Άρθρο
από το βιβλίο «Πεζά Κείμενα», εκδ. ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1987, σελ. 51-57
(Η
επιλογή αποσπασμάτων και οι επισημάνσεις έγιναν από τον συντάκτη)
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1910-1985) ήταν ένας από
τους σημαντικότερους ζωγράφους (και ποιητές) του 20ου αιώνα, ο
εξέχων εκπρόσωπος του Υπερρεαλισμού στη χώρα μας. Είναι εκείνος που με έναν
θαυμαστό τρόπο πήρε το ανθρωποειδές ομοίωμα, το ανδρείκελο των προγενεστέρων
του, και κατάφερε να πλάσει κάτι εντελώς άλλο: με έντονα τα στοιχεία του φύλου,
τις ιστορικές αναφορές αλλά και το διαβρωτικό χιούμορ (κόκκινα μπανιερά), σε
ένα μεσογειακό, συχνά βυζαντινότροπο τοπίο, δημιούργησε συναντήσεις με ομηρικά
πρόσωπα, αρχαίους σοφούς και νεώτερους ήρωες, συχνά σε στάση κούρου ή και
βυζαντινού αγίου. Είναι λοιπόν βέβαιο πως, αυτός ο ευγνώμων -όπως πάντα έλεγε-
μαθητής του Φώτη Κόντογλου, είναι ο κατάλληλος να μας προσδιορίσει και στην
περίπτωση του αγαπημένου μας θεάτρου σκιών, τι ακριβώς σημαίνει αφορμή, επιρροή ή δάνειο, όχι
μόνο στα λόγια, αλλά και στη λαϊκή τέχνη:
«…ο μακαρίτης Σπύρος Μελάς, παρ’ όλη την
αναμφισβήτητη εξυπνάδα και την παντογνωσία του, σε μεταπολεμικό χρονογράφημά
του, ίσως λόγω της ελαφρότητος, που απαιτεί, τρόπον τινά, το είδος, σχετικά με
την περιγραφή λαϊκού πανηγυριού, αρνείται ν’ ασχοληθή με πετυχημένη, ως το
εξομολογείται, παράσταση Καραγκιόζη. Επειδή το ‘θέαμα’, λέει, έχει ‘τουρκική
την καταγωγή’! Πρόσφατα πάλι, σε φύλλο παρισινού ‘Φιλολογικού Φιγκαρώ’», ο κ. Λαυρέντιος
Ντάρελλ, μιλώντας δια μακρών για παράσταση Καραγκιόζη στην Κέρκυρα,
πλουσιοπάροχα όσο κι’ αυθαίρετα, εικονογραφεί και πλαισιώνει το άρθρο του, με
φιγούρες του τουρκικού Καραγκιόζη! Ως
γνωστόν, οι φιγούρες του τούρκικου Καραγκιόζη -περσικού μάλλον ρυθμού και
προελεύσεως- διαφέρουν κατά παρασάγγας, να μην πω πως βρίσκονται στους
αντίποδες, των ελληνικών μορφών.
[…] είναι
αναμφισβήτητο πως, από την πρώτη στιγμή, ο ελληνικός Καραγκιόζης παίρνει τη
δικιά του καθαρή, αυτοτελή, αυτόνομη μορφή, απόλυτα διαφορετική, τελείως ξένη
απ’ αυτήν του ομωνύμου του ήρωος στους κήπους των τουρκικών σαραγιών […] Κοντολογής, ο τούρκικος Καραγκιόζης ήτανε
ένα pretexte
απλά, κι’ ούτε αφετηρία ούτε ‘πηγή’. Ο τότε Πειραϊκός
κι’ ο Αθηναϊκός λαός αισθάνονταν την επιτακτική ανάγκη ενός τυπικού θεατρικού
ήρωα ενός εύγλωττου εκπροσώπου, πάνω σ’ ένα θέατρο που δεν θ’ απαιτούσε
ουσιαστικές οικονομικές δαπάνες. Ο Καραγκιόζης τους ήρθε ‘κουτί’.
[…] Όπως
είναι παράλογο να πιστεύομε πως ένας ζωντανός οργανισμός είναι δυνατό να
τρέφεται αποκλειστικά με τις ίδιες του τις σάρκες, το ίδιο ισχύει, ασυζήτητα,
και για έναν ζωντανό πολιτισμό. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, όσο κι’ η
βυζαντινή του συνέχεια, δεν αντλήσανε, στις ρίζες τους, από ξένες πηγές; Νόμιμα
δεν γαλουχήθηκαν με ξένα στοιχεία για να τα αφομοιώσουν, να τα αξιοποιήσουν και
τελικά να δημιουργήσουν τον μοναδικό, τον καταπληκτικό τους πολιτισμό, που θα
θαυμάζεται εσαεί για την άφταστή του πρωτοτυπία, την απαράμιλλή του ποιότητα
και την ανυπέρβλητή του ομορφιά.
Γιατί αυτό το αξίωμα να μην είναι δυνατό να βρη
την εφαρμογή προκειμένου για τον νέο-ελληνικό πολιτισμό, και, φυσικά τηρουμένων
των αναλογιών, για την περίπτωση του Καραγκιόζη;
Τώρα είναι αλήθεια πως, μέχρι σήμερα, δεν έχει
μελετηθή όπως θα του άξιζε το ελληνικό θέατρο σκιών […] Πολλοί είναι οι τόποι
απ’ όπου εικάζεται ότι προήλθε το θέατρο σκιών. Η Κίνα, η Ιάβα, όπου φαίνεται
πως αυτό το θέατρο εξακολουθεί να ακμάζη, υστέρα η Περσία, τέλος η Τουρκία. Εγώ
δεν έχω δη, ποτέ μου, παράσταση ξένου Καραγκιόζη. Έχω δη όμως άπειρες φιγούρες
του: γιαβανέζικες σε μουσεία και τουρκικές, αυτές που φέρνουν συνηθέστατα
διάφοροι περιηγητές σαν επιστρέφουν από τα παζάρια της Πόλης. Είναι φτιαγμένες
άλλοτε από δέρματα χοντρά όμως διάφανα και χρωματισμένα, άλλοτε από χαρτόνι με
διάτρητες τις γραμμές των λεπτομερειών του σώματος και της φορεσιάς. Όλες έχουν
τον ιδιάζοντα ρυθμό της χώρας τους: οι γραμμές είναι περίπλοκες, οι
λεπτομέρειες παραφορτωμένες. Άπω Ανατολή και Περσία. Γιατί, το ξαναλέω, οι
φιγούρες του τουρκικού Καραγκιόζη φέρουν εμφανέστατη την περσική επίδραση και θυμίζουν,
στον προσεκτικό παρατηρητή, τις μορφές, προσώπων και αμφιέσεων, των περσικών,
ίσως και των αραβικών, αλλά διόλου των τουρκικών, μικρογραφιών χειρογράφων.
Οι μορφές του ελληνικού θεάτρου σκιών έχουν μιαν
άκρα λιτότητα, κι’ οι γραμμές των λεπτομερειών είναι ακριβώς μόνο οι
απαραίτητες. Οι διάφοροι τύποι ξεχωρίζουν απόλυτα ο ένας από τον άλλο, και το
κάθε πρόσωπο, με μοναδικήν εξαίρεση τον πολυμελή χορό των Θεσσαλονικιών
Εβραίων, κρατά μιαν απόλυτη αυτονομία και αυτοτέλεια μορφής όσο και χαρακτήρα.
Τώρα τα κτίρια του αναλλοίωτου σκηνικού: η μεν καλύβα, το μόνιμο ενδιαίτημα του
Καραγκιόζη, είναι μια ρεαλιστική, κατά το μάλλον ή ήττον, αναπαράσταση
ερειπίου. Το δε ‘σαράι του πασσά’,
παρ’ όλα τα μισοφέγγαρα που κοσμούν τους τρούλλους του, είναι πανομοιότυπο με τις παραστάσεις κτιρίων στην Βυζαντινή ζωγραφική.
[…] Ενώ στο τούρκικο θέατρο σκιών ο διάλογος
περιορίζεται σε μιαν ανταλλαγή στοχασμών, ευφυολογημάτων και βωμολοχιών ανάμεσα
στους δύο τυπικούς πρωταγωνιστές, τον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη, αντίθετα,
το ελληνικό θέατρο σκιών είναι πραγματικό θέατρο, με διάλογο αλλά και έντονη
δράση. Αναπαραστάσεις επεισοδίων από την ταραχώδη ζωή του ήρωά του.
Χρησιμοποιεί δε έναν τρόπο συγγενή με την ‘Κομμέντια
ντελ’ Άρτε’: κάθε επεισόδιο σαφώς καθορισμένο, εκ των προτέρων, στις
γενικές του γραμμές, ερμηνεύεται κάθε φορά, ως προς τις λεπτομέρειες, σύμφωνα
με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη διάθεση του εκτελούντος Καραγκιοζοπαίκτη και
των βοηθών του. Το ‘ρεπερτόριο’ των
επεισοδίων είναι απέραντο κι’ αναρίθμητοι οι συμπρωταγωνιστές κι’ οι ‘κομπάρσοι’. Πολλές φορές ο δικός μας
Καραγκιόζης παίρνει ρόλους δευτερεύοντες και τριτεύοντες ακόμη, μέχρι του
σημείου να είναι κι’ ένας απλούς θεατής, όταν το ‘θέμα’ επεκτείνεται στην
περιοχή των λαϊκών ιστορικών παραδόσεων, και τότε πρωταγωνιστεί ένας ήρωας είτε
της Επαναστάσεως του ‘21, ο Κατσαντώνης, ο Αθανάσιος Διάκος, είτε της
Αρχαιότητος: ο Μέγ. Αλέξανδρος.
[…] Ο Καραγκιόζης μας έχει τάσεις προς το
θεαματικό…Πολλές φορές, στο πλήθος των συνηθισμένων προσώπων προστίθενται, πάνω
στην επιφάνεια της οθόνης, του ‘Καραγκιόζ-μπερντέ’,
άλλο πλήθος θηρίων, τεράτων, αγγέλων, δαιμόνων, αμαξών, αρμάτων, καραβιών,
αυτοκινήτων, αεροστάτων, αεροπλάνων, μέχρι την πολυθρόνα του οδοντοϊάτρου και το
κρεββάτι του χειρουργού. Συχνά ανάβονται και μυριόχρωμα βεγγαλικά, προ πάντων
στο τέλος της παραστάσεως, στις ‘αποθεώσεις’.
Το δε ατομικό τραγούδι με το οποίο προαγγέλλει την εμφάνισή του πάνω στη σκηνή
το κάθε πρόσωπο κάποιας σημασίας, Βελή
Γκέκας, Χατζηαβάτης, Νιόνιος, Μπάρμπα-Γιώργος, Τουρκοπούλα,
κ.λπ., παραχωρεί τη θέση του σε φωνητικούς χορούς.
Ο Καραγκιόζης είναι ο γνήσιος θεατρικός
εκπρόσωπος της λαϊκής ψυχής, των λαϊκών τάσεων και διαθέσεων, των λαϊκών πόθων
κι’ επιθυμιών. Με πολλή κομψότητα, με πολλή διακριτικότητα, αλλά και με αρκετή,
ενίοτε, δύναμη. Μ’ αυτή τη συνήθεια που έχουμε του ‘ποιος είσαι συ και ποιος είμαι γω’, εδώ όπου ο καθείς έχει μια τόσο
βαθειά, και πόσο εύθικτη, συνείδηση της ‘ανθρωπίνης
του αξιοπρεπείας’, κι’ όπου στο ίδιο μέρος είναι πολύ φυσικό να
εμφανισθούν, ταυτόχρονα, πλάι πλάι, ένας δισεκατομμυριούχος εφοπλιστής ή
μεγαλοβιομήχανος και διακόσιοι τόσοι φουκαράδες, τα επεισόδια του Καραγκιόζη
διατραγωδούν τα μαρτύρια του κοσμάκη και τις βασανισμένες του προσπάθειες ‘ναν τα βγάλη πέρα’, ‘ναν τα ξεκεφαλώση’.
Ας μη μας γελούν οι μορφές του πασσά, των
θυγατέρων του (οι βεζυροπούλες), οι αυλικοί του (αυλοκόλακες) και οι λοιποί που
τον ακολουθούν. Δεν είναι κανένα
κατάλοιπο, όπως είναι φυσικό να το φανταστή κανείς, της ‘προελεύσεως’ του
Καραγκιόζη. Απλούστατα συγκαλύπτουν τη
μορφή του ‘κακού πλουσίου’ του Ευαγγελίου, του σκληρού, του άκαρδου, του
φιλάργυρου, του ακαταλόγιστου, που βασανίζει τους αδυνάτους που είχαν την
ατυχία να πέσουν στα νύχια του, ενώ πιστεύει, και το διαλαλεί μεγαλόφωνα, πως
είναι δίκαιος και αλάνθαστος, αγαθός και πονόψυχος!
[…] Ο ελληνικός Καραγκιόζης είναι βαθύτατα
πατριώτης, γνώστης των αρετών και των παραδόσεων της Φυλής. […] σαν κάθε λαϊκή
τέχνη, εξελίσσεται σύμφωνα με τη δύναμη του εκάστοτε τεχνίτου που τον δουλεύει.
[…] Στις τόσο δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει πάντα κάθε πνευματική
επιδίωξη, τιμή ιδιαίτερη αρμόζει στους ελαχίστους σήμερα Καραγκιοζοπαίχτες, που
διατηρούν ανιδιοτελώς, ηρωϊκά, πεισματάρικα, την παράδοση του ελληνικού θεάτρου
σκιών.
[…] Θα είμουν αχάριστος, τελειώνοντας, εγώ που,
σαν κάθε Έλληνας, του χρωστώ άπειρες ώρες ξεγνοιασιάς και γέλιου, και όχι μόνο
στα παιδικά μου χρόνια, ναν τον αποχωριστώ, τον Καραγκιόζη, χωρίς να του ευχηθώ
πάρα πολλά ακόμη και δοξασμένα χρόνια.
Θαν το ξεχνούσα: σχετικά με την ελληνικότητα του
ίδιου του ήρωα Καραγκιόζη. Είναι τόσο στενά συνυφασμένος με τον ελληνισμό και
το ελληνικό θέατρο, που κι’ ηθοποιοί περιωπής, όπως παλιότερα ο Κοκκίνης και,
πιο κοντά μας, ο καλός Λογοθετίδης, δεν απαξίωσαν να τον μιμηθούν σε πολλά στο
παίξιμο τους, πάνω στη σκηνή».
[Σύμφωνα με τον εκδότη, το άρθρο αυτό του Νίκου Εγγονόπουλου
πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘Λωτός’,
αρ. 6, τον Δεκέμβριο του 1969]
Συντάκτης: Γιώργος Κων.
.