Δημήτριος Γρ. Τσάκωνας, Η Γενιά του ’30, Κάκτος, Αθήνα 1989, σελ. 438-440.
Ενώ οι δύο τελευταίες δικτατορίες (Ι. Μεταξά, Γ. Παπαδόπουλου) μίλησαν για «ελληνικότητα», η Κομμουνιστική Αριστερά παράλληλα ανέπτυξε την αντίστοιχη θεωρία περί «ρωμιοσύνης», κλπ. Μιλώντας λοιπόν πολύ γενικά, η σύγχρονη ελληνική κοινωνία χωρίζεται, από μορφωτική άποψη, σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Τη λίγο πολύ μορφωμένη μεσαία τάξη, που θέλει να εξαλείψει τη μνήμη των τεσσάρων αιώνων της Τουρκοκρατίας που ακολούθησε την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα 1453, με το σκοπό να ταυτιστεί άμεσα με τους αρχαίους Έλληνες, και την αγροτική και εργατική τάξη, των οποίων η ενσύνειδη μνήμη, φτάνει μέσα από την μακροχρόνια οθωμανική κατοχή στο Βυζάντιο, τη δεύτερη Ρώμη. Οι πρώτοι έχουν την τάση να βλέπουν τους εαυτούς τους σαν «Έλληνες». Οι δεύτεροι βλέπουν ασύνειδα τους εαυτούς τους σαν «Ρωμιούς». Αν και ο Ρίτσος δεν απορρίπτει καθόλου την, σε τελευταία ανάλυση, αδιάσπαστη συνέχεια ανάμεσα στους σύγχρονους και τους αρχαίους Έλληνες, βλέπει το προμελετημένο πήδημα από τη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία (πήδημα που παρασιωπά ιδιαίτερα την περίοδο της Τουρκοκρατίας) στη μεγάλη κλασσική περίοδο, όχι μόνο σαν εντελώς τεχνητό, αλλά ακόμη χειρότερα, σαν μια πράξη με πολιτικά κίνητρα, που βιάζει το δυναμικό και ζωντανό πνεύμα του ελληνικού λαού με σκοπό την ένταξή του στην κοινωνικοπολιτική τροχιά της καπιταλιστικής Δύσης. Έτσι, σαν Έλληνας, βλέπει τον εαυτό του Ρωμιό, και σαν Έλληνας ποιητής, αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ιστορικής ταυτότητας, αγκαλιάζοντας τη ζωντανή πραγματικότητα και τη ζωντανή γλώσσα που την εκφράζει.
Έτσι η Ρωμιοσύνη απ’ το Ρίτσο βλέπεται με τα μάτια ενός εξιδανικευμένου Ρωμιού, και εκφράζεται με τη γλώσσα και το ρυθμό της ρωμέικης αντίληψης, δηλαδή τη γλώσσα και το ρυθμό της ακόμα ζωντανής προφορικής παράδοσης, που φτάνει μέχρι τα ηρωικά κλέφτικα τραγούδια του ’21 και της Τουρκοκρατίας, και μέσα από τα βυζαντινά ακριτικά τραγούδια στα Ομηρικά έπη. Ο ποιητής με άλλα λόγια είναι ο βάρδος του λαού, όπως ήταν άλλοτε ο τραγουδιστής των μύθων. Έτσι για τον Ρίτσο η Παρθένος Μαρία και η χωριατοπούλα συγχωνεύονται σε μια μορφή.
«Η Κυρά των Αμπελιών» καθαρή μεταφορά απ’ τον Ελύτη. Είναι η εποχή που ο Ελύτης γίνεται αγαπητός σε σοβαρό αριθμό νέων της νεοκουλτουριάρικης «ελίτ» και ο Ρίτσος κάνει προσπάθεια να κάνει νερά και να πάρει και το ρεύμα αυτό δικό του.
«Η Κυρά των Αμπελιών»… πανταχού παρούσα σε τούτο το χώρο… είναι η χαρά και η ομορφιά και η περηφάνια. Είναι η πολεμική ορμή και η απλή ιερή χειρονομία της καθημερινότητας και της τρυφεράδας. Είναι μια πάναγνη Παρθένα, μια θεά, μια νίκη, είναι μια νέα γυναίκα γεροδεμένη, κι αισθησιακή ανάμεσα στα φυτά και τα ζώα της. Είναι η μάνα, η αδερφή, η αγαπημένη, γλυκιά και μαζί αντρειωμένη. Σφίγγει τ’ άρματα, κρατάει όμως και την ελπίδα της ειρήνης και της ευτυχίας. Τον κεραυνό και το περιστέρι. Κι όλη αυτή η «ελληνικότητα», ή «ρωμιοσύνη» υπάρχει για «να πίνει ο σύγχρονος ναύτης πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα», για να συναντώνται οι αντάρτες της Άκρας Αριστεράς, «με το Διγενή σ’ αυτά τα ίδια αλώνια», στα σύνορα του Βυζαντίου, όπου πάλεψε με το θάνατο. Ο ιστορισμός είναι εμφανής.
Χωρίς βέβηλους παραλληλισμούς η συνταγή της «ρωμιοσύνης» του Ρίτσου είναι σύστοιχα αντιφερόμενη και της ίδιας εγκεφαλικής ποιότητας με τη συνταγή της «ελληνικότητας» της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνα Δραγούμη. Ο εθνικισμός δεν είναι κατ’ ανάγκην επιθετικός, ανασύρεται και πίσω από μια μη συνειδητή προσωπίδα οικουμενικότητας και φιλειρηνισμού. Η κριτική δυσκολεύτηκε ωστόσο να συγκρίνει τον Ρίτσο με τον Θεόφιλο όσο και να τον αναγορεύσει εθνικό ποιητή. Όμως δεν τον θεωρεί (και σωστά) διόλου «διεθνιστή» ή «υπεριστορικό» σαν τους μοντέρνους ευρωπαίους συμβολιστές. «Ο Ρίτσος είναι πρώτα Ρωμιός, ένας ποιητής που είναι δεμένος σ’ έναν ξεχωριστό χώρο και χρόνο. Αυτό μοιάζει μ’ ευρωπαϊκή υστεροβαφή του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, θυμίζει πολύ όχι την Πανευρώπη, αλλά την Ευρώπη των Πατρίδων».
Είναι με άλλα λόγια η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου η μεγάλη του περηφάνια και αγάπη για τους συγχρόνους του, που υπόφεραν μαζί του, για τη γη τους και την ιστορία τους, που σαν τη Ρωμιοσύνη των ανθρώπων τους οποίους εξυμνεί, ανακαλύπτει στη μήτρα της φαντασίας του, δηλ. στη φυλετική του μνήμη, μιαν υπερπραγματική ενότητα ανάμεσα σε πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους, αρμονία μέσα στον ανταγωνισμό, μιαν ολότητα μέσα στο κομμάτιασμα και, εξελικτικά, μεταμορφώνει τα κλειστά σύνορα ενός ταπεινού, ξεπεσμένου και καταπιεστικού χώρου, σε μιαν ηρωική ελληνική πατρίδα που η ίδια είναι ένας μικρόκοσμος μιας ηρωικής οικουμένης.