Γράφει ο Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ Θ., Μ.Φ.
Διδάσκοντας τά μαθήματα τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Παιδείας στό γυμνάσιο καί στό λύκειο κατά τήν τελευταία τετραετία ἀπό τά ἐγχειρίδια τοῦ μεταβατικοῦ προγράμματος, τό ὁποῖο ἀντικατέστησε τά παλαιότερα, καταδικασθέντα διά τεσσάρων δικαστικῶν ἀποφάσεων, ἀκατάλληλα ὅσο καί ἐπικίνδυνα προγράμματα, διαπιστώσαμε, μεταξύ πολλῶν ἄλλων προβλημάτων, κι ἕνα σφάλμα τό ὁποῖο ποτέ δέν θά ἔπρεπε κατά κανένα τρόπο νά εἶχε παρεισφρήσει ἐκεῖ.
Στό ἐγχειρίδιο, λοιπόν, τῆς Γ΄ γυμνασίου μέ τίτλο “Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο[1]”, σέ ἑνότητα μέ τίτλο “Ἀρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική, ψηφιδωτό, ὑαλογραφία (βιτρό), μουσική”, διαβάζουμε τά ἑξῆς παντελῶς ἀπαράδεκτα: “Κατά τήν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ἐξαιτίας τῶν δύσκολων πολιτικῶν καί θρησκευτικῶν συνθηκῶν, κτίσθηκαν μικρότεροι ναοί.”
Δέν εἶναι γνωστό, διότι δέν ἀναφέρεται στό ἐγχειρίδιο, ποιός ἐπινόησε αὐτή τήν ἀνιστόρητη φράση. Ὅποιος, ὅμως, καί ἄν εἶναι αὐτός, ἡ φράση δέν θά πρέπει ποτέ νά περιληφθεῖ ξανά σέ ἑλληνικό σχολικό ἐγχειρίδιο, διότι παραποιεῖ τήν ἑλληνική ἱστορία. Καί τήν παραποιεῖ ἀναφέροντας τήν “ὀθωμανική αὐτοκρατορία” σάν νά ὑπῆρξε φυσική συνέχεια τῆς πορείας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ὑπῆρξε ἄραγε κάτι τέτοιο ἡ ὀθωμανική αὐτοκρατορία; Μήπως θέλει νά μᾶς πείσει τό σχολικό ἐγχειρίδιο, ὅτι ἦταν κάτι σάν τήν αὐτοκρατορία τοῦ Ἀλεξάνδρου Γ΄ τοῦ μεγάλου ἤ σάν τά βασίλεια τῶν διαδόχων του; Κάτι τέτοιο οὐδέποτε ὑπῆρξε! Μήπως οἱ Ἕλληνες πρόγονοί μας κατόρθωσαν νά τῆς ἐπιβάλουν τήν ἑλληνική γλώσσα καί τόν ἑλληνικό πολιτισμό καί ἐν τέλει νά ἀναλάβουν αὐτοί τή διοίκησή της, ὅπως συνέβη στό χιλιόχρονο Βυζάντιο; Κατά κανένα τρόπο δέν συνέβη κάτι τέτοιο, μολονότι χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς στή διοίκηση Ἕλληνες χριστιανοί, ὅπως στό ἀξίωμα τοῦ “μεγάλου δραγουμάνου”, τό ὁποῖο ἦταν ἀντίστοιχο τοῦ σημερινοῦ ὑπουργοῦ ἐξωτερικῶν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ὑπῆρξε ὁ “μέγας δραγουμάνος” Κωνσταντῖνος Ἀλ. Μουρούζης, ὁ ὁποῖος, βάσει μιᾶς γελοίας μομφῆς, ἐκτελέσθηκε μόλις δέκα ἡμέρες μετά τό ξέσπασμα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 στήν Πελοπόννησο.
Καί γιατί δέν ἦταν στήν κατοχή τῶν Ἑλλήνων οἱ μεγαλόπρεποι ναοί τους, ὅσοι ἔστεκαν τότε καλά στά θεμέλιά τους; Οὔτε αὐτό τό ἐξηγεῖ τό σχολικό ἐγχειρίδιο. Δέν ἀναφέρει γιατί ὁ ἅγιος Δημήτριος καί ἡ Ἀχειροποίητος στή Θεσσαλονίκη, ὅπως καί ἡ Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα – ὁ Παρθενών τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν – δέν ἦταν πλέον Ἐκκλησίες. Διότι ἁπλούστατα – κι αὐτό ὄφειλε τό ἐγχειρίδιο νά τό ἐπισημαίνει – εἶχαν καταληφθεῖ ἀπό τούς εἰσβολεῖς βαρβάρους.
Καί γιατί ὄφειλαν οἱ νεόδμητοι ναοί νά εἶναι ὅσο τό δυνατόν μικροί καί ταπεινοί; Οὔτε κι αὐτό τό ἐξηγεῖ τό σχολικό ἐγχειρίδιο. Ἔπρεπε, λοιπόν νά εἶναι μικροί καί ταπεινοί, ὥστε νά μή κινοῦν τό ἐνδιαφέρον τῶν βαρβάρων καί πέσουν καί αὐτοί θύματα καταπατήσεως. Κι ἐπίσης ἔπρεπε νά ἔχουν ὅσο τό δυνατόν χαμηλότερα κουφώματα στίς θύρες, ὥστε νά εἶναι ἀδύνατον νά εἰσέρχονται, ὅπως τό συνήθιζαν, ἔφιπποι πρός ἔνδειξη περιφρονήσεως, οἱ βάρβαροι ἀλλά καί οἱ ἐξισλαμισμένοι πρώην χριστιανοί καί πρώην Ἕλληνες.
Ὑπῆρξε, λοιπόν, περίοδος ἀβάστακτης δουλείας σέ τρισβάρβαρο καί αἱμοσταγή εἰσβολέα, κι ὄχι φυσική ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Ἐπί πλέον ἦταν περίοδος διαρκῶν ἐπαναστάσεων τῶν ὑποδούλων, οἱ ὁποῖες ξεκινοῦν τό 1463, δύο μόλις ἔτη μετά τήν συνθηκολόγηση τῶν τελευταίων ἑλληνικῶν κρατικῶν ὀντοτήτων, καί λήγουν τό 1897, ὁπότε καί ἐπέτυχε τόν σκοπό της ἡ τελευταία ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων τῆς Κρήτης.
Καί γιά ποιό λόγο ξεσποῦσαν οἱ ἐπαναστάσεις; Αὐτό μᾶς τό ἐξηγεῖ ἕνας ἀπό τούς ἀγωνιστές τοῦ 1821, ὁ ὑπασπιστής τοῦ ἀρχιστρατήγου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη Φώτιος Χρυσανθόπουλος, ὁ γνωστός καί ὡς Φωτάκος:
“ἡ ἀληθινή αἰτία εἶναι ἡ ἀπελπισία τῶν Ἑλλήνων, οἵτινες κλεισθέντες ὁλόγυρα ὑπό τῶν τυράννων των καθ΄ ἑκάστην ἡμέραν ἐκαταδιώκοντο ἀπό αὐτούς διά τῆς ἁρπαγῆς τῶν πραγμάτων των, τῆς ἀτιμώσεώς των, τῆς σφαγῆς, τῆς ἀγχόνης καί τῶν ἄλλων τῆς δουλείας συμφορῶν· ἡ δέ ἀπελπισία αὕτη καί ὁ φόβος περί τῆς μελλούσης φυσικῆς ὑπάρξεώς των ἐγέννησαν εἰς τούς Ἕλληνας τήν ἀπόφασιν τῆς ἐπαναστάσεως· πρός τοῦτο δέ ὅπου καί ἄν εὑρίσκοντο ἐσκέπτοντο καί ἐσχεδίαζαν, ὅ,τι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δύναται νά ἐφεύρῃ πρός ἐκδίκησιν τοῦ τυράννου του. Τυφλός ὁ Ἕλλην ἀπό τό πάθος του, τίποτε ἄλλο δέν ἐσυλλογίζετο εἰ μή, ἤ τόν θάνατον, ἤ τήν ἐλευθερίαν του.”[2]
Ἦταν, κατά τά ἀνωτέρω, ἡ ἐν λόγῳ περίοδος γεμάτη ἀπό συμφορές ὀφειλόμενες στή βία τῶν τυράννων. Αὐτές γέννησαν τήν ἐπανάσταση.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τό ποιές ἀκριβῶς ἦταν οἱ πράξεις τῶν εἰσβολέων εἰς βάρος τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων, θά ἀναφέρουμε λίγα, ἀπό τά ἀναρίθμητα ὅσο καί ἰκανά νά γεμίσουν τόμους ὁλόκληρους, παραδείγματα τά ὁποῖα θά ἀρκοῦσαν ὥστε νά πείσουν ὁποιονδήποτε ἀναγνώστη δέν εἶναι προκατειλημμένος εἰς βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους:
Τό 1877 ὁ ἀγωνιστής ἐπίσκοπος Κίτρους Νικόλαος[3], ἕνας ἀπό τούς πρωτεργάτες τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ Ὀλύμπου τό 1878, περιγράφει μία συγκεκριμένη βαρβαρική ληστρική συνήθεια, ἡ ὁποία ἐτηρεῖτο ὡς παράδοση μεταξύ τῶν βαρβάρων καθ΄ ὅλη τήν τουρκοκρατία καί μέχρι τή στιγμή κατά τήν ὁποία ἐκεῖνος γράφει!
Λέγει λοιπόν ὅτι:
“ἐσώζετο παροιμιῶδες τι λεγόμενον ἐν τῇ Πατρίδι ἡμῶν ἀπό τῶν χρόνων τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ὅτι τά διερχόμενα τότε διά τῆς Πατρῖδος ἡμῶν στίφη ἀτάκτων στρατιωτῶν ξενιζόμενα εἰς τάς οἰκίας μας καί καθήμενα εἰς τήν τράπεζαν νά φάγωσιν ἐζήτουν προηγουμένως παρά τοῦ οἰκοδεσπότου πληρωμήν διά τήν φθοράν καί τούς κόπους τῶν ὀδόντων των dis parassi λεγόμενον καί οὕτω νά ἀρχίσωσι νά φάγωσιν, ἀλλ΄ ἡ ἀπαίτησις ἐκείνη παραβαλλομένη μέ τάς τῶν σημερινῶν στιφῶν θέλει φανῇ πολλῷ ὑποδεεστέρα, διότι ἐνῷ ἐκεῖνοι (οἱ πρόγονοί των ἴσως) ἀπῄτουν δεκάδας καί μονάδας, οἱ σημερινοί Γκέκιδες ἀπῄτουν ἑκατοντάδας καί χιλιάδας γροσίων διά τήν τῶν ὀδόντων των φθοράν.”[4]
Καί τό πλέον ἐξοργιστικό, ὅσο καί ἐγκληματικό περιστατικό διελεύσεως βαρβαρικῶν στρατευμάτων, τό ὁποῖο συνέβη κατά τήν ἐποχή τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας του περιγράφει ὁ ἀγωνιστής ἐπίσκοπος ὡς ἑξῆς:
“Τό δέ πολύ στίφος τῶν ἀνθρώπων τούτων ἀφοῦ ἐνέσκηψεν ὡς χάλαζα θραύουσα ἀγρούς, ὡς ἀκρίς, λυμαινομένη τούς καρπούς, ἀνεκδιηγήτους ἐρημώσεις καί βιαιοπραγίας ἐκ προθέσεως διέπραξε. Ὠρυώμενοι ὡς πάνθηρες, καί μαινόμενοι ὡς διά τῶν ἀπειλητικῶν ὕβρεων, ἐμαστίγουν τούς πάντας ἀναιτίως, ἔπαιον, ἐρράπιζον καί ἐκολάφιζον τούς οὕς ἐνετύγχανον, ἀφοῦ προηγουμένως ἀφῄρουν τά βαλάντια αὐτῶν. Ἐνέσπειραν πανικόν φόβον ἐν γένει μέν εἰς πάντας, ἰδίᾳ δέ εἰς τό γυναικεῖον φῦλον, τό ὁποῖον κατετρομαγμένον ἐκρύπτετο εἰς τά ἐνδότερα τῶν οἰκιῶν καί εἰς ὑπογείους θόλους τρέμον καί ἄφωνον ὡς οἱ ἰχθύες. Καί ἦτο δυνατόν νά ἐμβλέψωσι τά ὄμματα τῶν τίγρεων τούτων εἰς γυναίκα καί νά μή σπαράξωσιν αὐτήν, ἀφοῦ καί κατά μειρακίων ἐξεμάνησαν καί ἐπετέθησαν πολλοί ἀτελεσφόρως; Οὐαί δέ ταῖς ἐν γαστρί ἐχούσαις καί ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκεῖναις ταῖς ἡμέραις! Ἧπου πολλαί αὐτῶν πηδῶσαι ἀπό τοίχου εἰς τοῖχον καί ἀπό οἰκίας εἰς οἰκίαν ἐλαυνόμεναι ὑπέστησαν ἐκτρώσεις καί ἀποβολάς.”[5]
Γιά τό ἔγκλημα τοῦ “παιδομαζώματος” καί τόν ἀβάστακτο πόνο τῶν ὑποδούλων γονέων, ὅσων τούς εἶχαν ἀπαγάγει οἱ βάρβαροι τά παιδιά, μᾶς περιγράφει μέ ἀπαράμιλλα παραστατικό τρόπο ὁ πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Δημήτριος Καμπούρογλου:
«Τό παιδομάζωμα κατεπλήγωνε καί αὐτά τά σπλάχνα τῆς ἑλληνικῆς οἰκογενείας. Δέν εἶναι δυνατόν νά φαντασθῇ κανείς σήμερα, τί περικλείει ἡ λέξις παιδομάζωμα. Καί σημειώνει ἕνα χρονικόν: «Εἰς τά 1552 Ἰουλίου πρώτη ἐπῆραν τά παιδιά ἀπό τήν Ἀθήνα». Ὁ Τουρνατζήμπασης ἐγκαθίστατο εἰς ἕνα σπίτι καί προσεκάλει ἐκεῖ τούς δημογέροντας καί τούς ἱερεῖς νά τοῦ φέρουν τά παιδιά … Ἀλλοίμονον δέ εἰς ἐκείνους πού παρήκουον. Οἱ σημερινοί γονεῖς, πού σφίγγουν τά παιδιά των στήν ἀγκαλιά των καί λησμονοῦν τάς πικρίας τῆς ζωῆς, πρέπει νά γνωρίζουν καλά τήν μαύρην αὐτήν σελίδα τῆς ἱστορίας μας, πρέπει νά μή παύσουν ἀκούοντες τούς γόους τῶν μητέρων τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν ἡρπάζοντο τά παιδιά των διά νά διδαχθοῦν νά φονεύουν τούς ἀδελφούς των. Ἡ ὥρα κατά τήν ὁποίαν ἔφευγεν ἡ συνοδία, ἔχουσα εἰς τό μέσον τά ἀπαγόμενα παιδάκια κλαίοντα, ἀκολουθούντων ἀπό μακράν τῶν ὀδυρομένων γονέων, εἶναι πολλοί αἰῶνες πού ἐπερίμενε τούς ἐκδικητάς. Εἰς τήν Ἤπειρον, τήν πρώτην Κυριακήν μετά τήν ἁρπαγήν τῶν παιδιῶν, ἤρχοντο εἰς τήν ἐκκλησίαν οἱ γονεῖς μαυροφορεμένοι. Ἐψάλλετο νεκρώσιμος Ἀκολουθία, ἐξεφωνοῦντο δέ τά ὀνόματα τῶν ἁρπαγέντων παιδιῶν ὡς νά ἦσαν νεκρά!…»[6]
Αὐτή, ἑπομένως ἦταν ἡ βαρβαρική, αἱμοχαρής ὅσο καί ἐγκληματική, ὀθωμανική αὐτοκρατορία, αὐτά τά ἐγκλήματά της[7]. Αὐτήν ὀνειρεύονται κάποιοι νά ἀναστήσουν ὡς “γαλάζια πατρίδα”, νά ἀφαιρέσουν δηλαδή τή μισή Ἑλλάδα ἀπό τούς Ἕλληνες, ὥστε νά μετατρέψουν σέ νευρόσπαστό τους, κάτι σάν μιά νέα Γαλλία τοῦ Βισύ, ὅση θά ἔχει ἀπομείνει καί νά διαπράξουν γιά μιά φορά ἀκόμη ὅλα τά ἀνωτέρω. Κι ἐφ΄ ὅσον ἡ Ἑλλάς γνωρίζει τήν ἱστορία της καί ἐπαγρυπνᾶ, τότε ὅσοι τρέφουν δυσσεβεῖς πόθους θά ἰδοῦν νά μετατρέπεται σέ ἐφιάλτη τό ὄνειρό τους γιά νέα εἰσβολή, καταπάτηση, φόνο καί κλοπή, τό ὁποῖο ὄνειρο ἀποφάσισαν νά τό διδάσκουν ἐντός τῶν κρατικῶν σχολείων τους καί στή νέα γενιά, ὥστε νά τήν γεμίσουν μίσος εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδος.
Καί θά μετατραπεῖ σέ ἐφιάλτη τό δυσσεβές ὄνειρο, διότι οἱ Ἕλληνες γνωρίζουν τήν αἰώνια παρακαταθήκη τοῦ ἀρχιστρατήγου Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, τοῦ στρατηγοῦ πού ποτέ δέν νικήθηκε:
“Τά πρωτεῖα εἰς τόν Σταυρόν! Καί δόξα αἰῶνας αἰώνων εἰς τούς σταυρωμένους διά τήν πίστιν καί διά τό γένος!” Ἡ θυσία τῶν προγόνων μας δέν θά πάει χαμένη, ὅσο ἡ σημερινή γενιά ἐπαγρυπνεῖ καί τήν περιφρουρεῖ, καί ἔμπρακτα διδάσκει νά πράξουν αὐτό καί οἱ ἐπερχόμενες γενιές.
[1] Ἰνστιτοῦτο Τεχνολογίας καί Ἐκδόσεων Διόφαντος, Α΄ ἔκδοση 2020, σελ. 57. «Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ»
[2] Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Ἀπομνημονεύματα περί τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τόμ. 1ος, Ἀθῆναι 1899.
[3] Ἔζησε 1840-1882. Ἐκοιμήθη πρόσφυγας στήν Ἀθήνα, ἀρκετά νέος ἀκόμη, περίπου σαρανταδύο ἐτῶν, μετά τήν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε πρωτεργάτης. Βιοποριζόταν κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὡς ἐκπαιδευτικός.
[4] Βλ. Εὐάγγελος Κωφός, Ὁ ἀντάρτης ἐπίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, Τά ἀπομνημονεύματά του καί ἡ ἐξέγερση τῆς Πιερίας τό 1878, ἐκδ. «Δωδώνη», Ἀθήνα-Γιάννινα 1992, σ. 184.
[5] Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 185-6. Ἡ ἀπό μέρους τοῦ ἀγωνιστοῦ Νικολάου ἐπισκόπου Κίτρους μέ πόνο ψυχῆς περιγραφή τῶν βιαιοτήτων καί τῶν λαφυραγωγήσεων εἰς βάρος τῶν Ἑλλήνων ἀπό τούς βαρβάρους δέν λήγει ἐδῶ. Παραλείπουμε ὅμως πρός χάρη συντομίας καί ἀποφυγή πλατυασμοῦ περαιτέρω λεπτομέρειες.
[6] Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Ἁρματωλοί καί κλέφτες, (1453-1821), ἐκδ. Ἀγκύρας, Ἀθῆναι 1913, σ. 17-18.
[7] Συνεπῶς καί τό κατ΄ ἐπανάληψη, ὅσο καί καθ΄ ἕξη, λεχθέν ἀπό τήν ἐνεστώσα κα πρόεδρο τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, ὅτι τά θύματα τῆς γενοκτονίας τῶν Ἀρμενίων ἐξοντώθηκαν “κατά τή διάρκεια τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας” ἀποτελεῖ κεφαλαιῶδες σφάλμα καί δέν πρέπει νά ξαναειπωθεῖ. Διότι τό ἔγκλημα δέν εἶναι κάτι τό ὁποῖο ἁπλῶς συνέβη κατά τή διάρκειά της κατά τύχην ἤ ἐν ἀγνοίᾳ της. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ ὀθωμανική αὐτοκρατορία ὁ θύτης, ὁ δολοφόνος ἐνάμισυ ἑκατομμυρίου ἀθώων χριστιανικῶν ψυχῶν – ἔγκλημα τό ὁποῖο διαπράχθηκε κατά τήν αὐτή περίοδο καί εἰς βάρος Ἐλλήνων καί Ἀσσυρίων χριστιανῶν. Ἡ σωστή, λοιπόν, φράση εἶναι ἡ ἑξῆς: “Τά θύματα τῆς γενοκτονίας τῶν Ἀρμενίων ἐξοντώθηκαν ἀπό τήν ὀθωμανική αὐτοκρατορία κατά τήν τελευταία φάση τῆς ἱστορίας της”. (Βλ γιά τίς δηλώσεις αὐτές:
Σακελλαροπούλου για Γενοκτονία Αρμενίων: Η τραγωδία αυτή συνιστά μελανή σελίδα της Ιστορίας – CNN.gr