Κενό ισχύος μετά την διάλυση του Βυζαντινού κόσμου – Ο διαμελισμός και η μετάβαση μεταξύ αυτοκρατοριών – Η Οθωμανική αυτοκρατορία και η παρακμή της
Μάριος Νοβακόπουλος* – 01/05/2024 – SLPRESS
Συνήθως η κατάκτηση ενός κράτους ξεκινά από τις πιο απομακρυσμένες και ευάλωτες περιφέρειές του. Οι νέοι κυρίαρχοι προχωρούν από την περιφέρεια προς το κέντρο, και συχνά η πρωτεύουσα πέφτει τελευταία. Η Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μπορεί να είχε την Ρώμη να λεηλατείται δύο φορές, το 410 από τους Βησιγότθους και το 455 από τους Βανδάλους, όμως συνέχισε την ύπαρξή της από την Ραβέννα ενώ οι επαρχίες αποσπώντο από τους βαρβάρους, μέχρι την καθαίρεση του τελευταίο αυτοκράτορα το 476. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία τον καιρό της οριστικής της κατάληψης από τους Τούρκους, έχασε τα μικρασιατικά και έπειτα τα ευρωπαϊκά της εδάφη, καταλήγοντας μία πόλη – κράτος της Κωνσταντινούπολης με μία ελάχιστη θρακική περιφέρεια και κάποια νησιά το βορείου Αιγαίου. Η Βασιλεύουσα έπεσε το 1453, ενώ οι αυτόνομες ηγεμονίες του Μορέως και της Τραπεζούντος το 1460 και 1461 αντιστοίχως.
Η κατάλυση όμως του Βυζαντινού κράτους το 1204 από τις δυνάμεις των Βενετών και των Φράγκων της Δ’ Σταυροφορίες ακολούθησε την αντίστροφη διαδικασία. Διασχίζοντας τις θάλασσες του Ιονίου και του Αιγαίου, τις οποίες δεν φυλούσε πια ο σχεδόν ανύπαρκτος βυζαντινός στόλος, οι Σταυροφόροι έφθασαν ακριβώς στην Κωνσταντινούπολη και επέβαλαν το Αλέξιο Δ΄ ως αυτοκράτορα. Όταν δε εκείνος ανατράπηκε, και ο Αλέξιος Ε’ Δούκας Μούρτζουφλος αρνήθηκε να προσφέρει όσα είχε υποσχεθεί ο προκάτοχός του, οι Λατίνοι εφόρμησαν και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη (13 Απριλίου). Η φρικτή σφαγή και λαφυραγωγία που ακολούθησε, με θύμα την πολυπληθέστερη και πλουσιότερη πόλη της Χριστιανοσύνης και μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, οδήγησε στην ανεπανόρθωτη παρακμή της.
Θανατωμένη από σφοδρό κτύπημα στην κεφαλή της, η Βυζαντινή αυτοκρατορία θρυμματίστηκε μικρά, ασταθή τμήματα και ηγεμονίες, ελληνικές, φραγκικές και ιταλικές, ενώ σλαβικές και τουρκικές δυνάμεις έσπευσαν να καταλάβουν τον κενό χώρο. Τούτη η «βαλκανιοποίηση» του Βυζαντίου, η οποία ήρθη μόλις τον 15-16ο αιώνα από τις οθωμανικές κατακτήσεις, αποτέλεσε απότομη αλλαγή του γεωπολιτικού σκηνικού, το οποίο ως τότε στηριζόταν στην ύπαρξη μίας ενιαίας δύναμης στο μεταίχμιο Ευρώπης και Ασίας, η οποία ασκούσε επιρροή προς όλες τις κατευθύνσεις. Αναπόφευκτα οι μικρές και μεσαίες δυνάμεις της χερσονήσου του Αίμου και της Μικράς Ασίας στράφηκαν σε έναν εσωστρεφή αγώνα εξόντωσης και εξουθένωσης. Στο ευρύτερο περιβάλλον, ο 13ος αιώνας είδε τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της δυτικής Ευρώπης και την επέκτασή της, εκτός από τα βυζαντινά εδάφη προφανώς, προς την Βαλτική θάλασσα (Βόρειες Σταυροφορίες, κράτος των Τευτόνων Ιπποτών) και την Ισπανία (μάχη Λας Νάβας δε Τολόσα 1212, κατάληψη Κόρδοβα και Σεβίλλης). Παρά τις διαδοχικές σταυροφορίες στις οποίες καλούσε η παποσύνη, τα λατινικά προγεφυρώματα στην Εγγύς Ανατολή έπεσαν το ένα μετά το άλλο υπό τις επιθέσεις των Μαμελούκων της Αιγύπτου: το 1244 η Ιερουσαλήμ, το 1268 η Αντιόχεια και το 1291 το τελευταίο οχυρό, ο Άγιος Ιωάννης της Άκκρας.
Από την άλλη πλευρά, το 1206 ο Μογγόλος πολέμαρχος Τεμουτζίν έλαβε τον αυτοκρατορικό τίτλο Τζένγκις Χαν και ξεκίνησε τη δημιουργία μίας αχανούς αυτοκρατορίας. Ο ίδιος και οι διάδοχοί του κατέκτησαν την Κίνα, την Περσία και την Μέση Ανατολή, ενώ περνώντας από την ποντική στέπα στην Ρωσία και την κεντρική Ευρώπη, απείλησαν τη δυτική Χριστιανοσύνη και την χερσόνησο του Αίμου. Η άλωση του Κιέβου (1240) και η ακόλουθη εισβολή σε Ουγγαρία, Πολωνία και Βουλγαρία, η συντριβή των Σελτζούκων Τούρκων της Μικράς Ασίας (1243) και η καταστροφή της Βαγδάτης (1258) ανέτρεψαν ολοσχερώς το πολιτικό τοπίο της Δυτικής Ασίας και της ανατολικής Ευρώπης. Οι θηριώδεις καταστροφές που συνόδευαν τις μογγολικές κατακτήσεις έθεσαν ολόκληρους λαούς σε κίνηση, πυροδοτώντας ένα νέο κύμα τουρκομανικών μεταναστεύσεων προς την Μικρά Ασία.
Έχοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, η διάλυση του ενιαίου χώρου Αίμου – Μικράς Ασίας – Εγγύς Ανατολής και η πτώση της αυτοκρατορίας του, με τον ακόλουθο κατακερματισμό και την έντονη εμπλοκή των δυτικών δυνάμεων, μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πρώτη φάση αυτού του ονομάστηκε Ανατολικό ζήτημα. Βέβαια, από τον 19ο αιώνα και μετά το Ανατολικό ζήτημα αναφερόταν στην παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και το διαφαινόμενο διαμελισμό της από τα ευρωπαϊκά αποικιακά κράτη και τους υπόδουλους λαούς της. Περιελάμβανε ερωτήματα όπως ο έλεγχος της Κωνσταντινούπολης και των Στενών του Ελλησπόντου – Βοσπόρου, η κάθοδος βορείων δυνάμεων προς την Προποντίδα και το Αιγαίο, τα εμπορικά προνόμια των δυτικών δυνάμεων, η κατοχή στρατηγικών νησιών και περασμάτων από ναυτικά κράτη, το πρόβλημα της ανασύστασης της ελληνορθόδοξης οικουμένης και η προσπάθεια αυτονόμησης των Σλάβων από τους Έλληνες, και η τριγωνική σύγκρουση ή συνεννόηση μεταξύ Ορθοδοξίας, Καθολικισμού και Ισλάμ. Τα στοιχεία αυτά ενυπάρχουν, ορισμένα δε από αυτά τότε δημιουργούνται ή έστω ωριμάζουν, στην μετά το 1204 κατάσταση του βυζαντινού χώρου και κόσμου.
Τότε το θέμα ήταν η κατάτμηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η υποβάθμιση της ελληνορθόδοξης οικουμένης από το καθεστώς της πρωτεύουσας, πρωτο-παγκόσμιας πολιτισμικής και πολιτικής δύναμης, διαδικασία η οποία ξεκίνησε από τα μέσα του 11ου αιώνα. Αργότερα, αντικείμενο κατάτμησης έγινε η Οθωμανική αυτοκρατορία, με τη διάσπαση της ενιαίας ισλαμικής κοινότητας (ούμα) και του Χαλιφάτου της από τις αποικιακές δυνάμεις, και η έξωση των Τούρκων από την κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, την Μεσόγειο θάλασσα και την Μέση Ανατολή.
Αυτή η διάλυση του βυζαντινού κόσμου και η απότομη πτώση των διαδόχων μορφών του (υστεροβυζαντινών, μεταβυζαντινών, νεοελληνικών) σε επίπεδα έκτασης και ισχύος, εκτός του ότι καθιστά το διάστημα μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα εποχή μετάβασης από την μία οιονεί παγκόσμια αυτοκρατορία στην άλλη, μαρτυρεί την εξαιρετικά δύσκολη γεωπολιτική θέση στην οποία βρισκόταν εξ αρχής. Το τίμημα του να ευρίσκεται κανείς στο κέντρο του κόσμου είναι πως κείται στον διάβα όλων των μεταναστεύσεων και των εισβολών, ενώ αποτελεί πρωταρχικό ανταγωνιστή κάθε ανερχόμενης αναθεωρητικής δύναμης. Οι χρόνοι του απώτερου και του ύστερου Μεσαίωνα υπήρξαν περίοδος σημαντικών προσαρμογών στην δυτική Ευρώπη, οι οποίες μέσα από τρομερές συγκρούσεις και εσωτερικές αναταραχές, μπόρεσαν να οδηγήσουν τους θεσμούς και τον πολιτισμό της Λατινικής Χριστιανοσύνης σε μία ωριμότητα, από την οποία ξεπήδησε η Αναγέννηση και η Νεωτερικότητα. Όσο μεγάλες και εάν ήταν οι καταστροφές και οι πόλεμοι που ταλάνιζαν την κυρίως Ευρώπη, το γεγονός πως από την μία πλευρά την περιέκλειαν οι ωκεανοί, και από την άλλη τα ανατολικά έθνη απορροφούσαν ή τελικώς συνθλίβονταν κάτω από την ορμή της Ασίας (η Ρωσία από τους Τατάρους, το Βυζάντιο από τους Οθωμανούς), σήμαινε πως το βαθύτερο υπόστρωμα του πολιτισμού και του πληθυσμού παρέμενε ακέραιο. Έτσι, ο Εκατονταετής Πόλεμος Άγγλων και Γάλλων (1337-1453), οι διαδοχικές συγκρούσεις μεταξύ των ιταλικών πόλεων ή οι ενδημικές φεουδαρχικές φιλονικίες δεν εμπόδισαν την ανάπτυξη των πόλεων, την άνθηση της διαλεκτικής στα πανεπιστήμια, την εξάπλωση των μοναστικών ταγμάτων, την ανέγερση των καθεδρικών ναών ή την γέννηση της δημώδους λογοτεχνίας στις εθνικές γλώσσες. Ακόμη και η κρίση του 14ου αιώνα, με την φρικτή πανδημία της βουβωνικής πανώλους, τους λιμούς τις αγροτικές εξεγέρσεις, πέρα από τον πόνο και τον θάνατο που ενέσπειρε, θεωρείται ως έναυσμα για ευρείες αλλαγές στην κοινωνικής οργάνωση, την οικονομία και τις συλλογικές νοοτροπίες, που τροφοδότησαν τους νεότερους χρόνους.
Το Βυζάντιο αντίθετα, παγιδευμένο στην μέγγενη δύο αναπτυσσόμενων και μιλιταριστικών πολιτισμών, της ρωμαιογερμανικής Χριστιανοσύνης και του τουρκικού Ισλάμ, δεν είχε κανένα περιθώριο ανάπαυλας, ώστε να απορροφήσει τις κρίσεις και να προσαρμοστεί. Το γεγονός πως οι εχθροί του ανήκαν πλέον στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, απέκλειε το ενδεχόμενο να επαναληφθεί ό,τι συνέβη με την δυτική αυτοκρατορία του 5ου αιώνα, η οποία ναι με καταστράφηκε από τους βαρβάρους, αλλά οι ίδιοι οι βάρβαροι γοητεύθηκαν από την θρησκεία, την γλώσσα και τον πολιτισμό, για να δημιουργήσουν κάτι νέο στο όνομά της. Ούτε είχε ο βυζαντινός Ελληνισμός δημογραφικές εφεδρείες όμορων ή ομογενών λαών, οι οποίοι θα μπορούσαν να «πάρουν την σκυτάλη» από την πίπτουσα αυτοκρατορία.
Η «παράδοξη μεταβατικότητα» του Βυζαντίου δεν επέτρεψε τον νεοτερικό μετασχηματισμό της αρχαίας αυτοκρατορίας, της τόσο ευέλικτης και ευπροσάρμοστης ως τότε (η ριζοσπαστική εσωτερική μεταρρύθμιση επί των Ισαύρων, μετά τις αραβικές κατακτήσεις, θα πρέπει να αποτελεί υπόδειγμα για την δημιουργική ανασυγκρότηση μίας κοινωνίας υπό πολιορκίαν), ούτε προς την κατεύθυνση της άνθησης των αυτόνομων πόλεων, ούτε ως συγκεντρωτικού εθνικού κράτους, το οποίο όμως δεν απομυζά μονόπλευρα τις περιφέρειές του. Το Βυζάντιο λοιπόν δεν είχε να προτάξει ούτε την επιθετική, ακόρεστη αστική τάξη με το καινοτόμο της πνεύμα, ούτε μία φεουδαρχική τάξη, η οποία παρά τον τοπικισμό της προσέφερε γενιές ολόκληρες άλκιμων, φιλοπόλεμων αριστοκρατών. Έχει ειπωθεί πως το Βυζάντιο ήταν «υπερβολικά πολιτισμένο και συντεταγμένο» (Γ. Καραμπελιάς, 1204: Η Γένεση), στην τάξη και την αυτάρκεια του αρχαίου κόσμου του οποίου αποτελούσε κιβωτό, στον βαθμό είχε χάσει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα έναντι των γειτόνων του. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά και τα υφιστάμεθα μέχρι σήμερα.
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.