Το λεγόμενο “Μακεδονικό ζήτημα” αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που ταλανίζουν την Βαλκανική εδώ και δύο περίπου αιώνες. Κατά καιρούς μάλιστα έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που οδήγησε σε κρίση τις διακρατικές σχέσεις των βαλκανικών χωρών Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Μια τέτοια περίοδο όξυνσης ζήσαμε προ ολίγων ετών, όταν η κατάρρευση των καθεστώτων του “υπαρκτού” σοσιαλισμού, στην Ανατολική Ευρώπη που ακολούθησε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, έφερε στην επιφάνεια διάφορες εθνικιστικές τάσεις στην τέως Γιουγκοσλαβία.
Το Μακεδονικό ζήτημα, προέκυψε τον 19ο αιώνα και υπήρξε αποτέλεσμα της ιδιάζουσας εθνολογικής σύστασης του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Οι αντίρροπες εθνικές κινήσεις, οι αλληλοσυγκρουόμενες βλέψεις των βαλκανικών κρατών, η πολυγλωσσία των χριστιανών κατοίκων, αποτέλεσαν τους παράγοντες, που έθεταν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη γέννηση, την επέκταση και την πλοκή του Μακεδονικού ζητήματος. Ο κυριότερος όμως παράγοντας ήταν η εθνολογική σύνθεση της περιοχής. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας, εισήλθαν στην τροχιά της εθνικής ιδεολογίας και έθεσαν ως στόχο τους την εθνική ολοκλήρωσή τους.
Η αρχή “κάθε έθνος να κάνει το δικό του κράτος” γίνεται συνείδηση των λαών και οι βαλκανικοί λαοί αποκτώντας επίγνωση των ιδιαίτερων εθνικών χαρακτηριστικών τους, σπάζουν σιγά-σιγά τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες στις οποίες περικλείονταν και ιδρύουν χωριστά – εθνικά – κράτη. Έτσι, με αγώνες δικούς τους αλλά και παράλληλα με συνεχείς επεμβάσεις των τότε Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, αναγνωρίζονται τον 19ο αιώνα ως ανεξάρτητα ή ημιανεξάρτητα κράτη η Ελλάδα, η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Ο ευρύτερος χώρος της Μακεδονίας παρέμεινε ακόμα μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό τουρκικό ζυγό και οι τρεις χριστιανικές βαλκανικές χώρες – Σερβία, Βουλγαρία και Ελλάδα – τον διεκδικούν η κάθε μία για τον εαυτό της. Αλλά και οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, ζητούν να επωφεληθούν από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βλέπουν να επέρχεται, να επωφεληθούν είτε οι ίδιες είτε εκείνα τα βαλκανικά κράτη που τα θεωρούν συγγενικά ή συμμάχους τους. Δημιουργείται έτσι το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα, που δεν είναι τίποτε άλλο από την επέκταση του γενικότερου Ανατολικού ζητήματος, όπως αυτό ονομάζεται στην ιστορία.
Στη δεκαετία του 1860 έχουμε την πρώτη μορφή διεκδικήσεων εξαιτίας των επεκτατικών βουλγαρικών βλέψεων κάτι που ενισχύεται σημαντικά με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το Φεβρουάριο του 1870. Ο Επίσκοπος της Εξαρχίας αποδεσμευμένος από το Πατριαρχείο, προσπαθούσε μέσα από την εκκλησιαστική χειραφέτησή του, να πετύχει και την εθνική του συγκρότηση και ανεξαρτησία. Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το Μάιο του 1878, έχουμε τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας που περιλάμβανε ολόκληρη τη Μακεδονία, περιοχές όπως το Μοναστήρι, την Καστοριά, την Έδεσσα και την Καβάλα που είχαν ελληνικότατο χαρακτήρα, εκτός Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής.
Τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αμφισβήτησαν πρώτοι οι Σέρβοι και οι Έλληνες ενώ στη συνέχεια αντέδρασαν και οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Έτσι τέσσερις μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1878, έχουμε τη Συνθήκη του Βερολίνου, όπου αντί της Μεγάλης Βουλγαρίας, έχουμε την ίδρυση δύο αυτόνομων και φόρου υποτελών στο Σουλτάνο ηγεμονιών, της Βουλγαρικής και της Ανατολικής Ρωμυλίας, ενώ η Μακεδονία παρέμεινε κάτω από τον οθωμανικό έλεγχο.
Οι Βούλγαροι όμως συνέχισαν να ενδιαφέρονται για τη Μακεδονία, με πρώτο στόχο αυτή τη φορά τον προσηλυτισμό στην Εξαρχία όσο το δυνατόν περισσότερων σλαβόφωνων της περιοχής. Ήθελαν να δημιουργήσουν αρχικά τη μεγάλη Βουλγαρία ως θρησκευτική κοινότητα και κατ’ επέκταση ως πολιτική. Έτσι, με βάση το επίμαχο άρθρο 10 που υπήρχε στο ιδρυτικό Φιρμάνι της Εξαρχίας πέτυχαν να τους χορηγηθεί με διάταγμα του σουλτάνου το 1890 το δικαίωμα να ιδρύσουν βουλγαρικές Μητροπόλεις, στις πόλεις Αχρίδα και Σκόπια και το ίδιο έγινε το 1894 στις πόλεις Νευροκόπι και Βέλες. Από το έτος 1890 ιδρύουν και διάφορους βουλγαρομακεδονικούς συλλόγους – ομάδες – που είχαν σαν σκοπό τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων της Μακεδονίας και την ένταξη της περιοχής στο Βουλγαρικό κράτος. Περισσότερο γνωστή απ’ αυτές τις ομάδες, ήταν η Μυστική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση, Τaina Makedonsko-Odrinsko Rerolucionerna Organizacija (T.M.O.R.O.), που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1893, από Βούλγαρους της Μακεδονίας.
Την περίοδο αυτή, έως και το 1904, υπήρχε καταπίεση του ελληνισμού της Μακεδονίας. Η πρώτη ελληνική ένοπλη ομάδα μπήκε στην περιοχή το Σεπτέμβριο του 1904 με αρχηγό τον Παύλο Μελά. Όμως στις 13 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο χωριό Σιάτιστα κοντά στην Καστοριά, οι Τούρκοι ύστερα από καταγγελία των κομιτατζήδων ότι οργανώνει ανταρτικά σώματα, περικύκλωσαν το χωριό, διέλυσαν το σώμα του και τον ίδιο τον σκότωσαν. Η είδηση του θανάτου του αφύπνισε τους Έλληνες, που θα απαντήσουν στους Βούλγαρους με την οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα. Έναν αγώνα που είχαν ήδη ξεκινήσει οι Μητροπολίτες: Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, Στρωμνίτσης Γρηγόριος Ωρολογάς, Μελενίκου και αργότερα Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλος, Νευροκοπίου Θεοδώρητος, Σερρών Γρηγόριος Ζερβουδάκης, Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος, Γρεβενών Αιμιλιανός και φυσικά ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’, ο οποίος και έστειλε τους άξιους αυτούς Ιεράρχες για να επανδρώσει τη Μακεδονία.
Ο Μακεδονικός αγώνας, διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 1908, όταν άρχισε το κίνημα των Νεότουρκων, οι οποίοι όμως παρά τις υποσχέσεις τους, δεν τήρησαν την ισονομία όλων των εθνοτήτων. Έτσι, οι κυβερνήσεις των τριών βαλκανικών κρατών, προσανατολίζονται προς τον κοινό απελευθερωτικό αγώνα. Στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, πρωτεύοντα λόγο έχει το μέλλον του Μακεδονικού χώρου. Διακρίνονται δύο τάσεις: Η μία υποστηρίζεται από Ελλάδα – Σερβία και προβλέπει το διαμελισμό και τη διανομή του, μεταξύ αυτών και της Βουλγαρίας και η άλλη προβάλλεται από τη Βουλγαρία και υποστηρίζει την αυτονομία του.
Παρά ταύτα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1912, οι σύμμαχες πλέον βαλκανικές χώρες, με τελεσίγραφο, ζητούν από την Τουρκία διοικητική αυτονομία. Η απάντηση της Τουρκίας ήταν αρνητική με αποτέλεσμα, στις 5 Οκτωβρίου 1912, να της κηρύξουν τον πόλεμο. Ο πρώτος αυτός Βαλκανικός πόλεμος, έληξε στις 17 Μαΐου 1913 με την αναγκαστική συνθηκολόγηση της Τουρκίας (Συνθήκη Λονδίνου). Μετά τη λήξη του πολέμου, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την διανομή της Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι, βλέποντας ότι με διαπραγματεύσεις δεν θα πετύχουν το σκοπό τους, στις 16 Ιουνίου 1913, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και Σέρβων. Έτσι ξεκίνησε ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος, ο οποίος είχε δυσμενή κατάληξη για τη Βουλγαρία, η οποία ηττήθηκε. Η ήττα της Βουλγαρίας, επισφραγίσθηκε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, στις 10 Αυγούστου 1913. Με τη Συνθήκη αυτή, στην Ελλάδα αναγνωρίσθηκε η Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία.
Οι βουλγαρικές όμως επιδιώξεις, συνεχίσθηκαν και με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η Βουλγαρία, τάχθηκε με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων και το Μάιο του 1916 και πριν η Ελλάδα εμπλακεί στον πόλεμο, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά της Ελλάδας και κατέλαβαν την ανατολική Μακεδονία, από το Νέστο ως το Στρυμόνα. Μεγάλο μέρος ευθύνης για τα γεγονότα τη διετία 1916-18, στην κατεχόμενη ανατολική Μακεδονία φέρει η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (V.M.R.O.) η οποία όχι μόνο άσκησε πίεση στη βουλγαρική κυβέρνηση να συμμαχήσει με τις Κεντρικές Δυνάμεις και να καταλάβει την ελληνική και σερβική Μακεδονία, αλλά είχε και άμεση συμμετοχή στις αγριότητες που διαπράχθηκαν κατά του ελληνικού και σερβικού πληθυσμού.
Η Ελλάδα αργότερα προσχωρεί στην Αντάντ (Entente), περί τα τέλη Ιουνίου 1917. Οι Κεντρικές Δυνάμεις χάνουν τον πόλεμο και το εμπόλεμο καθεστώς ανάμεσα στη Βουλγαρία και τις Δυνάμεις της Αντάντ, λήγει επίσημα με τη Συνθήκη του Νεϋγύ στην ομώνυμη πόλη της Γαλλίας το Νοέμβριο του 1919, η οποία και καθόρισε το οριστικό μέχρι σήμερα εδαφικό των βαλκανικών κρατών στη Μακεδονία.
Ο Μακεδονικός χώρος, των τριών οθωμανικών βιλαετιών θα αποδοθεί:
α) στην Ελλάδα, η Αρχαία Ελληνική Μακεδονία ελαττωμένη κατά το 1/10 αυτής ποσοστό 51,57%
β) στη Βουλγαρία ένα τμήμα του βορειοανατολικού Μακεδονικού χώρου ποσοστό 10,11% και
γ) στο Βασίλειο Σέρβων – Κροατών και Σλοβένων, που από το 1918 είχε επιτευχθεί η ένωσή τους για πρώτη φορά σε ένα κράτος, το βορειοδυτικό τμήμα του Μακεδονικού χώρου – Μακεδονία του Βαρδάρη – η περιοχή των Σκοπίων, ποσοστό 38,32%.
Όπως λοιπόν για την Ελλάδα, έτσι και για το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων το Μακεδονικό είχε κλείσει σύμφωνα με τη συνθήκη του Νεϋγύ. Το Βελιγράδι, ήταν γενικά ικανοποιημένο με την προσάρτηση ενός μεγάλου μέρους της Μακεδονίας και το μόνο πρόβλημα που είχε ήταν ότι ο πληθυσμός της βορειοδυτικής Μακεδονίας ήταν εκ παραδόσεως φιλοβουλγαρικός και η γλώσσα που μιλούσε ήταν στην ουσία μια διάλεκτος της βουλγαρικής. Το νεοϊδρυθέν Βασίλειο υποστήριζε έναντι της Βουλγαρίας, ότι οι κάτοικοι της σερβικής Μακεδονίας είναι Σέρβοι και όχι Βούλγαροι, όπως υποστήριζε η Βουλγαρία. Ονομάζει το προσαρτηθέν τμήμα του Μακεδονικού χώρου “Νότια Σερβία” και τους κατοίκους νότιους Σέρβους. Για Μακεδονικό έθνος και Μακεδόνες καμία αναφορά. Λίγα χρόνια αργότερα, το έτος 1929, όταν μετονομάσθηκε το Βασίλειο της Σερβίας – Κροατίας και Σλοβενίας σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας διαιρέθηκε σε 9 (Banovina) διοικήσεις, μία εκ των οποίων ήταν και η Vardarska Banovina δηλ. η διοίκηση του Βαρδάρη, η περιοχή των Σκοπίων.
Έτσι, μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) ανήκε στη σύνθεση του Σερβικού κράτους και ονομαζόταν Νότια Σερβία ή Vardarska Banovina δηλ. διοίκηση του Βαρδάρη και οι κάτοικοι Νότιοι Σέρβοι και κανένας μέχρι τότε από τους μετέπειτα δημιουργούς της “Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας” δεν είχε μιλήσει για Μακεδονικό έθνος και Μακεδόνες. Όλα αυτά όμως μέχρι τη σύνοδο στο Jajce, όταν την 29η Νοεμβρίου 1943 στην ομώνυμη πόλη της Βοσνίας το Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας ( Τίτο – Παρτιζάνοι) αποφάσισε την οργάνωση της χώρας σε ομοσπονδιακή βάση. Μία από τις ομοσπονδίες ήταν και η “Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας”.
Σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή, ρίχτηκε ο σπόρος μιας τεχνητής προσπάθειας εθνογένεσης, που βάφτιζε με ελληνικό όνομα και χάριζε ελληνικά σύμβολα. Η ανακάλυψη της ΠΓΔΜ ανήκει στο Στρατάρχη Τίτο ο οποίος απέβλεπε: Ως ελάχιστο στόχο του εξ αρχής, τη συγκράτηση και αφομοίωση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας (φόβος γιατί οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ήταν βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας) και κατά δεύτερον, την επέκταση της Γιουγκοσλαβίας στην βουλγαρική και ελληνική Μακεδονία. Για το σκοπό αυτό εργάστηκαν συστηματικά παραχωρώντας στη “Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας” χωριστή κρατική οργάνωση, ιδιαίτερη γλώσσα στην οποία έπρεπε να μειωθεί και να συγκαλυφθεί με κάθε τρόπο η μεγάλη συγγένεια του ιδιώματος με τη βουλγαρική, κατασκεύασαν μια νέα Μακεδονική ιστορία και έκαναν διεθνή προπαγάνδα των θέσεών τους. Μάλιστα χρησιμοποίησαν και την εκκλησία και με προσωπική παρέμβαση του Τίτο ιδρύθηκε το 1967 “Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία”, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Σερβικού Πατριαρχείου, διασπώντας έτσι την πνευματική ενότητα της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας.
Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας παρά τις πιέσεις του καθεστώτος, στις 15 Σεπτεμβρίου 1967, αποφάσισε να διακόψει τις λειτουργικές και κανονικές σχέσεις με την σχισματική Ιεραρχία των Σκοπίων, γιατί αυτοτελώς και αντικανονικά αποσχίστηκε από τη Μητέρα Εκκλησία και αποτέλεσε Σχισματική Θρησκευτική Οργάνωση. Η θέση αυτή έγινε και θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων επιμέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από τότε και μέχρι σήμερα έγιναν πολλές προσπάθειες προσέγγισης από την πλευρά της Σερβικής εκκλησίας. Το πρόβλημα και η αποτυχία των συνομιλιών συνίσταται στο γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της λεγόμενης “Μακεδονικής Εκκλησίας” εμμένουν, επίμονα, στο αίτημά τους για “Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία”. Εδώ, το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός του ασφυκτικού εναγκαλισμού της εκκλησίας των Σκοπίων από το κράτος, αλλά και η χρησιμοποίηση της ως κρατικής υπηρεσίας για ξένους προς την πνευματική της αποστολή εθνικιστικούς στόχους. Έτσι, η απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπ’ αριθμόν AS.br. 50/7, της 15ης Σεπτεμβρίου 1967, παραμένει σε ισχύ έως ότου η λεγόμενη “Μακεδονική Εκκλησία” αποδεχθεί την κανονική τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ίσως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η άμεσα ενδιαφερόμενη Σερβική Εκκλησία, σε συνεργασία με την Εκκλησία της Ελλάδας μπορούν να αποτελέσουν έναν ισχυρό μοχλό πίεσης στο να υπάρξει μια λύση στο εκκλησιαστικό ζήτημα. Η εκκλησιαστική αναγνώριση αποτελεί πονοκέφαλο για τις κρατικές αρχές της ΠΓΔΜ εδώ και 40 χρόνια λόγω της απομόνωσής της από την υπόλοιπη Ορθόδοξη εκκλησία. Μια εκκλησιαστική αναγνώριση την οποία προσπαθούν με πάρα πολλούς τρόπους και υποσχέσεις να αποκτήσουν χωρίς όμως να το έχουν καταφέρει.
Σύμφωνα με ισχυρισμούς πολλών Σέρβων ιστορικών, η ονομασία Μακεδονία, χρησιμοποιείται εσφαλμένα για την ευρύτερη περιοχή των Σκοπίων. Στην περιοχή αυτή, απλωνόταν το πρώτο σερβικό μεσαιωνικό κράτος. Το μεσαιωνικό αυτό σερβικό κράτος, έζησε τη μεγαλύτερη ακμή του, ακριβώς στην περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ, ενώ τα Σκόπια, ήταν για ορισμένο χρονικό διάστημα, πρωτεύουσα της Σερβίας. Το μαρτυρούν αυτό πολλά ιστορικά μνημεία, μερικά από τα οποία σώζονται και σήμερα. Σε διάφορα μέρη βρίσκονται σερβικές Εκκλησίες και μοναστήρια, ερείπια σερβικών αρχαίων πόλεων με σερβικές επιγραφές και όλα αυτά μαρτυρούν την ύπαρξη Σέρβων και όχι Σλαβομακεδόνων. Είναι αρκετό μόνο να αναφέρουμε ότι ο μεγαλύτερος Σέρβος ήρωας του 14ου αιώνα – Μάρκο Κράλεβιτς, γιός του βασιλιά Βουκάσιν – γεννήθηκε και είχε ως έδρα του την πόλη Πρίλεπ της ΠΓΔΜ.
Μετά το έτος 1885, στη σερβική λογοτεχνία και τύπο, εμφανίζεται ο όρος ”Παλιά Σερβία” – βάση της παραδόσεως του βασιλείου του Ντούσαν (1331 – 1346) – και μάλιστα κατά τους Σέρβους η Παλιά Σερβία απλώνεται στο νότο μέχρι το Μοναστήρι και τη Στρώμνιτσα και ανατολικά μέχρι τα βουνά του Πιρίν και πέρα από τις περιοχές αυτές είναι η Μακεδονία. Εδώ δεν πρόκειται για καμία άλλη εκτός από την ελληνική Μακεδονία, το Αρχαίο Ελληνικό Μακεδονικό Βασίλειο.
Οι Σκοπιανοί ισχυρίζονται από την πλευρά τους ότι, την 1η Δεκεμβρίου 1918, όταν ιδρύθηκε το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ήταν πράξη που δεν εξέφρασε την αυτόβουλη θέληση όλων των λαών που ζούσαν στη χώρα. Με την ίδρυση του νέου αυτού κράτους επιβλήθηκε, δια της βίας, ένα μοναρχικό σύστημα διακυβέρνησης που αποτέλεσε αφενός τη βάση για εθνική ανισότητα και αφετέρου δε επέφερε τη στέρηση των εθνικών δικαιωμάτων των μικρότερων λαών. Γι’ αυτό και αργότερα όταν προτάθηκε να ανακηρυχθεί η 1η Δεκεμβρίου 1918 ως εθνική γιορτή της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας ήταν αντίθετοι.
Οι νέες αρχές της Γιουγκοσλαβίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο απαγόρευσαν την επιστροφή των εκδιωχθέντων Σέρβων και των νόμιμα εκλεγμένων Ιεραρχών τους, στη λεγόμενη πλέον “Δημοκρατία της Μακεδονίας” και έτσι πολλοί Σέρβοι που ζούσαν προπολεμικά εκεί δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν πίσω στα σπίτια τους. Από την άλλη, όσοι ζούσαν εκεί, ήταν εξαναγκασμένοι, δια της βίας, σε διάφορες απογραφές να αποφαίνονται ως “Μακεδόνες”, διαφορετικά έπρεπε να εγκαταλείψουν και αυτοί τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν μονίμως στη Σερβία. Την περίοδο αυτή και μέχρι το 1950 υπήρχε μια επιθετική πολιτική από την πλευρά της Γιουγκοσλαβίας προς την Ελλάδα σε ένα ανύπαρκτο ζήτημα ύπαρξης κάποιας δήθεν σλαβικής μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις αποκαταστάθηκαν το 1950. Αποφασιστικός παράγοντας στην αποκατάσταση ήταν η ρήξη Τίτο – Στάλιν. Η Γιουγκοσλαβική ηγεσία, απειλούμενη από άμεση Σοβιετική επέμβαση, απέφευγε να οξύνει τις όποιες διαφορές της με την Ελλάδα. Από τότε μέχρι και τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας (1991) κάθε φορά που υπήρχε αναφορά στο “Μακεδονικό” από τους Σκοπιανούς η κεντρική κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας προσπαθούσε να πείσει ότι τα Σκόπια ενεργούσαν ανεξάρτητα απ’ αυτούς.
Μετά το θάνατο του Τίτο, (4 Μαΐου – 1980) η κεντρική εξουσία αποδυναμώνεται. Παρουσιάζονται εθνοτικές αποσχιστικές τάσεις (Σλοβενία, Κροατία, Κοσσυφοπέδιο, Αλβανοί Σκοπίων) και διάφορα άλλα μειονοτικά προβλήματα. Η συλλογική ηγεσία ήταν ευάλωτη και γι’ αυτό παρ’ όλες τις προσπάθειες οι αποσχιστικές τάσεις αποκτούσαν όλο και περισσότερους οπαδούς. Έτσι, αρχίζει μια νέα περίοδος αναβίωσης του “Μακεδονικού”, αφετηρία της οποίας μπορούμε να θεωρήσουμε την ανάδειξη, ύστερα από τις πρώτες ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές στην περιοχή μετά το 1938, της 11ης και 25ης Νοεμβρίου του 1990, της πρώτης μετακομμουνιστικής πολυκομματικής βουλής των Σκοπίων, η οποία σηματοδότησε και τις μετέπειτα εξελίξεις. Πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται ο Κίρο Γκλιγκόρωφ, στις 27 Ιανουαρίου 1991. Στις 15 Απριλίου, του ίδιου έτους, έχουμε την ψήφιση του νέου Συντάγματος και στις 8 Σεπτεμβρίου, μετά από δημοψήφισμα την ανεξαρτητοποίηση της ΠΓΔΜ.
Στο νέο Σύνταγμα έχουμε διατάξεις περί μεταβολής συνόρων, οι οποίες βρίσκονται στο προοίμιο των άρθρων 3 – 68 και 74, αλλά και περί προστασίας μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες άρθρο 49 παράγραφος 1 το οποίο λέει: “Η Δημοκρατία, μεριμνά για την κατάσταση και τα δικαιώματα του Μακεδονικού λαού στις γειτονικές χώρες”. Εδώ αναφέρεται καθαρά σε πολίτες της Αλβανίας, Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας, που τα Σκόπια θεωρούν ότι υπάρχει “μακεδονική μειονότητα”.
Στις 16 και 17 Δεκεμβρίου 1991, συνέρχονται στις Βρυξέλλες οι Υπουργοί Εξωτερικών των «12» της Ε.Ο.Κ. σε μια συνεδρίαση ιστορική, όπου αποφασίζουν να αναγνωρίσουν το δικαίωμα ανεξαρτητοποίησης των επί μέρους Ομόσπονδων Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών (Σλοβενίας – Κροατίας).
Δύο μόλις ημέρες μετά την ανακοίνωση της απόφασης της Ε.Ο.Κ. συνέρχεται η βουλή των Σκοπίων, στις 19 Δεκεμβρίου, και εγκρίνει διακήρυξη, με την οποία υιοθετεί τα κριτήρια που θέσπισε το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ο.Κ. ως προϋπόθεση αναγνώρισης ανεξαρτήτων χωρών, οι οποίες προέρχονται από τη διάλυση κρατών του “Υπαρκτού Σοσιαλισμού”. Στις 24 Δεκεμβρίου η επιτροπή Μπανταντέρ απευθύνει ερωτηματολόγιο προς τα Σκόπια και στις 29 του ίδιου μήνα, έχουν έρθει και οι απαντήσεις με τα σχέδια για τις τροποποιήσεις στο Σύνταγμα, στα σημεία που πίεζε η Ελλάδα. Έτσι, στις 6 Ιανουαρίου 1992, η βουλή των Σκοπίων εγκρίνει τις συνταγματικές τροποποιήσεις σχετικά με τα δύο άρθρα που προαναφέραμε τονίζοντας ότι η “Δημοκρατία της Μακεδονίας” δεν έχει καμιά εδαφική διεκδίκηση έναντι γειτονικών κρατών και ούτε έχει σκοπό να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις τους.
Μέσω, λοιπόν, αυτού του διπλωματικού ελιγμού οι Σκοπιανοί πέτυχαν, στις 17 Ιανουαρίου 1992, στο Παρίσι, η επιτροπή Μπανταντέρ με γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 6 “να αναγνωρίσει τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών – μελών της”. Ένα μήνα αργότερα, (17 Φεβρουαρίου 1992) στη Λισσαβώνα ο Πορτογάλος υπουργός Εξωτερικών Πινέιρο αναλαμβάνει τη διαμόρφωση του ομώνυμου “πακέτου”, που προβλέπει: Αλλαγή των επίμαχων άρθρων του Συντάγματος, παύση της αλυτρωτικής προπαγάνδας και σύνθετη ονομασία. Τα Σκόπια φαίνονται να συμφωνούν. Στο παρασκήνιο ακούγονται τα ονόματα “Βόρεια Μακεδονία” και “Μακεδονία του Βαρδάρη”. Την ίδια περίοδο έχουμε τα συλλαλητήρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στις 13 Απριλίου, του ίδιου έτους, η λύση Πινέιρο έχει άδοξο τέλος. Την ίδια ημέρα στην Αθήνα συγκαλείται το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, με εξαίρεση το ΚΚΕ, όπου αποφασίζεται ότι εάν η Δημοκρατία των Σκοπίων επιθυμεί την αναγνώρισή της πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση των Βρυξελλών (16/12/1991) προσφέροντας συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις και φυσικά ονομασία που δεν θα έχει τον όρο Μακεδονία ή παράγωγά του. Η ελληνική κυβέρνηση προτείνει στη βρετανική προεδρία (18 Ιουνίου – Λουξεμβούργο) να αναγνωρίσουν οι «12» τα Σκόπια με “διπλή ονομασία” Δημοκρατία του Βαρδάρη για το εξωτερικό και στο εσωτερικό τους να μπορούν να αυτοαποκαλούνται όπως θέλουν. Εδώ ίσως ήμασταν πολύ κοντά σε μια καλή λύση. Δεν επιτυγχάνετε όμως τίποτα.
Στις 27 Ιουνίου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής της Λισσαβώνας έχουμε την υποστήριξη της Ευρώπης στις Ελληνικές θέσεις. Η αναγνώριση των Σκοπίων συνδέεται με την προϋπόθεση ότι “το όνομα δεν θα περιέχει τον όρο Μακεδονία”. Από βρετανικής πλευράς παραλαμβάνει τη σκυτάλη του προβλήματος από τον Πινέιρο ο εκπρόσωπος, πρέσβης Ο’ Νιλ. Η προεδρία της Βρετανίας επιμένει στη σύνθετη ονομασία σύμφωνα με τους όρους Πινέιρο. Στις 6 Αυγούστου η Ρωσία με επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Βιτάλη Τσούρκιν, προς τον Γκλιγκόροφ, αναγνωρίζει επισήμως τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία και στις 24 Αυγούστου τα Σκόπια επιλέγουν σημαία με το αστέρι της Βεργίνας.
Με απόφαση υπ’ αριθμ. 817, στις 7 Απριλίου 1993, το Συμβούλιο Ασφαλείας κάνει δεκτά τα Σκόπια με το προσωρινό τους όνομα FYROM χωρίς όμως το δικαίωμα ανάρτησης σημαίας και ξεκινούν νέες διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβηση των Βάνς και Όουεν. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ελληνική επιτυχία. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς οι μεσολαβητές Βάνς και Όουεν προτείνουν στην Ελλάδα το όνομα “Νέα Μακεδονία” (Nova Makedonija), η Αθήνα αντιπροτείνει το όνομα ”Σλαβομακεδονία”. Όμως η κυβέρνηση των Σκοπίων αρνείται. Έξι μήνες αργότερα (Δεκέμβριος 93 – Ιανουάριος 94) αρχίζουν να πέφτουν οι αναγνωρίσεις βροχή, μεταξύ αυτών Αμερική και Αυστραλία αναγνωρίζουν επίσημα τα Σκόπια ως FYROM και στις 16 Φεβρουαρίου 1994 η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει τον οικονομικό αποκλεισμό των Σκοπίων (εμπάργκο). Στη συνέχεια αρχίζουν οι πιέσεις από τους μεσολαβητές για την άρση του εμπάργκο. Η Ελλάδα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο όμως δεν κάνει δεκτό το αίτημα για λήψη ασφαλιστικών μέτρων.
Η Αμερική εντείνει τις πιέσεις της για άρση του εμπάργκο. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1995 έρχεται στην Αθήνα ο υφυπουργός Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ όπου έχει συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση και την ίδια ημέρα πάει στα Σκόπια όπου έχει συνομιλίες και με την εκεί ηγεσία. Έτσι, από τα Σκόπια ο Χόλμπρουκ, από την Αθήνα ο επιτετραμμένος της πρεσβείας Τόμας Μίλερ και από την Ουάσινγκτον ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νίκολας Μπέρνς ανακοινώνουν ταυτόχρονα την επίτευξη συμφωνίας Ελλάδας – Σκοπίων για απευθείας διάλογο υπό την αιγίδα του Σάιρους Βάνς, με σκοπό την υπογραφή μιας Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τελικά η Ενδιάμεση Συμφωνία υπογράφεται στη Νέα Υόρκη, την 13η Σεπτεμβρίου 1995, από τον υπουργό εξωτερικών κ. Κάρολο Παπούλια και τον κ. Τσερβενκόφσκι και αίρεται το εμπάργκο. Η Συμφωνία προβλέπει: Τον σεβασμό των υπαρχόντων συνόρων. Την υποχρέωση της Ελλάδας να αναγνωρίσει τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η ΠΓΔΜ θα πρέπει να προχωρήσει σε άμεση αλλαγή του συμβόλου που υπάρχει στη σημαία της, θα πρέπει να διακηρύξει ότι η ερμηνεία των επίμαχων άρθρων στο Σύνταγμα δεν ερμηνεύονται ως διεκδίκηση εδαφών αλλά ούτε και ως ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Έτσι, στις 12 Οκτωβρίου, το Μόνιμο Συμβούλιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, την ένταξη των Σκοπίων με την ονομασία FYROM.
Από τότε και μέχρι σήμερα υποτίθεται πως ο διάλογος μεταξύ των δύο χωρών θα είχε προχωρήσει και θα βρισκόταν σε καλό σημείο, κυρίως δε πως θα τηρούνταν τα συμφωνηθέντα. Όμως η κυβέρνηση των Σκοπίων δεν δέχτηκε καμία συζήτηση για το θέμα του ονόματος και εμείς από την πλευρά μας το αφήσαμε σχεδόν να ξεχαστεί. Το Σεπτέμβριο του 2002 έληξε η Ενδιάμεση Συμφωνία η οποία παρατείνεται “σιωπηλώς”. Έκτοτε πολλές από τις λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις ενδιαφέρονται απλά και μόνο να κλείσει το θέμα αδιαφορώντας για τις συνέπειες μιας βεβιασμένης απόφασης. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι η Αμερική μία μόνο ημέρα μετά τις εκλογές (Σεπτέμβριος 2004) αναγνωρίζει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα ως “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Υπήρχαν βέβαια οι ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καλά γιατί λίγο διάστημα πριν είχε υπογράψει δύο διακρατικές συμφωνίες με την ΠΓΔΜ, στις οποίες η χώρα αναφέρεται με το όνομα “Μακεδονία”. Η πρώτη τον Ιούνιο του 2003 για την εξαίρεση των Αμερικανών πολιτών από τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και η δεύτερη, στις 11 Οκτωβρίου 2004, όταν ο Ντ. Ράμσφελντ υπέγραψε αμυντική συμφωνία με τα Σκόπια. Η Αμερική χρησιμοποίησε ως επιχείρημα την πιθανή αναβίωση των διακοινοτικών διαφορών (Σλάβων και Αλβανών) και έγινε λόγος για κίνηση που θα ενίσχυε την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ εν όψει του δημοψηφίσματος της 7 Νοεμβρίου (συμφωνία Αχρίδας 13/8/2001 Σλάβων και Αλβανών για το Νέο Διοικητικό Χάρτη ) για εκχώρηση περαιτέρω εξουσιών στην αλβανική μειονότητα της χώρας. Τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, το δημοψήφισμα (7/11/2004) απέτυχε και η θέση των Αλβανών στα Σκόπια ενισχύθηκε.
Τη συνέχιση της διαπραγματευτικής διαδικασίας για το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ ανακοίνωσε, στις 12 Απριλίου 2005, ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς, παρά τις συνεχιζόμενες διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών. Ο Αμερικανός διπλωμάτης ήδη από τις 29 Μαρτίου, του ίδιου έτους, είχε “υποβάλει στα δύο μέρη μια δέσμη ιδεών” προς εξέταση και εξεύρεση λύσεων. Όμως η φιλόδοξη αυτή προσπάθεια, του Μάθιου Νίμιτς, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο εξαιτίας της κάθετης άρνησης των Σκοπίων να αποδεχθούν τον συμβιβασμό και τη μετονομασία του κρατιδίου σε “Republika Makedonija – Skopje”. Βεβαίως στην πρόταση Νίμιτς υπάρχουν και σκοτινά σημεία για την Ελλάδα.
Σήμερα το μεγάλο πρόβλημα των Σκοπίων δεν είναι άλλο από την αγορά εργασίας. Οι πολίτες ανησυχούν πλέον για το τι θα συμβεί αν διαταραχτούν οι σχέσεις τους με την Ελλάδα και περιοριστούν οι επενδύσεις. Υπολογίζεται ότι στην ευρύτερη περιοχή των Σκοπίων δραστηριοποιούνται περισσότερες από 200 μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις και το ποσοστό ανεργίας είναι πολύ μεγάλο. Το ερώτημα όμως είναι εμείς από την πλευρά μας τι κάναμε; Μήπως μεταθέταμε συνέχεια το πρόβλημα και φτάσαμε σήμερα στο σημείο να ελπίζουμε ακόμα σε μία αμοιβαία αποδεκτή λύση; Η αλήθεια πάντως είναι ότι οποιαδήποτε πολιτική λύση, σήμερα, και αν δοθεί στο Μακεδονικό ζήτημα, το ιστορικό πρόβλημα θα συνεχίσει να υφίσταται.
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω μια χαρακτηριστική δήλωση του νυν Πατριάρχη της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας Παύλου, ο οποίος στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της συναντήσεως που είχε με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, στις 9 Απριλίου 1992, είχε πει:
Η χρήση του ονόματος Μακεδονία από τους Σκοπιανούς είναι παράλογη, τεχνητή και κλοπιμαία.
Η Μακεδονία δεν είναι δυνατόν να είναι διεθνική.
Το όνομά της, η ιστορία της και ο πολιτισμός της ανήκουν μόνο στην Ελλάδα.
Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης
Διδάκτωρ Ιστορίας
.