Γράφει ο Στυλιανός Καβάζης.
9 Αυγούστου του 1823 σκοτώνεται, νικώντας τους Τουρκαλβανούς στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου, ο Μάρκος Μπότσαρης, ένας από τους σημαντικότερους Ήρωες του Αγώνα της εθνικής Παλιγγενεσίας. Όταν ο Μάρκος Μπότσαρης πήγαινε στη μάχη του Καρπενησίου, όπου και φονεύθηκε, πέρασε από το μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Μπήκε στο Καθολικό της Μονής, προσκύνησε την θαυματουργή εικόνα της και βγαίνοντας τράβηξε το πουγγί του, το έδωσε σε έναν καλόγερο και του είπε:
«Πάρ΄ το να μοιράσεις τα γρόσια που έχει μέσα για την ψυχή του Μάρκου Μπότσαρη».
Ο καλόγερος, που ποτέ δεν είχε δει τον ήρωα και δεν τον γνώρισε, τον ρώτησε παραξενεμένος:
«Τι; Πέθανε ο Μάρκος;»
και ο Μπότσαρης προχώρησε προς το άλογό του λέγοντάς του προφητικά:
«Όχι, αλλά πηγαίνει για να πεθάνει».
Λίγες ώρες αργότερα τα τελευταία λόγια πριν αφήσει την τελευταία του πνοή ήταν “Αδέλφια, εγώ έκαμα το χρέος μου και πεθαίνω ευχαριστημένος. Μείνετε πιστοί στην Πατρίδα και πιστοί δούλοι του Θεού. Αφήστε με και τρεχάτε εκείνα που εγώ άρχισα“.
Ο σπουδαίος αγωνιστής Γεώργιος Καραϊσκάκης, συμπολεμιστής του Μπότσαρη σε πλειάδα μαχών, δεν έκρυψε τον απεριόριστο σεβασμό του για τον στρατηγό των Σουλιωτών: «Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νου που δεν είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σαν του Χριστού. Εμείς όλοι ούτε στο δάχτυλό του δεν φθάνουμε». Ο Καραϊσκάκης θρήνησε αργότερα την άψυχη σορό του μεγάλου αγωνιστή στο Μοναστήρι του Προυσού με τη σπαρακτική οιμωγή του: «Ωρέ, σαν τον Μάρκο ήρωα γυιό, μάνα δεν ματαγεννάει».
«Η Ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη», επισημαίνει πολύ σοφά ο Φώτης Κόντογλου. Και συνεχίζει: «Στην Πόλη κρεμάστηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος, ανοίγοντας πρώτος το μαρτυρολόγιο της Επανάστασης. Ο Αθανάσιος Διάκος πολέμησε σαν νέος Λεωνίδας και σουβλίστηκε για την πίστη του. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ησαίας Σαλώνων, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Παπαφλέσσας… και άλλοι πολλοί πολεμήσανε για την αγιασμένη πατρίδα τους. Στην Τριπολιτσά κλειστήκανε στη φυλακή κατά την Επανάσταση οι δεσποτάδες του Μοριά και οι περισσότεροι πεθάνανε με αβάσταχτα μαρτύρια. Το ίδιο και στην Πόλη, φυλακωθήκανε και κρεμαστήκανε πολλοί δεσποτάδες».
Οι πρωτεργάτες του 1821, ήσαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Είχαν συνείδηση της διαχρονικής συνέχειας του Ελληνισμού. Το ομολογούν απερίφραστα οι ίδιοι. Το λόγο τους ακούμε και σήμερα να αντηχεί. «Γι’ αυτά πολεμήσαμε», έλεγε ο Μακρυγιάννης, δείχνοντας σπασμένες αρχαίες κολώνες. Και ο πρώτος Κυβερνήτης της ελεύθερης Ελλάδος, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ήθελε τα ελληνόπουλα να λαμβάνουν παιδεία ελληνορθόδοξη με κείμενα Χριστιανικά και Αρχαία Ελληνικά.
Με λίγα λόγια όπως αναφέρω και στην επικεφαλίδα μου «Γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία». Ο εμβληματικός αυτός στίχος ανήκει στον Σάμιο ποιητή και αγωνιστή του 1821 Γεώργιο Κλεάνθη, αποκρυσταλλώνει, όμως, το συλλογικό φρόνημα των αγωνιστών της Επανάστασης. Γιατί παρόμοιες είναι οι εκφράσεις και άλλων αγωνιστών, με πιο χαρακτηριστική ίσως εκείνη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες πήραν τα όπλα πρώτα για την πίστη του Χριστού και μετά για την ελευθερία της πατρίδας. Με το σύνθημα «Υπέρ πίστεως και πατρίδος» οι ένδοξοι αγωνιστές του 1821 ύψωσαν το λάβαρο της επανάστασης και έγραψαν χρυσές σελίδες δόξας στην ελληνική ιστορία! Με τον ηρωισμό τους, το αγωνιστικό τους φρόνημα, την αυταπάρνησή τους, το ήθος, την προσήλωση στη χριστιανική πίστη και την αδιάψευστη αγάπη για την πατρίδα αποτέλεσαν για όλους εμάς ιστορικό οδοδείκτη και πρότυπα αρετής και μεγαλοψυχίας!
Φωτό: “Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη”. Πίνακας από τον Ιταλό φιλέλληνα ζωγράφο του 19ου αιώνα Λουντοβίκο Λιππαρίνι (Ludovico Lipparini), που βρίσκεται στο μουσείο της Τεργέστης στην Ιταλία.