Συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τη λήξη του φρικτού εμφυλίου πολέμου στη χώρα μας. Το διάστημα ήταν αρκετό, ώστε να μας δοθεί η ευκαιρία να κάνουμε κάποια αποτίμηση των συνεπειών του και να διδαχθούμε από τα σφάλματά μας. Αντ’ αυτού, βαθύτερα κομματιασμένοι, “πανηγυρίζουμε” την επέτειο με τη συμμετοχή μόνο των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος και την αδιαφορία της μεγάλης πλειονοψηφίας του πολιτικού κόσμου και του λαού. Το ένα άκρο, οι της ακραίας “εθνικοφροσύνης” εκπρόσωποι, πανηγυρίζει την σωτηρία της πατρίδας μας, ενώ οι άλλοι, του κομμουνιστικού διεθνισμού εκπρόσωποι, καυχώνται για τον υπέρτατο αλλά ατυχή υπέρ της “κοινωνικής δικαιοσύνης” αγώνα. Οι πολλοί ζούμε την αφασία της καθημερινότητας καταποντισμένοι από τη μέριμνα των βιοτικών προβλημάτων και ανερχόμενοι κατά καιρούς στην επιφάνεια χάρη στα πανηγύρια με τη χρηματοδότηση της εξουσίας!
Όλα στή χώρα μας ξεκίνησαν με τον μεγάλο μύθο γύρω από την επανασύσταση του νεοελληνικού κράτους. Δεν ήταν, δυστυχώς, ο ποταμός των αιμάτων που μας απελευθέρωσε. Ήταν τα συμφέροντα των ισχυρών της τότε εποχής με πρωτεύοντα εκείνα της Αγγλίας. Η αυτοκρατορία στις δόξες της τότε ήθελε να εξασφαλίσει, μέσω ενός ανεξαρτήτου ελληνικού κράτους, προγεφύρωμα για την επέμβασή της στη Βαλκανική, όπου φαίνονταν να διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο η Αυστρία και η Ρωσία. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης είχε επισημάνει την υποταγή των πολιτικών στους ισχυρούς της ημέρας και έγραφε στα “Απομνημονεύματά” του: “Οι πολιτικοί μας και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κύταζε να περισκύση η δική του φατρία. Άλλος το ήθελε Αγγλικόν, άλλος Ρούσικον και άλλος Γαλλικόν. Οι Αντιβασιλείς μας τήραγαν να κι’ εκείνοι να πάρουν κάνα λεπτό, ότι εις την Ελλάδα ηύραν αλώνι ν’αλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες με τους δικούς μας”. Οι αγωνιστές που έμειναν στο περιθώριο πεινασμένοι και ρακένδυτοι πήραν και πάλι τα βουνά. Μόνο που δεν ήσαν πια οι τιμημένοι Κλέφτες, αλλά ληστές του κοινού ποινικού δικαίου.
Κύλισαν τα χρόνια και η Ελλάδα πέρασε από μύρια κύματα για να καταστεί τελικά δορυφόρος της Αγγλίας υπό την δυναστεία Γλύξμπουργκ (με μοναδική εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Α’). Στο διάστημα 1830-1940, κατά το οποίο γευθήκαμε χαρές δόξας, αλλά και συμφορές η Ελλάδα κατάφερε να προσαρτήσει σχεδόν όλες τις περιοχές της Βαλκανικής, στις οποίες ο ελληνικής συνειδήσεως πληθυσμός αποτελούσε την πλειονοψηφία, θυσίασε όμως τον οικουμενικό ελληνισμό, λόγω δυτικού προσανατολισμού και πλήρους υποταγής των πολιτικών της στις απαιτήσεις των ισχυρών δυτικών κατά καιρούς “φίλων”, “συμμάχων” και “εταίρων”! Η απώλεια ακόμη δεν έχει συνειδητοποιηθεί μέσα στην επίπλαστη και ψευδή ευφορία εκ της συμμετοχής μας στη χωρία των ισχυρών.
Αν το αστικό σύστημα είχε καταφέρει να δώσει λύση στα βιοτικά προβλήματα των λαών, οι οποίοι είχαν υποστεί τα πάνδεινα υπό το φεουδαλικό καθεστώς, που είχε προηγηθεί, με την ευλογία μάλιστα των εκπροσώπων του δυτικού χριστιανισμού, τότε όλα θα κυλούσαν ήρεμα και χωρίς πολιτικοκοινωνικές αναστατώσεις. Όμως ο αστισμός έδειξε ότι δεν ήταν επανάσταση των λαών κατά της τάξεως των “ευγενών” αλλά της αστικής τάξεως, η οποία παρέσυρε τους λαούς στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Και θα ήταν πολύ πιο οδυνηρή η προσγείωση των λαών στην πραγματικότητα, αν η αστική τάξη, μέσων της κρατικής εξουσίας, την οποία πλέον ήλεγχε και εξακολουθεί να ελέγχει, δεν απομυζούσε τον πλούτο των αποικιών, ώστε να έχει τη δυνατότητα να διανέμει και κάποια από τα υπερκέρδη της στους λαούς προς εξασφάλιση κοινωνικής ειρήνης.
Κατά τον 19ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη η φιλοσοφική ζύμωση οδήγησε στην ενασχόληση και με θέματα πολιτικοκοινωνικά. Τότε εκφράστηκε και η αντίθεση προς το αστικό σύστημα υπό τη μορφή του κομμουνισμού και του αναρχισμού. Το κίνημα του κομμουνισμού εξαπλώθηκε και κατάφερε να επικρατήσει με επανάσταση, για την οικονομική στήριξη της οποίας ελάχιστα έχουν γραφεί, στην απολυταρχική αλλά εκδυτικισμένη Ρωσία, η οποία θεωρητικά δεν διέθετε τις προϋποθέσεις για επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Αν και η αστική επανάσταση υπήρξε εμφανώς εχθρική προς την πίστη κατά την πρώτη περίοδο μετά το 1789, γρήγορα έσπευσε να ζητήσει τη συνεργασία της θρησκευτικής ηγεσίας της πρόθυμης να αποδεχθεί την όποια νέα κατάσταση δεν έθιγε τα συμφέροντά της. Σε αντίθεση η κομμουνιστική επανάσταση έδειξε εμπαθή εχθρότητα προς κάθε τι το σχετικό προς τη θρησκευτική πίστη με μοναδική εξαίρεση την περίοδο του μεγάλου πατριωτικού πολέμου (1941-44). Όχι πως δεν βρέθηκαν και εκεί κληρικοί πρόθυμοι να συνεργαστούν με το νέο καθεστώς, προκειμένου να αποφύγουν τις ταλαιπωρίες των διωγμών. Οι πλείστοι όμως έμειναν εδραίοι στην πίστη τους και έδωσαν μαζί με τον πιστό λαό πλήθος νεομαρτύρων της πίστεως. Το νέο καθεστώς με τις κρατικοποιήσεις έδειχνε να εξασφαλίζει την κοινωνική δικαιοσύνη που υποσχόταν, στερώντας όμως από τον λαό την πολιτική ελευθερία, την οποία στοιχειωδώς εγγυάτο ώς τότε το αστικό καθεστώς.
Ήρθε όμως η ώρα να δειχθεί ότι πέρα από τα οικονομικά συμφέροντα υπήρχαν και τα εθνικά, καθώς το κεφάλαιο διέθετε ακόμη εθνικά χαρακτηριστικά, δεν ήταν δηλαδή χωρίς πατρίδα, όπως στις ημέρες μας. Οι αποικιοκρατικές χώρες διαιρέθηκαν σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Το ένα παρέμεινε πιστό στην επαγγελία περί πολιτικής ελευθερίας, στο μέτρο που αυτή δεν προκαλούσε ανησυχία για κλυδωνισμό του συστήματος. Το άλλο αφαίρεσε την πολιτική ελευθερία από τους λαούς (δικτατορίες). Υποστηρίζουν κάποιοι υπέρμαχοι του αστισμού ότι τα δικτατορικά καθεστώτα δεν έχουν ουδεμία σχέση με τον αστισμό. Και όμως από την ίδια μήτρα, του δυτικού μηδενισμού, προέρχονται όλα τα πολιτικοκοινωνικά συστήματα, τα οποία κατά καιρούς προτάθηκαν για την επίλυση των βιοτικών προβλημάτων. Τα δικτατορικά αστικά καθεστώτα έδειξαν τη μεγάλη τους εχθρότητα έναντι των κομμουνιστών, αν και σε κάποια χαρακτηριστικά του δημοσίου βίου εφάρμοσαν κομμουνιστικές πρακτικές. Διώξεις όμως κατά κομμουνιστών έγιναν και από αστικά καθεστώτα της κλασικής γραμμής. Τίθεται κατά καιρούς το ερώτημα: Μπορεί να διωχθεί κάποιος στα πλαίσια αστικού καθεστώτος για τις ιδέες του, όταν δεν στοιχειοθετείται κάποια κατηγορία για παράβαση νόμου εκ μέρους του; Βέβαια στα πλαίσια του αστισμού η απάντηση είναι ναι, αφού ο αστισμός πρεσβεύει το φυσικό δίκαιο, δηλαδή το δίκαιο των ασκούντων την εξουσία.
Στο διάστημα του μεσοπολέμου οι θρησκευτικοί ηγέτες σε όλη την έκταση της Ευρώπης, πλήν ΕΣΣΔ βέβαια, είχαν ταχθεί αναφανδόν κατά του αθέου κομμουνισμού, στηρίζοντας τη σταθερότητα των αστικών καθεστώτων κοινοβουλευτικού ή δικτατορικού τύπου, τα οποία έδρεψαν πλείστα όσα πολιτικά οφέλη εκ της καπηλείας τόσο της πίστεως όσο και της πατρίδος. Αυτό είναι πλέον ορατό και στον μη έχοντα γνώσεις επί του θέματος. Η στάση αυτή όξυνε το μίσος των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών (υπήρχαν τότε) κατά της θρησκευτικής πίστεως.
Η γερμανική πολεμική μηχανή ετοιμάστηκε, ώστε να λάβει η Γερμανία εκδίκηση από τους δυτικούς ανταγωνιστές της. Στα πλαίσια αυτά υπεγράφη και η περίφημη γερμανοσοβιετική συνθήκη, παρά τις εκ μέρους της Γερμανίας διώξεις κομμουνιστών. Στο ιστορικό αυτό συμβάν επιχειρείται να ριφθεί πέπλο λήθης.
Όταν οι φασιστική Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην δικτατορική Ελλάδα με τους υποταγμένους στην Αγγλία βασιλιά και αστούς πολιτικούς και γερμανόφιλο δικτάτορα και αρκετούς αξιωματικούς, πλήθος κομμουνιστών ήσαν εγκλεισμένοι σε στρατόπεδα και φυλακές. Κάποιοι δεν απελευθερώθηκαν ούτε και μετά την προέλαση των Γερμανών προς Νότο. Το γιατί, αναμένει την απάντηση ακόμη. Πάντως στον πόλεμο εκείνον, το έπος του 1940-41 το έθνος μας υπό αντίξοες συνθήκες βρήκε επί τέλους την ομοψυχία του. Ουδείς υπήρξε απών. Γερμανόφιλοι αξιωματικοί, αγγλόφιλοι πολιτικοί, σοβιετόφιλοι κομμουνιστές (πριν ακόμη κηρύξει τον πόλεμο στην ΕΣΣΔ η Γερμανία) και ο πονεμένος λαός πολεμήσαμε σαν να μην μας χώριζε τίποτε. Και όμως, δυστυχώς, μας χώριζαν πολλά. Και αυτά φάνηκαν σύντομα. Οι γερμανόφιλοι υπέγραψαν την ανακωχή και οι αγγλόφιλοι κατέφυγαν στο Κάιρο, ζητώντας από τον λαό να συνεχίσει την αντίσταση, για χάρη των Άγγλων, που ετοίμαζαν την άμυνα στην Αίγυπτο. Αξιωματικοί και κομμουνιστές παρέμειναν σιωπηλοί. Όταν όμως η Γερμανία έθεσε σε εφαρμογή την επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, οι δεύτεροι άρχισαν να οργανώνουν την αντίσταση, για να βοηθήσουν τον πατερούλη, ο οποίος είχε μετατρέψει τη Ρωσία σε απέραντο στρατόπεδο αντιφρονούντων, μηδέ και αγνών κομμουνιστών εξαιρουμένων.
Η Αγγλία δεν είχε διάθεση να χάσει την Ελλάδα. Γνώριζε τα αισθήματα του ελληνικού λαού. Αυτός δεν ήταν ικανοποιημένος από τις εκάστοτε δουλικά υποταγμένες στους ξένους ηγεσίες του. Γνώριζε και την ικανότητα αλλά και την μαχητικότητα των κομμουνιστών. Ο ελληνικός λαός δεν γνώριζε τον κομμουνισμό. Γι’ αυτό και έσπευσε να στρατευθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οι αξιωματικοί σιώπησαν στη μεγάλη τους πλειονοψηφία. Οι λίγοι που τόλμησαν εξοντώθηκαν και στην εξόντωση προστέθηκε και η συκοφαντία της συνεργασίας με τους κατακτητές. Οι πολιτικοί εγκατέλειψαν τη χώρα γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, σε περίπτωση νίκης των συμμάχων, η διανομή της εξουσίας θα γινόταν στο Κάιρο. Οι Άγγλοι εξανάγκασαν τον Ζέρβα να βγει στο βουνό και οι κομμουνιστές παρακολουθούσαν τον Βελουχιώτη, ως τον πλέον επικίνδυνο εχθρό τους. Και ήταν πράγματι, αν λάβουμε υπ’ όψη την περίφημη ρήση του, όταν τον πληροφόρησαν ότι είχαν φθάσει στο βουνό και Ρώσοι αξιωματικοί: “Όλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουν”! Ναι, τόσο οι Άγγλοι, που μοίραζαν αφειδώς τις λίρες σε “εθνικόφρονες” και κομμουνιστές, όσο και οι Ρώσοι εκπροσωπούσαν στο βουνό τα συμφέροντα των χωρών τους. Οι Έλληνες ηγέτες του αντάρτικου έσερναν σε ένα επικίνδυνο και ολέθριο, όπως απεδείχθη παιχνίδι, τον αγνό και απονήρευτο λαό, ο οποίος βγήκε στο βουνό να αγωνιστεί για τη λευτεριά της σκλαβωμένης του πατρίδας. Ελάχιστοι γνώριζαν για τις ιδεολογίες και τα άθλια παιχνίδια, που οι ισχυροί έπαιζαν πίσω από τις πλάτες των λαών.
Η τακτική των Άγγλων έφερε το επιθυμητό σ’ αυτούς αποτέλεσμα. Οι κομμουνιστές κυρίαρχοι στο βουνό, χάρη στην άγνοια του λαού, σύρθηκαν στις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας. Ο πατερούλης Στάλιν δεν μπορούσε να απαιτήσει κατά τη μοιρασιά και την Ελλάδα. Του ήταν αρκετή η Ανατολική Ευρώπη. Ήδη αυτό είχε αποφασιστεί στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944. Ακολούθησε και η συμφωνία της Γιάλτας, με την οποία οι λαοί μοιράστηστηκαν μεταξύ των νικητών ως λάφυρα. Σαν να μην είχαν πονέσει, σαν να μην είχαν ματώσει, σαν μα μη τους έπρεπε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.
Οι κομμουνιστές έχασαν πολύτιμο χρόνο, ώσπου να κατέβουν στην Αθήνα. Οι Άγγλοι έστησαν τα απαραίτητα προγεφυρώματα για την εγκατάσταση της δοτής αστικής εξουσίας. Όταν συνήλθαν οι κομμουνιστές και συνειδητοποίησαν την απώλεια της εξουσίας, αποδόθηκαν σε αγώνα απέλπιδα και μάταιο. Οι νικητές τον αμαύρωσαν και τα “Δεκεμβριανά”φέρνουν στο νου μας την πρώτη συμφορά μετά την απελευθέρωση. Βέβαια οι νικητές δεν θα διακηρύξουν ότι μπροστά στον κίνδυνο έδωσαν συγχωροχάρτι σε όλους τους δοσιλόγους. Ούτε θα αποδεχθούν ότι η εξουσία άρχισε να προκαλεί τους κομμουνιστές μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Από την άλλη οι κομμουνιστές δεν θα μας πουν, πού στηρίχθηκαν για να αρχίσουν τον εμφύλιο και σε τί προσδοκούσαν, όταν το παιχνίδι, για κάποιον που γνωρίζει την τέχνη του πολέμου, είχε οριστικά χαθεί.
Στον εμφύλιο δόθηκε η ευκαιρία να ξεκαθαριστούν αρκετοί προσωπικοί λογαριασμοί άσχετοι προς τις ιδεολογίες. Όλα τα ξεκαθαρίσματα έλαβαν εκ των υστέρων ιδεολογικό χρώμα. Κανείς δεν παραδέχθηκε ότι στις τάξεις του πολέμησαν άνθρωποι κακοί, με άγρια και εγκληματικά ένστικτα, οι οποίοι συνετέλεσαν στο να χυθεί άφθονο το ελληνικό αίμα απ’ εδώ και απ’ εκεί. Τελικά, όσα δεν κατάφεραν οι κατακτητές, Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι, το καταφέραμε εμείς σε μια τριετία.
Οι νικητές, αλαζόνες όπως κάθε νικητής, πανηγύριζαν επί δεκαετίες τη νίκη. Όσοι, αγνοί πατριώτες μετείχαν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, χαρακτηρίζονταν αμφισβητουμένων εθνικών φρονημάτων. Ποτέ η εξουσία δεν έδωσε λόγο για την αθώωση των δοσιλόγων. Ποτέ αυτή δεν πρόβαλε την εθνική αντίσταση στην Αθήνα, που ήταν στα χέρια αντικομμουνιστών. Ήθελε να απλωθεί λήθη επάνω από την εθνική αντίσταση σαν αυτή να ήταν έργο αποκλειστικά των κομμουνιστών. Από την άλλη, όταν οι πολιτικοί πρόσφυγες επανήλθαν στη χώρα μας, επιχείρησαν να μονοπωλήσουν την εθνική αντίσταση, ως αντίσταση της ιδεολογίας τους.
Οι εξελίξεις στη διεθνή σκηνή οδήγησαν στην πτώση του διεθνούς κομμουνισμού και στην ανάδειξη ως κυριάρχου συστήματος παγκοσμίως του καπιταλισμού. Τώρα βέβαια κάθε εχέφρων είναι σε θέση να εννοήσει τη σχέση ανάμεσα στο αδηφάγο κεφάλαιο και στην πατρίδα. Ανάμεσα στους πολιτικούς και τα ξένα κέντρα εξουσίας. Ανάμεσα στην πίστη του Ευαγγελίου και τον μαμωνά του χρήματος. Παρ’ όλα αυτά οι θρησκευτικοί ταγοί συμπλέουν με τους ισχυρούς της ημέρας, ώστε να δικαιώνουν τον Μάρξ, ο οποίος αγνοούσε το Ευαγγέλιο και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Ζούμε στη μεταϊδεολογική εποχή. Το χρήμα έχει επιβάλλει την ιδεολογία του πρακτικού υλισμού. Κάποιοι επιχειρούν να συντηρήσουν τη φιλοπατρία στα πλαίσια ολοκληρωτικών ιδεολογιών, οι οποίες έχουν αποδοκιμαστεί, και άλλοι παραμένουν πιστοί στο διεθνιστικό όραμα του προλεταριάτου, αν και έχει δειχθεί ότι οι επαναστάτες γρήγορα μετατρέπονται σε βολεμένους αστούς. Η διανόηση του αναθεωρητικού κομμουνισμού σε αγαστή συνεργασία με το πολιτικό και δημοσιογραφικό “κατεστημένο” απεργάζονται τον πλήρη εκδυτικισμό του λαού μας και την απομάκρυνσή του από την παράδοση. Η διοικούσα Εκκλησία παρατηρεί τα δρώμενα εκ του μακρόθεν και ο λαός έχει παραδοθεί άνευ όρων.
Άραγε, αν μας δοθεί κάποια αφορμή, είμαστε έτοιμοι για κάποιον νέο γύρο;
“ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”
.