμα τῶν ἐτῶν 1975/1986/2001/2008/2019, εἶναι ἐπίσης συντεταγμένο “Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος”. Τό γεγονός αὐτό ἀνέκαθεν προκαλεῖ τή μήνι ὁρισμένων ἀντιχριστιανικῶν κύκλων, οἱ ὁποῖοι ἐξανίστανται καί ἀπαιτοῦν τήν ἀπαγόρευσή του[69]. Ἡ εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος σύνταξη δέν εἶναι τυχαῖο καί ἄνευ σημασίας γεγονός. Δηλώνει ὅτι ἡ πολιτεία, τήν ὁποία συντάσσει, εἶναι χριστιανική. Δέν τήν μετατρέπει αὐτό τό ἴδιο σέ χριστιανική, ἀλλά ἀποτυπώνει τήν ἀπό αἰώνων διαμορφωμένη πραγματικότητα[70]. Κατά συνέπεια εἶναι, καί αὐτό τό ἴδιο τό Σύνταγμα, χριστιανικό.
Καί, προχωρώντας στό ἄρθρο 3, διαβάζουμε στήν 1η παράγραφό του: “Ἐπικρατούσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας, πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὑπάρχει ἀναπόσπαστα ἑνωμένη δογματικά μέ τή Μεγάλη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τῆς Κωνσταντινούπολης καί μέ κάθε ἄλλη ὁμόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τηρεῖ ἀπαρασάλευτα, ὅπως ἐκεῖνες, τούς ἱερούς ἀποστολικούς κανόνες καί τίς ἱερές παραδόσεις.”
Τηρεῖ, λοιπόν, “ἀπαρασάλευτα τούς ἱερούς κανόνες καί τίς ἱερές παραδόσεις”, ἄλλως, ἐάν, τυχόν, τούς ἀψηφήσει, παρεκκλίνει τῆς ὀρθοδόξου εἰς Χριστόν πίστεως. Ἡ ἐπί τοῦ ὑπό ἐξέταση θέματος διδασκαλία τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἴδαμε ἐπακριβῶς ποία εἶναι. Αὐτήν ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά τηρεῖ ἀπαρασάλευτα. Ἡ δέ Ἐκκλησία δέν ἀποτελεῖται μόνον ἀπό τούς ἐπισκόπους καί τούς ἱερεῖς της, ἀλλ΄ ἔχει ὡς μέλη της ὅλους τούς πιστούς βεβαπτισμένους εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου Τριάδος. Ὅλοι οἱ πιστοί, κληρικοί καί λαϊκοί, ἐφαρμόζουν τούς ἱερούς κανόνες στή ζωή τους ἐν γένει, ὅσο καί στό ἐν λόγῳ ζήτημα.
Σύμφωνα δέ μέ τό αὐτό ἄρθρο, παράγραφος 3: “Τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς τηρεῖται ἀναλλοίωτο.” Τό ρῆμα “τηρεῖται”, ὅπως ἀκριβῶς ἰσχύει καί στήν 1η παράγραφο τοῦ αὐτοῦ ἄρθρου γιά τούς ἱερούς ἀποστολικούς κανόνες καί τίς ἱερές παραδόσεις, δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά σημαίνει γιά τήν Ἐκκλησία ἁπλῶς καί μόνον “δέν ἀλλοιώνεται ὡς κείμενο”. Διότι ἡ πράξη αὐτή, εἶναι μέν σημαντική, ἀλλά δέν ἀναφέρεται σέ ὁλόκληρη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν μελῶν αὐτῆς χριστιανῶν, οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἐξαντλεῖ ὅλες τίς λειτουργίες τίς ὁποῖες ἐπιτελεῖ τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Τό κείμενο δέν ὑπάρχει ἁπλῶς καί μόνον γιά νά ὑπάρχει, ἀλλά καί γιά νά ἐφαρμόζεται, διότι βοηθεῖ τόν πιστό νά πιστεύει καί νά μετέχει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας του διά τῶν ὁποίων δέχεται τήν θεία χάρη. Γι΄ αὐτό καί, ταυτοχρόνως καί ἀπαραιτήτως, σημαίνει “ἐφαρμόζεται δίχως νά στρεβλώνεται”. Ἄλλως, ἡ διατήρησή της ἁπλῶς καί μόνον ὡς κειμένου ἀναλλοίωτου, πλήν ὅμως ἀνεφάρμοστου, θά ἐξέτρεπε τήν Ἐκκλησία τοῦ σκοποῦ αὐτῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία.
Γιά τό θέμα, τό ὁποῖο ἐδῶ ἐξετάζουμε, ἔχουμε ἤδη ἐπισημάνει καί ἀναλύσει, ποῖες εἶναι οἱ ἐπιταγές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τίς ὁποῖες ὀφείλει, ἡ Ἐκκλησία, τόσο οἱ κληρικοί, ὅσο καί οἱ λαϊκοί, νά τήν τηροῦν δίχως νά τήν ἀλλοιώνουν.
Δέν θά ἦταν, ἑπομένως, δυνατόν γιά τό ἐπίμαχο θέμα νά ἐπιβληθεῖ στούς ὀρθοδόξους χριστιανούς καί στά τέκνα τους κατά τόν ὁποιοδήποτε τρόπο, διά τῆς σωματικῆς βίας ἤ διά μέτρων τά ὁποῖα περιορίζουν τήν προσωπική ἐλευθερία, τήν περιουσία, τήν τιμή, ἤ διά ποικίλων μέτρων τά ὁποῖα θά ἔθεταν σέ κίνδυνο τή ζωή τους, ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτός ὅσων ὁρίζει ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ἱεροί κανόνες καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅλα δηλαδή ὅσα συνιστοῦν τήν παράδοση καί ζωή τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Οὔτε θά ἦταν ποτέ, κατά τά ἀνωτέρω, θεμιτό, νά δοθεῖ τέκνο ἐκλιπόντων χριστιανῶν πρός υἱοθεσία σέ μή χριστιανούς καί νά ἀνατραφεῖ κατ΄ ἄλλο τρόπο, διαφορετικό ἀπό τόν χριστιανικό.
Ζ΄. Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας τήν ὅλη ὑπόθεση, ὥστε νά μή ὑπάρξει ἡ παραμικρή παρεξήγηση ἐπί τοῦ θέματος, δυνάμεθα νά διατυπώσουμε τά ἑξῆς:
- Σαρκική συνάφεια μεταξύ ἀνθρώπων τοῦ αὐτοῦ φύλου εἶναι, κατά τήν ἐν Χριστῷ θεία ἀποκάλυψη καί πίστη, ἀπαράδεκτη καί χαρακτηρίζεται ἐφάμαρτη ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Κανόνες τῶν ἁγίων πατέρων, τόσο ἀπό ὅσους ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τίς ἁγίες Οἰκουμενικές συνόδους, ὅσο καί ἀπό ὅσους δέν ἔχουν.
- Γάμος μεταξύ ἀνθρώπων τοῦ αὐτοῦ φύλου δέν ὑφίσταται κατά τήν ἐν Χριστῷ θεία ἀποκάλυψη καί πίστη, ἡ ὁποία καί ὁρίζει τά χριστιανικά ἤθη.
- Ὁ ὑποτιθέμενος “γάμος” αὐτοῦ τοῦ εἴδους δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά ὁδηγήσει σέ τεκνογονία. Γι΄ αὐτό, ἀφοῦ δύο ἄνθρωποι τοῦ αὐτοῦ φύλου δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά γίνουν φύσει γονεῖς, δέν θά ἦταν καί ποτέ θεμιτό νά γίνουν θέσει γονεῖς.
- Τό ὁποιοδήποτε παιδί, διαχρονικῶς καί παγκοσμίως ἀναγνωρίζει “πατέρα” καί “μητέρα”. Γι΄ αὐτό εἶναι ὅλως ἀφύσικο, νά ἐπιχειροῦμε νά ἐπιβάλλουμε στό ὁποιοδήποτε παιδί νά ἔχει καί νά ἀποκαλεῖ δύο θέσει “πατέρες” ἤ δύο θέσει “μητέρες”.
- Ὁ γάμος μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός εἶναι δυνατόν νά ἀποφέρει τέκνα. Ἐάν, τυχόν, δέν ἀποφέρει, αὐτό δέν ὀφείλεται στό ὅτι τάχα αὐτός καθ΄ αὐτός εἶναι ἀφύσικος, δηλαδή συνημμένος μεταξύ ἀνθρώπων τοῦ αὐτοῦ φύλου, ἀλλ΄ ὀφείλεται σέ, προσωρινή ἥ μόνιμη, ὀργανική ἀνεπάρκεια, σέ τυχόν συγκυρίες οἱ ὁποῖες δέν ἐπέτρεψαν στή φύση νά λειτουργήσει[71], ἤ ἀκόμη καί ἄρνηση, τοῦ ἑνός ἤ καί τῶν δύο συζύγων νά τεκνοποιήσουν.
- Κατά τόν χριστιανικό γάμο τά παιδιά βαπτίζονται καί ἀνατρέφονται χριστιανικά. Πρός τοῦτο εἶναι ὑπεύθυνη ἡ χριστιανική οἰκογένεια στήν ὁποία ἀνήκουν, ἀκόμη καί ἄν στερεῖται, λόγῳ θανάτου, κάποιο ἀπό τά μέλη της.
- Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει ὑποπέσει στό ἐν λόγῳ ἁμάρτημα, εὑρίσκεται, κατά τούς ἱερούς κανόνες, ἐκτός θείας κοινωνίας ἐπί δεκαπέντε ἕως δεκαοκτώ ἔτη, ἐκτός ἐάν ὁ πταίσας ἐπιδείξει εἰλικρινή ἔμπρακτη μετάνοια. Ὅμως, ὅλως ἀντιθέτως, ἡ τυχόν ἀμετανοησία, ὅπως καί ἡ τυχόν ἐμμονή στή θεώρηση τῆς συγκεκριμένης πράξεως ὡς ἀπολύτως φυσικῆς, εἶναι δυνατόν νά τούς θέτει μονίμως ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς, λοιπόν, θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά ἀναθρέψουν παιδί χριστιανικά, ἀφοῦ τό βαπτίσουν, δύο ἄνθρωποι ἐμφορούμενοι ἀπό αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή νοοτροπία καί μονίμως πράττοντες τοιουτοτρόπως;
- Γι΄ αὐτό, ἐνῷ ὅπως ἤδη τονίσαμε, τό ὁποιοδήποτε παιδί θά ἦταν ἀπολύτως ἀθέμιτο νά υἱοθετηθεῖ ἀπό δύο ἀνθρώπους τοῦ αὐτοῦ φύλου ἰσχυριζόμενους ὅτι ἀποτελοῦν οἰκογένεια, κατά μείζονα λόγο παιδί ὀρφανό γεννημένο ἀπό ὀρθοδόξους χριστιανούς γονεῖς καί ἤδη ἐκλιπόντες, θά ἦταν ἀπολύτως ἀθέμιτο νά υἱοθετηθεῖ κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο.
Ὅλα τά ἀνωτέρω, θά ἦταν καλό, νά μελετηθοῦν καί νά ληφθοῦν σοβαρά ὑπ΄ ὄψη ἀπό τούς κρατοῦντες. Ἀλλιῶς ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιφανειακή θεώρηση καί ἐσπευσμένη θεσμοθέτηση δύναται νά ἐπιφέρει σοβαρά κοινωνικά προβλήματα.
[1] Ὁλόκληρη ἡ ζοφερή περίοδος τῆς τουρκοκρατίας εἶναι γιά τόν ἑλληνισμό μία ἐπανάσταση. Ἡ Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη ἁλώθηκε τό 1453, καί ἡ Τραπεζούντα παραδόθηκε τό 1461, ἡ δέ τελευταία ἑστία ἀντιστάσεως στήν Πελοπόννησο, τό κάστρο τοῦ Σαλμενίκου ὑπό τόν φρούραρχο Κωνσταντῖνο Γραίτζα Παλαιολόγο ἄντεξε ἕως καί τό 1461, ὁπότε ὁ φρούραρχος, τοῦ ὁποίου τήν ἀνδρεία ἐξῆρε ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ Β΄, διέφυγε μέ τούς γενναίους του στίς ἑνετοκρατούμενες περιοχές. Ὅμως οἱ ἐπαναστάσεις ξεκινοῦν μόλις δύο χρόνια ἀργότερα, τό 1463, ὁπότε ξεσηκώνεται ὁ Μοριάς ὑπό τούς Μιχαήλ Ράλλη καί Πέτρο Μπούα. Τελευταῖες ἐπαναστατικές ἀπόπειρες πρίν τό 1821 ἦταν: α) Τά Μαῦρα Καράβια τό 1807, ὑπό τούς Νικοτσάρα καί Σταθά, στά ὁποῖα μετέχει καί πολεμᾶ ὡς ναυτικός καί ὁ μετέπειτα ἀρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, καί β) ἡ ἐπανάσταση τῶν Βλαχαβαίων τό 1808, ἡ ὁποία εἶχε ἐπί κεφαλῆς τόν π. Εὐθύμιο Βλαχάβα καί τούς ἀδελφούς του Θεόδωρο καί Δημήτριο. Λήγουν οἱ ἑλληνικές ἐπαναστάσεις τό 1897 μέ τήν τελευταία καί νικηφόρα ἐπανάσταση τῆς Κρήτης. Δέν λήγουν ὅμως καί τά ἑλληνικά ἀνταρτικά κινήματα κατά τῶν Τούρκων – τό ἀντάρτικο τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου ἄντεξε ἕως καί τήν ἀνταλλαγή πληθυσμῶν καί προστάτευσε τούς ἀμάχους Ἕλληνες τοῦ Πόντου ἀπό τήν ὁλοκληρωτική ἐξόντωση. Τίποτε ἀπ΄ ὅλα αὐτά δέν θά συνέβαινε, ἄν εἶχαν οἱ Ἕλληνες ἐξισλαμισθεῖ. Ἡ ἑλληνική γλώσσα δέν θά ἀνῆκε σήμερα στίς γραφόμενες ἐπίσημες γλῶσσες, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τῶν ὑποδούλων καί ἐξισλαμισμένων θά ὁμιλοῦσαν τήν τουρκική γλώσσα. Δέν θά ὑπῆρχαν, δέ θά εἶχαν ποτέ γεννηθεῖ, οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες κλασικοί, πεζογράφοι καί ποιητές, δέν θά εἶχαν ὑπάρξει ποτέ οἱ δύο ποιητές μας οἱ ὁποῖοι βραβεύθηκαν μέ τό γνωστό βραβεῖο Νόμπελ. Ὡς ἄτομα ἴσως εἶχαν ὑπάρξει, ὄχι ὅμως ὡς Ἕλληνες δημιουργοί. Τίποτε ἀπ΄ ὅλα αὐτά δέν θά εἶχε συμβεῖ, δίχως τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη, καί παρ΄ ὅλα αὐτά ἀγωνίζονται κάποιοι ὥστε νά ἐπιβάλουν τό σύνθημά τους “χωρισμός τῆς Ἑκκλησίας ἀπό τήν πολιτεία”. Στήν πραγματικότητα ἡ ἀπαίτηση αὐτή, ἐάν ποτέ γίνει πραγματικότητα, θά ἔχει ὡς συνέπεια, ἀφοῦ παύσει τό ἑλληνικό κράτος νά εἶναι χριστιανικό, νά παύσει ταυτοχρόνως νά εἶναι ἑλληνικό.
[2] Γεν. 18,10. Γιά τή μετάφραση τοῦ διορθωμένου ἑβραϊκοῦ, ὅσο καί γιά τή μετάφραση τῶν Ο΄, τόσο γιά τόν παρόντα στίχο, ὅσο καί γιά τούς ἑπόμενους στίχους τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ κειμένου, στούς ὁποίους παραπέμπουμε, βλ. τήν ἑξῆς ἔκδοση: Ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιά Διαθήκη, Γενική ἐπιστασίᾳ Ἀθανασίου Π. Χαστούπη, τόμ. Α΄, ἐκδ. Π. & Σ. Δημητράκου, ἀνατύπωση ἐκδ. Γιοβάνη, Ἀθῆναι 1955.
[3] Γεν. 18,19.
[4] Γεν. 18,20-21.
[5] Γεν. 18,24-26.
[6] Γεν. 18,28.
[7] Γεν. 18,29.
[8] Γεν. 18,30.
[9] Γεν. 18,31.
[10] Γεν. 18,32.
[11] Γεν. 18,23.
[12] Γεν. 18,32.
[13] Γεν. 19,1-3.
[14] Γεν. 19,4.
[15] Γεν. 19,5.
[16] Πρβλ. μετάφραση Ο΄ στίχ. Γεν. 4,1: “Ἀδάμ δέ ἔγνω Εὔαν τήν γυναίκα αὐτοῦ, καί συλλαβοῦσα ἔτεκεν τόν Κάϊν καί εἶπεν Ἐκτησάμην ἄνθρωπον διά τοῦ Θεοῦ.”
[17] Γεν. 19,7-8.
[18] Γεν. 19,9-12.
[19] Γεν. 19,13.
[20] Γεν. 19,24-25.
[21] Λευ. 18,30.
[22] Λευ. 18, 22.
[23] Λευ. 18,21.
[24] Λευ. 18,23.
[25] Λευ. 18,24.
[26] Λευ. 18,26.
[27] Λευ. 18,27.
[28] Λευ. 18,27.
[29] Λευ. 18,29.
[30] Λευ. 20,12.
[31] Λευ. 20,1-6.
[32] Λευ. 20,27.
[33] Κεφάλαιο 19.
[34] Κρ. 19,14-21.
[35] Κρ. 19,22.
[36] Κρ. 19,25-28.
[37] Κρ. κεφ. 20.
[38] Κρ. κεφ. 21.
[39] Παραδίδουμε ἐδῶ γιά πρώτη φορά στη δημοσιότητα τό γεγονός ὅτι ἡ διατύπωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου στό ἀπόσπασμα αὐτό εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπό τούς Νόμους τοῦ Πλάτωνος (636c), ὅπου διαβάζουμε τά ἑξῆς: “ἐννοητέον ὅτι τῇ θηλείᾳ καί τήν τῶν ἀρρένων φύσει εἰς κοινωνίαν ἰούσῃ τῆς γεννήσεως ἡ περί ταῦτα ἡδονή κατά φύσιν ἀποδεδόσθαι δοκεῖ, ἀρρένων δέ πρός ἄρρενας ἤ θηλειῶν πρός θηλείας παρά φύσιν καί τῶν πρώτων τό τόλμημ΄ εἶναι δι΄ ἀκράτειαν ἡδονῆς.” Οἱ ὅροι, τούς ὁποίους χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὥστε νά δηλώσει τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες, ἀνήκουν καθαρά στό ὡς ἄνω πλατωνικό ἀπόσπασμα. Ὁ ἴδιος δέν τούς χρησιμοποιεῖ ἀλλοῦ. Ὁμοίως καί ὁ ὅρος “παρά φύσιν” προέρχεται ἀπό τό πλατωνικό ἀπόσπασμα. Τό ἀντίθετό του ὅρο “κατά φύσιν” ἀντικαθιστᾶ διά τοῦ ὅρου “φυσική χρήσις”. Ὅπως καί ὁ Πλάτων, ἀναφέρεται καί ὁ Παῦλος ἐπίσης στίς παρά φύσιν σχέσεις μεταξύ γυναικῶν ὡς ἀθέμιτες. Τό ἐν λόγῳ ἀπόσπασμα εἶναι τό μοναδικό, ὅπου ὁ Παῦλος ἀναφέρεται εἰδικά στό ἐν λόγῳ ἁμάρτημα καί, ὅπως ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύεται, εἶναι ἀπ΄ εὐθείας ἐμπνευσμένο ἀπό τόν Πλάτωνα. Στά λοιπά δύο, τά ὁποῖα παραθέτουμε στήν παρούσα μελέτη, ἀναφέρεται καί σέ σωρεία ἄλλων ἁμαρτημάτων.
[40] Μτ 22,21.
[41] Ρω. 2,14.
[42] Ρω. 2,15.
[43] Α΄ Τιμ. 1,8-11.
[44] Ὑπῆρξαν διδακτορικές διατριβές, οἱ ὁποῖες ποτέ δέν θά ἔπρεπε νά εἶχαν ἐγκριθεῖ, ἀφοῦ δέν προσέφεραν τό παραμικρό στήν ἔρευνα καί ποτέ δέν ἀντέχουν, ἀκόμη καί στήν πλέον ἐπιεική κριτική, ὅπως δέν ἀντέχουν καί στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Ὑπῆρξαν διδακτορικές διατριβές, οἱ ὁποῖες πράγματι προσέφεραν στήν ἔρευνα, ἄντεξαν στήν κριτική τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος καί στή φθορά τοῦ χρόνου. Ὑπῆρξαν καί διατριβές οἱ ὁποῖες ὑπερέβησαν τό μέτρο τοῦ εἴδους τους, διότι ἦταν ἀληθινά συγγράμματα, οἱ δέ συγγραφεῖς τους ἔκαμαν πολύ περισσότερο κόπο ἀπό ὅσο θά δικαιολογοῦσε τή χορήγηση διδακτορικοῦ σέ αὐτούς. Σέ αὐτή τήν κατηγορία ἀνήκει ἡ διατριβή τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ.
[45] Π. Ε. Χριστινάκης, Ἡ ἀπόπειρα ἐκκλησιαστικοῦ ἐγκλήματος, Μελέτη νομοκανονική καί ἱστορικοσυγκριτική, Ἀθῆναι 1978, σ. 689.
[46] Codex Iustinianus 9. 9. 30 (31).
[47] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 689-90.
[48] Βασίλευσε κατά τά ἔτη 337-350.
[49] Βασίλευσε κατά τά ἔτη 337-361.
[50] Π. Χριστινάκης, ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 690.
[51] ἔνθ΄ ἀνωτέρω.
[52] ἔνθ΄ ἀνωτέρω.
[53] Ἡ λέξη propaganda εἶναι ἐπίσης λατινική, προερχόμενη ὅμως ἀπό τήν παπική μετασχισματική Ρώμη. Δηλώνει τό συστηματικό ψεῦδος, συχνά βαρύτατα δυσφημιστικό ἕως καί συκοφαντικό, προερχόμενο ἀπό ὁμάδα εἰς βάρος ὁμάδας. Ὡς λέξη δέ καί τεχνικός ὅρος δέν ὑπάρχει στήν ἑλληνική γλώσσα, διότι ἀντίκειται στήν ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα ἑλληνική φιλοσοφία.
[54] Γέροντας Τρύφωνας τοῦ Βάσον, Μικρά ἑωθινά, Καθημερινά ἀναγνώσματα πνευματικῆς ἐγρήγορσης, Μετάφρ. Πολυξένη Τσαλίκη – Κιοσόγλου, ἐκδ. ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2017, σ. 83.
[55] Ρω. 12,2.
[56] Π. Χριστινάκης, ἔνθ΄ ἀνωτέρω.
[57] Ἀγαπίου, Νικοδήμου, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ Ἱεροί καί Θεῖοι Κανόνες, (ἀρχική ἔκδοση: Λειψία 1800), ἀνατύπωση: ἐκδ. Ἀστήρ Ἀ. & Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1982, σ. 593, σ. 622.
[58] Κανόνες ια΄, νζ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 598, 621,
[59] Κανών νστ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 620.
[60] Κανών Δ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 655.
[61] Κανών Ε΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 657.
[62] Κανών Δ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 655.
[63] Κανών Δ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω.
[64] Κανών Δ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 656.
[65] ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 709.
[66] Ὁμοίως αὐστηροί ἦταν καί οἱ χαρακτηρισμοί της κατά τήν κλασική ἑλληνική ἀρχαιότητα. Στόν πλατωνικό Γοργία ὁ Σωκράτης δηλώνει τά ἑξῆς, καί ὁ Πλάτων, παραθέτοντας τά λόγια τοῦ διδασκάλου του, προφανῶς τά ἐγκρίνει: “κιναίδων βίος δεινός, αἰσχρός καί ἄθλιος” (Πλάτωνος Γοργίας 494e).
[67] Κανών Κ΄, ἔνθ΄ ἀνωτέρω σελ. 710.
[68] Τμῆμα Β΄, β΄.
[69] Οἱ ἰσχυρισμοί τῶν ἐν λόγῳ ἀτόμων δύνανται νά συνοψισθοῦν στά ἑξῆς σημεῖα: 1. Ἐφ΄ ὅσον εἶναι χριστιανικό τό σύνταγμα καί τό κράτος τό ὁποῖο συντάσσει, ἄρα εἶναι καί ἄδικα γιά τούς μή χριστιανούς. 2. Ἐφ΄ ὅσον ἐντός τοῦ χριστιανικοῦ κράτους διαβιοῦν καί μή χριστιανοί, ἔχουν κάθε δικαίωμα νά ὁρίζουν αὐτοί τά πρακτέα. 3. Ἀπαγορεύεται παγκοσμίως νά ὑπάρχουν χριστιανικά κράτη.
Τά ὡς ἄνω σημεῖα ἰσχυρισμῶν εὔκολα ἀνασκευάζονται: 1. Ἐάν ὑπάρχει δικαιοσύνη στά χριστιανικά κράτη, τόσο γιά χριστιανούς, ὅσο καί γιά μή χριστιανούς, ὀφείλεται καθαρά στίς χριστιανικές ἀρχές δικαίου, οἱ ὁποῖες τά διέπουν. 2. Τήν ταυτότητα κάθε κράτους ὁρίζει ἡ ἱστορία του, οἱ ἀγῶνες, καί ἡ πίστη τοῦ λαοῦ του, δέν τήν ὁρίζουν ὅσοι θέλουν νά ἐξαιροῦνται ἀπό αὐτά, οὔτε οἱ τυχόν φιλοξενούμενοι. 3. Ἐφ΄ ὅσον ὑπάρχουν πολλά καί διάφορα κράτη μέ ταυτότητα ὁριζόμενη ἀπό συγκεκριμένα θρησκεύματα συνυφασμένα μέ τήν ἱστορία τους, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπαγορευθεῖ ἡ χριστιανική ταυτότητα σέ ὅποια κράτη ὑπάρχει ἐπειδή εἶναι ἄμεσα συνυφασμένη μέ τήν ἱστορία τους καί μάλιστα μέ αὐτή τήν ἴδια τήν ὕπαρξή τους.
[70] Κι ἐπειδή εἶχε ἀποτολμηθεῖ ἡ διατύπωση τοῦ ἰσχυρισμοῦ ὅτι: “Δέν μπορεῖ νά δημιουργεῖται δεύτερο συμβολικό θεμέλιο δίπλα στή λαϊκή κυριαρχία. Τό Σύνταγμα θεμελιώνεται στή λαϊκή κυριαρχία, στό ὄνομα τοῦ λαοῦ, δέν χρειάζεται τό “Eἰς τό ὄνoμα τῆς Ἁγίας καί Ὁμooυσίoυ καί Ἀδιαιρέτoυ Tριάδoς”. Ὀφείλουμε νά ἐπισημάνουμε, γιά μία φορά ἀκόμη, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ δηλώσεις ἅμα καί ἀπαιτήσεις, ἀποκρύπτουν τό πῶς προέκυψε ἡ ἑλληνική λαϊκή κυριαρχία. Προέκυψε αὐτή, λοιπόν, ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ταυτότητα τῶν ἐπαναστατῶν προγόνων μας, χωρίς τήν ὁποία θά εἶχαν ἐξισλαμισθεῖ καί ἐκτουρκισθεῖ καί ὁδήγησε στήν ἀγωνιστική ἀρχή “μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος”, ἡ ὁποία διεῖπε τήν Ἐπανάσταση ἀπό τήν ἀρχή ἕως καί τό τέλος της, δίχως τή χριστιανική ταυτότητα δέν θά ὑπῆρχε ἑλληνική ἐπανάσταση, διότι θά εἶχαν ὅλοι οἱ πρόγονοί μας ἐκτουρκισθεῖ, ἄς τό χωνεύσουν πλέον ὅσοι δυσκολεύονται!
[71] Ὑπῆρξαν π.χ. περιπτώσεις ὅπου δύο σύζυγοι, ἀκουσίως χωρίσθηκαν λόγῳ πολεμικῶν συγκρούσεων, ἐκτοπίσεων καί ἀπελάσεων, καί ἐπανενώθηκαν μετά πάροδο πολλῶν ἐτῶν, καί, μολονότι εἶχαν διαφυλάξει τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πρός ἀλλήλους, εἶχε πλέον παρέλθει γι΄ αὐτούς ἡ φυσικῶς γόνιμη περίοδος καί τούς ἦταν ἀδύνατον νά ἀποκτήσουν τέκνα.