Παθιάζονται στα κανάλια με το χαράτσι και τις συντάξεις, με τη λιτότητα και την τρόικα, αλλά δεν λένε κουβέντα για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Δεν είναι πιασάρικο το θέμα, γιατί ποιον να κατηγορήσεις και ποιον να υποστηρίξεις; Το πολύ πολύ να δείξεις έναν εξαγωγέα που περιμένει δύο χρόνια για την επιστροφή ΦΠΑ, αλλά ποιος θα συγκινηθεί;
Ομως, οι εξαγωγές είναι η μόνη ελπίδα μας για νέες δουλειές και για καλύτερα εισοδήματα, και οι μειωμένες εισαγωγές είναι που δείχνουν πόσο φτωχοί είμαστε πραγματικά. Το εμπορικό ισοζύγιο μοιάζει βαρετό, αλλά θα έπρεπε να είναι στο επίκεντρο των συζητήσεων.
Ενα θλιβερό γράφημα δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του ινστιτούτου Bruegel πριν από λίγες μέρες. Δείχνει τις αλλαγές στο εμπορικό ισοζύγιο των χωρών της Ευρωζώνης. Φαίνεται ανάγλυφα η διαφορά της Ελλάδας από την Ισπανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Από το 2007 έως το 2012, στην Ιρλανδία οι εξαγωγές αυξήθηκαν μέσα στην κρίση κατά 14% του ΑΕΠ, στην Πορτογαλία 6% και στην Ισπανία 5%. Σ’ εμάς μειώθηκαν οριακά. Οι εισαγωγές μειώθηκαν μόλις κατά 2-3% του ΑΕΠ σε Ισπανία και Πορτογαλία, και αυξήθηκαν λίγο στην Ιρλανδία. Σ’ εμάς έπεσαν κατακόρυφα, κατά 12% του ΑΕΠ. Ενώ, δηλαδή, οι άλλοι προσαρμόστηκαν προς τα πάνω εξάγοντας, εμείς αναγκαστήκαμε να κόψουμε την κατανάλωση χωρίς οφέλη.
Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, αν οι εξαγωγές μας είχαν αντιδράσει στη λιτότητα όπως στην Ιρλανδία, το εθνικό μας εισόδημα θα ήταν το 2012 κατά περίπου 20 δισ. μεγαλύτερο από αυτό που ήταν (+10%). Αν είχαμε πιο μέτρια επίδοση, όπως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, πάλι το εθνικό εισόδημα θα ήταν κατά 9 δισ. περισσότερο, και το κράτος θα είχε τουλάχιστο 3 δισ. περισσότερα έσοδα. Οσο δηλαδή επιδιώκει να εισπράξει από το χαράτσι ή όσο θα περικοπούν οι συντάξεις το 2013.
Γιατί αντιδρά τόσο αργά η δική μας οικονομία; Στο κάτω κάτω, η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης ήταν πιο σκληρή εδώ από ό,τι στους άλλους, και αυτό θα έπρεπε να ευνοεί τις εξαγωγές. Η απάντηση έχει δύο χρόνους, το παρελθόν και το παρόν.
Στο παρελθόν, διώξαμε από τη χώρα μας τον τύπο των επιχειρήσεων που θα μπορούσαν τώρα να ωφεληθούν από την κρίση και να μας βγάλουν γρήγορα από αυτήν. Αν είχαμε βιομηχανικές επιχειρήσεις ακόμα ζωντανές και αρκετά μεγάλες, το μειωμένο εργατικό κόστος θα ήταν αρκετή αιτία για να προσλάβουν δεύτερη βάρδια και να πουλήσουν πιο πολύ. Αν είχαμε επιχειρηματική γεωργία, οι εργοδότες θα μπορούσαν να βρουν εργάτες, να ενοικιάσουν μερικά στρέμματα ακόμα, και να εξαγάγουν. Αν ο τουρισμός μας δεν ήταν μόνο καλοκαιρινός, θα έρχονταν περισσότεροι τουρίστες την άνοιξη στις πόλεις και στα βουνά, αξιοποιώντας τις φθηνές προσφορές. Αν κάναμε εξαγωγή επιστημονικών υπηρεσιών, το μειωμένο κόστος της ανθρωποώρας θα μας έδινε αμέσως νέο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Δεν είχαμε προετοιμάσει τίποτε από αυτά. Ο θερινός τουρισμός πιάνει ταβάνι κάθε Αύγουστο και δεν μπορεί να δεχτεί πολύ περισσότερους επισκέπτες στις υπάρχουσες μονάδες. Η ναυτιλία είναι εξωχώρια και δεν έχει να ωφεληθεί από την εσωτερική υποτίμηση. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει σε σημαντικά μεγέθη για να κατακτήσει γρήγορα μεγαλύτερο μερίδιο στη διεθνή αγορά. Συνεπώς, θα πρέπει να δημιουργηθούν από το μηδέν νέες δραστηριότητες. Αυτό χρειάζεται χρόνο.
Σήμερα, η πολιτική δεν έχει ακόμη προσαρμοστεί στην ανάγκη αυτή. Η αντιπολίτευση και οι τοπικές κοινωνίες αντιδρούν σε κάθε νέα επένδυση. Ο κ. Τσίπρας νομίζει ότι μπορούμε να αναπτυχθούμε μόνο με τα rooms to let και τη ναυτιλία. Η κυβέρνηση κάνει ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω στη γραφειοκρατία, που δυσχεραίνει ιδίως τις εξαγωγές. Η λιγοστή ρευστότητα των τραπεζών κατευθύνεται αλλού. Η τρόικα κάνει προβλέψεις σαν να ήμαστε Ισπανία, με βιομηχανία που είναι έτοιμη να πάρει μπρος. Και όλοι νομίζουν πως, αν είχαμε πιο φθηνό ευρώ ή περισσότερη κατανάλωση στη Γερμανία, αυτό θα έβγαζε την Ελλάδα από την ύφεση – λες και μπορούν να ωφεληθούν από αυτά οι επιχειρήσεις που δεν υπάρχουν.
Για να ξαναφτάσουμε το παλιότερο επίπεδο κατανάλωσης, αλλά χωρίς τα ξενα δάνεια, ο μόνος τρόπος είναι να ακούσουμε τη συμβουλή του Ricardo Hausmann: Οι πλούσιες χώρες δεν παράγουν απλώς περισσότερο, παράγουν διαφορετικά προϊόντα. Δεν εξειδικεύονται σε έναν–δυο τομείς, απλώνονται συνεχώς σε νέους και αλλάζουν τους παλιούς. Αν ανταγωνίζονται μόνο στα προϊόντα των φτωχών, θα μείνουν φτωχές. Αν η ανάπτυξή μας είναι μόνο ο τουρισμός και η μελισσοκομία, το εισόδημά μας θα είναι ίσο με της Τυνησίας ή της Τουρκίας.
Νέα προϊόντα και υπηρεσίες λοιπόν. Πολλές και διαφορετικές επενδύσεις: σε ορυκτό πλούτο, σε ψηφιακή καινοτομία, σε διαμετακόμιση προϊόντων, σε παραθεριστική κατοικία, σε φροντίδα υγείας για ξένους, σε ένδυση, σε φάρμακα, σε κεραμικά, σε ειδικό βιομηχανικό εξοπλισμό, σε ηλεκτροπαραγωγή. Αλλοτε με βαριές εγκαταστάσεις, άλλοτε με «εικονικά» γραφεία, άλλοτε με πολλές υπερωρίες, άλλοτε με μερική απασχόληση από το σπίτι. Και με θεσμικό πλαίσιο φιλόξενο, για όλα αυτά.
Πώς όμως να το αποδεχθεί αυτό η παλιά νομενκλατούρα; Αυτοί έχουν μάθει μόνο ένα πράγμα: να ελέγχουν ποιος μπορεί να κάνει τι. Πώς θα ελέγξουν κάτι που δεν το ’χουν ξαναδεί;
* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης (aristosd.wordpress.com) είναι οικονομολόγος και στέλεχος εταιρείας venture capital.